ά ά nom άβακα άβακας nom άβατες άβατος adj άβαφα άβαφος adj άβγαλτος άβγαλτος adj άβια άβιος adj άβολα άβολα adv άβολες άβολος adj άβουλη άβουλος adj άβυσσο άβυσσος nom άγαλμα άγαλμα nom άγαμες άγαμος adj άγαν άγαν adv άγαρμπα άγαρμπα adv άγαρμπη άγαρμπος adj άγγελμα άγγελμα nom άγγελο άγγελος nom άγγιγμα άγγιγμα nom άγγιζαν αγγίζω ver άγγλο άγγλο nom άγγλος άγγλος adj άγευστη άγευστος adj άγη άγος nom άγημα άγημα nom άγια άγια adv άγιας άγιος adj άγιασε αγιάζω ver άγκιστρα άγκιστρο nom άγκυρα άγκυρα nom άγναντα άγναντος adj άγνοιά άγνοια nom άγνωστα άγνωστα adv άγνωστε άγνωστος adj άγονα άγονος adj άγουρα άγουρος adj άγρα άγρα nom άγραφα άγραφος adj άγρια άγρια adv άγριας άγριος adj άγρυπνα άγρυπνος adj άγχη άγχος nom άδειά άδεια nom άδεια άδειος adj άδειαζαν αδειάζω ver άδειασμα άδειασμα nom άδηλα άδηλα adv άδηλη άδηλος adj άδικα άδικα adv άδικες άδικος adj άδολα άδολα adv άδολη άδολος adj άδοξα άδοξα adv άδοξη άδοξος adj άδραξαν αδράζω ver άδυτα άδυτος adj άδωρο άδωρος adj άεργη άεργος adj άζωτο άζωτο nom άηχα άηχος adj άθε άθε ver άθεη άθεος adj άθελά άθελος adj άθικτα άθικτα adv άθικτες άθικτος adj άθλημα άθλημα nom άθληση άθληση nom άθλια άθλια adv άθλιας άθλιος adj άθλο άθλος nom άθραυστα άθραυστος adj άθρησκο άθρησκος adj άθροισε αθροίζω ver άθροιση άθροιση nom άθροισμα άθροισμα nom άθυρμα άθυρμα nom άκαιρα άκαιρα adv άκαιρη άκαιρος adj άκακη άκακος adj άκαμπτα άκαμπτα adv άκαμπτες άκαμπτος adj άκανθο άκανθος nom άκαπνες άκαπνος adj άκαρδη άκαρδος adj άκαρπα άκαρπα adv άκαρπες άκαρπος adj άκατο άκατος nom άκαυτη άκαυτος adj άκληροι άκληρος adj άκλιτες άκλιτος adj άκμαζε ακμάζω ver άκμονα άκμονας nom άκμονος άκμονος adj άκομψα άκομψα adv άκομψη άκομψος adj άκοπα άκοπα adv άκοπη άκοπος adj άκοσμη άκοσμος adj άκου ακούω ver άκουσμα άκουσμα nom άκρα άκρα adv άκραν άκρος adj άκρατη άκρατος adj άκρη άκρη nom άκρια άκρια nom άκριτα άκριτα adv άκριτες άκριτος adj άκτιστο άχτιστος adj άκυρα άκυρα adv άκυρες άκυρος adj άλαλα άλαλα adv άλαλο άλαλος adj άλας άλας nom άλγεβρα άλγεβρα nom άλγη άλγος nom άλεθε αλέθω ver άλειψαν αλείβω ver άλεση άλεση nom άλεσμα άλεσμα nom άλευρα άλευρο nom άλικα άλικος adj άλκες άλκες nom άλλα άλλος pro_dem άλλαγμα άλλαγμα nom άλλαζα αλλάζω ver άλλοθι άλλοθι nom άλλοτε άλλοτε adv άλλως άλλως adv άλλωστε άλλωστε adv άλμα άλμα nom άλμη άλμη nom άλμπατρος άλμπατρος nom άλμπουμ άλμπουμ nom άλμπουρο άλμπουρο nom άλογα άλογα adv άλογες άλογος adj άλση άλσος nom άλτα άλτης nom άλτρια άλτρια nom άλυτα άλυτος adj άλφα άλφα num άλφιτα άλφιτο nom άλω άλως nom άλωση άλωση nom άμα άμα con άμαθο άμαθος adj άμαξα άμαξα nom άμαχων άμαχος nom άμβλυναν αμβλύνω ver άμβλυνση άμβλυνση nom άμβλωση άμβλωση nom άμβωνα άμβωνας nom άμεμπτη άμεμπτος adj άμεσα άμεσα adv άμεσες άμεσος adj άμετρα άμετρα adv άμετρη άμετρος adj άμιλλα άμιλλα nom άμισθα άμισθος adj άμμο άμμος nom άμοιρα άμοιρος adj άμορφα άμορφα adv άμορφη άμορφος adj άμουσο άμουσος adj άμπακο άμπακος nom άμπελο άμπελος nom άμπωτη άμπωτη nom άμπωτις άμπωτις nom άμυαλη άμυαλος adj άμυλο άμυλο nom άμυνά άμυνα ver άμφια άμφιο nom άμωμη άμωμος adj άναβαν ανάβω ver άνακτα άναξ nom άνακτας άνακτας nom άναμα άναμα nom άναμμα άναμμα nom άνανδρα άναντρα adv άνανδρη άνανδρος adj άναρθρα άναρθρα adv άναρθρες άναρθρος adj άναρχα άναρχα adv άναρχη άναρχος adj άναυδο άναυδος adj άνδηρα άνδηρο nom άνδρα άντρας nom άνδρο άνδρο nom άνεμο άνεμος nom άνεργα άνεργα adv άνεργος άνεργος adj άνεση άνεση nom άνετα άνετα adv άνετες άνετος adj άνευ άνευ pre άνευρη άνευρος adj άνηθο άνηθος nom άνηκαν ανήκω ver άνθη άνθος nom ανθούσε ανθώ ver άνθηση άνθηση nom άνθι άνθι nom ανθισμένης ανθίζω ver άνθινα άνθινος adj άνθιση άνθιση nom άνθισμα άνθισμα nom άνθρακα άνθρακας nom άνθρωπε άνθρωπος nom άνισα άνισα adv άνισες άνισος adj άνοδο άνοδος nom άνοια άνοια nom άνοιγα ανοίγω ver άνοιγμά άνοιγμα nom άνοιξη άνοιξη nom άνομα άνομα adv άνομες άνομος adj άνοστο άνοστος adj άντε άντε sw άντεξα αντέχω ver άντερο άντερο nom άντλησα αντλώ ver άντληση άντληση nom άντρο άντρο nom άνυδρα άνυδρος adj άνω άνω adv άνωθεν άνωθεν adv άνωθι άνωθι adv άνωση άνωση nom άξαφνα άξαφνος adj άξενος άξενος adj άξεστη άξεστος adj άξια άξια adv άξιαν άξιος adj άξιζα αξίζω ver άξονα άξονας nom άοκνα άοκνα adv άοκνες άοκνος adj άοπλα άοπλα adv άοπλες άοπλος adj άοσμα άοσμα adv άοσμες άοσμος adj άουτ άουτ nom άπαικτη άπαιχτος adj άπαν άπας adj άπαξ άπαξ adv άπαρτο άπαρτος adj άπατη άπατος adj άπατρις άπατρις num άπαχο άπαχος adj άπειρα άπειρα adv άπειρον άπειρος adj άπιαστα άπιαστος adj άπιστη άπιστος adj άπλα άπλα nom άπλετα άπλετα adv άπλετη άπλετος adj άπληστα άπληστος adj άπλυτα άπλυτα adv άπλυτος άπλυτος adj άπλωμα άπλωμα nom άπλωναν απλώνω ver άπνοια άπνοια nom άποικο άποικος nom άποικους άποικους adj άπονα άπονος adj άπορα άπορος adj άποψή άποψη nom άπραγες άπραγος adj άπρακτα άπρακτα adv άπρακτοι άπρακτος adj άπρεπα άπρεπα adv άπρεπη άπρεπος adj άπταιστα άπταιστα adv άπταιστη άπταιστος adj άπτερο άπτερος adj άπτεται άπτομαι ver άπω άπω adv άρα άρα con άραγε άραγε sw άραζαν αράζω ver άργησα αργώ ver άργιλο άργιλος nom άργυρο άργυρος nom άρδευε αρδεύω ver άρδευση άρδευση nom άρδην άρδην adv άρει αίρω ver άρεσαν αρέσω ver άρθ άρθ nom άρθο άρθο adj άρθρ άρθρ nom άρθρα άρθρο nom άρθρωναν αρθρώνω ver άρθρωση άρθρωση nom άρια άριος adj άριστα καλά adv άριστες άριστος adj άριστης καλός adj άρκεσαν αρκώ ver άρκτο άρκτος nom άρμα άρμα nom άρμεγε αρμέγω ver άρμεγμα άρμεγμα nom άρμοζαν αρμόζω ver άρμοζε αρμόζει|αρμόζω ver άρνηση άρνηση nom άροση άροση nom άροτρα άροτρο nom άρπα άρπα nom άρπαγα άρπαγας nom άρπαζαν αρπάζω ver άρπαξα αρπάζω|αρπάχνω ver άρπαξαν αρπάχνω ver άρρεν άρρην adj άρρηκτα άρρηκτα adv άρρηκτη άρρηκτος adj άρρητα άρρητος adj άρρυθμη άρρυθμος adj άρρωστα άρρωστος adj άρσεις άρση nom άρτε άρτος nom άρτια άρτιος adj άρτυμα άρτυμα nom άρχει άρχω ver άρχιζα αρχίζω ver άρχοντές άρχοντας nom άρχουσα άρχων adj άρχων άρχος nom άρωμα άρωμα nom ασβέστου άσβεστος nom άσβηστη άσβηστος adj άσε άσος nom άσεμνα άσεμνα adv άσεμνες άσεμνος adj άσημα άσημος adj άσηπτες άσηπτος adj άσθμα άσθμα nom άσιτος άσιτος adj άσκαυλος άσκαυλος nom άσκημη άσκημος adj άσκησή άσκηση nom ασκούμε ασκώ ver άσκοπα άσκοπα adv άσκοπες άσκοπος adj άσμα άσμα nom άσπα άσπα nom άσπιλη άσπιλος adj άσπλαχνη άσπλαχνος adj άσπονδη άσπονδος adj άσπρα άσπρος adj άσπριζαν ασπρίζω ver άσπρισμα άσπρισμα nom άσσο άσσος nom άστατα άστατος adj άστεγα άστεγος adj άστοργης άστοργος adj άστοχα άστοχα adv άστοχες άστοχος adj άστρα άστρο nom άστραφταν αστράφτω ver άσυλα άσυλο nom άσφαιρα άσφαιρος adj άσφαλτο άσφαλτος nom άσχετα άσχετα adv άσχετες άσχετος adj άσχημα άσχημα adv άσχημες άσκημος|άσχημος adj άσχημη άσχημος adj άσωτα άσωτα adv άσωτη άσωτος adj άτακτα άτακτα adv άτακτες άτακτος adj άταφα άταφος adj άτεγκτη άτεγκτος adj άτεκνα άτεκνος adj άτεχνα άτεχνα adv άτεχνες άτεχνος adj άτι άτι nom άτιμα άτιμος adj άτιτλα άτιτλος adj άτλαντα άτλαντας nom άτοκα άτοκος adj άτολμα άτολμος adj άτομα άτομο nom άτονα άτονα adv άτονες άτονος adj άτοπα άτοπα adv άτοπες άτοπος adj άτρακτο άτρακτος nom άτριχα άτριχος adj άτρομος άτρομος adj άτρωτα άτρωτος adj άτσαλα άτσαλα adv άτσαλες άτσαλος adj άτυπα άτυπος adj άτυχα άτυχος adj άυλα άυλα adv άυλες άυλος adj άυπνοι άυπνος adj άφαντες άφαντος adj άφατο άφατος adj άφεση άφεση nom άφηνα αφήνω ver άφθαρτα άφθαρτος adj άφθαστο άφθαστος adj άφθες άφθα nom άφθονα άφθονα adv άφθονες άφθονος adj άφιξή άφιξη nom άφλεκτο άφλεκτος adj άφοβα άφοβα adv άφοβη άφοβος adj άφορα άφορος adj άφραγκος άφραγκος adj άφριζε αφρίζω ver άφρονες άφρων adj άφωνα άφωνα adv άφωνη άφωνος adj άχαρα άχαρος adj άχθος άχθος nom άχνα άχνα nom άχνη άχνη nom άχραντα άχραντος adj άχρηστα άχρηστα adv άχρηστες άχρηστος adj άχροα άχροα adv άχρονα άχρονα adv άχρονες άχρονος adj άχρωμα άχρωμα adv άχρωμες άχρωμος adj άχτι άχτι nom άχυρα άχυρο nom άψητο άψητος adj άψογα άψογα adv άψογες άψογος adj άψυχα άψυχα adv άψυχες άψυχος adj άωτον άωτο nom έαρ έαρ nom έβαζα βάζω ver έβαιναν βαίνω ver έβαλα βάζω|βάλλω ver έβαλαν βάλλω ver έβαφαν βάφω ver έβγα έβγα nom έβγαζα βγάζω ver έβγαινα βγαίνω ver έβδομοι έβδομος num έβενο έβενος nom έβλαπταν βλάπτω ver βλέπαμε βλέπω ver έβοσκαν βόσκω ver έβραζαν βράζω ver έβρεξε βρέχω ver έβριζαν βρίζω ver έβριθαν βρίθω ver έβρισκα βρίσκω ver έγγαμα έγγαμος adj έγγρ έγγρ nom έγγραφά εγγράφω ver έγγραφα έγγραφος adj έγγραφο έγγραφο nom έγδαρε γδέρνω ver έγδυναν γδύνω ver έγειραν εγείρω ver έγειρε γέρνω ver έγερση έγερση nom έγινα γίνομαι ver έγκαιρα έγκαιρα adv έγκαιρες έγκαιρος adj έγκατα έγκατα nom έγκαυμα έγκαυμα nom έγκεινται έγκεινται ver έγκειται έγκειται ver έγκλειστα έγκλειστος adj έγκλημά έγκλημα nom έγκληση έγκληση nom έγκλιση έγκλιση nom έγκρισή έγκριση nom έγκριτα έγκριτος adj εγκύων έγκυος adj έγκυρα έγκυρα adv έγκυρες έγκυρος adj έγλειφαν γλείφω ver έγνεθε γνέθω ver έγνοια έγνοια nom έγραφαν γράφω ver έγχορδα έγχορδος adj έγχρωμα έγχρωμα adv έγχρωμες έγχρωμος adj έγχυση έγχυση nom έδαφος έδαφος nom έδειξα δεικνύω|δείχνω ver έδειξαν δείχνω ver έδειραν δέρνω ver έδενα δένω ver έδεσμα έδεσμα nom έδιδαν δίδω ver έδικτα έδικτο nom δεδομένη δίνω ver έδιωξαν διώχνω ver έδιωχναν διήκω ver έδρα έδρα nom έδρανα έδρανο nom έδρασαν δρω ver έδρασε εδράζω ver έδρευε εδρεύω ver έδυε δύω ver έδωσες δίδω|δίνω ver έζεψαν ζεύω ver έζησα ζώ ver έζωναν ζώνω ver έθαβαν θάβω ver έθαψαν θάφτω ver έθελξε θέλγω ver έθεσα θέτω ver θίγεται θίγω ver έθιμα έθιμο nom έθνη έθνος nom έθος έθος nom έθραυσε θραύω ver έθρεφαν θρέφω ver έθρεψε τρέφω ver έκαιγαν καίω ver έκαμψαν κάμπτω ver έκανα κάνω ver εκάστης έκαστος pro_dem έκβασή έκβαση nom έκδ έκδ nom έκδηλα έκδηλα adv έκδηλες έκδηλος adj έκδοσή έκδοση nom έκδοχα έκδοχο nom έκζεμα έκζεμα nom έκθαμβη έκθαμβος adj έκθεμα έκθεμα nom έκθεση έκθεση nom έκθεσεις έκθεσεις nom έκθετα έκθετος adj έκθλιψη έκθλιψη nom έκκεντρα έκκεντρος adj έκκληση έκκληση nom έκκριση έκκριση nom έκλαιγα κλαίγω ver έκλαμψη έκλαμψη nom έκλασε κλάνω ver έκλεβαν κλέβω ver έκλεινα κλείνω ver έκλειψη έκλειψη nom έκλιναν κλίνω ver έκλυση έκλυση nom έκλυτη έκλυτος adj έκνομες έκνομος adj έκοβα κόβω ver έκπαλαι έκπαλαι adv έκπληκτα έκπληκτος adj έκπληξη έκπληξη nom έκπτωσή έκπτωση nom έκπτωτα έκπτωτος adj έκραζε κράζω ver έκρηξη έκρηξη nom έκρινα κρίνω ver έκρουε κρούω ver κρυμμένων κρύβω ver έκρυθμες έκρυθμος adj έκσταση έκσταση nom έκτον έκτος nom έκτακτα έκτακτα adv έκτακτες έκτακτος adj έκτασή έκταση nom κτισμένης κτίζω ver έκτισαν εκτίω ver έκτιση έκτιση nom έκτοτε έκτοτε adv έκτροπα έκτροπα nom έκτρωμα έκτρωμα nom έκτρωση έκτρωση nom έκφανση έκφανση nom έκφρασή έκφραση nom έκφυλες έκφυλος adj έκχυση έκχυση nom έλα έλα sw έλαβα λαβαίνω|λαμβάνω ver έλαβαν λαμβάνω ver έλαιο έλαιο nom έλαμπαν λάμπω ver έλασης έλαση nom έλασμα έλασμα nom έλατα έλατο nom έλατο έλατος nom έλαχε λαγχάνω|λαχαίνω ver έλεγα λέγω ver έλεγξα ελέγχω ver έλεγχε έλεγχος nom έλειπα λείπω ver έλεος έλεος nom έλευση έλευση nom έλη έλος nom έληγαν λήγω ver έλθει έρχομαι ver έλικα έλικας nom έλιωναν λιώνω ver έλκει έλκω ver έλκη έλκος nom έλκηθρα έλκηθρο nom έλκυαν ελκύω ver έλλειμμα έλλειμμα nom έλλειπαν ελλείπω ver έλλειψή έλλειψη nom έλληνα έλληνα nom έλληνες έλληνες nom έλλογα έλλογα adv έλλογη έλλογος adj έλξεις έλξη nom έλουζαν λούζω ver έλπιζα ελπίζω ver έλυνα λύνω ver έμαθα μαθαίνω ver έμβασμα έμβασμα nom έμβια έμβιος adj έμβλημα έμβλημα nom έμβολα έμβολο nom έμβρυα έμβρυο nom έμεινα μένω ver έμελε μέλει ver έμελλαν μέλλω ver έμετο έμετο adj έμετοι έμετοι adj έμετος έμετος nom έμμεσα έμμεσα adv έμμεσες έμμεσος adj έμμηνης έμμηνος adj έμμισθα έμμισθος adj έμμονα έμμονος adj έμοιαζαν μοιάζω ver έμπα έμπα nom έμπαζαν μπάζω ver έμπαινα μπαίνω ver έμπεδα έμπεδος adj έμπειρα έμπειρα adv έμπειρες έμπειρος adj έμπηγε μπήγω ver έμπιστα έμπιστος adj έμπλαστρα έμπλαστρο nom έμπλεκε εμπλέκω|μπλέκω ver έμπνευση έμπνευση nom έμπορα έμπορας nom έμπορο έμπορος nom έμπρακτα έμπρακτα adv έμπρακτες έμπρακτος adj έμπροσθεν έμπροσθεν adv έμφαση έμφαση nom έμφραγμα έμφραγμα nom έμφραξη έμφραξη nom έμφυτα έμφυτα adv έμφυτες έμφυτος adj έμψυχα έμψυχος adj έν έν adj ένα ένας art_def έναντι έναντι pre έναρθρη έναρθρος adj έναρξή έναρξη nom έναστρη έναστρος adj ένατη ένατος adj έναυσμα έναυσμα nom ένδεια ένδεια nom ένδειξη ένδειξη nom ένδεκα ένδεκα num ένδικα ένδικος adj ένδον ένδον adv ένδοξα ένδοξα adv ένδοξε ένδοξος adj ένδυμα ένδυμα nom ένδυση ένδυση nom ένεκα ένεκα pre ένεκεν ένεκεν pre ένεση ένεση nom ένευσε νεύω ver ένζυμα ένζυμος adj ένθα ένθα adv ένθεη ένθεος adj ένθεν ένθεν adv ένθερμα ένθερμα adv ένθερμες ένθερμος adj ένθετα ένθετος adj ένιωθα νιώθω ver έννοιά έννοια nom έννομα έννομος adj ένοιαζε νοιάζει ver ένοικο ένοικος nom ένοπλα ένοπλος adj ενόρκους ένορκος nom ένοχα ένοχος adj ένρινη ένρινος adj ένσημα ένσημος adj ένσημο ένσημο nom ένστασή ένσταση nom ένστικτα ένστικτος adj ένστολες ένστολος adj ένταλμα ένταλμα nom ένταξή ένταξη nom ένταξε εντάσσω ver ένταση ένταση nom έντερα έντερο nom έντεχνα έντεχνα adv έντεχνες έντεχνος adj έντιμα έντιμα adv έντιμες έντιμος adj έντοκα έντοκος adj έντομα έντομο nom έντονα έντονα adv έντονες έντονος adj έντρομα έντρομος adj ντυμένων ντύνω ver έντυπα έντυπος adj έντυπον έντυπο nom ένυδρο ένυδρος adj ένωναν ενώνω ver ένωσής ένωση nom έξαλλα έξαλλα adv έξαλλες έξαλλος adj έξαρμα έξαρμα nom έξαρση έξαρση nom έξαρχο έξαρχος nom έξαφνα έξαφνα nom έξαψη έξαψη nom έξεις έξη nom έξι έξι num έξοδά έξοδο nom έξοδο έξοδος nom έξοχα έξοχα adv έξοχες έξοχος adj έξυνε ξύνω ver έξυπνα έξυπνα adv έξυπνες έξυπνος adj έξω έξω adv έξωθεν έξωθεν adv έξωθι έξωθι adv έξωση έξωση nom έπαθα πάσχω|παθαίνω ver έπαθαν παθαίνω|πάσχω ver έπαθλα έπαθλο nom έπαιζα παίζω ver έπαινο έπαινος nom έπαιρνα παίρνω ver έπακρο έπακρο nom έπαλξη έπαλξη nom έπαρση έπαρση nom έπαρχο έπαρχος nom έπασχαν πάσχω ver έπαυαν παύω ver έπαυλη έπαυλη nom έπειθαν πείθω ver έπειτα έπειτα adv έπεσα πέφτω|πίπτω ver έπεσαν πίπτω ver έπεται έπομαι ver έπεφτα πέφτω ver έπη έπος nom έπηξε πήζω ver έπιαναν πιάνω ver έπινα πίνω ver έπιπλα έπιπλο nom έπλαθαν πλάθω ver έπλεαν πλέω ver έπλεκαν πλέκω ver έπλενα πλένω ver έπληξαν πλήττω ver έπνεαν πνέω ver έποικους έποικος adj έποψιν έποψη nom έπραξα πράττω ver έπρεπε πρέπει ver έραβαν ράβω ver έραναν ραίνω ver έρανο έρανος nom έραψαν ράβω|ράπτω ver έραψε ράπτω ver έργα έργο nom έργω έργω adv έρεαν ρέω ver έρεβος έρεβος nom έρεισμα έρεισμα nom έρευναν έρευνα nom έρημο έρημος nom έριδα έριδα nom έριζαν ερίζω ver έριξα ρίχνω ver έρκος έρκος nom έρμα έρμος adj έρμαια έρμαιο nom έρματος έρμα nom έρπει έρπω ver έρπη έρπης nom έρπητα έρπης|έρπητας nom έρωτά έρωτας nom ές ές nom έσβηναν σβένω ver έσερναν σέρνω ver έσκαβαν σκάβω ver έσκαγαν σκάζω ver έσκαψαν σκάφτω ver έσκαψε σκάβω|σκάπτω|σκάφτω ver έσκιζαν σκίζω ver έσκυβε σκύβω ver έσμιγαν σμίγω ver έσοδά έσοδο nom σπασμένη σπάω adj έσπαζαν σπάζω ver έσπασα σπάζω|σπάω ver έσπειραν σπέρνω ver έσπευδαν σπεύδω ver έσπρωξα σπρώχνω ver έσταζαν στάζω ver στάλθηκαν στέλνω ver έστεκαν στέκω ver έστερξε στέργω ver έστεφαν στέφω ver έστηναν στήνω ver στραμμένος στρέφω ver έστριβε στρίβω ver έστρωναν στρώνω ver έστω έστω adv έσφαζαν σφάζω ver έσφαλα σφάλλω ver έσφιγγαν σφίγγω ver έσφυζαν σφύζω ver έσχατα έσχατος adj έσχισε σχίζω ver έσω έσω adv έσωζαν σώζω ver έσωθεν έσωθεν adv έσωσα σώζω|σώνω ver έσωσαν σώνω ver έταζαν ετάζω|τάζω ver έταξα τάζω|τάσσω ver έταξε τάσσω ver έτεινα τείνω ver έτερα έτερος adj έτερπαν τέρπω ver έτη έτος nom έτι έτι nom έτοιμα έτοιμα adv έτοιμες έτοιμος adj έτρεξα τρέχω ver τριμμένο τρίβω ver έτριζαν τρίζω ver έτρωγα τρώγω ver έτσι έτσι adv έτσουξε τσούζω ver έτυχαν τυχαίνω ver έφεδρο έφεδρος adj έφεξε φέγγω ver έφερα φέρω ver έφεση έφεση nom έφευγα φεύγω ver έφηβο έφηβος nom έφθαναν φθάνω ver φθαρούν φθείρω ver έφθιναν φθίνω ver έφιος έφιος adj έφιππη έφιππος adj έφοδο έφοδος nom έφορο έφορος nom έφραζαν φράζω ver έφριξε φρίσσω ver έφταιγα φταίω ver έφτανα φθάνω|φτάνω ver έφταναν φτάνω ver φτιαγμένου φτιάχνω adj έφτυναν φτύνω ver έχαιραν χαίρω ver έχανα χάνω ver έχε έχω ver έχθρα έχθρα nom έχιδνα έχιδνα nom έχον έχων adj έχρηζαν χρήζω ver έχριζαν χρίζω ver έχρισαν χρίζω|χρίω ver χτισμένες χτίζω adj έχτρα έχτρα nom έχυναν χύνω ver έχωσε χώνω ver έψαλαν ψάλλω ver έψαξα ψάχνω ver έψεγε ψέγω ver έψηναν ψήνω ver έψιλον έψιλον nom έωλα έωλος adj έως έως adv ή ή con ήβη ήβη nom ήβος ήβος nom ήδη ήδη adv ήθελα θέλω ver ήθη ήθος nom ήλεγξε ήλεγξε ver ήλεκτρο ήλεκτρο nom ήλιε ήλιος nom ήλο ήλος nom ήμασταν είμαι ver ήμερα ήμερα adv ήμερες ήμερος adj ήμισυ ήμισυς adj ήξερα ξέρω ver ήπαρ ήπαρ nom ήπειρο ήπειρος nom ήπια ήπια adv ήπιαν ήπιος adj ήρεμα ήρεμα adv ήρεμες ήρεμος adj ήρωάς ήρωας nom ής ής adj ήσσονος ήσσονος adj ήσυχα ήσυχα adv ήσυχες ήσυχος adj ήτα ήτα nom ήτοι ήτοι adv ήττα ήττα nom ήττον ήττον adv ήχησαν ηχώ ver ήχο ήχος nom ία ίον nom ίαση ίαση nom ίασπι ίασπις nom ίδια ίδια adv ίδιας ίδιος adj ίδιως ίδιως adv ίδρυαν ιδρύω ver ίδρυμά ίδρυμα nom ίδρυσή ίδρυση nom ίδρωσε ιδρώνω ver ίζημα ίζημα nom ίκτερο ίκτερος nom ίλαρχος ίλαρχος nom ίλες ίλη nom ίλιγγος ίλιγγος nom ίνας ίνα nom ίνδαλμα ίνδαλμα nom ίντριγκα ίντριγκα nom ίντσα ίντσα nom ίνωση ίνωση nom ίππευαν ιππεύω ver ίππευση ίππευση nom ίππο ίππος nom ίπτανται ίπταμαι ver ίριδα ίριδα nom ίσα ίσα adv ίσαλο ίσαλος adj ίσαμε ίσαμε pre ίσες ίσος adj ίσια ίσια adv ίσιες ίσιος adj ίσιωμα ίσιωμα nom ίσιωσε ισιώνω ver ίσκιο ίσκιος nom ίσοις ίσοις adj ίσχυαν ισχύω ver ίσωμα ίσωμα nom ίσως ίσως adv ίχνη ίχνος nom ίωση ίωση nom α α pro_dem αέναα αέναα adv αέναες αέναος adj αέρα αέρας nom αέρια αέριος adj αέρινα αέρινος adj αέρος αέρος nom αέτωμα αέτωμα nom αήθη αήθης adj αήττητα αήττητος adj αίγα αίγα nom αίγαγροι αίγαγρος nom αίγλη αίγλη nom αίθουσα αίθουσα nom αίθρια αίθριος adj αίλουρο αίλουρος nom αίμα αίμα nom αίνιγμα αίνιγμα nom αίρεση αίρεση nom αίρμπας αίρμπας nom αίσθημα αίσθημα nom αίσθηση αίσθηση nom αίσια αίσιος adj αίσχη αίσχος nom αίτημά αίτημα nom αιτήσεώς αίτηση adv αίτιά αίτιο nom αίτια αίτιος adj αίφνης αίφνης adv αα αα nom αβά αβάς nom αβάντα αβάντα nom αβάσιμα αβάσιμος adj αβάσταχτα αβάσταχτα adv αβάσταχτη αβάσταγος adj αβάφτιστα αβάφτιστος adj αβέβαια αβέβαια adv αβέβαιες αβέβαιος adj αβέρτα αβέρτα adv αβίαστα αβίαστα adv αβίαστη αβίαστος adj αβίωτο αβίωτος adj αβαθές άβαθος adj αβακαβίρη αβακαβίρη adj αβαντάζ αβαντάζ nom αβανταδόρο αβανταδόρος nom αβαρές αβαρής adj αβαρία αβαρία nom αβασάνιστα αβασάνιστα adv αβασίλευτη αβασίλευτος adj αβγά αβγό nom αβγοτάραχο αβγοτάραχο nom αβδέλλα αβδέλλα nom αβεβαιοτήτων αβεβαιότητα nom αβελτηρία αβελτηρία nom αβιοτικών αβιοτικός adj αβιταμίνωση αβιταμίνωση nom αβλαβές αβλαβής adj αβλεψία αβλεψία nom αβοήθητα αβοήθητος adj αβοκάντο αβοκάντο nom αβουλία αβουλία nom αβρές αβρός adj αβροφροσύνης αβροφροσύνη nom αβρότητα αβρότητα nom αβυσσαλέο αβυσσαλέος adj αβύθιστη αβύθιστος adj αγά αγάς nom αγάλι αγάλι adv αγάλλεται αγάλλομαι ver αγάντα αγάντα nom αγάπα αγαπάω ver αγάπανθους αγάπανθος nom αγάπες αγάπη nom αγέλαστη αγέλαστος adj αγέλες αγέλη nom αγένεια αγένειος adj αγένειας αγένεια nom αγέννητα αγέννητος adj αγέρα αγέρας nom αγέραστες αγέραστος adj αγέρι αγέρι nom αγέρωχα αγέρωχα adv αγέρωχο αγέρωχος adj αγίασμα αγίασμα nom αγαθά αγαθά adv αγαθέ αγαθός adj αγαθιάρης αγαθιάρης adj αγαθοεργά αγαθοεργός adj αγαθοεργία αγαθοεργία nom αγαθοποιό αγαθοποιός adj αγαθούλης αγαθούλης adj αγαθότητα αγαθότητα nom αγαλλίαση αγαλλίαση nom αγαλλιάζω αγαλλιάζω ver αγαλμάτια αγαλμάτιο nom αγαλματίδια αγαλματίδιο nom αγαμία αγαμία nom αγανάκτησαν αγανακτώ ver αγανάκτηση αγανάκτηση nom αγανακτισμένα αγανακτίζω ver αγαπησιάρικο αγαπησιάρης adj αγαπητά αγαπητός adj αγαπητικοί αγαπητικός nom αγαστές αγαστός adj αγγέλιασμα αγγέλιασμα nom αγγέλλει αγγέλλω ver αγγαρεία αγγαρεία nom αγγεία αγγείο nom αγγειακά αγγειακός adj αγγειογράφο αγγειογράφος nom αγγειογραφία αγγειογραφία nom αγγειοδιασταλτικά αγγειοδιασταλτικός adj αγγειονευρωτικό αγγειονευρωτικό adj αγγειοοίδημα αγγειοοίδημα nom αγγειοπλάστες αγγειοπλάστης nom αγγειοπλαστικά αγγειοπλαστικός adj αγγειοπλαστικής αγγειοπλαστική nom αγγειοτενσίνης αγγειοτενσίνης nom αγγειοχειρουργική αγγειοχειρουργικός adj αγγειοχειρουργό αγγειοχειρουργός nom αγγειόσπερμων αγγειόσπερμο nom αγγελάκι αγγελάκι nom αγγελία αγγελία nom αγγελιαφόρο αγγελιαφόρος nom αγγελικά αγγελικά adv αγγελικές αγγελικός adj αγγελιοφόρο αγγελιοφόρος nom αγγελούδι αγγελούδι nom αγγελτήρια αγγελτήριο nom αγγλικές αγγλικός adj αγγλικανική αγγλικανικός adj αγγλικανοί αγγλικανός nom αγγλισμοί αγγλισμός nom αγγλιστί αγγλιστί adv αγγλομαθείς αγγλομαθής adj αγγλονορμανδικές αγγλονορμανδικές adj αγγλοσαξωνικά αγγλοσαξωνικός adj αγγλόφιλη αγγλόφιλος adj αγγλόφωνες αγγλόφωνος adj αγγουράκια αγγουράκι nom αγγουριά αγγουριά nom αγγουριού αγγούρι nom αγελάδα αγελάδα nom αγελαία αγελαίος adj αγελαδάρηδες αγελαδάρης nom αγελαδινού αγελαδινός adj αγενές αγενής adj αγενώς αγενώς adv αγεφύρωτα αγεφύρωτος adj αγεωγράφητος αγεωγράφητος adj αγιάζι αγιάζι nom αγιάσματα άγιασμα|αγίασμα nom αγιάτρευτα αγιάτρευτος adj αγιασμοί αγιασμός nom αγιαστούρα αγιαστούρα nom αγιατολάχ αγιατολάχ nom αγιογράφησε αγιογραφώ ver αγιογράφηση αγιογράφηση nom αγιογράφο αγιογράφος nom αγιογραφία αγιογραφία nom αγιογραφικά αγιογραφικός adj αγιοκλήματος αγιόκλημα nom αγιολόγιο αγιολόγιο nom αγιοποίησε αγιοποιώ ver αγιοποίηση αγιοποίηση nom αγιορείτες αγιορείτης nom αγιορείτικα αγιορείτικος adj αγιοσύνη αγιοσύνη nom αγιότητα αγιότητα nom αγιόφιδο αγιόφιδο adj αγκάθι αγκάθι nom αγκάθινο αγκαθένιος adj αγκάλες αγκάλη nom αγκάλιαζε αγκαλιάζω ver αγκάλιασμα αγκάλιασμα nom αγκίστρι αγκίστρι nom αγκίστρωση αγκίστρωση nom αγκαζέ αγκαζέ adj αγκαθωτά αγκαθωτός adj αγκαλιά αγκαλιά nom αγκινάρα αγκινάρα nom αγκιστρωθεί αγκιστρώνω ver αγκιτάτσια αγκιτάτσια nom αγκομαχούσαν αγκομαχώ ver αγκράφα αγκράφα nom αγκυλωτοί αγκυλωτός adj αγκυλώσεις αγκύλωση nom αγκυροβολήσει αγκυροβολάω ver αγκυροβόλια αγκυροβόλι nom αγκυροβόλιο αγκυροβόλιο nom αγκωνάρια αγκωνάρι nom αγκύλες αγκύλος adj αγκώνα αγκώνας nom αγλάισμα αγλάισμα nom αγλαό αγλαός adj αγνά αγνά adv αγνάντεμα αγνάντεμα nom αγνάντευαν αγναντεύω ver αγνές αγνός adj αγνοήθηκαν αγνοώ ver αγνοία αγνοία nom αγνοουμένων αγνοούμενος nom αγνωμοσύνη αγνωμοσύνη nom αγνωσία αγνωσία nom αγνωστικισμού αγνωστικισμός nom αγνωστικιστές αγνωστικιστής nom αγνωστικιστικός αγνωστικιστικός adj αγνότητα αγνότητα nom αγνώμονες αγνώμων adj αγνώριστα αγνώριστος adj αγορά αγορά nom αγοράζει αγοράζω ver αγοράστρια αγοράστρια nom αγορίστικα αγορίστικος adj αγοραία αγοραίος adj αγορανομία αγορανομία nom αγορανομική αγορανομικός adj αγοραπωλησία αγοραπωλησία nom αγοραστές αγοραστός adj αγοραστή αγοραστής nom αγοραστικά αγοραστικός adj αγοραφοβία αγοραφοβία nom αγοραφοβική αγοραφοβικός adj αγορεύει αγορεύω ver αγορεύσεις αγόρευση nom αγορητές αγορητής nom αγοριού αγόρι nom αγοροκόριτσο αγοροκόριτσο nom αγοροπωλησίες αγοροπωλησίες nom αγουρίδα αγουρίδα nom αγουροξυπνημένη αγουροξυπνημένος adj αγράμματες αγράμματος adj αγράμπελης αγράμπελη nom αγρίεψαν αγριεύω ver αγρίμι αγρίμι nom αγραμματοσύνη αγραμματοσύνη nom αγρανάπαυση αγρανάπαυση nom αγριάδα αγριάδα nom αγριελιά αγριελιά nom αγριογούρουνα αγριογούρουνο nom αγριοκούνελο αγριοκούνελο nom αγριοκύμινο αγριοκύμινο nom αγριολούλουδα αγριολούλουδο nom αγριοπερίστερα αγριοπερίστερα adv αγριοτήτων αγριότητα nom αγριοτριανταφυλλιές αγριοτριανταφυλλιές nom αγριόπαπια αγριόπαπια nom αγριόχοιρο αγριόχοιρος nom αγριόχορτα αγριόχορτο nom αγροί αγρός nom αγροίκο αγροίκος adj αγροδίαιτος αγροδίαιτος adj αγροικία αγροικία nom αγροκαλλιέργεια αγροκαλλιέργεια nom αγροκτήματά αγρόκτημα nom αγροκτηνοτροφικών αγροκτηνοτροφικών adj αγροληψία αγροληψία nom αγρονομική αγρονομικός adj αγρονόμο αγρονόμος nom αγροτεμάχια αγροτεμάχιο nom αγροτιά αγροτιά nom αγροτικά αγροτικός adj αγροτοβιομηχανική αγροτοβιομηχανικός adj αγροτουρισμού αγροτουρισμού nom αγροτουρισμό αγροτουρισμό nom αγροτουρισμός αγροτουρισμός nom αγροτουριστικά αγροτουριστικός adj αγροτών αγρότης nom αγροφυλάκων αγροφύλακας nom αγροφυλακής αγροφυλακή nom αγρυπνά αγρυπνώ ver αγρυπνία αγρυπνία nom αγρωστώδη αγρωστώδες nom αγρότισσα αγρότισσα nom αγρύπνια αγρύπνια nom αγυιάς αγυιά nom αγυρτεία αγυρτεία nom αγχιστεία αγχιστεία nom αγχολυτικά αγχολυτικός adj αγχωδών αγχώδης adj αγχωθεί αγχώνομαι ver αγχωτικό αγχωτικός adj αγχόνες αγχόνη nom αγωγές αγωγή nom αγωγιάτες αγωγιάτης nom αγωγιμότητα αγωγιμότητα nom αγωγοί αγωγός nom αγωνία αγωνία nom αγωνίζεσαι αγωνίζομαι ver αγωνίσματα αγώνισμα nom αγωνίστρια αγωνίστρια nom αγωνιά αγωνιώ ver αγωνιστές αγωνιστής nom αγωνιστικά αγωνιστικά adv αγωνιστικές αγωνιστικός adj αγωνιστικότητα αγωνιστικότητα nom αγωνιωδών αγωνιώδης adj αγωνιωδώς αγωνιωδώς adv αγόγγυστα αγόγγυστα adv αγύμναστα αγύμναστος adj αγύριστα αγύριστος adj αγύρτες αγύρτης nom αγώγιμα αγώγιμος adj αγών αγώνας nom αδάμαντα αδάμαντας nom αδάμαστες αδάμαστος adj αδέκαρη αδέκαρος adj αδέκαστη αδέκαστος adj αδέλφια αδέρφι nom αδένα αδένας nom αδένωμα αδένωμα nom αδέξια αδέξια adv αδέξιας αδέξιος adj αδέσμευτα αδέσμευτος adj αδέσποτα αδέσποτα adv αδέσποτες αδέσποτος adj αδήλωτα αδήλωτος adj αδήριτη αδήριτος adj αδίκημα αδίκημα nom αδίκησα αδικώ ver αδίστακτα αδίστακτα adv αδίστακτες αδίστακτος adj αδαές αδαής adj αδαμάντινο αδαμαντένιος adj αδαμαντοκόλλητη αδαμαντοκόλλητος adj αδαμαντωρυχεία αδαμαντωρυχείο nom αδειανή αδειανός adj αδειοδότηση αδειοδότηση nom αδειοδότησης αδειοδότησης nom αδειούχοι αδειούχος adj αδελφάτο αδελφάτο nom αδελφέ αδελφός nom αδελφές αδελφή nom αδελφικά αδερφικά adv αδελφικές αδελφικός adj αδελφοκτονία αδελφοκτονία nom αδελφοκτόνο αδελφοκτόνος adj αδελφοποίηση αδελφοποίηση nom αδελφοσύνη αδελφοσύνη nom αδελφοτήτων αδελφότητα nom αδελφωμένες αδελφώνω ver αδενοπάθεια αδενοπάθεια nom αδεξιότητα αδεξιότητα nom αδερφέ αδερφός nom αδερφές αδερφή nom αδερφοποιτός αδερφοποιτός nom αδερφοσύνη αδερφοσύνη nom αδημιούργητη αδημιούργητος adj αδημονία αδημονία nom αδημονεί αδημονώ ver αδημοσίευτα αδημοσίευτος adj αδηφάγα αδηφάγος adj αδηφαγία αδηφαγία nom αδιάβαστα αδιάβαστος adj αδιάβατα αδιάβατος adj αδιάβλητα αδιάβλητος adj αδιάβροχα αδιάβροχος adj αδιάθετα αδιάθετος adj αδιάκοπα αδιάκοπα adv αδιάκοπες αδιάκοπος adj αδιάκριτα αδιάκριτος adj αδιάλειπτα αδιάλειπτα adv αδιάλειπτη αδιάλειπτος adj αδιάλλακτα αδιάλλακτος adj αδιάλυτο αδιάλυτος adj αδιάντροπη αδιάντροπος adj αδιάπτωτα αδιάπτωτα adv αδιάπτωτη αδιάπτωτος adj αδιάρρηκτα αδιάρρηκτος adj αδιάσειστα αδιάσειστα adv αδιάσειστες αδιάσειστος adj αδιάσπαστα αδιάσπαστα adv αδιάσπαστη αδιάσπαστος adj αδιάφθορη αδιάφθορος adj αδιάφορα αδιάφορα adv αδιάφορες αδιάφορος adj αδιάψευστα αδιάψευστα adv αδιάψευστη αδιάψευστος adj αδιέξοδου αδιέξοδος adj αδιαίρετα αδιαίρετα adv αδιαίρετες αδιαίρετος adj αδιαθεσία αδιαθεσία nom αδιακρίτως αδιακρίτως adv αδιακρισία αδιακρισία nom αδιαλλαξία αδιαλλαξία nom αδιαμαρτύρητα αδιαμαρτύρητα adv αδιαμφισβήτητα αδιαμφισβήτητα adv αδιαμφισβήτητες αδιαμφισβήτητος adj αδιαμόρφωτες αδιαμόρφωτος adj αδιανέμητα αδιανέμητος adj αδιαντροπιά αδιαντροπιά nom αδιανόητα αδιανόητα adv αδιανόητες αδιανόητος adj αδιαπέραστα αδιαπέραστος adj αδιατάρακτα αδιατάρακτα adv αδιατάρακτες αδιατάρακτος adj αδιαφάνεια αδιαφάνεια nom αδιαφανές αδιαφανής adj αδιαφιλονίκητα αδιαφιλονίκητα adv αδιαφιλονίκητες αδιαφιλονίκητος adj αδιαφορήσει αδιαφορώ ver αδιαφορία αδιαφορία nom αδιαχώρητο αδιαχώρητος adj αδιαχώριστα αδιαχώρητα adv αδιερεύνητη αδιερεύνητος adj αδιευκρίνιστα αδιευκρίνιστος adj αδικία αδικία nom αδικαίωτη αδικαίωτος adj αδικαιολογήτως αδικαιολόγητα adv αδικαιολόγητες αδικαιολόγητος adj αδικοπραγία αδικοπραγία nom αδικοπραξία αδικοπραξία nom αδικοπραξίας αδικοπραξίας nom αδικοπραξιών αδικοπραξιών nom αδικοχαμένη αδικοχαμένος adj αδιόρατα αδιόρατα adv αδιόρατες αδιόρατος adj αδιόρθωτα αδιόρθωτος adj αδιόριστη αδιόριστος adj αδογμάτιστο αδογμάτιστος adj αδοκίμαστα αδοκίμαστος adj αδούλωτη αδούλωτος adj αδρά αδρά adv αδράνεια αδράνεια nom αδράνησαν αδρανώ ver αδρές αδρός adj αδρανές αδρανής adj αδρανοποίησε αδρανοποιώ ver αδρανοποίηση αδρανοποίηση nom αδρεναλίνη αδρεναλίνη nom αδρότητα αδρότητα nom αδυνάτιζαν αδυνατίζω ver αδυνάτων αδύνατος adj αδυναμία αδυναμία nom αδυνατεί αδυνατώ ver αδυσώπητα αδυσώπητα adv αδυσώπητες αδυσώπητος adj αδωνίδια αδωνίδια nom αδόκητο αδόκητος adj αδόκιμα αδόκιμος adj αδύναμα αδύναμα adv αδύναμες αδύναμος adj αδύνατα αδύνατα adv αεί αεί adv αείμνηστη αείμνηστος adj αείποτε αείποτε adv αειθαλές αειθαλής adj αεικίνητη αεικίνητος adj αειφορίας αειφορία nom αειφόρα αειφόρα adj αειφόρο αειφόρο adj αειφόρος αειφόρος adj αειφόρου αειφόρου adj αειφόρων αειφόρων adj αεράκι αεράκι nom αεράμυνα αεράμυνα nom αεράτα αεράτος adj αερίζεται αερίζω ver αερίου αέριο nom αεραγωγοί αεραγωγός nom αεραθλητικά αεραθλητικός adj αεραντλία αεραντλία nom αερικά αερικός adj αεριούχα αεριούχος adj αερισμού αερισμός nom αεριωθουμένων αεριωθούμενο nom αεριόφωτος αεριόφως nom αεροβόλα αεροβόλο nom αερογέφυρα αερογέφυρα nom αερογραμμές αερογραμμή nom αεροδιάδρομο αεροδιάδρομος nom αεροδιαστημικά αεροδιαστημικός adj αεροδικείο αεροδικείο nom αεροδρομίου αεροδρόμιο nom αεροδυναμικά αεροδυναμικός adj αεροζόλ αεροζόλ nom αερολέσχες αερολέσχη nom αερολιμένα αερολιμένας nom αερολιμένος αερολιμένος ver αερολιμενικοί αερολιμενικός nom αερολογία αερολογία nom αερολυμάτων αερόλυμα nom αερομαχία αερομαχία nom αερομεταφερόμενα αερομεταφερόμενα adj αερομεταφερόμενη αερομεταφερόμενη adj αερομεταφερόμενο αερομεταφερόμενο adj αερομεταφερόμενων αερομεταφερόμενων adj αερομεταφορά αερομεταφορά nom αερομεταφορέα αερομεταφορέας nom αεροναυπηγικές αεροναυπηγική nom αεροναυπηγοί αεροναυπηγός nom αεροναυτικές αεροναυτική nom αεροναυτιλία αεροναυτιλία nom αεροναυτών αεροναύτης nom αεροπειρατές αεροπειρατής nom αεροπειρατεία αεροπειρατεία nom αεροπλάνα αεροπλάνο nom αεροπλανοφόρα αεροπλανοφόρο nom αεροπλοίου αερόπλοιο nom αεροπορία αεροπορία nom αεροπορικά αεροπορικά adv αεροπορικές αεροπορικός adj αεροπόρο αεροπόρος nom αεροσκάφη αεροσκάφος nom αεροστάτου αερόστατο nom αεροστεγές αεροστεγής adj αεροστεγώς αεροστεγώς adv αεροσυνοδοί αεροσυνοδός nom αεροφοβία αεροφοβία nom αεροφωτογραφίες αεροφωτογραφία nom αεροφόρους αεροφόρος adj αερόβια αερόβιος adj αερόθερμα αερόθερμο nom αερόλιθος αερόλιθος nom αερόμπικ αερόμπικ nom αετίσια αετίσιος adj αετοί αετός nom αετονύχηδες αετονύχης adj αετοφωλιά αετοφωλιά nom αετόμορφα αετόμορφος adj αετόπουλο αετόπουλο nom αζήτητα αζήτητος adj αζαλέα αζαλέα nom αζημίωτο αζημίωτος adj αζουρίτη αζουρίτης nom αζωτούχα αζωτούχος adj αηδάνι αηδάνι nom αηδία αηδία nom αηδίασε αηδιάζω ver αηδιαστικά αηδιαστικά adv αηδιαστικές αηδιαστικός adj αηδονιού αηδόνι nom αηδούς αηδής adj αηδόνα αηδόνα nom αθάνατα αθάνατα adv αθανάτου αθάνατος nom αθέατα αθέατος adj αθέλητα αθέλητα adv αθέλητες αθέλητος adj αθέμιτα αθέμιτα adv αθέμιτες αθέμιτος adj αθέτησαν αθετώ ver αθέτηση αθέτηση nom αθήρι αθήρι nom αθίγγανοι αθίγγανος nom αθανασία αθανασία nom αθεράπευτα αθεράπευτα adv αθεράπευτες αθεράπευτος adj αθερίνα αθερίνα nom αθεόφοβο αθεόφοβος adj αθησαύριστα αθησαύριστος adj αθλήτρια αθλήτρια nom αθλείται αθλούμαι ver αθλητές αθλητής nom αθλητίατρος αθλητίατρος nom αθλητιατρική αθλητιατρικός adj αθλητικά αθλητικά adv αθλητικές αθλητικός adj αθλητικογράφο αθλητικογράφος nom αθλητισμού αθλητισμός nom αθλιότητα αθλιότητα nom αθλοθέτης αθλοθέτης nom αθλοθέτησαν αθλοθετώ ver αθλοπαιδιές αθλοπαιδιά nom αθλουμένων αθλούμενος adj αθροιζόμενα αθροιζόμενος adj αθροιστικά αθροιστικά adv αθροιστικές αθροιστικός adj αθρόα αθρόα adv αθρόας αθρόος adj αθυμίας αθυμία nom αθυροστομία αθυροστομία nom αθυρόστομη αθυρόστομος adj αθωνικά αθωνικός adj αθωωθεί αθωώνω ver αθωωτικά αθωωτικός adj αθωότητα αθωότητα nom αθόρυβα αθόρυβα adv αθόρυβες αθόρυβος adj αθώα αθώα adv αθώας αθώος adj αθώωση αθώωση nom αι αι ver αιγίδα αιγίδα nom αιγαία αιγαίος adj αιγαιακά αιγαιακός adj αιγαιοπελαγίτικα αιγαιοπελαγίτικος adj αιγαιόγλαρος αιγαιόγλαρος adj αιγείου αιγείου adj αιγιαλίτιδα αιγιαλίτιδα|αιγιαλίτις nom αιγιαλίτιδας αιγιαλίτιδα nom αιγιαλοί αιγιαλός nom αιγοειδή αιγοειδή nom αιγοειδών αιγοειδών nom αιγοπροβάτων αιγοπρόβατα nom αιγοπρόβειο αιγοπρόβειος adj αιγυπτιακά αιγυπτιακός adj αιγυπτιολογία αιγυπτιολογία nom αιγυπτιολόγο αιγυπτιολόγος nom αιδήμονα αιδήμων adj αιδεσιμοτάτου αιδεσιμότατος nom αιδημοσύνη αιδημοσύνη nom αιδοία αιδοίο nom αιδούς αιδώς nom αιθάλη αιθάλη nom αιθέρα αιθέρας nom αιθέρια αιθέριος adj αιθαλομίχλη αιθαλομίχλη nom αιθανόλη αιθανόλη nom αιθεροβάμονες αιθεροβάμων adj αιθιοπικά αιθιοπικός adj αιθουσάρχη αιθουσάρχης nom αιθρία αιθρία nom αιθυλένιο αιθυλένιο nom αιθυλενο αιθυλενο nom αιθυλενοξείδιο αιθυλενοξείδιο nom αιθυλική αιθυλικός adj αιλουροειδές αιλουροειδής adj αιμάτωμα αιμάτωμα nom αιματίτης αιματίτης nom αιματηρά αιματηρά adv αιματηρές αιματηρός adj αιματική αιματικός adj αιματοβαμμένα αιματοβαμμένος adj αιματοεγκεφαλικού αιματοεγκεφαλικού adj αιματοκρίτη αιματοκρίτης nom αιματοκυλίσματος αιματοκύλισμα nom αιματοκύλισαν αιματοκυλίζω ver αιματολογία αιματολογία nom αιματολογικά αιματολογικός adj αιματολόγο αιματολόγος nom αιματουρία αιματουρία nom αιματοχυσία αιματοχυσία nom αιματωμένα αιματώνω ver αιματώδη αιματώδης adj αιμοαραίωση αιμοαραίωση nom αιμοβόρα αιμοβόρος adj αιμοδιψές αιμοδιψής adj αιμοδιύλιση αιμοδιύλιση nom αιμοδοσία αιμοδοσία nom αιμοδοτών αιμοδότης nom αιμοδυναμική αιμοδυναμική nom αιμοκάθαρση αιμοκάθαρση nom αιμοληψίας αιμοληψία nom αιμολυτικό αιμολυτικός adj αιμομικτικά αιμομικτικός adj αιμομιξία αιμομιξία nom αιμοπετάλια αιμοπετάλιο nom αιμοποιητικού αιμοποιητικού adj αιμοπτύσεις αιμόπτυση nom αιμορραγήσει αιμορραγώ ver αιμορραγία αιμορραγία nom αιμορραγικές αιμορραγικός adj αιμορροφιλία αιμορροφιλία nom αιμοσταγή αιμοσταγής adj αιμοστατικές αιμοστατικός adj αιμοσυγκόλληση αιμοσυγκόλληση nom αιμοσφαίρια αιμοσφαίριο nom αιμοσφαιρίνη αιμοσφαιρίνη nom αιμοσφαιρινοπάθειες αιμοσφαιρινοπάθειες nom αιμοφιλία αιμοφιλία nom αιμοφιλικοί αιμοφιλικός adj αιμοφόρα αιμοφόρος adj αιμοχαρή αιμοχαρής adj αιμόλυση αιμόλυση nom αιμόφυρτη αιμόφυρτος adj αινιγματικά αινιγματικά adv αινιγματικές αινιγματικός adj αιολικά αιολικός adj αιρετά αιρετός adj αιρετικά αιρετικός adj αισίως αίσια adv αισθάνεσαι αισθάνομαι ver αισθαντικές αισθαντικός adj αισθαντικότητα αισθαντικότητα nom αισθηματίες αισθηματίας nom αισθηματικά αισθηματικά adv αισθηματικές αισθηματικός adj αισθηματολογία αισθηματολογία nom αισθησιακά αισθησιακά adv αισθησιακές αισθησιακός adj αισθησιασμού αισθησιασμός nom αισθησιοκρατία αισθησιοκρατία nom αισθητά αισθητά adv αισθητές αισθητός adj αισθητήρα αισθητήρας nom αισθητήρια αισθητήριος adj αισθητηρίου αισθητήριο nom αισθητηριακές αισθητηριακός adj αισθητικά αισθητικά adv αισθητικές αισθητικός adj αισθητικότητα αισθητικότητα nom αισθητισμού αισθητισμός nom αισθητοποίηση αισθητοποίηση nom αισιοδοξία αισιοδοξία nom αισιοδοξεί αισιοδοξώ ver αισιόδοξα αισιόδοξα adv αισιόδοξους αισιόδοξος nom αισυμνήτης αισυμνήτης nom αισχρά αισχρά adv αισχρή αισχρός adj αισχροκέρδεια αισχροκέρδεια nom αισχροκερδούν αισχροκερδώ ver αισχρολογία αισχρολογία nom αισχρότητα αισχρότητα nom αισχύλειας αισχύλειος adj αισχύνη αισχύνη nom αισώπειων αισώπειος adj αιτήθηκαν αιτούμαι|αιτώ ver αιτήσει αιτώ ver αιτία αιτία nom αιτίαση αιτίαση nom αιτηθείσα αιτηθείς adj αιτιατά αιτιατός adj αιτιατική αιτιατική nom αιτιοκρατίας αιτιοκρατία nom αιτιοκρατικά αιτιοκρατικός adj αιτιολογήθηκαν αιτιολογώ ver αιτιολογήσεις αιτιολόγηση nom αιτιολογία αιτιολογία nom αιτιολογικές αιτιολογικός adj αιτιότητα αιτιότητα nom αιτιώδεις αιτιώδης adj αιτούμενα αιτούμενος adj αιτούντες αιτών adj αιφνίδια αιφνίδια adv αιφνίδιας αιφνίδιος adj αιφνιδίαζαν αιφνιδιάζω ver αιφνιδιασμού αιφνιδιασμός nom αιφνιδιαστικά αιφνιδιαστικά adv αιφνιδιαστικές αιφνιδιαστικός adj αιχμαλώτων αιχμάλωτος nom αιχμές αιχμή nom αιχμαλωσία αιχμαλωσία nom αιχμαλωτίζει αιχμαλωτίζω ver αιχμηρά αιχμηρά adv αιχμηρές αιχμηρός adj αιχμηρότητα αιχμηρότητα nom αιωνίως αιώνια adv αιωνιότητα αιωνιότητα nom αιωνόβια αιωνόβιος adj αιωρήθηκε αιωρούμαι ver αιωρήματα αιώρημα nom αιωρήσεις αιώρηση nom αιωρούμενα αιωρούμενος adj αιών αιώνας nom αιώνιας αιώνιος adj αιώρας αιώρα nom ακάθαρτα ακάθαρτα adv ακάθαρτη ακάθαρτος adj ακάθεκτες ακάθεκτος adj ακάθιστος ακάθιστος adj ακάλεστοι ακάλεστος adj ακάλυπτα ακάλυπτα adv ακάλυπτες ακάλυπτος adj ακάματη ακάματος adj ακάνθινο ακάνθινος adj ακάρεα ακάρεα adv ακέραια ακέραια adv ακέραιες ακέραιος adj ακέφαλα ακέφαλος adj ακήρυκτου ακήρυκτος adj ακίδα ακίδα nom ακίνδυνα ακίνδυνα adv ακίνδυνες ακίνδυνος adj ακινήτου ακίνητος nom ακαδημία ακαδημία nom ακαθάριστα ακαθάριστος adj ακαθαρσία ακαθαρσία nom ακαθοδήγητη ακαθοδήγητος adj ακαθόριστα ακαθόριστα adv ακακία ακακία nom ακαλαίσθητα ακαλαίσθητος adj ακαλλιέργητα ακαλλιέργητος adj ακαμάτη ακαμάτης adj ακαμψία ακαμψία nom ακανθώδεις ακανθώδης adj ακανθών άκανθα nom ακανόνιστα ακανόνιστα adv ακανόνιστες ακανόνιστος adj ακαριαία ακαριαία adv ακαριαίας ακαριαίος adj ακατάβλητη ακατάβλητος adj ακατάδεχτος ακατάδεκτος adj ακατάληπτα ακατάληπτα adv ακατάληπτες ακατάληπτος adj ακατάλληλα ακατάλληλα adv ακατάλληλες ακατάλληλος adj ακατάλυτη ακατάλυτος adj ακατάπαυστα ακατάπαυστα adv ακατάπαυστες ακατάπαυστος adj ακατάστατα ακατάστατα adv ακατάστατες ακατάστατος adj ακατάσχετα ακατάσχετος adj ακατέργαστα ακατέργαστα adv ακατέργαστες ακατέργαστος adj ακαταδίωκτο ακαταδίωκτος adj ακαταλαβίστικα ακαταλαβίστικος adj ακαταλληλότητα ακαταλληλότητα nom ακαταλόγιστο ακαταλόγιστος adj ακαταμάχητα ακαταμάχητα adv ακαταμάχητες ακαταμάχητος adj ακατανίκητη ακατανίκητος adj ακατανόητα ακατανόητα adv ακατανόητες ακατανόητος adj ακαταπόνητα ακαταπόνητα adv ακαταπόνητη ακαταπόνητος adj ακαταστασία ακαταστασία nom ακατοίκητα ακατοίκητος adj ακατονόμαστες ακατονόμαστος adj ακατόρθωτη ακατόρθωτος adj ακεραιότητά ακεραιότητα nom ακετυλοσαλικυλικό ακετυλοσαλικυλικό adj ακετυλοτρανσφεράση ακετυλοτρανσφεράση nom ακετυλοχολίνης ακετυλοχολίνης nom ακετόνη ακετόνη nom ακηδία ακηδία nom ακινησία ακινησία nom ακινητεί ακινητώ ver ακινητοποίησαν ακινητοποιώ ver ακινητοποίηση ακινητοποίηση nom ακλόνητα ακλόνητα adv ακλόνητες ακλόνητος adj ακμάζουσα ακμάζων adj ακμές ακμή nom ακμαία ακμαία adv ακμαίας ακμαίος adj ακοή ακοή nom ακοίμητη ακοίμητος adj ακοινωνησίας ακοινωνησία nom ακοινώνητο ακοινώνητος adj ακολασία ακολασία nom ακολουθήθηκαν ακολουθώ ver ακολουθία ακολουθία nom ακολουθητέας ακολουθητέος adj ακολουθουμένων ακολουθούμενος adj ακόλουθοι ακόλουθος nom ακολούθως ακόλουθα adv ακομπανιαμέντο ακομπανιαμέντο nom ακονίζει ακονίζω ver ακοντίου ακόντιο nom ακοντίστρια ακοντίστρια nom ακοντισμού ακοντισμός nom ακοντιστές ακοντιστής nom ακορντεόν ακορντεόν nom ακουαμαρίνας ακουαμαρίνα nom ακουαρέλα ακουαρέλα nom ακουαρελίστας ακουαρελίστας nom ακουαφόρτε ακουαφόρτε nom ακουμπά ακουμπώ ver ακουσίως ακούσια adv ακουστά ακουστά adv ακουστή ακουστός adj ακουστικών ακουστικός nom ακούνητος ακούνητος adj ακούραστα ακούραστα adv ακούραστες ακούραστος adj ακούρευτο ακούρευτος adj ακούσιας ακούσιος adj ακράδαντα ακράδαντα adv ακράδαντη ακράδαντος adj ακράτεια ακράτεια nom ακράτητα ακράτητα adv ακράτητο ακράτητος adj ακρίβειά ακρίβεια nom ακρίδα ακρίδα nom ακρίτα ακρίτας nom ακραία ακραίος adj ακραιφνή ακραιφνής adj ακραιφνώς ακραιφνώς adv ακριανά ακριανός adj ακριβά ακριβά adv ακριβές ακριβός adj ακριβέστατα ακριβώς adv ακριβέστατες ακριβής adj ακριβοδίκαια ακριβοδίκαια adv ακριβοδίκαιες ακριβοδίκαιος adj ακριβοθώρητη ακριβοθώρητος adj ακριβολογία ακριβολογία nom ακριβολογούμε ακριβολογώ ver ακριβολόγος ακριβολόγος adj ακριβοπληρωμένα ακριβοπληρώνω ver ακρινό ακρινός adj ακρισία ακρισία nom ακριτικά ακριτικός adj ακροάματος ακρόαμα nom ακροάσεις ακρόαση nom ακροάται ακροώμαι ver ακροάτρια ακροάτρια nom ακροαματικές ακροαματικός adj ακροαματικότητα ακροαματικότητα nom ακροαριστερά ακροαριστερός adj ακροατές ακροατής nom ακροατήρια ακροατήριο nom ακροβάτες ακροβάτης nom ακροβάτησε ακροβατώ ver ακροβάτισσα ακροβάτισσα nom ακροβασία ακροβασία nom ακροβατικά ακροβατικός adj ακροβατισμούς ακροβατισμός nom ακροβολίστηκαν ακροβολίζομαι ver ακροβολιστές ακροβολιστής nom ακρογιάλι ακρογιάλι nom ακρογιαλιά ακρογιαλιά nom ακρογωνιαίο ακρογωνιαίος adj ακροδέκτες ακροδέκτης nom ακροθαλάσσι ακροθαλάσσι nom ακροθαλασσιά ακροθαλασσιά nom ακροθιγώς ακροθιγώς adv ακροκέραμα ακροκέραμο nom ακροποσθία ακροποσθία nom ακροποσθίας ακροποσθίας nom ακροποταμιά ακροποταμιά nom ακροπόλεις ακρόπολη nom ακροστιχίδα ακροστιχίδα nom ακροτήτων ακρότητα nom ακροτελεύτιο ακροτελεύτιος adj ακρυλικά ακρυλικός adj ακρωνύμιο ακρωνύμιο nom ακρωτήρι ακρωτήρι nom ακρωτήρια ακρωτήριο nom ακρωτηριασμένοι ακρωτηριάζω ver ακρωτηριασμοί ακρωτηριασμός nom ακρόπρωρο ακρόπρωρο nom ακτές ακτή nom ακτήμονες ακτήμων adj ακτίνα ακτίνα nom ακταιωροί ακταιωρός nom ακτημοσύνη ακτημοσύνη nom ακτιβισμού ακτιβισμός nom ακτιβιστών ακτιβιστής nom ακτινίδια ακτινίδιο nom ακτινοβολήθηκαν ακτινοβολώ ver ακτινοβολία ακτινοβολία nom ακτινοβολούν ακτινοβολών adj ακτινοβόλα ακτινοβόλος adj ακτινοβόληση ακτινοβόληση nom ακτινοβόλησης ακτινοβόλησης nom ακτινογραφία ακτινογραφία nom ακτινογραφώντας ακτινογραφώ ver ακτινοδιαγνωστικές ακτινοδιαγνωστικές adj ακτινοθεραπεία ακτινοθεραπεία nom ακτινοθεραπευτικό ακτινοθεραπευτικό adj ακτινολογία ακτινολογία nom ακτινολογικά ακτινολογικά adv ακτινολογικές ακτινολογικός adj ακτινολόγο ακτινολόγος nom ακτινοπροστασία ακτινοπροστασία nom ακτινοπροστασίας ακτινοπροστασίας nom ακτινοσκοπικό ακτινοσκοπικός adj ακτινοσκόπηση ακτινοσκόπηση nom ακτινοφυσική ακτινοφυσική nom ακτινωτά ακτινωτά adv ακτινωτές ακτινωτός adj ακτογραμμές ακτογραμμές nom ακτογραμμή ακτογραμμή nom ακτοφυλακή ακτοφυλακή nom ακυβέρνητα ακυβέρνητος adj ακυβερνησία ακυβερνησία nom ακυρολεξία ακυρολεξία nom ακυρωθεί ακυρώνω ver ακυρωτικές ακυρωτικός adj ακυρότητα ακυρότητα nom ακυρώσεις ακύρωση nom ακωλύτως ακωλύτως adv ακόλαστα ακόλαστος adj ακόμα ακόμα adv ακόνη ακόνη nom ακόνισμα ακόνισμα nom ακόρεστα ακόρεστα adv ακόρεστες ακόρεστος adj ακόρντα ακόρντο nom ακώλυτα ακώλυτος adj αλάβαστρα αλάβαστρο nom αλάβαστρο αλάβαστρος nom αλάθητα αλάθευτα adv αλάθητες αλάθητος adj αλάνα αλάνα nom αλάνθαστα αλάνθαστα adv αλάνθαστες αλάνθαστος adj αλάνι αλάνι nom αλάργα αλάργα adv αλάτι αλάτι nom αλάτισμα αλάτισμα nom αλέα αλέα nom αλέγκρο αλέγκρο nom αλέκτορα αλέκτωρ nom αλέτρι αλέτρι nom αλήθεια αλήθεια nom αλήθευε αληθεύω ver αλήτες αλήτης nom αλήτισσα αλήτισσα nom αλί αλί sw αλίευαν αλιεύω ver αλίευμα αλίευμα nom αλίευση αλίευση nom αλίμονο αλίμονο sw αλίπαστα αλίπαστος adj αλαβάστρινα αλαβάστρινος adj αλαζονεία αλαζονεία nom αλαζονικά αλαζονικά adv αλαζονικές αλαζονικός adj αλαζόνα αλαζόνας nom αλαλάζοντας αλαλάζω ver αλαλαγμοί αλαλαγμός nom αλαλούμ αλαλούμ nom αλαμπουρνέζικα αλαμπουρνέζικα adv αλανιάρα αλανιάρης adj αλατισμένο αλατίζω ver αλατζά αλατζάς nom αλατιέρα αλατιέρα nom αλατοπίπερο αλατοπίπερο nom αλατούχο αλατούχος adj αλατωρυχεία αλατωρυχείο nom αλατόνερο αλατόνερο nom αλατότητα αλατότητα nom αλατότητας αλατότητας nom αλαφρό ελαφρός adj αλβανικά αλβανικός adj αλβουμίνη αλβουμίνη nom αλγεβρικές αλγεβρικός adj αλγεινή αλγεινός adj αλγερινών αλγερινός nom αλγολαγνεία αλγολαγνεία nom αλγορίθμου αλγόριθμος nom αλγοριθμικές αλγοριθμικός adj αλειφατικών αλειφατικών adj αλεξίπτωτα αλεξίπτωτο nom αλεξίσφαιρα αλεξίσφαιρος adj αλεξίσφαιρου αλεξίσφαιρο nom αλεξανδρινά αλεξανδρινός adj αλεξικέραυνα αλεξικέραυνο nom αλεξιπτωτίστρια αλεξιπτωτίστρια nom αλεξιπτωτιστές αλεξιπτωτιστής nom αλεπού αλεπού nom αλεστικά αλεστικός adj αλευριού αλεύρι nom αλευροβιομηχανία αλευροβιομηχανία nom αλευρόμυλο αλευρόμυλος nom αλευρώνουμε αλευρώνω ver αληθές αληθής adj αληθινά αληθινά adv αληθινές αληθινός adj αληθοφάνεια αληθοφάνεια nom αληθοφανές αληθοφανής adj αληθώς αληθώς adv αλησμόνητα αλησμόνητα adv αλησμόνητες αλησμόνητος adj αληταράς αληταράς nom αλητεία αλητεία nom αλιάδα αλιάδα nom αλιέα αλιεύς nom αλιεία αλιεία nom αλιευτικά αλιευτικός adj αλιπηγών αλιπηγή nom αλισίβα αλισίβα nom αλισβερίσι αλισβερίσι nom αλκή αλκή nom αλκαλίων αλκάλιο nom αλκαλικά αλκαλικός adj αλκαλικότητα αλκαλικότητα nom αλκαλικότητας αλκαλικότητας nom αλκαλοειδές αλκαλοειδές nom αλκοολικά αλκοολικός adj αλκοολισμού αλκοολισμός nom αλκοολούχα αλκοολούχος adj αλκοτέστ αλκοτέστ nom αλκοόλ αλκοόλ nom αλκοόλες αλκοόλη nom αλκυονίδα αλκυονίδα nom αλλ αλλά nom αλλήθωρη αλλήθωρος adj αλλήλους αλλήλων nom αλλα αλλα pro_dem αλλαγές αλλαγή nom αλλαντίαση αλλαντίαση nom αλλαντικά αλλαντικό nom αλλαξιά αλλαξιά nom αλλαξοπίστησαν αλλαξοπιστώ ver αλλαξοπιστία αλλαξοπιστία nom αλλαχού αλλαχού adv αλλεπάλληλα αλλεπάλληλα adv αλλεπάλληλες αλλεπάλληλος adj αλλεργία αλλεργία nom αλλεργικά αλλεργικός adj αλλεργιογόνα αλλεργιογόνος adj αλληγορία αλληγορία nom αλληγορικά αλληγορικά adv αλληγορικές αλληγορικός adj αλληλέγγυα αλληλέγγυος adj αλληλένδετα αλληλένδετα adv αλληλένδετες αλληλένδετος adj αλληλεγγύη αλληλεγγύη nom αλληλεξάρτηση αλληλεξάρτηση nom αλληλεξαρτώνται αλληλεξαρτώμαι ver αλληλεπίδρασή αλληλεπίδραση nom αλληλεπιδρά αλληλεπιδρώ ver αλληλεπικάλυψης αλληλεπικάλυψης nom αλληλεπικαλυπτόμενοι αλληλεπικαλυπτόμενοι adj αλληλεπικαλύπτονται αλληλεπικαλύπτονται ver αλληλεπικαλύψεις αλληλεπικαλύψεις nom αλληλοαποκλείονται αλληλοαποκλείονται ver αλληλοβοήθεια αλληλοβοήθεια nom αλληλοβοηθούνται αλληλοβοηθούνται ver αλληλογράφους αλληλογράφος nom αλληλογραφήσει αλληλογραφώ ver αλληλογραφία αλληλογραφία nom αλληλοδιάδοχα αλληλοδιάδοχος adj αλληλοδιαδοχή αλληλοδιαδοχή nom αλληλοδιδακτική αλληλοδιδακτικός adj αλληλοενημερώνονται αλληλοενημερώνονται ver αλληλοεξαρτώμενες αλληλοεξαρτώμενος adj αλληλοεξαρτώνται αλληλοεξαρτώνται ver αλληλοεξοντωθούν αλληλοεξοντώνομαι ver αλληλοεπικάλυψη αλληλοεπικάλυψη nom αλληλοεπικάλυψης αλληλοεπικάλυψης nom αλληλοκατανόηση αλληλοκατανόηση nom αλληλοσεβασμού αλληλοσεβασμός nom αλληλοσπαραγμού αλληλοσπαραγμός nom αλληλοσυγκρουόμενες αλληλοσυγκρουόμενος adj αλληλοσυμπλήρωση αλληλοσυμπλήρωση nom αλληλοσυμπληρώνονται αλληλοσυμπληρώνομαι ver αλληλουχία αλληλουχία nom αλληλόχρεος αλληλόχρεος adj αλλιώς αλλιώς adv αλλιώτικα αλλιώτικα adv αλλιώτικη αλλιώτικος adj αλλοίωναν αλλοιώνω ver αλλοίωση αλλοίωση nom αλλογενή αλλογενής adj αλλοδαπήν αλλοδαπός adj αλλοεθνή αλλοεθνής adj αλλοπαρμένοι αλλοπαρμένος adj αλλοπρόσαλλα αλλοπρόσαλλα adv αλλοπρόσαλλες αλλοπρόσαλλος adj αλλοτινές αλλοτινός adj αλλοτρίων αλλότριος adj αλλοτρίωση αλλοτρίωση nom αλλοτριωμένη αλλοτριώνω ver αλλοφροσύνη αλλοφροσύνη nom αλλοφώνων αλλόφωνο nom αλλού αλλού adv αλλυλοχλωρίδιο αλλυλοχλωρίδιο nom αλλόγλωσσα αλλόγλωσσος adj αλλόδοξους αλλόδοξος adj αλλόθρησκοι αλλόθρησκος adj αλλόκοτα αλλόκοτα adv αλλόκοτες αλλόκοτος adj αλλόφρονες αλλόφρων adj αλλόφυλοι αλλόφυλος adj αλματωδώς αλματωδώς adv αλματώδη αλματώδης adj αλμπάνηδες αλμπάνης nom αλμπινισμός αλμπινισμός nom αλμυρά αρμυρά adv αλμυρές αλμυρός adj αλμυρίκια αλμυρίκι nom αλμυρόβαλτους αλμυρόβαλτους nom αλμύρα αλμύρα nom αλογάκι αλογάκι nom αλογίσιο αλογίσιος adj αλογονωμένα αλογονωμένα adj αλογοουρά αλογοουρά nom αλογόμυγα αλογόμυγα nom αλογόνα αλογόνο nom αλοιφές αλοιφή nom αλοπεριδόλη αλοπεριδόλη nom αλουμίνιο αλουμίνιο nom αλουμινένια αλουμινένιος adj αλουμινόχαρτο αλουμινόχαρτο nom αλπικές αλπικός adj αλπινισμός αλπινισμός nom αλπινιστές αλπινιστής nom αλπραζολάμη αλπραζολάμη nom αλπραζολάμης αλπραζολάμης nom αλσυλλίου αλσύλλιο nom αλτ αλτ sw αλτήρας αλτήρας nom αλτρουιστικά αλτρουιστικός adj αλυκές αλυκή nom αλυπία αλυπία nom αλυσίδα αλυσίδα nom αλυσιδωτά αλυσιδωτά adv αλυσιδωτές αλυσιδωτός adj αλυσοδέθηκαν αλυσοδένω ver αλυτάρχες αλυτάρχης nom αλυτρωτισμού αλυτρωτισμός nom αλφάβητα αλφάβητο nom αλφάδι αλφάδι nom αλφαβήτα αλφαβήτα nom αλφαβητάρι αλφαβητάρι nom αλφαβητάρια αλφαβητάρι|αλφαβητάριο nom αλφαβητάριο αλφαβητάριο nom αλφαβητικά αλφαβητικά adv αλφαβητικές αλφαβητικός adj αλφαβητισμού αλφαβητισμού nom αλφαβητισμό αλφαβητισμό nom αλφαριθμητικό αλφαριθμητικό adj αλχημεία αλχημεία nom αλχημικά αλχημικός adj αλχημιστές αλχημιστής nom αλωνίζει αλωνίζω ver αλωνίσματος αλώνισμα nom αλωνισμού αλωνισμός nom αλωνιστής αλωνιστής nom αλωνιστικές αλωνιστικός adj αλωπεκίαση αλωπεκίαση nom αλόγιστα αλόγιστα adv αλόγιστες αλόγιστος adj αλόγου άλογο nom αλόγων αλόγα nom αλόη αλόη nom αλύγιστη αλύγιστος adj αλύπητα αλύπητα adv αλύτρωτα αλύτρωτος adj αλώβητα αλώβητα adv αλώβητες αλώβητος adj αλώθηκε αλώνω ver αλώνι αλώνι nom αμάδες αμάδα nom αμάθεια αμάθεια nom αμάλγαμα αμάλγαμα nom αμάξι αμάξι nom αμάξωμα αμάξωμα nom αμάραντα αμάραντος adj αμάρτανε αμαρταίνω ver αμάρτημα αμάρτημα nom αμάρτυρη αμάρτυρος adj αμάσητα αμάσητα adv αμάχητα αμάχητα adv αμέ αμέ adv αμέθυστου αμέθυστος adj αμέλεια αμέλεια nom αμέλησα αμελώ ver αμέριμνη αμέριμνος adj αμέριστα αμέριστα adv αμέριστη αμέριστος adj αμέσως αμέσως adv αμέταλλα αμέταλλος adj αμέτοχα αμέτοχος adj αμέτρητα αμέτρητα adv αμέτρητες αμέτρητος adj αμήχανα αμήχανα adv αμήχανες αμήχανος adj αμίαντο αμίαντος nom αμίαντου αμίαντο nom αμίλητα αμίλητος adj αμίμητη αμίμητος adj αμίνες αμίνες nom αμαζόνα αμαζόνα nom αμαθή αμαθής adj αμανάτι αμανάτι nom αμανέ αμανές nom αμαξά αμαξάς nom αμαξάκι αμαξάκι nom αμαξηλάτης αμαξηλάτης nom αμαξιδίων αμαξιδίων nom αμαξοστάσια αμαξοστάσιο nom αμαξοστοιχία αμαξοστοιχία nom αμαρτία αμαρτία nom αμαρτωλά αμαρτωλός adj αμαυρωθεί αμαυρώνω ver αμαύρωση αμαύρωση nom αμβλυωπία αμβλυωπία nom αμβλύ αμβλύς adj αμβλύνουν αμβλύνους adj αμβροσία αμβροσία nom αμείβεται αμείβω ver αμείλικτα αμείλικτα adv αμείλικτη αμείλικτος adj αμείωτα αμείωτα adv αμείωτες αμείωτος adj αμειβομένων αμειβόμενος adj αμειψισπορά αμειψισπορά nom αμελέτητα αμελέτητα adv αμελής αμελής adj αμελητέα αμελητέος adj αμελλητί αμελλητί adv αμερικάνικα αμερικάνικα adv αμερικάνικες αμερικάνικος adj αμερικάνων αμερικάνων nom αμερικανάκια αμερικανάκι nom αμερικανισμό αμερικανισμός nom αμερικανούς αμερικανούς adj αμεριμνησία αμεριμνησία nom αμεροληψία αμεροληψία nom αμερόληπτα αμερόληπτος adj αμεσότητα αμεσότητα nom αμετάβλητα αμετάβλητα adv αμετάβλητες αμετάβλητος adj αμετάκλητα αμετάκλητα adv αμετάκλητες αμετάκλητος adj αμετάπειστη αμετάπειστος adj αμετάφραστα αμετάφραστος adj αμετακίνητα αμετακίνητα adv αμετακίνητες αμετακίνητος adj αμετανόητα αμετανόητα adv αμετανόητη αμετανόητος adj αμετροέπεια αμετροέπεια nom αμετροεπή αμετροεπής adj αμηνόρροια αμηνόρροια nom αμητός αμητός nom αμηχανία αμηχανία nom αμιγές αμιγής adj αμιγώς αμιγώς adv αμιλλώνται αμιλλώμαι ver αμινοξέα αμινοξύ nom αμινοτρανσφεράσης αμινοτρανσφεράσης nom αμισθί αμισθί ver αμιωδαρόνη αμιωδαρόνη nom αμμοθίνες αμμοθίνες nom αμμοθύελλα αμμοθύελλα nom αμμουδερές αμμουδερός adj αμμουδιά αμμουδιά nom αμμωδών αμμώδης adj αμμωνία αμμωνία nom αμμωνίου αμμωνίου nom αμμωνιακό αμμωνιακός adj αμμόλιθο αμμόλιθος nom αμμόλοφο αμμόλοφος nom αμμώνιο αμμώνιο adj αμνήστευσε αμνηστεύω ver αμνήστευση αμνήστευση nom αμνημόνευτο αμνημόνευτος adj αμνησία αμνησία nom αμνηστία αμνηστία nom αμνιοκέντηση αμνιοκέντηση nom αμνοί αμνός nom αμνοεριφίων αμνοερίφιο nom αμοιβάδα αμοιβάδα nom αμοιβές αμοιβή nom αμοιβαία αμοιβαία adv αμοιβαίας αμοιβαίος adj αμοιβαιότητα αμοιβαιότητα nom αμολάνε αμολάω ver αμοραλισμό αμοραλισμός nom αμοραλιστής αμοραλιστής nom αμορτισέρ αμορτισέρ nom αμορφωσιά αμορφωσιά nom αμουσία αμουσία nom αμπάρα αμπάρα nom αμπάρι αμπάρι nom αμπάριζα αμπάριζα nom αμπέλι αμπέλι nom αμπέρ αμπέρ nom αμπαζούρ αμπαζούρ nom αμπαρωμένες αμπαρώνω ver αμπελιές αμπελιές nom αμπελοκαλλιέργεια αμπελοκαλλιέργεια nom αμπελοοινικής αμπελοοινικός adj αμπελουργία αμπελουργία nom αμπελουργικές αμπελουργική nom αμπελουργικό αμπελουργικός adj αμπελουργοί αμπελουργός nom αμπελοφάσουλα αμπελοφάσουλο nom αμπελόφυλλα αμπελόφυλλο nom αμπελόφυτο αμπελόφυτο adj αμπελώνα αμπελώνας nom αμπούλα αμπούλα nom αμπρί αμπρί nom αμυγδάλου αμύγδαλο nom αμυγδαλές αμυγδαλή nom αμυγδαλιά αμυγδαλιά nom αμυγδαλωτά αμυγδαλωτός adj αμυδρά αμυδρά adv αμυδρές αμυδρός adj αμυλούχων αμυλούχος adj αμυνθεί αμύνομαι ver αμυντικά αμυντικά adv αμυντικές αμυντικός adj αμυνόμενοι αμυνόμενος adj αμυχές αμυχή nom αμφέβαλα αμφιβάλλω ver αμφίβια αμφίβιος adj αμφίβολα αμφίβολος adj αμφίδρομη αμφίδρομος adj αμφίεση αμφίεση nom αμφίπλευρα αμφίπλευρα adv αμφίπλευρες αμφίπλευρος adj αμφίρροπα αμφίρροπα adv αμφίρροπες αμφίρροπος adj αμφίσημα αμφίσημα adv αμφίσημες αμφίσημος adj αμφίστομο αμφίστομος adj αμφίων άμφια nom αμφεταμίνες αμφεταμίνη nom αμφιβληστροειδή αμφιβληστροειδής adj αμφιβολία αμφιβολία nom αμφιβολια αμφιβολια nom αμφιβόλω αμφιβόλω nom αμφιθέατρα αμφιθέατρο nom αμφιθαλή αμφιθαλής adj αμφιθεατρικά αμφιθεατρικά adv αμφιθεατρικές αμφιθεατρικός adj αμφικτιονία αμφικτιονία nom αμφιλεγόμενα αμφιλεγόμενος adj αμφιλογία αμφιλογία nom αμφισβήτησή αμφισβήτηση nom αμφισβήτησα αμφισβητώ ver αμφισβητήσιμα αμφισβητήσιμος adj αμφισβητία αμφισβητίας nom αμφισβητουμένων αμφισβητούμενος adj αμφισημία αμφισημία nom αμφιταλάντευση αμφιταλάντευση nom αμφιτρύωνα αμφιτρύωνας nom αμφιφυλόφιλες αμφιφυλόφιλος adj αμφορέα αμφορέας nom αμφότερων αμφότερος adj αμφοτεροβαρούς αμφοτεροβαρής adj αμφοτερόπλευρης αμφοτερόπλευρης nom αμόκ αμόκ nom αμόλυντη αμόλυντος adj αμόνι αμόνι nom αμόρε αμόρε nom αμόρφωτες αμόρφωτος adj αμύητο αμύητος adj αμύθητα αμύθητος adj αμύνης αμύνης nom αν αν con ανά ανά pre ανάβαση ανάβαση nom ανάβλυζαν αναβλύζω ver ανάγγειλαν αναγγέλλω ver ανάγει ανάγω ver αναγκαστήκαμε αναγκάζω ver ανάγκες ανάγκη nom ανάγλυφα ανάγλυφα adv ανάγλυφες ανάγλυφος adj ανάγνωση ανάγνωση nom ανάγνωσμα ανάγνωσμα nom ανάγωγα ανάγωγα adv ανάγωγη ανάγωγος adj ανάδειξαν αναδείχνω ver ανάδειξη ανάδειξη nom ανάδελφη ανάδελφος adj αναδόχων ανάδοχος nom ανάδραση ανάδραση nom ανάδρομες ανάδρομος adj ανάδυση ανάδυση nom ανάερη ανάερος adj ανάθεμα ανάθεμα nom ανάθεσε αναθέτω ver ανάθεση ανάθεση nom ανάθημα ανάθημα nom ανάθρεψαν αναθρέφω|ανατρέφω ver ανάθρεψε αναθρέφω ver ανάκαμψη ανάκαμψη nom ανάκατα ανάκατα adv ανάκατες ανάκατος adj ανάκλαση ανάκλαση nom ανάκληση ανάκληση nom ανάκλιντρα ανάκλιντρο nom ανάκριση ανάκριση nom ανάκρουση ανάκρουση nom ανάκτηση ανάκτηση nom ανάκτορά ανάκτορο nom ανάλαβαν αναλαβαίνω ver ανάλατα ανάλατος adj ανάλαφρα ανάλαφρα adv ανάλαφρες ανάλαφρος adj ανάλγητος ανάλγητος adj ανάλεκτα ανάλεκτα nom ανάληψη ανάληψη nom ανάλογα ανάλογα adv ανάλογες ανάλογος adj ανάλυσή ανάλυση nom ανάλυσαν αναλύω ver ανάλωνε αναλώνω ver ανάλωσαν αναλίσκω|αναλώνω ver ανάλωση ανάλωση nom ανάμεικτα ανάμεικτος adj ανάμειξη ανάμειξη nom ανάμεσά ανάμεσα adv ανάμιξη ανάμιξη nom ανάμνησή ανάμνηση nom ανάνηψη ανάνηψη nom ανάξια ανάξια adv ανάξιες ανάξιος adj ανάπαυλα ανάπαυλα nom ανάπαυσής ανάπαυση nom ανάπηρα ανάπηρος adj ανάπλαση ανάπλαση nom ανάπλου ανάπλους nom ανάποδα ανάποδα adv ανάποδες ανάποδος adj ανάπτυγμα ανάπτυγμα nom ανάπτυξή ανάπτυξη nom ανάπτυξε αναπτύσσω ver ανάρμοστα ανάρμοστα adv ανάρμοστες ανάρμοστος adj ανάρπαστα ανάρπαστα adv ανάρπαστες ανάρπαστος adj ανάρρηση ανάρρηση nom ανάρρωσαν αναρρώνω ver ανάρρωση ανάρρωση nom αναρτούσαν αναρτώ ver ανάρτηση ανάρτηση nom ανάσα ανάσα nom ανάσκαψε ανασκάβω ver ανάσκελα ανάσκελα adv ανάσταινε ανασταίνω ver ανάστασή ανάσταση nom ανάστατη ανάστατος adj ανάστημα ανάστημα nom ανάστησαν ανασταίνω|αναστήνω ver ανάστροφα ανάστροφα adv ανάστροφες ανάστροφος adj ανάσυρση ανάσυρση nom ανάσχεση ανάσχεση nom ανάταξη ανάταξη nom ανάταση ανάταση nom ανάτυπα ανάτυπο nom ανάφερα αναφέρω ver ανάφλεξη ανάφλεξη nom ανάχωμα ανάχωμα nom ανέβα ανεβαίνω ver ανέβαζα ανεβάζω ver ανέβαλαν αναβάλλω ver ανέβασμα ανέβασμα nom ανέγγιχτα ανέγγιχτος adj ανέγειραν ανεγείρω ver ανέγειρε αναγέρνω ver ανέγερσή ανέγερση nom ανέγραφαν αναγράφω ver ανέδειξαν αναδεικνύω ver ανέδιδε αναδίνω ver ανέθρεψαν ανατρέφω ver ανέκαθεν ανέκαθεν adv ανέκαμπταν ανακάμπτω ver ανέκδοτα ανέκδοτος adj ανέκκλητα ανέκκλητα adv ανέκκλητες ανέκκλητος adj ανέκοπτε ανακόπτω ver ανέκριναν ανακρίνω ver ανέκρουσαν ανακρούω ver ανέκυπταν ανακύπτω ver ανέκφραστα ανέκφραστα adv ανέκφραστη ανέκφραστος adj ανέλαβαν αναλαμβάνω ver ανέλεγκτα ανέλεγκτος adj ανέλθει ανέρχομαι ver ανέλιξη ανέλιξη nom ανέλκυσή ανέλκυση nom ανέλκυσαν ανελκύω ver ανέλπιστα ανέλπιστα adv ανέλπιστη ανέλπιστος adj ανέμειξαν αναμειγνύω ver ανέμελα ανέμελα adv ανέμελες ανέμελος adj ανέμενα αναμένω ver ανέμη ανέμη nom ανένδοτη ανένδοτος adj ανένηψε ανανήφω ver ανένταχτα ανέντακτος adj ανέντιμα ανέντιμα adv ανέντιμες ανέντιμος adj ανέξοδα ανέξοδα adv ανέξοδη ανέξοδος adj ανέπαφα ανέπαφα adv ανέπαφες ανέπαφος adj ανέπνεαν αναπνέω ver ανέραστος ανέραστος adj ανέσκαπτε ανασκάφτω ver ανέσκαψαν ανασκάβω|ανασκάφτω ver ανέσπερο ανέσπερος adj ανέστειλαν αναστέλλω ver ανέστη ανίσταμαι ver ανέστησαν αναστήνω ver ανέστιος ανέστιος adj ανέστρεψαν αναστρέφω ver ανέσυρα ανασέρνω|ανασύρω ver ανέτειλαν ανατέλλω ver ανέτοιμες ανέτοιμος adj ανέτρεξα ανατρέχω ver ανέτρεπαν ανατρέπω ver ανέφελες ανέφελος adj ανέφικτα ανέφικτα adv ανέφικτες ανέφικτος adj ανέχεια ανέχεια nom ανέχεσαι ανέχομαι ver ανήθικα ανήθικα adv ανήθικες ανήθικος adj ανήκον ανήκων adj ανήκουστα ανάκουστος adj ανήλεο ανηλεής adj ανήλιαγα ανήλιαγος adj ανήλικα ανήλικος adj ανήμερα ανήμερα adv ανήμερο ανήμερος adj ανήμπορα ανήμπορος adj ανήξερο ανήξερος adj ανήσυχα ανήσυχα adv ανήσυχες ανήσυχος adj ανήφορο ανήφορος nom ανία ανία nom ανίατα ανίατα adv ανίατες ανίατος adj ανίδεο ανίδεος adj ανίδρυσης ανίδρυση nom ανίερα ανίερος adj ανίκανα ανίκανα adv ανίκανες ανίκανος adj ανίκητη ανίκητος adj ανίσχυρα ανίσχυρα adv ανίσχυρες ανίσχυρος adj ανίχνευαν ανιχνεύω ver ανίχνευση ανίχνευση nom ανίψια ανίψι nom αναίδεια αναίδεια nom αναίμακτα αναίμακτα adv αναίμακτες αναίμακτος adj αναίρεσαν αναιρώ ver αναίρεση αναίρεση nom αναίσθητα αναίσθητα adv αναίσθητη αναίσθητος adj αναίσχυντα αναίσχυντα adv αναίσχυντες αναίσχυντος adj αναίτια αναίτια adv αναίτιας αναίτιος adj αναβάθμιζε αναβαθμίζω ver αναβάθμιση αναβάθμιση nom αναβάπτιση αναβάπτιση nom αναβάτες αναβάτης nom αναβίβασε αναβιβάζω ver αναβίωναν αναβιώνω ver αναβίωση αναβίωση nom αναβαθμίδες αναβαθμίς nom αναβαθμούς αναβαθμός nom αναβαπτίζουν αναβαπτίζω ver αναβατήρα αναβατήρας nom αναβλητική αναβλητικός adj αναβλητικότητα αναβλητικότητα nom αναβλύσεις ανάβλυση nom αναβολές αναβολή nom αναβολείς αναβολέας nom αναβολικά αναβολικός adj αναβολισμός αναβολισμός nom αναβοσβήνει αναβοσβήνω ver αναβράζει αναβράζω ver αναβρασμού αναβρασμός nom αναβροχιά αναβροχιά nom αναβρύζουν αναβρύζω ver αναβρύσει αναβρύω ver αναγέννησή αναγέννηση nom αναγέννησε αναγεννώ ver αναγγελία αναγγελία nom αναγεννησιακά αναγεννησιακός adj αναγεννητικές αναγεννητικός adj αναγιγνώσκει αναγιγνώσκω ver αναγκαία αναγκαίος adj αναγκαίως αναγκαία adv αναγκαιοτήτων αναγκαιότητα nom αναγκαστικά αναγκαστικά adv αναγκαστικές αναγκαστικός adj αναγκη αναγκη nom αναγνωριστεί αναγνωρίζω ver αναγνωρίσεις αναγνώριση nom αναγνωρίσιμα αναγνωρίσιμος adj αναγνωριζόμενα αναγνωριζόμενος adj αναγνωριστικά αναγνωριστικά adv αναγνωριστικές αναγνωριστικός adj αναγνωσιμότητα αναγνωσιμότητα nom αναγνωστήρια αναγνωστήριο nom αναγνωστεί αναγιγνώσκω|αναγνώθω ver αναγνωστικά αναγνωστικός adj αναγνωστούν αναγνώθω ver αναγνωστριών αναγνώστρια nom αναγνωστών αναγνώστης nom αναγνώσιμα αναγνώσιμος adj αναγορευτεί αναγορεύω ver αναγορεύσεις αναγόρευση nom αναγούλα αναγούλα nom αναγραμματισμοί αναγραμματισμός nom αναγραφή αναγραφή nom αναγραφόμενα αναγραφόμενος adj αναγωγάσης αναγωγάσης nom αναγωγές αναγωγή nom αναγωγική αναγωγικός adj αναγόμενα αναγόμενος adj αναδάσωση αναδάσωση nom αναδίπλωση αναδίπλωση nom αναδίφηση αναδίφηση nom αναδασμού αναδασμός nom αναδασωτέας αναδασωτέος adj αναδασώθηκε αναδασώνω ver αναδεξιμιός αναδεξιμιός nom αναδεύει αναδεύω ver αναδημιουργήσει αναδημιουργώ ver αναδημιουργία αναδημιουργία nom αναδημοσίευσαν αναδημοσιεύω ver αναδημοσίευση αναδημοσίευση nom αναδιάρθρωσε αναδιαρθρώνω ver αναδιάρθρωση αναδιάρθρωση nom αναδιάταξη αναδιάταξη nom αναδιαμόρφωση αναδιαμόρφωση nom αναδιανέμει αναδιανέμω ver αναδιανομή αναδιανομή nom αναδιατάσσονται αναδιατάσσονται ver αναδιατυπωθούν αναδιατυπώνω ver αναδιατυπώσεις αναδιατύπωση nom αναδιοργάνωσή αναδιοργάνωση nom αναδιοργάνωσαν αναδιοργανώνω ver αναδιπλασιασμό αναδιπλασιασμός nom αναδιπλωθεί αναδιπλώνω ver αναδομήσει αναδομώ ver αναδοχή αναδοχή nom αναδρομές αναδρομή nom αναδρομικά αναδρομικά adv αναδρομικές αναδρομικός adj αναδρομικότητας αναδρομικότητα nom αναδυθεί αναδύομαι ver αναδυόμενη αναδυόμενος adj αναδόμηση αναδόμηση nom αναερόβια αναερόβιος adj αναζήτησή αναζήτηση nom αναζήτησα αναζητώ ver αναζητητής αναζητητής nom αναζητούμενη αναζητούμενος adj αναζωογονήθηκαν αναζωογονώ ver αναζωογονητικά αναζωογονητικός adj αναζωογόνηση αναζωογόνηση nom αναζωπυρωθεί αναζωπυρώ ver αναζωπυρώσεις αναζωπύρωση nom αναθάρρησαν αναθαρρώ ver αναθέρμανε αναθερμαίνω ver αναθέρμανση αναθέρμανση nom αναθέτουσα αναθέτουσα adj αναθεμάτιζε αναθεματίζω ver αναθεματισμοί αναθεματισμός nom αναθεωρήθηκαν αναθεωρώ ver αναθεωρήσεις αναθεώρηση nom αναθεωρητικά αναθεωρητικός adj αναθεωρητισμού αναθεωρητισμός nom αναθηματικά αναθηματικός adj αναθυμάται αναθυμούμαι ver αναθυμιάσεις αναθυμίαση nom αναιδές αναιδής adj αναιμία αναιμία nom αναιμική αναιμικός adj αναιρέσιμη αναιρέσιμος adj αναιρεσείων αναιρεσείων nom αναιρετέα αναιρετέα nom αναιρετική αναιρετικός adj αναισθησία αναισθησία nom αναισθησιολόγο αναισθησιολόγος nom αναισθητικά αναισθητικός adj αναισθητοποίηση αναισθητοποίηση nom αναισθητοποιημένο αναισθητοποιώ ver αναισχυντία αναισχυντία nom αναιτιολόγητα αναιτιολόγητα adv αναιτιολόγητες αναιτιολόγητος adj ανακάθισε ανακαθίζω ver ανακάλεσα ανακαλώ ver ανακάλυπταν ανακαλύπτω ver ανακάλυψή ανακάλυψη nom ανακάτεμα ανακάτεμα nom ανακάτευαν ανακατεύω ver ανακάτωμα ανακάτωμα nom ανακήρυξαν ανακηρύσσω ver ανακήρυξη ανακήρυξη nom ανακίνησαν ανακινώ ver ανακίνηση ανακίνηση nom ανακαινισμένη ανακαινίζω ver ανακαίνιση ανακαίνιση nom ανακαινιστές ανακαινιστής nom ανακατάληψη ανακατάληψη nom ανακατάταξη ανακατάταξη nom ανακατέλαβαν ανακαταλαμβάνω ver ανακατανέμεται ανακατανέμω ver ανακατανομές ανακατανομή nom ανακατασκευάστηκε ανακατασκευάζω ver ανακατασκευών ανακατασκευή nom ανακατωμένοι ανακατώνω ver ανακατωσούρα ανακατωσούρης adj ανακατωτά ανακατωτός adj ανακεφαλαίωσε ανακεφαλαιώνω ver ανακεφαλαίωση ανακεφαλαίωση nom ανακλά ανακλώ ver ανακλαστικά ανακλαστικός adj ανακλητά ανακλητός adj ανακοίνωναν ανακοινώνω ver ανακοίνωσή ανακοίνωση nom ανακοινωθέν ανακοινωθέν nom ανακολουθία ανακολουθία nom ανακομιδή ανακομιδή nom ανακοπές ανακοπή nom ανακουφίζει ανακουφίζω ver ανακουφιστικά ανακουφιστικά adv ανακουφιστική ανακουφιστικός adj ανακούφιση ανακούφιση nom ανακρίβεια ανακρίβεια nom ανακρίτρια ανακρίτρια nom ανακριβές ανακριβής adj ανακριβώς ανακριβώς adv ανακριτές ανακριτής nom ανακριτικά ανακριτικός adj ανακτά ανακτώ ver ανακτήσιμο ανακτήσιμος adj ανακτηθέντα ανακτηθείς adj ανακτορικά ανακτορικός adj ανακυκλοφορία ανακυκλοφορία nom ανακυκλωθεί ανακυκλώνω ver ανακυκλώσεις ανακύκλωση nom ανακυρήχθηκε ανακυρήχθηκε ver ανακυρήχτηκε ανακυρήχτηκε ver ανακωχές ανακωχή nom ανακόλουθη ανακόλουθος adj ανακύκληση ανακύκληση nom αναλήθεια αναλήθεια nom αναλήμματος ανάλημμα nom αναλαμβανόμενη αναλαμβανόμενος adj αναλαμπές αναλαμπή nom αναλγησία αναλγησία nom αναληθές αναληθής adj αναληθώς αναληθώς adv αναλημματικός αναλημματικός adj αναλημματικών αναλημματικών adj αναληφθέντων αναληφθείς adj αναλλοίωτα αναλλοίωτα adv αναλλοίωτου αναλλοίωτος adj αναλοίωτο αναλοίωτο adj αναλογία αναλογία nom αναλογίζεται αναλογίζομαι ver αναλογίου αναλόγιο nom αναλογεί αναλογώ ver αναλογικά αναλογικά adv αναλογικές αναλογικός adj αναλογικότητα αναλογικότητα nom αναλογισμού αναλογισμός nom αναλογιστικά αναλογιστικός adj αναλογούν αναλογών adj αναλυτές αναλυτός adj αναλυτικά αναλυτικά adv αναλυτικές αναλυτικός adj αναλφάβητα αναλφάβητος adj αναλφαβητισμού αναλφαβητισμός nom αναλύτρια αναλύτρια nom αναλώσιμα αναλώσιμος adj αναμάρτητη αναμάρτητος adj αναμάσημα αναμάσημα nom αναμέτρηση αναμέτρηση nom αναμαλλιασμένη αναμαλλιάζω ver αναμασά αναμασάω ver αναμεμιγμένων αναμιγνύω ver αναμενομένων αναμενόμενος adj αναμετάδιδε αναμεταδίδω ver αναμετάδοση αναμετάδοση nom αναμεταδοτών αναμεταδότης nom αναμεταξύ αναμεταξύ adv αναμετρά αναμετρώ ver αναμνηστικά αναμνηστικός adj αναμονές αναμονή nom αναμορφωμένος αναμορφώνω ver αναμορφωτές αναμορφωτής nom αναμορφωτήρια αναμορφωτήριο nom αναμορφωτικά αναμορφωτικός adj αναμορφώσεις αναμόρφωση nom αναμοχλεύει αναμοχλεύω ver αναμπουμπούλα αναμπουμπούλα nom αναμφίβολα αναμφίβολα adv αναμφίβολη αναμφίβολος adj αναμφισβήτητα αναμφισβήτητα adv αναμφισβήτητες αναμφισβήτητος adj αναμόχλευση αναμόχλευση nom ανανά ανανάς nom ανανέωναν ανανεώνω ver ανανέωσή ανανέωση nom ανανδρία ανανδρία nom ανανεωτής ανανεωτής nom ανανεωτικά ανανεωτικός adj ανανεώσιμες ανανεώσιμος adj αναντίρρητα αναντίρρητα adv αναντίρρητη αναντίρρητος adj αναντικατάστατα αναντικατάστατος adj αναντιστοιχία αναντιστοιχία nom αναξιοκρατία αναξιοκρατία nom αναξιοπιστία αναξιοπιστία nom αναξιοποίητα αναξιοποίητος adj αναξιοπρεπές αναξιοπρεπής adj αναξιόπιστα αναξιόπιστα adv αναξιόπιστες αναξιόπιστος adj αναξιότητα αναξιότητα nom αναπάντεχα αναπάντεχα adv αναπάντεχες αναπάντεχος adj αναπάντητα αναπάντητος adj αναπέμψει αναπέμπω ver αναπήδησαν αναπηδάω ver αναπήδηση αναπήδηση nom αναπαιστικό αναπαιστικός adj αναπαλαίωσή αναπαλαίωση nom αναπαλαιωθεί αναπαλαιώνω ver αναπαλλοτρίωτα αναπαλλοτρίωτος adj αναπαράγει αναπαράγω ver αναπαράσταση αναπαράσταση nom αναπαράστησε αναπαρασταίνω ver αναπαραγωγές αναπαραγωγή nom αναπαραγωγικά αναπαραγωγικά adv αναπαραγωγικές αναπαραγωγικός adj αναπαραγωγικότητα αναπαραγωγικότητα nom αναπαραγωγιμότητα αναπαραγωγιμότητα nom αναπαραγόμενα αναπαραγόμενος adj αναπαυθεί αναπαύω ver αναπαυτήριο αναπαυτήριο nom αναπαυτικά αναπαυτικός adj αναπεπταμένα αναπεπταμένος adj αναπηρία αναπηρία nom αναπηρικά αναπηρικός adj αναπλάθει αναπλάθω ver αναπλήρωναν αναπληρώνω ver αναπλήρωση αναπλήρωση nom αναπλαστικά αναπλαστικός adj αναπληρωματικά αναπληρωματικός adj αναπληρωτές αναπληρωτής nom αναπληρώτρια αναπληρώτρια nom αναπνευστικά αναπνευστικός adj αναπνοές αναπνοή nom αναποδιά αναποδιά nom αναποδογύρισμα αναποδογύρισμα nom αναπολήσει αναπολώ ver αναπολήσεις αναπόληση nom αναποτελεσματικά αναποτελεσματικός adj αναποτελεσματικότητα αναποτελεσματικότητα nom αναποφάσιστη αναποφάσιστος adj αναποφλοίωτο αναποφλοίωτος adj αναπροσάρμοσαν αναπροσαρμόζω ver αναπροσανατολίσει αναπροσανατολίζω ver αναπροσανατολισμού αναπροσανατολισμός nom αναπροσαρμογές αναπροσαρμογή nom αναπτέρωνε αναπτερώνω ver αναπτέρωση αναπτέρωση nom αναπτήρα αναπτήρας nom αναπτυγμένα αναπτυγμένος adj αναπτυξη αναπτυξη nom αναπτυξιακά αναπτυξιακός adj αναπτυσσομένων αναπτυσσόμενος adj αναπόδεικτα αναπόδεικτα adv αναπόδεικτες αναπόδειχτος adj αναπόδραστα αναπόδραστα adv αναπόδραστες αναπόδραστος adj αναπόσπαστα αναπόσπαστα adv αναπόσπαστες αναπόσπαστος adj αναπότρεπτα αναπότρεπτα adv αναπότρεπτη αναπότρεπτος adj αναπόφευκτα αναπόφευκτα adv αναπόφευκτες αναπόφευκτος adj αναρίθμητα αναρίθμητος adj αναρμοδιότητα αναρμοδιότητα nom αναρμόδια αναρμόδια adv αναρμόδιο αναρμόδιος adj αναρρίπισε αναρριπίζω ver αναρρίχηση αναρρίχηση nom αναρριχάται αναρριχιέμαι ver αναρριχητής αναρριχητής nom αναρριχητικά αναρριχητικός adj αναρροφούν αναρροφώ ver αναρρωτήρια αναρρωτήριο nom αναρρωτικές αναρρωτικός adj αναρρόφηση αναρρόφηση nom αναρρύθμιση αναρρύθμιση nom αναρχία αναρχία nom αναρχικά αναρχικός adj αναρχισμού αναρχισμός nom αναρωτήθηκα αναρωτιέμαι ver αναρωτήθηκαν αναρωτιέμαι|αναρωτώ ver ανασάνει ανασαίνω ver ανασήκωναν ανασηκώνω ver ανασκαλεύοντας ανασκαλεύω ver ανασκαφές ανασκαφή nom ανασκαφικά ανασκαφικός adj ανασκευάζει ανασκευάζω ver ανασκευές ανασκευή nom ανασκολόπισε ανασκολόπιζω ver ανασκοπήσεις ανασκόπηση nom ανασκοπεί ανασκοπώ ver ανασκουμπωθούμε ανασκουμπώνω ver αναστάληκε αναστάληκε ver αναστάσιμα αναστάσιμα adv αναστάσιμες αναστάσιμος adj αναστάτωναν αναστατώνω ver αναστάτωση αναστάτωση nom αναστέλεται αναστέλεται ver αναστέναζε αναστενάζω ver αναστήθηκε αναστήνω|ανασταίνω ver αναστήλωνε αναστηλώνω ver αναστήλωσή αναστήλωση nom ανασταλτικά ανασταλτικά adv ανασταλτικές ανασταλτικός adj αναστενάρηδες αναστενάρης nom αναστενάρια αναστενάρια nom αναστεναγμούς αναστεναγμός nom αναστηλωτικά αναστηλωτικός adj αναστολέα αναστολέα nom αναστολέας αναστολέας nom αναστολές αναστολή nom αναστολέων αναστολέων nom αναστολείς αναστολείς adj αναστοχασμού αναστοχασμού nom αναστοχασμό αναστοχασμό nom αναστρέψιμα αναστρέψιμος adj αναστροφές αναστροφή nom αναστύλωσαν αναστυλώνω ver αναστύλωση αναστύλωση nom ανασυγκροτήθηκαν ανασυγκροτώ ver ανασυγκροτήσεις ανασυγκρότηση nom ανασυνδυασμένα ανασυνδυασμένα ver ανασυνδυασμένες ανασυνδυασμένες adj ανασυνδυασμένη ανασυνδυασμένη adj ανασυνδυασμένης ανασυνδυασμένης ver ανασυνδυασμένο ανασυνδυασμένο adj ανασυνδυασμένου ανασυνδυασμένου adj ανασυνδυασμού ανασυνδυασμού nom ανασυνδυασμό ανασυνδυασμό nom ανασυνθέσει ανασυνθέτω ver ανασυντάξει ανασυντάσσω ver ανασυντάξεις ανασύνταξη nom ανασυρόμενη ανασυρόμενη adj ανασυστάθηκε ανασυσταίνω ver ανασυστήνει ανασυστήνω ver ανασυστήσει ανασυνιστώ|ανασυστήνω ver ανασφάλεια ανασφάλεια nom ανασφάλιστης ανασφάλιστος adj ανασφαλές ανασφαλής adj ανασχετικά ανασχετικός adj ανασχημάτισε ανασχηματίζω ver ανασχηματισμοί ανασχηματισμός nom ανασύνδεση ανασύνδεση nom ανασύνθεση ανασύνθεση nom ανασύρονται ανασύρω ver ανασύσταση ανασύσταση nom ανατάραξε αναταράζω|αναταράσσω ver ανατάραξη ανατάραξη nom ανατέμνει ανατέμνω ver ανατίμηση ανατίμηση nom ανατίναζαν ανατινάζω ver ανατίναξη ανατίναξη nom αναταράζεται αναταράζω ver αναταράσσεται αναταράσσω ver αναταραχές αναταραχή nom ανατιμήθηκε ανατιμώ ver ανατοκισμού ανατοκισμός nom ανατολάς ανατολάς nom ανατολές ανατολή nom ανατολίτες ανατολίτης nom ανατολίτικα ανατολίτικος adj ανατολίτισσας ανατολίτισσα nom ανατολικά ανατολικά adv ανατολικές ανατολικός adj ανατολικότερο ανατολικότερο adj ανατολιστή ανατολιστής nom ανατομία ανατομία nom ανατομείο ανατομείο nom ανατομικά ανατομικά adv ανατομικές ανατομικός adj ανατοποθετήσεις ανατοποθέτηση nom ανατρίχιαζε ανατριχιάζω ver ανατραπείσα ανατραπείσα adj ανατρεπτικά ανατρεπτικά adv ανατρεπτικές ανατρεπτικός adj ανατριχίλα ανατριχίλα nom ανατριχιαστικά ανατριχιαστικός adj ανατροπέα ανατροπέας nom ανατροπές ανατροπή nom ανατροφή ανατροφή nom ανατροφοδοτήσει ανατροφοδοτώ ver ανατροφοδοτήσεις ανατροφοδότηση nom ανατυπωθεί ανατυπώνω ver ανατυπώσεις ανατύπωση nom ανατόμο ανατόμος nom αναφ αναφ nom αναφάνηκε αναφαίνομαι ver αναφέρετο αναφέρετο adj αναφαίρετα αναφαίρετος adj αναφαίρεται αναφαίρεται ver αναφανδόν αναφανδόν adv αναφερθέν αναφερθείς adj αναφερόμενη αναφερόμενος adj αναφιλητά αναφιλητό nom αναφλέγεται αναφλέγω ver αναφορά αναφορά nom αναφορικά αναφορικά adv αναφορικές αναφορικός adj αναφυλακτική αναφυλακτική adj αναφυλακτικής αναφυλακτικής adj αναφυλαξία αναφυλαξία nom αναφωνήσει αναφωνώ ver αναφωνήσεις αναφώνηση nom αναφύεται αναφύομαι ver αναχαίτισαν αναχαιτίζω ver αναχαίτιση αναχαίτιση nom αναχρονισμοί αναχρονισμός nom αναχρονιστικά αναχρονιστικά adv αναχρονιστικές αναχρονιστικός adj αναχωρήσει αναχωρώ ver αναχωρήσεις αναχώρηση nom αναχωρητές αναχωρητής nom αναχωρητισμού αναχωρητισμός nom αναχωρούν αναχωρών adj αναψηλάφηση αναψηλάφηση nom αναψυκτήρια αναψυκτήριο nom αναψυκτικά αναψυκτικό nom αναψυχή αναψυχή nom ανδράποδα ανδράποδο nom ανδραγάθημα ανδραγάθημα nom ανδραγαθία ανδραγαθία nom ανδρεία ανδρείος adj ανδρείκελα ανδρείκελο nom ανδριάντα ανδριάντας nom ανδρικά αντρικά adv ανδρικές ανδρικός adj ανδρισμού ανδρισμός nom ανδριώτικα ανδριώτικα adj ανδρογόνα ανδρογόνο nom ανδρογύνου ανδρόγυνο nom ανδροκρατία ανδροκρατία nom ανδρολογία ανδρολογία nom ανδροπρέπειας ανδροπρέπεια nom ανδρωθεί ανδρώνομαι ver ανδρωνίτη ανδρωνίτης nom ανδρόγυνο ανδρόγυνος adj ανείπωτα ανείπωτος adj ανεβοκατέβαζε ανεβοκατεβάζω ver ανεβοκατέβαιναν ανεβοκατεβαίνω ver ανεβοκατέβασμα ανεβοκατέβασμα nom ανεβρεθούν ανεβρεθούν ver ανεγκέφαλος ανεγκέφαλος adj ανεδαφικά ανεδαφικός adj ανειδίκευτη ανειδίκευτος adj ανεικονικά ανεικονικός adj ανειλημμένες ανειλημμένος adj ανειλικρινή ανειλικρινής adj ανεκδήλωτα ανεκδήλωτος adj ανεκδιήγητο ανεκδιήγητος adj ανεκδοτολογία ανεκδοτολογία nom ανεκδοτολογικά ανεκδοτολογικός adj ανεκδότου ανέκδοτο nom ανεκμετάλλευτα ανεκμετάλλευτα adv ανεκμετάλλευτες ανεκμετάλλευτος adj ανεκπαίδευτη ανεκπαίδευτος adj ανεκπλήρωτες ανεκπλήρωτος adj ανεκτά ανεκτά adv ανεκτέλεστα ανεκτέλεστα adv ανεκτέλεστες ανεκτέλεστος adj ανεκτές ανεκτός adj ανεκτίμητα ανεκτίμητος adj ανεκτικά ανεκτικά adv ανεκτικές ανεχτικός adj ανεκτική ανεκτικός|ανεχτικός adj ανεκτικότητα ανεκτικότητα nom ανεκχώρητες ανεκχώρητες nom ανελέητα ανελέητα adv ανελέητες ανελέητος adj ανελαστικά ανελαστικός adj ανελευθερία ανελευθερία nom ανελεύθερα ανελεύθερος adj ανελκυστήρα ανελκυστήρας nom ανελλιπή ανελλιπής adj ανελλιπώς ανελλιπώς adv ανεμελιά ανεμελιά nom ανεμιστήρα ανεμιστήρας nom ανεμοβλογιά ανεμοβλογιά nom ανεμογεννήτριας ανεμογεννήτριας nom ανεμοδείκτες ανεμοδείκτης nom ανεμοδούρα ανεμοδούρα nom ανεμοθύελλα ανεμοθύελλα nom ανεμομαζώματα ανεμομάζωμα nom ανεμοπλάνα ανεμοπλάνο nom ανεμοπτέρων ανεμόπτερο nom ανεμοστρόβιλο ανεμοστρόβιλος nom ανεμπόδιστα ανεμπόδιστα adv ανεμπόδιστες ανεμπόδιστος adj ανεμόεσσα ανεμόεσσα nom ανεμόμετρο ανεμόμετρο nom ανεμόμυλο ανεμόμυλος nom ανεμόσκαλα ανεμόσκαλα nom ανεμώνα ανεμώνα nom ανεμώνες ανεμώνη nom ανενδοίαστα ανενδοίαστα adv ανενεργά ανενεργός adj ανενημέρωτη ανενημέρωτος adj ανενόχλητα ανενόχλητα adv ανενόχλητες ανενόχλητος adj ανεξάντλητα ανεξάντλητος adj ανεξάρτητα ανεξάρτητα adv ανεξαρτήτων ανεξάρτητος nom ανεξέλεγκτα ανεξέλεγκτα adv ανεξέλεγκτους ανεξέλεγκτος adj ανεξήγητα ανεξήγητα adv ανεξήγητες ανεξήγητος adj ανεξίθρησκη ανεξίθρησκος adj ανεξίτηλα ανεξίτηλα adv ανεξίτηλες ανεξίτηλος adj ανεξαίρετα ανεξαίρετα adv ανεξακρίβωτα ανεξακρίβωτα adv ανεξακρίβωτες ανεξακρίβωτος adj ανεξαρτησία ανεξαρτησία nom ανεξαρτητοποίηση ανεξαρτητοποίηση nom ανεξερεύνητα ανεξερεύνητα adv ανεξερεύνητες ανεξερεύνητος adj ανεξιθρησκία ανεξιθρησκία nom ανεξιθρησκεία ανεξιθρησκεία nom ανεξικακία ανεξικακία nom ανεξιχνίαστα ανεξιχνίαστα adv ανεξιχνίαστες ανεξιχνίαστος adj ανεξόφλητα ανεξόφλητα adv ανεξόφλητο ανεξόφλητος adj ανεπάγγελτη ανεπάγγελτος adj ανεπάρκεια ανεπάρκεια nom ανεπίδεκτα ανεπίδεκτος adj ανεπίδοτα ανεπίδοτος adj ανεπίκαιροι ανεπίκαιρος adj ανεπίληπτος ανεπίληπτος adj ανεπίλυτα ανεπίλυτα adv ανεπίλυτο ανεπίλυτος adj ανεπίσημα ανεπίσημα adv ανεπίσημες ανεπίσημος adj ανεπίστρεπτα ανεπίστρεπτα adv ανεπίστροφη ανεπίστροφος adj ανεπίτρεπτα ανεπίτρεπτα adv ανεπίτρεπτες ανεπίτρεπτος adj ανεπαίσθητα ανεπαίσθητα adv ανεπαίσθητες ανεπαίσθητος adj ανεπανάληπτα ανεπανάληπτα adv ανεπανάληπτες ανεπανάληπτος adj ανεπανόρθωτα ανεπανόρθωτα adv ανεπανόρθωτες ανεπανόρθωτος adj ανεπαρκές ανεπαρκής adj ανεπαρκέστατα ανεπαρκώς adv ανεπαρκεία ανεπαρκεία adj ανεπεξέργαστα ανεπεξέργαστα adv ανεπεξέργαστες ανεπεξέργαστος adj ανεπηρέαστα ανεπηρέαστα adv ανεπηρέαστες ανεπηρέαστος adj ανεπιβεβαίωτα ανεπιβεβαίωτα adv ανεπιβεβαίωτες ανεπιβεβαίωτος adj ανεπιθύμητα ανεπιθύμητα adv ανεπιθύμητες ανεπιθύμητος adj ανεπιστρεπτί ανεπιστρεπτί adv ανεπιτήδευτα ανεπιτήδευτα adv ανεπιτήδευτη ανεπιτήδευτος adj ανεπιτυχές ανεπιτυχής adj ανεπιτυχώς ανεπιτυχώς adv ανεπιφύλακτα ανεπιφύλακτα adv ανεπιφύλακτη ανεπιφύλακτος adj ανεπρόκοπος ανεπρόκοπος adj ανεπτυγμένα ανεπτυγμένος adj ανεργία ανεργία nom ανερμάτιστη ανερμάτιστος adj ανερυθρίαστα ανερυθρίαστα adv ανερχόμενη ανερχόμενος adj ανεστραμμένο ανεστραμμένος adj ανευθυνότητά ανευθυνότητα nom ανευρέσεως ανεύρεση nom ανευρίσκεται ανευρίσκω ver ανευρυσμάτων ανεύρυσμα nom ανεφάρμοστα ανεφάρμοστα adv ανεφάρμοστες ανεφάρμοστος adj ανεφοδιάζοντας ανεφοδιάζω ver ανεφοδιασμού ανεφοδιασμός nom ανεψιά ανεψιά nom ανεψιού ανεψιός nom ανεύθυνα ανεύθυνος adj ανηθικότητα ανηθικότητα nom ανηλεώς ανηλεώς adv ανηλικότητα ανηλικότητα nom ανημποριάς ανημποριά nom ανημπόρια ανημπόρια nom ανησυχήσει ανησυχώ ver ανησυχία ανησυχία nom ανησυχητικά ανησυχητικά adv ανησυχητικές ανησυχητικός adj ανηφορίζει ανηφορίζω ver ανηφοριά ανηφοριά nom ανηφορικά ανηφορικά adv ανηφορικές ανηφορικός adj ανηφόρα ανηφόρα nom ανθ ανθ nom ανθέλληνα ανθέλληνας nom ανθέμια ανθέμιο nom ανθίστανται ανθίσταμαι ver ανθεκτικά ανθεκτικός adj ανθεκτικότερα ανθεκτικά adv ανθεκτικότητα ανθεκτικότητα nom ανθελληνικά ανθελληνικά adv ανθελληνικές ανθελληνικός adj ανθενωτικοί ανθενωτικός adj ανθηρά ανθηρά adv ανθηρές ανθηρός adj ανθοί ανθός nom ανθογραφίες ανθογραφία nom ανθοδέσμες ανθοδέσμη nom ανθοδετική ανθοδετική nom ανθοδοχεία ανθοδοχείο nom ανθοκομία ανθοκομία nom ανθοκομική ανθοκομικός adj ανθολογήθηκαν ανθολογώ ver ανθολογήσεις ανθολόγηση nom ανθολογία ανθολογία nom ανθολογίου ανθολόγιο nom ανθολόγο ανθολόγος nom ανθοπωλεία ανθοπωλείο nom ανθοπώλη ανθοπώλης nom ανθοφορία ανθοφορία nom ανθοφορεί ανθοφορώ ver ανθοφόρα ανθοφόρος adj ανθράκευσης ανθράκευση nom ανθρακίτη ανθρακίτης nom ανθρακικά ανθρακικός adj ανθρακούχα ανθρακούχος adj ανθρακωρυχεία ανθρακωρυχείο nom ανθρακωρύχοι ανθρακωρύχος nom ανθρωπάκι ανθρωπάκι nom ανθρωπάκο ανθρωπάκος nom ανθρωπάρια ανθρωπάριο nom ανθρωπίνου ανθρώπινος adj ανθρωπιά ανθρωπιά nom ανθρωπισμού ανθρωπισμός nom ανθρωπιστές ανθρωπιστής nom ανθρωπιστικά ανθρωπιστικά adv ανθρωπιστικές ανθρωπιστικός adj ανθρωπογενές ανθρωπογενής adj ανθρωπογεωγραφία ανθρωπογεωγραφία nom ανθρωποειδές ανθρωποειδής adj ανθρωποθυσία ανθρωποθυσία nom ανθρωποκεντρικά ανθρωποκεντρικός adj ανθρωποκεντρισμού ανθρωποκεντρισμός nom ανθρωποκτονία ανθρωποκτονία nom ανθρωποκτόνο ανθρωποκτόνος adj ανθρωποκυνηγητού ανθρωποκυνηγητό nom ανθρωπολογία ανθρωπολογία nom ανθρωπολογικά ανθρωπολογικά adv ανθρωπολογικές ανθρωπολογικός adj ανθρωπολόγο ανθρωπολόγος nom ανθρωπομετρικές ανθρωπομετρικός adj ανθρωπομορφικά ανθρωπομορφικά adv ανθρωπομορφική ανθρωπομορφικός adj ανθρωπομορφισμού ανθρωπομορφισμός nom ανθρωποσφαγή ανθρωποσφαγή nom ανθρωποφάγα ανθρωποφάγος adj ανθρωποφαγία ανθρωποφαγία nom ανθρωποώρες ανθρωποώρα nom ανθρωπόμορφα ανθρωπόμορφος adj ανθρωπότητα ανθρωπότητα nom ανθρώπινα ανθρώπινα adv ανθυγιεινά ανθυγιεινά adv ανθυγιεινές ανθυγιεινός adj ανθυπάτου ανθύπατος nom ανθυπίατρος ανθυπίατρος nom ανθυπίλαρχο ανθυπίλαρχος nom ανθυπασπιστές ανθυπασπιστής nom ανθυπαστυνόμος ανθυπαστυνόμος nom ανθυποβρυχιακά ανθυποβρυχιακός adj ανθυπολοχαγοί ανθυπολοχαγός nom ανθυποπλοίαρχο ανθυποπλοίαρχος nom ανθυποσμηναγοί ανθυποσμηναγός nom ανθόγαλα ανθόγαλα nom ανθόκηπος ανθόκηπος nom ανθόνερο ανθόνερο nom ανθόσπαρτο ανθόσπαρτος adj ανθότυρο ανθότυρο nom ανθώνας ανθώνας nom ανιαρά ανιαρά adv ανιαρές ανιαρός adj ανιδιοτέλεια ανιδιοτέλεια nom ανιδιοτελές ανιδιοτελής adj ανιδιοτελώς ανιδιοτελώς adv ανιθαγενείς ανιθαγενείς adj ανικανοποίητα ανικανοποίητος adj ανικανοτήτων ανικανότητα nom ανιλίνη ανιλίνη nom ανιμισμό ανιμισμός nom ανιμιστικά ανιμιστικός adj ανιούσα ανιών adj ανιπτόποδες ανιπτόποδες nom ανισοβαρής ανισοβαρής adj ανισοκατανομή ανισοκατανομή nom ανισομερή ανισομερής adj ανισορροπία ανισορροπία nom ανισοτήτων ανισότητα nom ανιστόρητα ανιστόρητα adv ανιστόρητες ανιστόρητος adj ανισόπεδες ανισόπεδος adj ανισόρροπα ανισόρροπα adv ανισόρροπη ανισόρροπος adj ανιχνευσιμότητα ανιχνευσιμότητα nom ανιχνευτές ανιχνευτής nom ανιχνευτικά ανιχνευτικά adv ανιχνευτικές ανιχνευτικός adj ανιχνεύσιμα ανιχνεύσιμος adj ανιψιά ανιψιά nom ανιψιοί ανιψιός nom ανοίκεια ανοίκειος adj ανοδικά ανοδικά adv ανοδικές ανοδικός adj ανοησία ανοησία nom ανοικοδομήθηκε ανοικοδομώ ver ανοικοδομήσεως ανοικοδόμηση nom ανοικτά ανοικτά adv ανοικτές ανοιχτός adj ανοικτόχρωμο ανοικτόχρωμο adj ανοιξιάτικα ανοιξιάτικα adv ανοιξιάτικες ανοιξιάτικος adj ανοιχτήρι ανοιχτήρι nom ανοιχτομάτης ανοιχτομάτης adj ανοιχτοχέρης ανοιχτοχέρης adj ανοιχτόκαρδος ανοιχτόκαρδος adj ανοιχτόχρωμα ανοιχτόχρωμα adv ανοιχτόχρωμες ανοιχτόχρωμος adj ανολοκλήρωτα ανολοκλήρωτος adj ανομήματα ανόμημα nom ανομία ανομία nom ανομβρία ανομβρία nom ανομοιογένεια ανομοιογένεια nom ανομοιογενές ανομοιογενής adj ανομοιογενώς ανομοιογενώς adv ανομοιοκατάληκτοι ανομοιοκατάληκτος adj ανομοιομορφία ανομοιομορφία nom ανομοιοτήτων ανομοιότητα nom ανομοιόμορφα ανομοιόμορφα adv ανομολόγητα ανομολόγητος adj ανοξείδωτα ανοξείδωτος adj ανοργάνων ανόργανος adj ανοργάνωτα ανοργάνωτος adj ανορεξία ανορεξία nom ανορθογραφία ανορθογραφία nom ανορθωτής ανορθωτής nom ανορθωτική ανορθωτικός adj ανορθόγραφα ανορθόγραφα adv ανορθόγραφες ανορθόγραφος adj ανορθόδοξα ανορθόδοξα adv ανορθόδοξες ανορθόδοξος adj ανορθώσεις ανόρθωση nom ανοσία ανοσία nom ανοσιουργήματος ανοσιούργημα nom ανοσοανεπάρκειες ανοσοανεπάρκειες nom ανοσοαπόκριση ανοσοαπόκριση nom ανοσοαπόκρισης ανοσοαπόκρισης nom ανοσοβιολογία ανοσοβιολογία nom ανοσοδιάχυση ανοσοδιάχυση nom ανοσοδοκιμασίες ανοσοδοκιμασίες nom ανοσοθεραπεία ανοσοθεραπεία nom ανοσοθεραπείας ανοσοθεραπείας nom ανοσοκατασταλτικών ανοσοκατασταλτικών adj ανοσοκαταστολή ανοσοκαταστολή nom ανοσοκυττάρων ανοσοκυττάρων num ανοσολογία ανοσολογία nom ανοσολογικά ανοσολογικός adj ανοσοποίηση ανοσοποίηση nom ανοσοποιηθεί ανοσοποιώ ver ανοσοποιητικά ανοσοποιητικός adj ανοσοσφαιρίνες ανοσοσφαιρίνη nom ανοσοφθορισμού ανοσοφθορισμού nom ανοσοφθορισμό ανοσοφθορισμό nom ανοχές ανοχή nom ανοχύρωτα ανοχύρωτος adj ανούσια ανούσια adv ανούσιες ανούσιος adj αντ αντί pre αντάλλαγμα αντάλλαγμα nom αντάλλαζαν ανταλλάζω ver αντάμα αντάμα adv αντάμειβε ανταμείβω ver αντάμωμα αντάμωμα nom αντάμωσε ανταμώνω ver αντάμωση αντάμωση nom αντάξια αντάξια adv αντάξιες αντάξιος adj αντάρα αντάρα nom αντάρτες αντάρτης nom αντάρτικα ανταρτικά adv αντάρτικες αντάρτικος adj αντάρτισσα αντάρτισσα nom αντάτζιο αντάτζιο nom αντέβαινε αντιβαίνω ver αντέγραφαν αντιγράφω ver αντέδρασα αντιδρώ ver αντέκρουαν αντικρούω ver αντένα αντένα nom αντένδειξη αντένδειξη nom αντέστρεφαν αντιστρέφω ver αντέταξαν αντιτάσσω ver αντέτειναν αντιτείνω ver αντήλλαξαν αντήλλαξαν ver αντήχησαν αντηχώ ver αντήχηση αντήχηση nom αντίβαρα αντίβαρο nom αντίγραφα αντίγραφο nom αντίδικο αντίδικος adj αντίδοτα αντίδοτο nom αντίδρασής αντίδραση nom αντίδωρο αντίδωρο nom αντίζηλα αντίζηλος adj αντίθεση αντίθεση nom αντίθετα αντίθετα adv αντίθετες αντίθετος adj αντίκα αντίκα nom αντίκεινται αντίκειμαι ver αντίκλινο αντίκλινο nom αντίκριζαν αντικρίζω ver αντίκρισμα αντίκρισμα nom αντίκρουση αντίκρουση nom αντίκρυ αντίκρυ adv αντίκτυπο αντίκτυπος nom αντίλαλο αντίλαλος nom αντίληψή αντίληψη nom αντίλογο αντίλογος nom αντίμετρα αντίμετρο nom αντίξοες αντίξοος adj αντίο αντίο nom αντίπαλο αντίπαλος nom αντίποδα αντίποδας nom αντίποινα αντίποινο nom αντίπραξη αντίπραξη nom αντίρρηση αντίρρηση nom αντίρροπα αντίρροπα adv αντίρροπες αντίρροπος adj αντίσκηνα αντίσκηνο nom αντίσταση αντίσταση nom αντίστιξη αντίστιξη nom αντίστοιχες αντίστοιχος adj αντίστοιχα αντίστοιχα adv αντίστροφα αντίστροφα adv αντίστροφες αντίστροφος adj αντίσωμα αντίσωμα nom αντίτιμα αντίτιμο nom αντίτυπα αντίτυπο nom αντίφαση αντίφαση nom αντίφωνα αντίφωνο nom αντίχαρη αντίχαρη nom αντίχειρα αντίχειρας nom αντίχριστο αντίχριστος adj ανταγωγή ανταγωγή nom ανταγωνίζεται ανταγωνίζομαι ver ανταγωνίστρια ανταγωνίστρια nom ανταγωνιζομένων ανταγωνιζόμενος adj ανταγωνισμοί ανταγωνισμός nom ανταγωνιστές ανταγωνιστής nom ανταγωνιστικά ανταγωνιστικά adv ανταγωνιστικές ανταγωνιστικός adj ανταγωνιστικότητά ανταγωνιστικότητα nom ανταλλάξιμα ανταλλάξιμος adj ανταλλαγές ανταλλαγή nom ανταλλακτικά ανταλλακτικός adj ανταμοίβει ανταμοίβει ver ανταμοιβές ανταμοιβή nom αντανάκλασή αντανάκλαση nom αντανακλά αντανακλώ ver αντανακλαστικά αντανακλαστικά adv αντανακλαστικές αντανακλαστικός adj αντανακλώμενη αντανακλώμενη adj ανταπάντησα ανταπαντώ ver ανταπάντηση ανταπάντηση nom ανταπέδιδαν ανταποδίνω ver ανταπεξέλθει ανταπεξέρχομαι ver ανταποδοτικά ανταποδοτικός adj ανταποκρίθηκα ανταποκρίνομαι ver ανταποκρίσεις ανταπόκριση nom ανταποκρίτρια ανταποκρίτρια nom ανταποκρινόμενα ανταποκρινόμενος adj ανταποκριτές ανταποκριτής nom ανταπόδειξη ανταπόδειξη nom ανταπόδοση ανταπόδοση nom ανταριάζει ανταριάζω ver ανταρσία ανταρσία nom ανταρτοπολέμου ανταρτοπόλεμος nom αντασφάλισης αντασφάλιση nom αντασφαλιστική αντασφαλιστικός adj ανταύγεια ανταύγεια nom αντείπει αντιλέγω ver αντεγκλήσεις αντέγκληση nom αντεθνικά αντεθνικός adj αντεισαγγελέας αντεισαγγελέας nom αντεκδίκηση αντεκδίκηση nom αντενδείκνυνται αντενδείκνυμαι ver αντεπίθεση αντεπίθεση nom αντεπανάσταση αντεπανάσταση nom αντεπαναστάτες αντεπαναστάτης nom αντεπαναστατικές αντεπαναστατικός adj αντεπεξέλθει αντεπεξέρχομαι ver αντεπιτέθηκαν αντεπιτίθεμαι ver αντεπιχείρημα αντεπιχείρημα nom αντερί αντερί nom αντεραστής αντεραστής nom αντεργκράουντ αντεργκράουντ adj αντερείσματα αντέρεισμα nom αντεροβγάλτη αντεροβγάλτης nom αντετίθετο αντιθέτω ver αντζούγια αντζούγια nom αντηλιά αντηλιά nom αντηρίδες αντηρίδα|αντηρίς nom αντηχεία αντηχείο nom αντιήρωα αντιήρωας nom αντιαεροπορικά αντιαεροπορικός adj αντιαθλητικά αντιαθλητικά adv αντιαθλητικές αντιαθλητικός adj αντιαισθητικά αντιαισθητικά adv αντιαισθητικές αντιαισθητικός adj αντιαλλεργικά αντιαλλεργικός adj αντιαμερικανικά αντιαμερικανικός adj αντιαμερικανισμού αντιαμερικανισμός nom αντιανεμικό αντιανεμικό nom αντιανταγωνιστικές αντιανταγωνιστικές adj αντιαρματικά αντιαρματικός adj αντιασφυξιογόνα αντιασφυξιογόνος adj αντιβίωση αντιβίωση nom αντιβαίνουσα αντιβαίνουσα adj αντιβακτηριακά αντιβακτηριακά adj αντιβακτηριακών αντιβακτηριακών adj αντιβακτηριδιακών αντιβακτηριδιακών adj αντιβασιλέα αντιβασιλέας nom αντιβασιλεία αντιβασιλεία nom αντιβασιλιά αντιβασιλιάς nom αντιβασιλικές αντιβασιλικός adj αντιβηχικά αντιβηχικός adj αντιβιοτικά αντιβιοτικός adj αντιβιόγραμμα αντιβιόγραμμα nom αντιβράχιο αντιβράχιο nom αντιγαλλικών αντιγαλλικών adj αντιγνωμία αντιγνωμία nom αντιγραφέα αντιγραφέας nom αντιγραφές αντιγραφή nom αντιγόνου αντιγόνο adj αντιγόνων αντίγονο nom αντιδάνεια αντιδάνειος adj αντιδήμαρχο αντιδήμαρχος nom αντιδημοκρατικά αντιδημοκρατικός adj αντιδημοτικό αντιδημοτικός adj αντιδιαβητικά αντιδιαβητικός adj αντιδιαδηλώσεις αντιδιαδήλωση nom αντιδιαστέλλει αντιδιαστέλλω ver αντιδιαστολή αντιδιαστολή nom αντιδικία αντιδικία nom αντιδικεί αντιδικώ ver αντιδικτατορικά αντιδικτατορικός adj αντιδογματικός αντιδογματικός adj αντιδραστήρα αντιδραστήρας nom αντιδραστήρια αντιδραστήριο nom αντιδραστικά αντιδραστικά adv αντιδραστικές αντιδραστικός adj αντιδρόν αντιδρόν adj αντιδρώντα αντιδρών adj αντιεισαγγελέα αντιεισαγγελέας nom αντιεκκλησιαστική αντιεκκλησιαστικός adj αντιεμετικά αντιεμετικός adj αντιεμπορική αντιεμπορικός adj αντιεπιστημονικά αντιεπιστημονικός adj αντιζηλία αντιζηλία nom αντιηρωική αντιηρωικός adj αντιθέσει αντιθέσει nom αντιθετικά αντιθετικά adv αντιθετικές αντιθετικός adj αντιθρησκευτικά αντιθρησκευτικός adj αντιισταμινικά αντιισταμινικά adj αντιισταμινικών αντιισταμινικών adj αντικίνητρα αντικίνητρο nom αντικαθιστά αντικαθιστώ ver αντικαθεστωτικές αντικαθεστωτικός adj αντικαθρέφτισμα αντικαθρέφτισμα nom αντικανονικά αντικανονικά adv αντικανονικές αντικανονικός adj αντικανονικότητα αντικανονικότητα nom αντικαπνιστική αντικαπνιστικός adj αντικαρκινικά αντικαρκινικός adj αντικατάστασή αντικατάσταση nom αντικατάστησε αντικατασταίνω ver αντικαταθλιπτικά αντικαταθλιπτικός adj αντικατασκοπία αντικατασκοπία nom αντικαταστάτες αντικαταστάτης nom αντικαταστάτρια αντικαταστάτρια nom αντικαταστήσεις αντικαθιστώ|αντικατασταίνω ver αντικαταστατής αντικαταστατός adj αντικατοπτρίζει αντικατοπτρίζω ver αντικατοπτρισμοί αντικατοπτρισμός nom αντικείμενα αντικείμενο nom αντικειμένων αντικείμενος adj αντικειμενικά αντικειμενικά adv αντικειμενικές αντικειμενικός adj αντικειμενικότητα αντικειμενικότητα nom αντικλείδι αντικλείδι nom αντικληρική αντικληρικός adj αντικληρικαλισμού αντικληρικαλισμός nom αντικοινοβουλευτικά αντικοινοβουλευτικός adj αντικοινοβουλευτισμός αντικοινοβουλευτισμός nom αντικοινωνικά αντικοινωνικός adj αντικομματικές αντικομματικός adj αντικομμουνιστικά αντικομμουνιστικός adj αντικομφορμισμό αντικομφορμισμός nom αντικομφορμιστές αντικομφορμιστής nom αντικομφορμιστική αντικομφορμιστικός adj αντικομφορμιστών αντικομφορμίστας|αντικομφορμιστής nom αντικρινή αντικρινός adj αντικριστά αντικριστά adv αντικριστές αντικριστός adj αντικρουόμενα αντικρουόμενος adj αντικυβερνητικά αντικυβερνητικός adj αντικυκλώνα αντικυκλώνας nom αντιλήφθηκα αντιλαμβάνομαι ver αντιλαλούν αντιλαλώ ver αντιληπτά αντιληπτός adj αντιληπτική αντιληπτικός adj αντιλογία αντιλογία nom αντιλυσσικού αντιλυσσικός adj αντιλόπες αντιλόπη nom αντιμάχεται αντιμάχομαι ver αντιμέτωπα αντιμέτωπα adv αντιμέτωπες αντιμέτωπος adj αντιμίλησε αντιμιλάω ver αντιμαχία αντιμαχία nom αντιμαχόμενες αντιμαχόμενος adj αντιμετάθεση αντιμετάθεση nom αντιμεταρρύθμιση αντιμεταρρύθμιση nom αντιμετωπίζαμε αντιμετωπίζω ver αντιμετωπίσεις αντιμετώπιση nom αντιμικροβιακά αντιμικροβιακά adj αντιμικροβιακές αντιμικροβιακές adj αντιμικροβιακής αντιμικροβιακής adj αντιμικροβιακούς αντιμικροβιακούς adj αντιμικροβιακών αντιμικροβιακών adj αντιμιλιταριστικά αντιμιλιταριστικός adj αντιμισθία αντιμισθία nom αντιμοναρχικές αντιμοναρχικός adj αντιμονοπωλιακή αντιμονοπωλιακός adj αντιμυκητιακά αντιμυκητιακά adj αντιμυκητιακών αντιμυκητιακών adj αντιμωλία αντιμωλία nom αντιναυάρχου αντιναύαρχος nom αντινομία αντινομία nom αντιξοοτήτων αντιξοότητα nom αντιοικονομίες αντιοικονομίες nom αντιοικονομική αντιοικονομικός adj αντιολισθητικά αντιολισθητικός adj αντιοξειδωτικά αντιοξειδωτικά adv αντιοξειδωτικών αντιοξειδωτικών nom αντιπάθεια αντιπάθεια nom αντιπάθησε αντιπαθώ ver αντιπάλευε αντιπαλεύω ver αντιπαθή αντιπαθής adj αντιπαθητικά αντιπαθητικός adj αντιπαλότητα αντιπαλότητα nom αντιπαράθεσε αντιπαραθέτω ver αντιπαράθεση αντιπαράθεση nom αντιπαράσταση αντιπαράσταση nom αντιπαρέβαλε αντιπαραβάλλω ver αντιπαρέλθει αντιπαρέρχομαι ver αντιπαρέταξε αντιπαρατάσσω ver αντιπαραβολές αντιπαραβολή nom αντιπαραγωγικά αντιπαραγωγικά adv αντιπαραγωγικές αντιπαραγωγικός adj αντιπαραθετικά αντιπαραθετικά adv αντιπαρασιτικά αντιπαρασιτικός adj αντιπαροχή αντιπαροχή nom αντιπερισπασμοί αντιπερισπασμός nom αντιπηκτικά αντιπηκτικός adj αντιπληθωριστική αντιπληθωριστικός adj αντιπλημμυρικά αντιπλημμυρικός adj αντιπλοίαρχο αντιπλοίαρχος nom αντιποίηση αντιποίηση nom αντιπολίτευση αντιπολίτευση nom αντιπολεμικά αντιπολεμικός adj αντιπολιτευτικά αντιπολιτευτικός adj αντιπολιτευόταν αντιπολιτεύομαι ver αντιπροέδρου αντιπρόεδρος nom αντιπροεδρία αντιπροεδρία nom αντιπροσωπία αντιπροσωπία nom αντιπροσωπεία αντιπροσωπεία nom αντιπροσωπευθεί αντιπροσωπεύω ver αντιπροσωπευτικά αντιπροσωπευτικός adj αντιπροσωπευτικότητα αντιπροσωπευτικότητα nom αντιπροσωπευόμενος αντιπροσωπευόμενος adj αντιπροσωπεύσεις αντιπροσώπευση nom αντιπροσώπου αντιπρόσωπος nom αντιπροτάσεις αντιπρόταση nom αντιπροτείνει αντιπροτείνω ver αντιπρυτάνεις αντιπρύτανις nom αντιπρυτάνεων αντιπρύτανης|αντιπρύτανις nom αντιπρύτανη αντιπρύτανης nom αντιπυραυλικά αντιπυραυλικός adj αντιπυρετικά αντιπυρετικός adj αντιπυρηνική αντιπυρηνικός adj αντιπυρικά αντιπυρικός adj αντιρατσισμό αντιρατσισμό nom αντιρατσιστικά αντιρατσιστικός adj αντιρρησία αντιρρησίας nom αντιρρυπαντική αντιρρυπαντικός adj αντισεισμικά αντισεισμικός adj αντισημίτες αντισημίτης nom αντισημιτικά αντισημιτικός adj αντισημιτισμού αντισημιτισμός nom αντισηπτικά αντισηπτικά adv αντισηπτικές αντισηπτικός adj αντισηψία αντισηψία nom αντισοβιετικές αντισοβιετικός adj αντιστάθηκαν αντιστέκομαι ver αντιστάθμιζαν αντισταθμίζω ver αντιστάθμιση αντιστάθμιση nom αντιστάθμισμα αντιστάθμισμα nom αντιστήριγμα αντιστήριγμα nom αντιστήριξης αντιστήριξη nom αντισταθμιστικά αντισταθμιστικά adv αντισταθμιστικές αντισταθμιστικός adj αντιστασιακά αντιστασιακός adj αντιστοίχησή αντιστοίχηση nom αντιστοίχιση αντιστοίχιση nom αντιστοιχήθηκε αντιστοιχώ ver αντιστοιχία αντιστοιχία nom αντιστοιχούσαν αντιστοιχών adj αντιστράτηγο αντιστράτηγος nom αντιστρέψιμες αντιστρέψιμος adj αντιστρατευόταν αντιστρατεύομαι ver αντιστρατιωτική αντιστρατιωτικός adj αντιστρεπτές αντιστρεπτός adj αντιστροφές αντιστροφή nom αντισυλλήψεως αντισύλληψη nom αντισυλληπτικά αντισυλληπτικός adj αντισυμβαλλομένου αντισυμβαλλόμενος adj αντισυνταγματάρχες αντισυνταγματάρχης nom αντισυνταγματικά αντισυνταγματικά adv αντισυνταγματικές αντισυνταγματικός adj αντισυνταγματικότητα αντισυνταγματικότητα nom αντισφαίριση αντισφαίριση nom αντιτίθεμαι αντιθέτω|αντιτίθεμαι ver αντιτίθενται αντιτίθεμαι ver αντιτετανικό αντιτετανικός adj αντιτιθέμενα αντιτιθέμενος adj αντιτοξίνες αντιτοξίνες nom αντιτοξίνη αντιτοξίνη nom αντιτορπιλικά αντιτορπιλικός adj αντιτρομοκρατίας αντιτρομοκρατία nom αντιτρομοκρατικές αντιτρομοκρατικός adj αντιφάσκει αντιφάσκω ver αντιφασίστα αντιφασίστας nom αντιφασιστικά αντιφασιστικός adj αντιφασιστών αντιφασίστας|αντιφασιστής nom αντιφατικά αντιφατικά adv αντιφατικές αντιφατικός adj αντιφατικότητα αντιφατικότητα nom αντιφρονούντες αντιφρονών adj αντιφυματικά αντιφυματικός adj αντιφωνήσεις αντιφώνηση nom αντιχριστιανικά αντιχριστιανικός adj αντιόξινα αντιόξινα ver αντιόξινο αντιόξινο adj αντιόξινων αντιόξινων adj αντλία αντλία nom αντλούν αντλών adj αντοχές αντοχή nom αντρίκεια αντρίκειος adj αντρειοσύνη αντρειοσύνη nom αντρόγυνα αντρόγυνο nom αντσούγιες αντσούγια nom αντωνυμία αντωνυμία nom ανυδρία ανυδρία nom ανυδρίτη ανυδρίτης nom ανυπάκουα ανυπάκουος adj ανυπέρβλητα ανυπέρβλητα adv ανυπέρβλητες ανυπέρβλητος adj ανυπακοή ανυπακοή nom ανυπαρξία ανυπαρξία nom ανυπεράσπιστα ανυπεράσπιστος adj ανυπερθέτως ανυπερθέτως adv ανυποληψία ανυποληψία nom ανυπολόγιστα ανυπολόγιστος adj ανυπομονεί ανυπομονώ ver ανυπομονησία ανυπομονησία nom ανυποστήρικτη ανυποστήρικτος adj ανυποταξία ανυποταξία nom ανυποχώρητα ανυποχώρητα adv ανυποχώρητη ανυποχώρητος adj ανυποψίαστα ανυποψίαστα adv ανυποψίαστη ανυποψίαστος adj ανυπόγραφα ανυπόγραφα adv ανυπόγραφες ανυπόγραφος adj ανυπόκριτα ανυπόκριτα adv ανυπόκριτο ανυπόκριτος adj ανυπόληπτη ανυπόληπτος adj ανυπόμονα ανυπόμονα adv ανυπόμονη ανυπόμονος adj ανυπόστατα ανυπόστατα adv ανυπόστατες ανυπόστατος adj ανυπότακτες ανυπότακτος adj ανυπόφορα ανυπόφορα adv ανυπόφορες ανυπόφορος adj ανυψούμενα ανυψούμενα adj ανυψωθεί ανυψώνω ver ανυψωτήρας ανυψωτήρας nom ανυψωτικά ανυψωτικός adj ανυψώσεις ανύψωση nom ανω ανω adv ανωκάτωγο ανωκάτωγο nom ανωμαλία ανωμαλία nom ανωνυμία ανωνυμία nom ανωνύμου ανώνυμος adj ανωριμότητα ανωριμότητα nom ανωτάτη ανώτερος adj ανωτερότητα ανωτερότητα nom ανωφελή ανώφελος adj ανόητα ανόητα adv ανόητε ανόητος adj ανόθευτα ανόθευτα adv ανόθευτη ανόθευτος adj ανόμοια ανόμοια adv ανόμοιες ανόμοιος adj ανόργανα ανόργανα adv ανόρυξη ανόρυξη nom ανόσια ανόσιος adj ανύμφευτος ανύμφευτος adj ανύπανδρες ανύπαντρος adj ανύπαρκτα ανύπαρκτος adj ανύποπτα ανύποπτος adj ανύσματα άνυσμα nom ανώδυνα ανώδυνα adv ανώδυνες ανώδυνος adj ανώι ανώι ver ανώμαλα ανώμαλα adv ανώμαλες ανώμαλος adj ανώνυμα ανώνυμα adv ανώριμα ανώριμα adv ανώριμες ανώριμος adj ανώφελα ανώφελα adv ανώφλι ανώφλι nom αξέχαστα αξέχαστα adv αξέχαστες αξέχαστος adj αξία αξία nom αξίνα αξίνα nom αξίωμά αξίωμα nom αξίωναν αξιώνω ver αξίωσή αξίωση nom αξεδιάλυτα αξεδιάλυτος adj αξεπέραστα αξεπέραστα adv αξεπέραστες αξεπέραστος adj αξεσουάρ αξεσουάρ nom αξεχώριστοι αξεχώριστος adj αξημέρωτα αξημέρωτος adj αξιέπαινα αξιέπαινα adv αξιέπαινες αξιέπαινος adj αξιαγάπητα αξιαγάπητος adj αξιογράφων αξιόγραφο nom αξιοζήλευτα αξιοζήλευτος adj αξιοθέατο αξιοθέατος nom αξιοθαύμαστα αξιοθαύμαστα adv αξιοθαύμαστες αξιοθαύμαστος adj αξιοθρήνητη αξιοθρήνητος adj αξιοκατάκριτη αξιοκατάκριτος adj αξιοκρατία αξιοκρατία nom αξιοκρατικά αξιοκρατικά adv αξιοκρατικές αξιοκρατικός adj αξιολάτρευτα αξιολάτρευτος adj αξιολογήθηκαν αξιολογώ ver αξιολογήσεις αξιολόγηση nom αξιολογία αξιολογία nom αξιολογηση αξιολογηση nom αξιολογητές αξιολογητής nom αξιολογικά αξιολογικός adj αξιολογούμενες αξιολογούμενος adj αξιολογότατα αξιόλογος adj αξιολύπητη αξιολύπητος adj αξιομνημόνευτα αξιομνημόνευτος adj αξιοπαρατήρητα αξιοπαρατήρητος adj αξιοπερίεργα αξιοπερίεργος adj αξιοπιστία αξιοπιστία nom αξιοποίησή αξιοποίηση nom αξιοποίησαν αξιοποιώ ver αξιοποίνου αξιόποινος adj αξιοποιήσιμες αξιοποιήσιμος adj αξιοπρέπεια αξιοπρέπεια nom αξιοπρεπές αξιοπρεπής adj αξιοπρεπώς αξιοπρεπώς adv αξιοπρόσεκτα αξιοπρόσεκτος adj αξιοσέβαστα αξιοσέβαστος adj αξιοσημείωτα αξιοσημείωτος adj αξιοσύνη αξιοσύνη nom αξιωματικών αξιωματικός adj αξιωματούχο αξιωματούχος nom αξιόλογα αξιόλογα adv αξιόμαχα αξιόμαχα adv αξιόμαχες αξιόμαχος adj αξιόμεμπτο αξιόμεμπτος adj αξιόπιστα αξιόπιστα adv αξιόπιστες αξιόπιστος adj αξιότιμα αξιότιμος adj αξονικές αξονικός adj αξύριστος αξύριστος adj αοίδιμος αοίδιμος adj αοιδοί αοιδός nom αορίστου αόριστος adj αοριστία αοριστία nom αοριστολογία αοριστολογία nom αορτές αορτή nom αορτικό αορτικός adj αουτσάιντερ αουτσάιντερ nom απ από pre απά απά adv απάγγειλε απαγγέλλω ver απάγει απάγω ver απάθεια απάθεια nom απάλειψε απαλείφω ver απάλειψη απάλειψη nom απάλλαξαν απαλλάσσω ver απάλυνε απαλύνω ver απάλυνση απάλυνση nom απάνεμα απάνεμος adj απάνθισμα απάνθισμα nom απάνθρωπα απάνθρωπα adv απάνθρωπες απάνθρωπος adj απάντα απαντάω ver απάντησή απάντηση nom απάνω απάνω adv απάρνησης απάρνηση nom απάρτιζαν απαρτίζω ver απάτες απάτη nom απάτησε απατώ ver απάτητα απάτητος adj απάτριδες απάτριδες adj απέβαιναν αποβαίνω ver απέβαλαν αποβάλλω ver απέβλεπαν αποβλέπω ver απέδειξα αποδεικνύω ver απέδιδα αποδίδω ver απέδρασαν αποδιδράσκω ver απέθαντος απέθαντος adj απέθεσαν αποθέτω ver απέκκριση απέκκριση nom απέκλεια αποκλείω ver απέκλιναν αποκλίνω ver απέκοψαν αποκόπτω ver απέκοψε αποκόβω|αποκόπτω ver απέκρουαν αποκρούω ver απέκρυβαν αποκρύβω ver απέκτησα αποκτώ ver απέλασής απέλαση nom απέλασαν απελαύνω ver απέληγε απολήγω ver απέλθει απέρχομαι ver απέλυαν απολύω ver απέμειναν απομένω ver απέναντί απέναντι adv απένατι απένατι adv απένειμαν απονέμω ver απένταρη απένταρος adj απέξω απέξω adv απέπεμψαν αποπέμπω ver απέπλεε αποπλέω ver απέπνεαν αποπνέω ver απέραντα απέραντα adv απέραντες απέραντος adj απέργησαν απεργώ ver απέριττα απέριττος adj απέριψε απέριψε ver απέρρεαν απορρέω ver απέρριπταν απορρίπτω ver αποστέλλεται αποστέλλω ver απέστρεψε αποστρέφω ver απέσυρα αποσύρω ver απέτρεπαν αποτρέπω ver απέτυχα αποτυγχάνω|αποτυχαίνω ver απέτυχε αποτυχαίνω ver απέφεραν αποφέρω ver απέφευγαν αποφεύγω ver απέχει απέχω ver απέχθεια απέχθεια nom απήγανο απήγανος nom απήλαυσαν απολαμβάνω|απολαύω ver απήχηση απήχηση nom απίθανα απίθανα adv απίθανες απίθανος adj απίκο απίκο adv απίστευτα απίστευτα adv απίστευτες απίστευτος adj απίσχνανση απίσχνανση nom απαέρια απαέρια adj απαίδευτη απαίδευτος adj απαίσια απαίσια adv απαίσιες απαίσιος adj απαίτησή απαίτηση nom απαίτησα απαιτώ ver απαγγελία απαγγελία nom απαγκίστρωση απαγκίστρωση nom απαγορέψει απαγορέψει ver απαγορευθεί απαγορεύω ver απαγορευτικά απαγορευτικά adv απαγορευτικές απαγορευτικός adj απαγορεύσεις απαγόρευση nom απαγχονίζεται απαγχονίζω ver απαγχονισμοί απαγχονισμός nom απαγωγέα απαγωγέας nom απαγωγές απαγωγή nom απαθές απαθής adj απαθανάτιζαν απαθανατίζω ver απαθανάτιση απαθανάτιση nom απαθώς απαθώς adv απαιδευσία απαιδευσία nom απαισιοδοξία απαισιοδοξία nom απαισιόδοξα απαισιόδοξος adj απαιτητά απαιτητός adj απαιτητικά απαιτητικός adj απαιτητικότητα απαιτητικότητα nom απαιτούμενων απαιτούμενος ver απαλά απαλά adv απαλές απαλός adj απαλλαγές απαλλαγή nom απαλλακτικά απαλλακτικός adj απαλλασσόμενα απαλλασσόμενος adj απαλλοτρίωνε απαλλοτριώνω ver απαλλοτρίωση απαλλοτρίωση nom απαλοιφή απαλοιφή nom απαλότητα απαλότητα nom απανεμιά απανεμιά nom απανθράκωση απανθράκωση nom απανθρακωθεί απανθρακώνω ver απανθρωπιά απανθρωπιά nom απανταχού απανταχού adv απανταχούσα απανταχούσα nom απαντητικά απαντητικός adj απανωτά απανωτά adv απανωτές απανωτός adj απαξία απαξία nom απαξίωνε απαξιώνω ver απαξίωσαν απαξιώ|απαξιώνω ver απαξίωση απαξίωση nom απαξιοί απαξιώ ver απαράβατα απαράβατα adv απαράβατες απαράβατος adj απαράγραπτα απαράγραπτος adj απαράδεκτα απαράδεκτα adv απαράδεκτη απαράδεκτος adj απαράλλακτα απαράλλακτα adv απαράλλακτες απαράλλακτος adj απαράμιλλα απαράμιλλα adv απαράμιλλες απαράμιλλος adj απαρέγκλιτα απαρέγκλιτα adv απαρέγκλιτη απαρέγκλιτος adj απαρέμφατα απαρέμφατο nom απαρέμφατο απαρέμφατος nom απαρέσκεια απαρέσκεια nom απαρίθμησαν απαριθμώ ver απαρίθμηση απαρίθμηση nom απαραίτητα απαραίτητα adv απαραίτητες απαραίτητος adj απαραβίαστα απαραβίαστα adv απαραβίαστες απαραβίαστος adj απαρασάλευτα απαρασάλευτα adv απαρατήρητα απαρατήρητα adv απαρατήρητες απαρατήρητος adj απαρηγόρητη απαρηγόρητος adj απαριθμούμενες απαριθμούμενος adj απαρνήθηκαν απαρνιέμαι ver απαρτία απαρτία nom απαρτιζόμενα απαρτιζόμενος adj απαρτχάιντ απαρτχάιντ nom απαρχές απαρχή nom απαρχαιωμένα απαρχαιωμένος adj απασχολήθηκαν απασχολώ ver απασχολήσεις απασχόληση nom απασχολησιμότητα απασχολησιμότητα nom απασχολησιμότητας απασχολησιμότητας nom απασχολούμενους απασχολούμενος nom απατεώνα απατεώνας nom απατεώνισσα απατεώνισσα nom απατηλά απατηλά adv απατηλές απατηλός adj απαυδήσει απαυδώ ver απαχθέντος απαχθείς adj απαύγασμα απαύγασμα nom απείθαρχα απείθαρχος adj απείθεια απείθεια nom απείκασμα απείκασμα nom απείλησαν απειλώ ver απείραχτα απείραχτος adj απεβίωσαν αποβιώ ver απεγκλωβίζεται απεγκλωβίζω ver απεγκλωβισμού απεγκλωβισμός nom απεγνωσμένα απεγνωσμένος adj απεδήμησε αποδημώ ver απειθάρχητα απειθάρχητος adj απειθαρχία απειθαρχία nom απεικονίζει απεικονίζω ver απεικονίσεις απεικόνιση nom απεικονιστικών απεικονιστικών adj απειλές απειλή nom απειλητικά απειλητικά adv απειλητικές απειλητικός adj απειλούμενα απειλούμενος adj απειράριθμες απειράριθμος adj απειρία απειρία nom απειροελάχιστα απειροελάχιστος adj απεκάλεσαν αποκαλώ ver απεκάλυπτε αποκαλύπτω ver απεκδυθεί απεκδύομαι ver απεκκρίνεται απεκκρίνω ver απεκλήθη απεκλήθη ver απεκόμισαν αποκομίζω ver απελάτες απελάτης nom απελευθέρωναν απελευθερώνω ver απελευθέρωσής απελευθέρωση nom απελευθερωτές απελευθερωτής nom απελευθερωτικά απελευθερωτικά adv απελευθερωτικές απελευθερωτικός adj απελεύθερη απελεύθερος adj απελπίζει απελπίζω ver απελπισία απελπισία nom απελπισμένα απελπισμένα adv απελπισμένες απελπισμένος adj απελπιστικά απελπιστικά adv απελπιστικές απελπιστικός adj απεμπολήσει απεμπολώ ver απεμπόληση απεμπόληση nom απεναντίας απεναντίας adv απενεργοποίηση απενεργοποίηση nom απενεργοποιείται απενεργοποιώ ver απεξάρτηση απεξάρτηση nom απερίγραπτα απερίγραπτα adv απερίγραπτες απερίγραπτος adj απερίσκεπτα απερίσκεπτα adv απερίσκεπτες απερίσκεπτος adj απερίσπαστα απερίσπαστα adv απερίσπαστη απερίσπαστος adj απερίφραστα απερίφραστα adv απερίφραστη απερίφραστος adj απεραντοσύνη απεραντοσύνη nom απεργάζεται απεργάζομαι ver απεργία απεργία nom απεργιακά απεργιακός adj απεργοί απεργός nom απεργοσπάστες απεργοσπάστης nom απεργούν απεργών adj απεριποίητα απεριποίητα adv απεριποίητο απεριποίητος adj απερισκεψία απερισκεψία nom απεριτίφ απεριτίφ nom απεριόριστα απεριόριστα adv απεριόριστες απεριόριστος adj απεσταλμένα απεσταλμένος adj απετέλει απετέλει ver απετέλεσε αποτελώ ver απευαισθητοποίηση απευαισθητοποίηση nom απευθείας απευθείας adv απευθυνθήκαμε απευθύνω ver απευθυντέα απευθυντέα nom απευθυνόμενα απευθυνόμενος adj απευκταία απευκταίος adj απεφάνθη αποφαίνομαι ver απεχθάνεται απεχθάνομαι ver απεχθές απεχθής adj απεύχεται απεύχομαι ver απηνώς απηνώς adv απηχεί απηχώ ver απιδιά απιδιά nom απιθανότητα απιθανότητα nom απινίδωση απινίδωση nom απινιδωτές απινιδωτές adj απιστία απιστία nom απλά απλά adv απλές απλός adj απλήρωτα απλήρωτος adj απλανές απλανής adj απλασία απλασία nom απληροφόρητοι απληροφόρητος adj απλησίαστα απλησίαστα adv απλησίαστη απλησίαστος adj απληστία απληστία nom απλοελληνικά απλοελληνικός adj απλοποίησαν απλοποιώ ver απλοποίηση απλοποίηση nom απλουστευθεί απλουστεύω ver απλουστευτικά απλουστευτικά adv απλουστευτικές απλουστευτικός adj απλουστεύσεις απλούστευση nom απλοχωριάς απλοχωριά nom απλωσιά απλωσιά nom απλωτές απλωτός adj απλότητά απλότητα nom απλότυπο απλότυπο nom απλόχερα απλόχερα adv απλόχερη απλόχερος adj απλώστρα απλώστρα nom απο απο nom αποίκησαν αποικώ ver αποίκισαν αποικίζω ver αποίκιση αποίκιση nom αποβάθρα αποβάθρα nom αποβάσεις απόβαση nom αποβίβαζαν αποβιβάζω ver αποβίβαση αποβίβαση nom αποβατικά αποβατικός adj αποβιομηχάνιση αποβιομηχάνιση nom αποβιωσάντων αποβιώσας adj αποβλέπων αποβλέπων adj αποβλήτου απόβλητο nom αποβολές αποβολή nom αποβουτυρωμένο αποβουτυρώνω ver αποβράσματα απόβρασμα nom αποβραδίς αποβραδίς adv απογίνει απογίνομαι ver απογαλακτίσει απογαλακτίζω ver απογαλακτισμού απογαλακτισμός nom απογείωνε απογειώνω ver απογείωση απογείωση nom απογευματινά απογευματινός adj απογεύματα απόγευμα nom απογοήτευσή απογοήτευση nom απογοήτευσα απογοητεύω ver απογοητευτικά απογοητευτικά adv απογοητευτικές απογοητευτικός adj απογράφηκαν απογράφω ver απογραφές απογραφή nom απογραφείς απογραφέας nom απογραφικά απογραφικός adj απογυμνωθεί απογυμνώνω ver απογόνου απόγονος nom απογύμνωση απογύμνωση nom αποδέκτες αποδέκτης nom αποδέκτρια αποδέκτρια nom αποδέσμευε αποδεσμεύω ver αποδέσμευσή αποδέσμευση nom αποδέχεσαι αποδέχομαι ver αποδείξεις απόδειξη nom αποδείξη αποδείξη ver αποδεδειγμένως αποδεδειγμένως adv αποδεικτικά αποδεικτικός adj αποδεκάτισαν αποδεκατίζω ver αποδεκατισμού αποδεκατισμός nom αποδεκτά αποδεκτός adj αποδεκτότητα αποδεκτότητα nom αποδελτίωση αποδελτίωση nom αποδεχόμενο αποδεχόμενος adj αποδημία αποδημία nom αποδημητικά αποδημητικός adj αποδιάρθρωση αποδιάρθρωση nom αποδιδομένων αποδιδόμενος adj αποδιοπομπαίο αποδιοπομπαίος adj αποδιοργάνωσαν αποδιοργανώνω ver αποδιοργάνωση αποδιοργάνωση nom αποδιωγμένος αποδιωγμένος adj αποδιώξει αποδιώκω|αποδιώχνω ver αποδιώχνει αποδιώχνω ver αποδοθέν αποδοθείς adj αποδοκίμαζαν αποδοκιμάζω ver αποδοκιμασία αποδοκιμασία nom αποδοκιμαστικά αποδοκιμαστικός adj αποδομείται αποδομείται ver αποδοτικά αποδοτικά adv αποδοτικές αποδοτικός adj αποδοτικότητά αποδοτικότητα nom αποδοχές αποδοχή nom αποδράσεις απόδραση nom αποδρομή αποδρομή nom αποδυθεί αποδύομαι ver αποδυνάμωναν αποδυναμώνω ver αποδυνάμωση αποδυνάμωση nom αποδυτήρια αποδυτήριο nom αποδόμηση αποδόμηση nom αποδόσεις απόδοση nom αποζήτησε αποζητώ ver αποζημίωνε αποζημιώνω ver αποζημίωσή αποζημίωση nom αποθάρρυναν αποθαρρύνω ver αποθάρρυνση αποθάρρυνση nom αποθέματά απόθεμα nom αποθέσεις απόθεση nom αποθέτες αποθέτης nom αποθέωναν αποθεώνω ver αποθέωση αποθέωση nom αποθήκες αποθήκη nom αποθηκευτούν αποθηκεύω ver αποθήκευσή αποθήκευση nom αποθανούσας αποθανών adj αποθαρρυντικά αποθαρρυντικά adv αποθαρρυντικές αποθαρρυντικός adj αποθείωση αποθείωση nom αποθείωσης αποθείωσης nom αποθεματικά αποθεματικός adj αποθεματοποίηση αποθεματοποίηση nom αποθεραπεία αποθεραπεία nom αποθεραπευτεί αποθεραπεύω ver αποθετικό αποθετικός adj αποθεωτικά αποθεωτικός adj αποθηκάριος αποθηκάριος nom αποθηκευτικά αποθηκευτικός adj αποθησαυρίζει αποθησαυρίζω ver αποθησαύριση αποθησαύριση nom αποθρασύνεται αποθρασύνω ver αποικία αποικία nom αποικιακά αποικιακά adv αποικιακές αποικιακός adj αποικιοκρατία αποικιοκρατία nom αποικισμοί αποικισμός nom αποικιστής αποικιστής nom αποικοδομείται αποικοδομείται ver αποικοδομητές αποικοδομητές nom αποικοδόμηση αποικοδόμηση nom αποκάθαρση αποκάθαρση nom αποκάλυψη αποκάλυψη nom αποκάμει αποκάνω ver αποκέντρωση αποκέντρωση nom αποκήρυξαν αποκηρύσσω ver αποκήρυξη αποκήρυξη nom αποκαθήλωσε αποκαθηλώνω ver αποκαθήλωση αποκαθήλωση nom αποκαθίστανται αποκαθίσταμαι ver αποκαθιστά αποκαθιστώ ver αποκαλουμένων αποκαλούμενος adj αποκαλυπτήρια αποκαλυπτήριος adj αποκαλυπτηρίων αποκαλυπτήρια nom αποκαλυπτικά αποκαλυπτικά adv αποκαλυπτικές αποκαλυπτικός adj αποκαρδίωσε αποκαρδιώνω ver αποκαρδιωτική αποκαρδιωτικός adj αποκατάσταση αποκατάσταση nom αποκατέστησα αποκαθιστώ|αποκατασταίνω ver αποκαταστάθηκε αποκατασταίνω ver αποκατεστημένο αποκαθίσταμαι|αποκαθιστώ|αποκατασταίνω ver αποκεντρωμένες αποκεντρώνω adj αποκεντρωτικά αποκεντρωτικός adj αποκεφάλιζαν αποκεφαλίζω ver αποκεφαλισμοί αποκεφαλισμός nom αποκεφαλιστής αποκεφαλιστής nom αποκλήρωνε αποκληρώνω ver αποκλίνοντες αποκλίνων adj αποκλίσεις απόκλιση nom αποκλειομένης αποκλειόμενος adj αποκλεισμοί αποκλεισμός nom αποκλειστικά αποκλειστικά adv αποκλειστικές αποκλειστικός adj αποκλειστικότητα αποκλειστικότητα nom αποκλιμάκωση αποκλιμάκωση nom αποκλιμακωθεί αποκλιμακώνω ver αποκοίμισε αποκοιμίζω ver αποκοιμάται αποκοιμιέμαι ver αποκολλά αποκολλώ ver αποκολλήσεις αποκόλληση nom αποκολοκύνθωσις αποκολοκύνθωση nom αποκομιδή αποκομιδή nom αποκομμάτων απόκομμα nom αποκομμένα αποκομμένος adj αποκοπές αποκοπή nom αποκορυφώνεται αποκορυφώνω ver αποκορύφωμα αποκορύφωμα nom αποκορύφωση αποκορύφωση nom αποκοτιά αποκοτιά nom αποκούμπι αποκούμπι nom αποκρίθηκα αποκρίνομαι ver αποκρίσεις απόκριση nom αποκριά αποκριά nom αποκριάτικα αποκριάτικος adj αποκριών αποκριά|απόκρια nom αποκρουστικά αποκρουστικά adv αποκρουστικές αποκρουστικός adj αποκρούσεις απόκρουση nom αποκρυπτογράφησαν αποκρυπτογραφώ ver αποκρυπτογράφηση αποκρυπτογράφηση nom αποκρυστάλλωσε αποκρυσταλλώνω ver αποκρυστάλλωση αποκρυστάλλωση nom αποκρυφισμού αποκρυφισμός nom αποκρύψεις απόκρυψη nom αποκτάει αποκτάω ver αποκτάμε αποκτάω|αποκτώ ver αποκτήματα απόκτημα nom αποκτήνωσης αποκτήνωση nom αποκτήσεως απόκτηση nom αποκτηθέν αποκτηθείς adj αποκτώμενη αποκτώμενος adj αποκτώντα αποκτών adj αποκυήματα αποκύημα nom αποκωδικοποίησης αποκωδικοποίηση nom αποκωδικοποιητές αποκωδικοποιητής nom αποκόβει αποκόβω ver αποκόμιση αποκόμιση nom απολάμβανα απολαμβάνω ver απολέπιση απολέπιση nom απολέσει απολλύω ver απολήξεις απόληξη nom απολίθωμα απολίθωμα nom απολίθωσε απολιθώνω ver απολίθωση απολίθωση nom απολίνωση απολίνωση nom απολίτικη απολιτικός adj απολίτιστη απολίτιστος adj απολαβές απολαβή nom απολαυστικά απολαυστικά adv απολαυστικές απολαυστικός adj απολαύει απολαύω ver απολαύσεις απόλαυση nom απολειφάδια απολειφάδι nom απολεσθέντα απολεσθείς adj απολλώνια απολλώνιος adj απολογήθηκαν απολογούμαι ver απολογία απολογία nom απολογητές απολογητής nom απολογητικά απολογητικά adv απολογητικές απολογητικός adj απολογισμοί απολογισμός nom απολογιστικά απολογιστικός adj απολυμάνουν απολυμαίνω ver απολυμάνσεις απολύμανση nom απολυμαντικά απολυμαντικός adj απολυτήρια απολυτήριο nom απολυτήριες απολυτήριος adj απολυτίκια απολυτίκιο nom απολυταρχία απολυταρχία nom απολυταρχικά απολυταρχικά adv απολυταρχικές απολυταρχικός adj απολυταρχισμού απολυταρχισμός nom απολυτρωμένος απολυτρώνω ver απολυτό απολυτός adj απολυτότητα απολυτότητα nom απολύσεις απόλυση nom απολύτου απόλυτο nom απολύτρωση απολύτρωση nom απολύτως απόλυτα adv απομακρυσμένων απομακρύνω adj απομάκρυνσή απομάκρυνση nom απομένοντα απομένων adj απομίμηση απομίμηση nom απομαγνητοφωνημένες απομαγνητοφωνώ ver απομαγνητοφώνηση απομαγνητοφώνηση nom απομείωση απομείωση nom απομεινάρι απομεινάρι nom απομεσήμερο απομεσήμερο nom απομιμείται απομιμούμαι ver απομνημονευμάτων απομνημόνευμα nom απομνημονεύει απομνημονεύω ver απομνημόνευση απομνημόνευση nom απομονωνόταν απομονώνω ver απομονωτική απομονωτικός adj απομονωτισμού απομονωτισμός nom απομονώσεις απομόνωση nom απομυελινωτικών απομυελινωτικών adj απομυζήσουν απομυζώ ver απομυθοποίηση απομυθοποίηση nom απομυθοποιήθηκε απομυθοποιώ ver απομύζηση απομύζηση nom απονέκρωση απονέκρωση nom απονήρευτος απονήρευτος adj απονενοημένο απονενοημένος adj απονεύρωση απονεύρωση nom απονιά απονιά nom απονομές απονομή nom αποξένωσαν αποξενώνω ver αποξένωση αποξένωση nom αποξέσεις απόξεση nom αποξήραναν αποξεραίνω|αποξηραίνω ver αποξήρανση αποξήρανση nom αποξηράνθηκαν αποξηραίνω ver αποξηραμένων αποξεραίνω adj αποξηραντικό αποξηραντικός adj αποπάρει αποπαίρνω ver αποπαίδια αποπαίδι nom αποπατεί αποπατώ ver αποπειράθηκα αποπειρώμαι ver αποπεράτωση αποπεράτωση nom αποπερατωθεί αποπερατώνω ver αποπλάνησε αποπλανώ ver αποπλάνηση αποπλάνηση nom αποπλήρωσε αποπληρώνω ver αποπλανεί αποπλανεί ver αποπληθωρισμού αποπληθωρισμός nom αποπληξία αποπληξία nom αποπληρωμές αποπληρωμή nom αποπνικτικές αποπνικτικός adj αποποίηση αποποίηση nom αποποιήθηκαν αποποιούμαι ver αποποινικοποίησε αποποινικοποιώ ver αποποινικοποίηση αποποινικοποίηση nom αποπομπές αποπομπή nom αποπροσανατολίζει αποπροσανατολίζω ver αποπροσανατολισμού αποπροσανατολισμός nom αποπροσανατολιστικά αποπροσανατολιστικά adv αποπροσανατολιστικές αποπροσανατολιστικός adj αποπροσωποποίηση αποπροσωποποίηση nom απορήσει απορώ ver απορία απορία nom απορημένος απορημένος adj απορρέουσα απορρέων adj απόρρητες απόρρητος adj απορρίμματα απόρριμμα nom απορρίψεις απόρριψη nom απορριπτέα απορριπτέος adj απορριπτικής απορριπτικός adj απορριπτόμενα απορριπτόμενος adj απορριφθείσα απορριφθείς adj απορροές απορροή nom απορροφά απορροφώ ver απορροφήσεις απορρόφηση nom απορροφητήρα απορροφητήρας nom απορροφητική απορροφητικός adj απορροφητικότητα απορροφητικότητα nom απορρυθμίσει απορρυθμίζω ver απορρυπαντικά απορρυπαντικός adj απορρύθμιση απορρύθμιση nom απορρύπανση απορρύπανση nom αποσάθρωση αποσάθρωση nom αποσαθρωμένα αποσαθρώνω ver αποσαφήνισε αποσαφηνίζω ver αποσαφήνιση αποσαφήνιση nom αποσβένεται αποσβένεται ver αποσβένονται αποσβένονται ver αποσβέσεις απόσβεση nom αποσβέστηκε αποσβέστηκε ver αποσβεστεί αποσβεστεί ver αποσβεστική αποσβεστικός adj αποσβολωμένη αποσβολώνω ver αποσείσει αποσείω ver αποσιωπά αποσιωπώ ver αποσιωπήσεις αποσιώπηση nom αποσιωπητικά αποσιωπητικά nom αποσκίρτησαν αποσκιρτώ ver αποσκίρτηση αποσκίρτηση nom αποσκευές αποσκευή nom αποσκοπεί αποσκοπώ ver αποσμητικά αποσμητικός adj αποσοβήθηκαν αποσοβώ ver αποσπασμένων αποσπώ ver αποσπάσεις απόσπαση nom αποσπάσματα απόσπασμα nom αποσπασματικά αποσπασματικά adv αποσπασματικές αποσπασματικός adj αποσπασματικότητα αποσπασματικότητα nom αποσπώμενο αποσπώμενο adj αποστάγματα απόσταγμα nom αποστάζει αποστάζω ver αποστάξεως απόσταξη nom αποστάσεις απόσταση nom αποστάτες αποστάτης nom αποστάτησαν αποστατώ ver αποστέλουν αποστέλουν ver αποστέρησαν αποστερώ ver αποστέρηση αποστέρηση nom αποστέωση αποστέωση nom αποστήθιζε αποστηθίζω ver αποστήθιση αποστήθιση nom αποστήματα απόστημα nom αποσταθεροποίησαν αποσταθεροποιώ ver αποσταθεροποίηση αποσταθεροποίηση nom αποσταθεροποιητική αποσταθεροποιητικός adj αποστακτήρια αποστακτήριο nom αποστασία αποστασία nom αποστασιοποίηση αποστασιοποίηση nom αποστασιοποιήθηκαν αποστασιοποιούμαι ver αποστείρωση αποστείρωση nom αποστειρωθεί αποστειρώνω ver αποστελλόμενο αποστελλόμενος adj αποστεωμένη αποστεωμένος adj αποστολέα αποστολέας nom αποστολές αποστολή nom αποστολικές αποστολικός adj αποστομωτική αποστομωτικός adj αποστομώνει αποστομώνω ver αποστράγγιση αποστράγγιση nom αποστράτευσαν αποστρατεύω ver αποστράτευση αποστράτευση nom αποστράτους απόστρατος nom αποστραγγίζει αποστραγγίζω ver αποστραγγιστικά αποστραγγιστικός adj αποστρατεία αποστρατεία nom αποστρατικοποίηση αποστρατικοποίηση nom αποστρατιωτικοποίηση αποστρατιωτικοποίηση nom αποστροφές αποστροφή nom αποστρόφου απόστροφος nom αποστόλου απόστολος nom αποσυμφόρηση αποσυμφόρηση nom αποσυνάγωγο αποσυνάγωγος adj αποσυνέδεσαν αποσυνδέω ver αποσυναρμολόγηση αποσυναρμολόγηση nom αποσυνδέσεις αποσύνδεση nom αποσυνθέσει αποσυνθέτω ver αποσυρθέντα αποσυρθείς adj αποσυρόμενο αποσυρόμενος adj αποσφράγισε αποσφραγίζω ver αποσφράγιση αποσφράγιση nom αποσχίζεται αποσχίζω ver αποσχίσεις απόσχιση nom αποσχηματίστηκε αποσχηματίζω ver αποσχιστικές αποσχιστικός adj αποσόβηση αποσόβηση nom αποσύνθεση αποσύνθεση nom αποσύρσεις απόσυρση nom αποτάθηκαν αποτείνω ver αποτάξεις απόταξη nom αποτέλεσμά αποτέλεσμα nom αποτέφρωσαν αποτεφρώνω ver αποτέφρωση αποτέφρωση nom αποτίμησε αποτιμώ ver αποτίμηση αποτίμηση nom αποτίναξαν αποτινάζω ver αποτίναξη αποτίναξη nom αποταμίευση αποταμίευση nom αποταμιευτικά αποταμιευτικός adj αποταμιεύει αποταμιεύω ver αποτελείωσαν αποτελειώνω ver αποτελεσματικά αποτελεσματικά adv αποτελεσματικές αποτελεσματικός adj αποτελεσματικότητά αποτελεσματικότητα nom αποτελμάτωση αποτελμάτωση nom αποτελούμενα αποτελούμενος adj αποτελούν αποτελών adj αποτεφρωτήρα αποτεφρωτήρας nom αποτοίχιση αποτοίχιση nom αποτοιχισμένες αποτοιχίζω ver αποτολμά αποτολμάω ver αποτολμήσουν αποτολμώ ver αποτοξίνωση αποτοξίνωση nom αποτοξινωθεί αποτοξινώνω ver αποτράβηξαν αποτραβάω ver αποτρίχωση αποτρίχωση nom αποτρεπτικά αποτρεπτικά adv αποτρεπτικές αποτρεπτικός adj αποτροπές αποτροπή nom αποτροπιασμού αποτροπιασμός nom αποτρόπαια αποτρόπαιος adj αποτυγχάνει αποτυγχάνω ver αποτυπωθεί αποτυπώνω ver αποτυπωμάτων αποτύπωμα nom αποτυπώσεις αποτύπωση nom αποτυχία αποτυχία nom απουσία απουσία nom απουσίαζα απουσιάζω ver απουσιολόγιο απουσιολόγιο nom αποφάγια αποφάγι nom αποφάνσεις απόφανση nom αποφάσεις απόφαση nom αποφάσιζα αποφασίζω ver αποφασίζοντες αποφασίζων adj αποφασισμένα αποφασισμένος adj αποφασιστικά αποφασιστικά adv αποφασιστικές αποφασιστικός adj αποφασιστικότητα αποφασιστικότητα nom αποφατικής αποφατικός adj αποφθέγματα απόφθεγμα nom αποφθεγματικά αποφθεγματικά adv αποφθεγματικές αποφθεγματικός adj αποφλοίωσης αποφλοίωση nom αποφλοιωμένα αποφλοιώνω ver αποφοίτησή αποφοίτηση nom αποφοίτησαν αποφοιτώ ver απόφοιτες απόφοιτος adj αποφορά αποφορά nom αποφορτίζει αποφορτίζω ver αποφράδα αποφράδα nom αποφράξει αποφράζω ver αποφράξεις απόφραξη nom αποφράσσει αποφράσσει ver αποφρακτικά αποφρακτικός adj αποφυγή αποφυγή nom αποφυλάκισαν αποφυλακίζω ver αποφυλάκιση αποφυλάκιση nom αποφόρτιση αποφόρτιση nom αποφύσεις απόφυση nom αποχές αποχή nom αποχέτευση αποχέτευση nom αποχαιρέτα αποχαιρετάω ver αποχαιρετισμοί αποχαιρετισμός nom αποχαιρετιστήρια αποχαιρετιστήριος adj αποχαρακτηρίστηκαν αποχαρακτηρίζω ver αποχαρακτηρισμό αποχαρακτηρισμός nom αποχετευτικά αποχετευτικός adj αποχετεύεται αποχετεύω ver αποχουντοποίησης αποχουντοποίηση nom αποχρωματίζεται αποχρωματίζω ver αποχρωματισμού αποχρωματισμός nom αποχρών αποχρών adj αποχρώσεις απόχρωση nom αποχτήσει αποχτώ ver αποχωρήσαμε αποχωρώ ver αποχωρήσεις αποχώρηση nom αποχωρίζεται αποχωρίζω ver αποχωρητήρια αποχωρητήριο nom αποχωρισμοί αποχωρισμός nom αποχωρούν αποχωρών adj αποψίλωσαν αποψιλώνω ver αποψίλωση αποψίλωση nom αποψινή αποψινός adj αποψύχονται αποψύχω ver απούλητα απούλητος adj απούσα απών adj απρέπεια απρέπεια nom απραγματοποίητα απραγματοποίητα adv απραγματοποίητες απραγματοποίητος adj απραξία απραξία nom απριλιανή απριλιανός adj απρογραμμάτιστα απρογραμμάτιστα adv απρογραμμάτιστες απρογραμμάτιστος adj απροειδοποίητα απροειδοποίητα adv απροετοίμαστα απροετοίμαστος adj απροθυμία απροθυμία nom απροκάλυπτα απροκάλυπτα adv απροκατάληπτα απροκατάληπτα adv απροκατάληπτη απροκατάληπτος adj απρομελέτητο απρομελέτητος adj απρονοησία απρονοησία nom απροπόνητος απροπόνητος adj απροσάρμοστη απροσάρμοστος adj απροσδιόριστα απροσδιόριστα adv απροσδιόριστες απροσδιόριστος adj απροσδόκητα απροσδόκητα adv απροσδόκητες απροσδόκητος adj απροσεξία απροσεξία nom απροσπέλαστα απροσπέλαστος adj απροσποίητο απροσποίητος adj απροστάτευτα απροστάτευτα adv απροστάτευτες απροστάτευτος adj απροσχημάτιστα απροσχημάτιστα adv απροσχημάτιστη απροσχημάτιστος adj απροχώρητο απροχώρητος adj απροόπτου απρόοπτος adj απρόβλεπτα απρόβλεπτα adv απρόβλεπτες απρόβλεπτος adj απρόθυμα απρόθυμα adv απρόθυμες απρόθυμος adj απρόσβλητα απρόσβλητα adv απρόσβλητες απρόσβλητος adj απρόσεκτα απρόσεκτα adv απρόσεκτη απρόσεκτος adj απρόσιτα απρόσιτα adv απρόσιτες απρόσιτος adj απρόσκλητα απρόσκλητα adv απρόσκλητη απρόσκλητος adj απρόσκοπτα απρόσκοπτα adv απρόσκοπτες απρόσκοπτος adj απρόσμενα απρόσμενα adv απρόσμενες απρόσμενος adj απρόσφορη απρόσφορος adj απρόσωπα απρόσωπα adv απρόσωπες απρόσωπος adj απτά απτός adj απτικά απτικός adj απτόητη απτόητος adj απυρόβλητο απυρόβλητος adj απωανατολικές απωανατολικός adj απωθήθηκαν απωθώ ver απωθήσεις απώθηση nom απωθητικά απωθητικά adv απωθητικές απωθητικός adj απωλέσουν απωλέσουν ver απωλειών απώλεια nom απωλεσθέν απωλεσθείς adj απόβαρο απόβαρο nom απόβλητα απόβλητος adj απόβραδο απόβραδο nom απόγειο απόγειος adj απόγεμα απόγεμα nom απόγνωση απόγνωση nom απόγραφο απόγραφο nom απόδημης απόδημος adj απόηχο απόηχος nom απόκεινται απόκειμαι ver απόκεντρα απόκεντρος adj απόκληρο απόκληρος adj απόκοσμες απόκοσμος adj απόκρημνα απόκρημνος adj απόκριες απόκρια nom απόκρυφα απόκρυφος adj απόληψη απόληψη nom απόλυτες απόλυτος adj απόμακρα απόμακρα adv απόμακρες απόμακρος adj απόμαχοι απόμαχος adj απόμερα απόμερος adj απόνερα απόνερο nom απόπειρα απόπειρα nom απόπλου απόπλους nom απόπλυση απόπλυση nom απόπτωση απόπτωση nom απόρθητα απόρθητος adj απόρροια απόρροια nom απόσεισης απόσειση nom απόσωσε αποσώνω ver απότιση απότιση nom απότμηση απότμηση nom απότοκα απότοκος adj απότομα απότομα adv απότομες απότομος adj απόχες απόχη nom απόχρεμψη απόχρεμψη nom απόψε απόψε adv απόψυξη απόψυξη nom απύθμενη απύθμενος adj απώσεις άπωση nom απώτατα απώτερος adj αρ αρ nom αράδα αράδα adv αράδιαζαν αραδιάζω ver αράπη αράπης nom αράπικα αράπικος adj αράχνες αράχνη nom αρένα αρένα nom αρέσκεια αρέσκεια nom αρέσκεται αρέσκομαι ver αρίθμηση αρίθμηση nom αρίστευε αριστεύω ver αραίωμα αραίωμα nom αραίωναν αραιώνω ver αραίωση αραίωση nom αραβικά αραβικός adj αραβισμού αραβισμός nom αραβοσίτου αραβόσιτος nom αραβουργήματα αραβούργημα nom αραβόφωνη αραβόφωνος adj αραιά αραιά adv αραιές αραιός adj αραιοκατοικημένες αραιοκατοικημένος adj αρακά αρακάς nom αραμπάς αραμπάς nom αραμπατζής αραμπατζής nom αραξοβόλι αραξοβόλι nom αραπίνα αραπίνα nom αραπιά αραπιά nom αραχίδες αραχίδα nom αραχνιάζουν αραχνιάζω ver αραχνοειδή αραχνοειδής adj αρβανίτες αρβανίτης nom αρβανίτικα αρβανίτικος adj αρβανιτοχώρια αρβανιτοχώρι nom αρβύλα αρβύλα nom αργά αργά adv αργές αργός adj αργία αργία nom αργίλιο αργίλιο nom αργαλειοί αργαλειός nom αργιλικά αργιλικός adj αργιλόχωμα αργιλόχωμα nom αργιλώδες αργιλώδης adj αργκό αργκό nom αργοκίνητα αργοκίνητα adv αργοκίνητη αργοκίνητος adj αργολικά αργολικός adj αργομισθία αργομισθία nom αργοναυτικά αργοναυτικός adj αργοπορήσει αργοπορώ ver αργοπορία αργοπορία nom αργοσβήνει αργοσβήνω ver αργυρά αργυρός adj αργυρίων αργύριο nom αργυραμοιβοί αργυραμοιβός nom αργυρούχου αργυρούχου nom αργυρώνητος αργυρώνητος adj αργόστροφος αργόστροφος adj αργόσχολη αργόσχολος adj αρδευτικά αρδευτικός adj αρδευόμενα αρδευόμενος adj αρειμάνιοι αρειμάνιος adj αρεοπαγίτες αρεοπαγίτης nom αρεστά αρεστά adv αρεστές αρεστός adj αρετή αρετή adj αρθ αρθ nom αρθρίδια αρθρίδιο nom αρθρίτιδα αρθρίτιδα nom αρθραλγία αρθραλγία nom αρθρικό αρθρικός adj αρθριτικά αρθριτικός adj αρθρογράφο αρθρογράφος nom αρθρογραφία αρθρογραφία nom αρθροπάθεια αρθροπάθεια nom αρθρωτά αρθρωτός adj αριές αραιός|αρύς adj αριέττα αριέττα nom αριέττας αριέττας nom αριβίστα αριβίστας nom αριβισμός αριβισμός nom αριθ αριθ nom αριθμ αριθμ nom αριθμήσει αριθμώ ver αριθμητής αριθμητής nom αριθμητικά αριθμητικά adv αριθμητικές αριθμητικός adj αριθμοί αριθμός nom αριθμοι αριθμοι nom αριθμολογία αριθμολογία nom αριθμομηχανές αριθμομηχανή nom αριστίνδην αριστίνδην adv αριστεία αριστείο nom αριστείας αριστείας nom αριστερά αριστερά adv αριστερές αριστερός adj αριστερίστικο αριστερίστικος adj αριστερισμού αριστερισμός nom αριστεριστές αριστεριστής nom αριστερόθεν αριστερόθεν adv αριστερόχειρας αριστερόχειρας nom αριστεύσαντες αριστεύσας adj αριστοκράτες αριστοκράτης nom αριστοκράτισσα αριστοκράτισσα nom αριστοκρατία αριστοκρατία nom αριστοκρατικά αριστοκρατικά adv αριστοκρατικές αριστοκρατικός adj αριστοτέλεια αριστοτέλειος adj αριστοτέχνες αριστοτέχνης nom αριστοτελικές αριστοτελικός adj αριστοτελισμό αριστοτελισμός nom αριστοτεχνικά αριστοτεχνικά adv αριστοτεχνικές αριστοτεχνικός adj αριστουργήματα αριστούργημα nom αριστουργηματικά αριστουργηματικά adv αριστουργηματικές αριστουργηματικός adj αριστοφανικές αριστοφανικός adj αριστούχο αριστούχος adj αρκαδικά αρκαδικός adj αρκετά αρκετά adv αρκετός αρκετός nom αρκουδιάρη αρκουδιάρης nom αρκούδα αρκούδα nom αρκούδι αρκούδι nom αρκούντως αρκούντως adv αρκτικές αρκτικός adj αρκτικόλεξο αρκτικόλεξο nom αρλεκίνοι αρλεκίνος nom αρλούμπα αρλούμπα nom αρμάδα αρμάδα nom αρμάτωσε αρματώνω ver αρμέ αρμός nom αρμένιζε αρμενίζω ver αρμένικα αρμένικος adj αρμένισμα αρμένισμα nom αρμαθιά αρμαθιά nom αρματαγωγά αρματαγωγό nom αρματοδρομία αρματοδρομία nom αρματολοί αρματολός nom αρματομαχία αρματομαχία nom αρματωλών αρματωλών nom αρματωσιά αρματωσιά nom αρμογή αρμογή nom αρμοδία αρμόδιος adj αρμοδίως αρμόδια adv αρμοδιοτήτων αρμοδιότητα nom αρμολόγημα αρμολόγημα nom αρμολόγηση αρμολόγηση nom αρμονία αρμονία nom αρμονίου αρμόνιο nom αρμονικά αρμονικά adv αρμονικές αρμονικός adj αρμοστή αρμοστής nom αρμοστείας αρμοστεία nom αρμπαρόριζα αρμπαρόριζα nom αρμπιτράζ αρμπιτράζ nom αρμυρήθρα αρμυρήθρα nom αρμυρίκι αρμυρίκι nom αρμόζουσα αρμόζων adj αρμόνικα αρμόνικα nom αρμύρα αρμύρα nom αρνήθηκα αρνιέμαι ver αρνί αρνί nom αρνίσια αρνίσιος adj αρνησιδικία αρνησιδικία nom αρνησικυρία αρνησικυρία nom αρνητές αρνητής nom αρνητικά αρνητικά adv αρνητικές αρνητικός adj αρνητισμό αρνητισμός nom αροτραίες αροτραίες adj αροτραίων αροτραίων adj αρουραίο αρουραίος nom αρπάγη αρπάγη nom αρπίστρια αρπίστρια nom αρπαγές αρπαγή nom αρπακτικά αρπακτικός adj αρπακτικότητα αρπακτικότητα nom αρπιστή αρπιστής nom αρραβωνιάζεται αρραβωνιάζω ver αρραβωνιάσματα αρραβώνιασμα nom αρραβωνιαστικιά αρραβωνιαστικιά nom αρραβωνιαστικού αρραβωνιαστικός nom αρραβώνα αρραβώνα nom αρραγής αρραγής adj αρρενωπά αρρενωπός adj αρρενωπότητα αρρενωπότητα nom αρρυθμία αρρυθμία nom αρρωστήσει αρρωσταίνω ver αρρωστημένα αρρωστημένα adv αρρύθμιστη αρρύθμιστος adj αρρώστια αρρώστια nom αρσενικά αρσενικός adj αρσιβαρίστα αρσιβαρίστας nom αρτέμης αρτέμης nom αρτίστα αρτίστα nom αρτίστας αρτίστας nom αρτεργάτες αρτεργάτης nom αρτεσιανό αρτεσιανό adj αρτηρία αρτηρία nom αρτηριακά αρτηριακός adj αρτηριοπάθεια αρτηριοπάθεια nom αρτηριοσκλήρυνση αρτηριοσκλήρυνση nom αρτηριοσκλήρωση αρτηριοσκλήρωση nom αρτιμέλεια αρτιμέλεια nom αρτιμελές αρτιμελής adj αρτιοδάκτυλων αρτιοδάκτυλων nom αρτισύστατο αρτισύστατος adj αρτιότητα αρτιότητα nom αρτοποιεία αρτοποιείο nom αρτοποιοί αρτοποιός nom αρτοπωλείο αρτοπωλείο nom αρτοσκευάσματα αρτοσκεύασμα nom αρτοφόριο αρτοφόριο nom αρχάγγελο αρχάγγελος nom αρχάρια αρχάριος adj αρχάς αρχάς nom αρχέγονα αρχέγονα adv αρχέγονες αρχέγονος adj αρχές αρχή nom αρχέτυπα αρχέτυπος adj αρχήθεν αρχήθεν adv αρχίατρο αρχίατρος nom αρχίδια αρχίδι nom αρχαία αρχαίος adj αρχαιογνώστες αρχαιογνώστης nom αρχαιοδίφη αρχαιοδίφης nom αρχαιοελληνικών αρχαιοελληνικός adj αρχαιοκάπηλο αρχαιοκάπηλος nom αρχαιοκαπηλία αρχαιοκαπηλία nom αρχαιολάτρες αρχαιολάτρης nom αρχαιολατρία αρχαιολατρία nom αρχαιολογία αρχαιολογία nom αρχαιολογικά αρχαιολογικός adj αρχαιολόγο αρχαιολόγος nom αρχαιομάθεια αρχαιομάθεια nom αρχαιοπρέπεια αρχαιοπρέπεια nom αρχαιοπρεπές αρχαιοπρεπής adj αρχαιοπώλης αρχαιοπώλης nom αρχαιοτήτων αρχαιότητα nom αρχαιρεσίες αρχαιρεσία nom αρχεία αρχείο nom αρχειακά αρχειακός adj αρχειοθέτησε αρχειοθετώ ver αρχειοθέτησης αρχειοθέτηση nom αρχειοθήκη αρχειοθήκη nom αρχειοφύλακα αρχειοφύλακας nom αρχηγέ αρχηγός nom αρχηγέτη αρχηγέτης nom αρχηγία αρχηγία nom αρχηγεία αρχηγείο nom αρχηγικά αρχηγικός adj αρχιδιάκονο αρχιδιάκονος nom αρχιδικαστή αρχιδικαστής nom αρχιδούκα αρχιδούκας nom αρχιδούκισσα αρχιδούκισσα nom αρχιεπίσκοπο αρχιεπίσκοπος nom αρχιεπισκοπές αρχιεπισκοπή nom αρχιεπισκοπικά αρχιεπισκοπικός adj αρχιερέα αρχιερέας nom αρχιερέων αρχιερεύς nom αρχιερατικές αρχιερατικός adj αρχιεργάτη αρχιεργάτης nom αρχιεροσύνη αρχιεροσύνη nom αρχιθαλαμηπόλος αρχιθαλαμηπόλος nom αρχικά αρχικά adv αρχικές αρχικός adj αρχικελευστή αρχικελευστής nom αρχιληστή αρχιληστής nom αρχιλογιστή αρχιλογιστής nom αρχιμήδειο αρχιμήδειος adj αρχιμανδρίτες αρχιμανδρίτης nom αρχιμηχανικό αρχιμηχανικός nom αρχιμουσικοί αρχιμουσικός nom αρχινώντας αρχινώ ver αρχιπέλαγος αρχιπέλαγος nom αρχιπλοίαρχο αρχιπλοίαρχος nom αρχιστράτηγο αρχιστράτηγος nom αρχιστρατηγία αρχιστρατηγία nom αρχισυντάκτες αρχισυντάκτης nom αρχισυντάκτρια αρχισυντάκτρια nom αρχισυνταξία αρχισυνταξία nom αρχιτέκτονα αρχιτέκτων nom αρχιτέκτονας αρχιτέκτονας nom αρχιτεκτονήματα αρχιτεκτόνημα nom αρχιτεκτονικά αρχιτεκτονικός adj αρχιτεκτόνισσα αρχιτεκτόνισσα nom αρχιτεχνίτη αρχιτεχνίτης nom αρχιφυλάκων αρχιφύλακας nom αρχομανία αρχομανία nom αρχονταρίκι αρχονταρίκι nom αρχοντιά αρχοντιά nom αρχοντικά αρχοντικός adj αρχοντοπούλα αρχοντοπούλα nom αρχοντοχωριάτης αρχοντοχωριάτης nom αρχοντόπουλα αρχοντόπουλο nom αρχοντόσπιτα αρχοντόσπιτο nom αρχόμενη αρχόμενος adj αρχόντισσα αρχόντισσα nom αρχύτερα αρχύτερα adv αρωγή αρωγή nom αρωγοί αρωγός adj αρωματίζει αρωματίζω ver αρωματικά αρωματικός adj αρωματοποιίας αρωματοποιία nom αρωματοποιός αρωματοποιός nom ας ας sw ασάλευτη ασάλευτος adj ασάφεια ασάφεια nom ασέβεια ασέβεια nom ασέβησε ασεβώ ver ασέλγεια ασέλγεια nom ασέλγησε ασελγώ ver ασέληνη ασέληνος adj ασήκωτα ασήκωτος adj ασήμαντα ασήμαντος adj ασήμι ασήμι nom ασίγαστη ασίγαστος adj ασίκικο ασίκικος adj ασανσέρ ασανσέρ nom ασαφές ασαφής adj ασαφώς ασαφώς adv ασβέστη ασβέστης nom ασβέστιο ασβέστιο nom ασβεστίτη ασβεστίτης nom ασβεστοκάμινα ασβεστοκάμινα ver ασβεστοκονίαμα ασβεστοκονίαμα nom ασβεστολιθικά ασβεστολιθικός adj ασβεστωμένα ασβεστώνω ver ασβεστόλιθο ασβεστόλιθος nom ασβεστόνερο ασβεστόνερο nom ασβού ασβός nom ασεβές ασεβής adj ασελγείς ασελγής adj ασετιλίνη ασετιλίνη nom ασημένια ασημένιος adj ασημί ασημής adj ασημαντότητα ασημαντότητα nom ασημικά ασημικό nom ασημότητα ασημότητα nom ασθένεια ασθένεια nom ασθένησαν ασθενώ ver ασθενή ασθενής adj ασθενέστερα ασθενώς adv ασθενικά ασθενικά adv ασθενικές ασθενικός adj ασθενοφόρα ασθενοφόρο nom ασθμαίνοντας ασθμαίνω ver ασθματικοί ασθματικός adj ασιατικά ασιατικός adj ασιτία ασιτία nom ασκέρι ασκέρι nom ασκήτευε ασκητεύω ver ασκήτευσε ασκήτευσε ver ασκί ασκί nom ασκεπής άσκεπος adj ασκητές ασκητής nom ασκητήριο ασκητήριο nom ασκητικά ασκητικά adv ασκητικές ασκητικός adj ασκητισμού ασκητισμός nom ασκληπιάδες ασκληπιάδες num ασκοί ασκός nom ασκουμένων ασκούμενος adj ασκούντα ασκών adj ασορτί ασορτί adj ασπάζεσαι ασπάζομαι ver ασπάλακας ασπάλακας nom ασπίδα ασπίδα nom ασπαλάθων ασπάλαθος nom ασπαρτάμη ασπαρτάμη nom ασπασμοί ασπασμός nom ασπιρίνες ασπιρίνη nom ασπράδι ασπράδι nom ασπρομάλλη ασπρομάλλης adj ασπροπρόσωπος ασπροπρόσωπος adj ασπρόρουχα ασπρόρουχα nom ασπόνδυλα ασπόνδυλος adj ασσυριακά ασσυριακός adj αστάθεια αστάθεια nom αστάθμητοι αστάθμητος adj αστέρα αστέρας nom αστέρι αστέρι nom αστές αστή nom αστήρικτα αστήρικτα adv αστήρικτες αστήριχτος adj ασταθές ασταθής adj ασταθώς ασταθώς adv αστακού αστακός nom ασταμάτητα ασταμάτητα adv ασταμάτητες ασταμάτητος adj αστεία αστεία adv αστείας αστείος adj αστείρευτη αστείρευτος adj αστειευτεί αστειεύομαι ver αστειότητα αστειότητα nom αστεράκι αστεράκι nom αστερία αστερίας nom αστερίσκο αστερίσκος nom αστερισμού αστερισμός nom αστεροειδή αστεροειδής adj αστεροσκοπεία αστεροσκοπείο nom αστερόεσσα αστερόεις adj αστεφάνωτη αστεφάνωτος adj αστιγματισμού αστιγματισμός nom αστικά αστικά adv αστικές αστικός adj αστικοποίηση αστικοποίηση nom αστικοποιημένη αστικοποιώ ver αστικώς αστικώς adv αστισμού αστισμός nom αστοί αστός nom αστοιβή αστοιβή nom αστοιχείωτο αστοιχείωτος adj αστοχήσει αστοχώ ver αστοχία αστοχία nom αστράγαλο αστράγαλος nom αστράκι αστράκι nom αστραπές αστραπή nom αστραπιαία αστραπιαία adv αστραπιαίας αστραπιαίος adj αστραπόβροντο αστραπόβροντο nom αστραφτερά αστραφτερός adj αστρικά αστρικά adv αστρικές αστρικός adj αστρολάβοι αστρολάβος nom αστρολογία αστρολογία nom αστρολογικά αστρολογικός adj αστρολόγο αστρολόγος nom αστρομετρία αστρομετρία nom αστροναυτική αστροναυτικός adj αστροναυτών αστροναύτης nom αστρονομία αστρονομία nom αστρονομικά αστρονομικός adj αστρονόμο αστρονόμος nom αστροπελέκι αστροπελέκι nom αστροφεγγιά αστροφεγγιά nom αστροφυσική αστροφυσικός adj αστυνομία αστυνομία nom αστυνομεύει αστυνομεύω ver αστυνομικά αστυνομικά adv αστυνομικές αστυνομικός adj αστυνομοκρατία αστυνομοκρατία nom αστυνόμευση αστυνόμευση nom αστυνόμο αστυνόμος nom αστυφιλία αστυφιλία nom αστυφυλάκων αστυφύλακας nom αστόλιστο αστόλιστος adj αστόχαστα αστόχαστα adv αστόχαστη αστόχαστος adj ασυγκίνητη ασυγκίνητος adj ασυγκράτητα ασυγκράτητος adj ασυγχρόνιστη ασυγχρόνιστος adj ασυγχώρητα ασυγχώρητα adv ασυγχώρητες ασυγχώρητος adj ασυδοσία ασυδοσία nom ασυζητητί ασυζήτητα adv ασυλία ασυλία nom ασυλλόγιστα ασυλλόγιστα adv ασυμβίβαστες ασυμβίβαστος adj ασυμβατότητα ασυμβατότητα nom ασυμμάζευτα ασυμμάζευτα adv ασυμμετρία ασυμμετρία nom ασυμπίεστης ασυμπίεστος adj ασυμπλήρωτα ασυμπλήρωτος adj ασυμπτωματικά ασυμπτωματικά adj ασυμπτωματικές ασυμπτωματικές adj ασυμπτωματική ασυμπτωματική adj ασυμπτωματικοί ασυμπτωματικοί adj ασυμφιλίωτες ασυμφιλίωτος adj ασυμφωνία ασυμφωνία nom ασυνάρτητα ασυνάρτητα adv ασυνάρτητες ασυνάρτητος adj ασυνέπεια ασυνέπεια nom ασυνέχεια ασυνέχεια nom ασυνήθεις ασυνήθης adj ασυνήθιστα ασυνήθιστα adv ασυνήθιστες ασυνήθιστος adj ασυναίσθητα ασυναίσθητα adv ασυναίσθητη ασυναίσθητος adj ασυναγώνιστα ασυναγώνιστος adj ασυναρτησία ασυναρτησία nom ασυνείδητα ασυνείδητα adv ασυνείδητες ασυνείδητος adj ασυνειδησία ασυνειδησία nom ασυνεννοησία ασυνεννοησία nom ασυνεπές ασυνεπής adj ασυνεπώς ασυνεπώς adv ασυνεχή ασυνεχής adj ασυνταξία ασυνταξία nom ασυντόνιστα ασυντόνιστος adj ασυνόδευτα ασυνόδευτος adj ασυρματίστρια ασυρματίστρια nom ασυρματιστές ασυρματιστής nom ασφάκα ασφάκα nom ασφάλειά ασφάλεια nom ασφαλισμένοι ασφαλίζω ver ασφάλιση ασφάλιση nom ασφάλιστρα ασφάλιστρο nom ασφαλές ασφαλής adj ασφαλέστατα ασφαλώς adv ασφαλίτες ασφαλίτης nom ασφαλιζόμενος ασφαλιζόμενος adj ασφαλιστές ασφαλιστής nom ασφαλιστήρια ασφαλιστήριος adj ασφαλιστηρίων ασφαλιστήριο nom ασφαλιστικά ασφαλιστικός adj ασφαλτικού ασφαλτικός adj ασφαλτοστρωθεί ασφαλτοστρώνω ver ασφαλτούχου ασφαλτούχος adj ασφαλτόδρομο ασφαλτόδρομο nom ασφαλτόδρομος ασφαλτόδρομος adj ασφαλτόδρομου ασφαλτόδρομου adj ασφαλτόστρωση ασφαλτόστρωση nom ασφράγιστα ασφράγιστος adj ασφυκτιά ασφυκτιώ ver ασφυκτικά ασφυκτικά adv ασφυκτικές ασφυκτικός adj ασφυξία ασφυξία nom ασφυξιογόνα ασφυξιογόνος adj ασφόδελο ασφόδελος nom ασχήμια ασχήμια nom ασχετοσύνη ασχετοσύνη nom ασχημάτιστες ασχημάτιστος adj ασχημονεί ασχημονώ ver ασχολήθηκα ασχολούμαι ver ασχολία ασχολία nom ασχολίαστα ασχολίαστος adj ασχολούμενους ασχολούμενος nom ασωτία ασωτία nom ασύγγνωστη ασύγγνωστος adj ασύγκριτα ασύγκριτα adv ασύγκριτες ασύγκριτος adj ασύγχρονες ασύγχρονος adj ασύδοτα ασύδοτα adv ασύδοτη ασύδοτος adj ασύλητο ασύλητος adj ασύλληπτα ασύλληπτα adv ασύλληπτες ασύλληπτος adj ασύμβατα ασύμβατος adj ασύμμετρα ασύμμετρα adv ασύμμετρες ασύμμετρος adj ασύμπτωτες ασύμπτωτος adj ασύμφορα ασύμφορα adv ασύμφορες ασύμφορος adj ασύμφωνες ασύμφωνος adj ασύνδετα ασύνδετα adv ασύνδετες ασύνδετος adj ασύνετη ασύνετος adj ασύντακτα ασύντακτα adv ασύντακτη ασύντακτος adj ασύρματα ασύρματος adj ασύρτικο ασύρτικο nom ασύστατες ασύστατος adj ασύστολα ασύστολα adv ασύστολη ασύστολος adj ασώματα ασώματος adj ατά ατός adj ατάκα ατάκα nom ατάλαντη ατάλαντος adj ατάραχα ατάραχα adv ατάραχες ατάραχος adj ατέλεια ατέλεια nom ατέλειωτα ατελείωτος adj ατένιζαν ατενίζω ver ατέρμονα ατέρμονα adv ατέρμονες ατέρμονος adj ατίθασα ατίθασος adj ατίμωση ατίμωση nom αταίριαστα αταίριαστα adv αταίριαστες αταίριαστος adj αταβισμό αταβισμός nom αταβιστικά αταβιστικός adj αταλάντευτα αταλάντευτα adv αταλάντευτη αταλάντευτος adj αταξία αταξία nom αταξίδευτο αταξίδευτος adj αταξική αταξικός adj αταξινόμητα αταξινόμητος adj αταραξία αταραξία nom ατασθαλίες ατασθαλία nom ατεκνία ατεκνία nom ατελές ατελής adj ατελέσφορα ατελέσφορα adv ατελέσφορες ατελέσφορος adj ατελείωτα ατελείωτα adv ατελεύτητη ατελεύτητος adj ατελιέ ατελιέ nom ατελώς ατελώς adv ατζέντα ατζέντα nom ατζέντη ατζέντης nom ατζαμή ατζαμής adj ατημέλητα ατημέλητα adv ατημέλητες ατημέλητος adj ατιμάζει ατιμάζω ver ατιμία ατιμία nom ατιμωρησία ατιμωρησία nom ατιμωτικά ατιμωτικά adv ατιμωτικές ατιμωτικός adj ατιμώρητα ατιμώρητα adv ατιμώρητες ατιμώρητος adj ατλάζι ατλάζι nom ατλαζένιο ατλαζένιος adj ατλαντικά ατλαντικός adj ατμήλατο ατμήλατος adj ατμοί ατμός nom ατμοκίνητα ατμοκίνητος adj ατμομηχανές ατμομηχανή nom ατμοποίηση ατμοποίηση nom ατμοστρόβιλο ατμοστρόβιλος nom ατμοσφαίρας ατμοσφαίρα nom ατμοσφαιρικά ατμοσφαιρικός adj ατμόλουτρο ατμόλουτρο nom ατμόπλοια ατμόπλοιο nom ατμόσφαιρα ατμόσφαιρα nom ατολμία ατολμία nom ατομικά ατομικά adv ατομικές ατομικός adj ατομικισμού ατομικισμός nom ατομικιστές ατομικιστής nom ατομικιστική ατομικιστικός adj ατομικότητα ατομικότητα nom ατομισμού ατομισμός nom ατομιστές ατομιστής nom ατομιστική ατομιστικός adj ατομοκρατία ατομοκρατία nom ατονήσει ατονώ ver ατονία ατονία nom ατονικά ατονικός adj ατονικότητα ατονικότητα nom ατοπήματα ατόπημα nom ατοπία ατοπία nom ατορβαστατίνη ατορβαστατίνη adj ατράνταχτα ατράνταχτος adj ατρακτοειδή ατρακτοειδής adj ατραπούς ατραπός nom ατροφήσουν ατροφώ ver ατροφία ατροφία nom ατροφικά ατροφικός adj ατρόμητες ατρόμητος adj ατσάλι ατσάλι nom ατσάλινα ατσαλένιος adj ατσίδα ατσίδα nom ατσαλάκωτοι ατσαλάκωτος adj ατσαλώθηκε ατσαλώνω ver αττικά αττικός adj αττικισμού αττικισμός nom αττικιστές αττικιστής nom ατυχήματα ατύχημα nom ατυχήσαμε ατυχώ ver ατυχία ατυχία nom ατυχώς άτυχα adv ατόφια ατόφια adv ατόφιες ατόφιος adj αυγά αυγό nom αυγές αυγή nom αυγατίζουν αυγατίζω ver αυγερινού αυγερινός adj αυγουστιάτικη αυγουστιάτικος adj αυθάδεια αυθάδεια nom αυθάδεις αυθάδης adj αυθέντες αυθέντης nom αυθαίρετα αυθαίρετα adv αυθαίρετες αυθαίρετος adj αυθαιρεσία αυθαιρεσία nom αυθαιρετήσει αυθαιρετώ ver αυθεντία αυθεντία nom αυθεντικά αυθεντικός adj αυθεντικότητα αυθεντικότητα nom αυθημερόν αυθημερόν adv αυθορμήτως αυθόρμητα adv αυθορμησία αυθορμησία nom αυθορμητισμού αυθορμητισμός nom αυθυπαρξία αυθυπαρξία nom αυθυποβολή αυθυποβολή nom αυθωρεί αυθωρεί adv αυθόρμητες αυθόρμητος adj αυθύπαρκτη αυθύπαρκτος adj αυλάκι αυλάκι nom αυλάκων αύλακα nom αυλάρχη αυλάρχης nom αυλές αυλή nom αυλαία αυλαία nom αυλακιές αυλακιά nom αυλακώνουν αυλακώνω ver αυλακώσεις αυλάκωση nom αυλητή αυλητής nom αυλητρίδα αυλητρίδα nom αυλικά αυλικός adj αυλοί αυλός nom αυλοκόλακας αυλοκόλακας nom αυλόγυρο αυλόγυρος nom αυλόθυρα αυλόθυρα nom αυλόπορτες αυλόπορτα nom αυνανίζεται αυνανίζομαι ver αυνανισμού αυνανισμός nom αυξημένου αυξάνω adj αυξήσεις αύξηση nom αυξανόμενο αυξανόμενος adj αυξητικά αυξητικός adj αυξομείωση αυξομείωση nom αυξομειώνει αυξομειώνω ver αυριανά αυριανός adj αυριο αυριο adv αυστηρά αυστηρά adv αυστηρές αυστηρός adj αυστηρότητα αυστηρότητα nom αυστριακά αυστριακός adj αυστροουγγρική αυστροουγγρική adj αυτά αυτός pro_dem αυτάρεσκα αυτάρεσκα adv αυτάρεσκη αυτάρεσκος adj αυτάρκεια αυτάρκεια nom αυτάρκεις αυτάρκης adj αυτήκοοι αυτήκοος adj αυτί αυτί nom αυταπάρνηση αυταπάρνηση nom αυταπάτες αυταπάτη nom αυταπατάται αυταπατώμαι ver αυταπόδεικτα αυταπόδεικτα adv αυταπόδεικτες αυταπόδεικτος adj αυταρέσκεια αυταρέσκεια nom αυταρκείας αυταρκείας nom αυταρχικά αυταρχικά adv αυταρχικές αυταρχικός adj αυταρχικότητα αυταρχικότητα nom αυταρχισμού αυταρχισμός nom αυτασφάλισης αυτασφάλιση nom αυτενέργεια αυτενέργεια nom αυτενεργεί αυτενεργώ ver αυτεξούσιο αυτεξούσιος adj αυτεπάγγελτα αυτεπάγγελτος adj αυτεπίγνωση αυτεπίγνωση nom αυτεπαγγέλτως αυτεπαγγέλτως adv αυτεπαγωγής αυτεπαγωγή nom αυτεπιστασία αυτεπιστασία nom αυτισμού αυτισμός nom αυτιστικά αυτιστικός adj αυτο αυτο pro_dem αυτοάμυνα αυτοάμυνα nom αυτοάνοσα αυτοάνοσα adj αυτοάνοσες αυτοάνοσες adj αυτοάνοση αυτοάνοση nom αυτοάνοσης αυτοάνοσης nom αυτοάνοσων αυτοάνοσων nom αυτοέλεγχο αυτοέλεγχος nom αυτοαναίρεση αυτοαναίρεση nom αυτοανακηρυγμένος αυτοανακηρύσσομαι ver αυτοαναπαραγόμενο αυτοαναπαραγόμενο adj αυτοανοσίας αυτοανοσίας adj αυτοαντιγόνα αυτοαντιγόνα adj αυτοαντιγόνο αυτοαντιγόνο adv αυτοαντιγόνων αυτοαντιγόνων nom αυτοαντισωμάτων αυτοαντισωμάτων nom αυτοαξιολόγηση αυτοαξιολόγηση nom αυτοαξιολόγησης αυτοαξιολόγησης nom αυτοαπασχολούμενοι αυτοαπασχολούμενος adj αυτοαπασχόληση αυτοαπασχόληση nom αυτοαποκαλούνται αυτοαποκαλούμαι ver αυτοβιογραφία αυτοβιογραφία nom αυτοβιογραφικά αυτοβιογραφικός adj αυτοβούλως αυτοβούλως adv αυτογνωσία αυτογνωσία nom αυτογραφικό αυτογραφικός adj αυτοδίδακτες αυτοδίδακτος adj αυτοδίκαια αυτοδίκαιος adj αυτοδημιούργητες αυτοδημιούργητος adj αυτοδιάγνωση αυτοδιάγνωση nom αυτοδιάθεση αυτοδιάθεση nom αυτοδιάλυση αυτοδιάλυση nom αυτοδιαφήμιση αυτοδιαφήμιση nom αυτοδιαχείριση αυτοδιαχείριση nom αυτοδιδασκαλίας αυτοδιδασκαλίας nom αυτοδικία αυτοδικία nom αυτοδικαίως αυτοδικαίως adv αυτοδιοίκηση αυτοδιοίκηση nom αυτοδιοίκητο αυτοδιοίκητος adj αυτοδιοικείται αυτοδιοικώ ver αυτοδιοικούμενα αυτοδιοικούμενος adj αυτοδιορίζεται αυτοδιορίζομαι ver αυτοδυναμίας αυτοδυναμία nom αυτοδύναμα αυτοδύναμα adv αυτοδύναμες αυτοδύναμος adj αυτοεικόνα αυτοεικόνα nom αυτοεκτίμησης αυτοεκτίμησης nom αυτοεξορία αυτοεξορία nom αυτοεξυπηρέτηση αυτοεξυπηρέτηση nom αυτοεξόριστο αυτοεξόριστος adj αυτοθυσία αυτοθυσία nom αυτοθυσιάστηκε αυτοθυσιάζομαι ver αυτοκάθαρση αυτοκάθαρση nom αυτοκέφαλες αυτοκέφαλος adj αυτοκίνηση αυτοκίνηση nom αυτοκίνητου αυτοκίνητος nom αυτοκαλείται αυτοκαλούμαι ver αυτοκατανάλωση αυτοκατανάλωση nom αυτοκαταστράφηκαν αυτοκαταστρέφομαι ver αυτοκαταστροφή αυτοκαταστροφή nom αυτοκινήτου αυτοκίνητο nom αυτοκινητάμαξα αυτοκινητάμαξα nom αυτοκινητικού αυτοκινητικός adj αυτοκινητιστές αυτοκινητιστής nom αυτοκινητιστικά αυτοκινητιστικός adj αυτοκινητοβιομηχανία αυτοκινητοβιομηχανία nom αυτοκινητοδρόμου αυτοκινητόδρομος nom αυτοκινούμενα αυτοκινούμενος adj αυτοκράτειρα αυτοκράτειρα nom αυτοκράτορα αυτοκράτορας nom αυτοκρατορία αυτοκρατορία nom αυτοκρατορικά αυτοκρατορικός adj αυτοκριτικά αυτοκριτικός adj αυτοκτονήσει αυτοκτονώ ver αυτοκτονία αυτοκτονία nom αυτοκτονικές αυτοκτονικός adj αυτοκυβέρνηση αυτοκυβέρνηση nom αυτοκυριαρχία αυτοκυριαρχία nom αυτοκόλλητα αυτοκόλλητος adj αυτολεξεί αυτολεξεί adv αυτολογοκρισία αυτολογοκρισία nom αυτομάτως αυτόματα adv αυτοματική αυτοματικός adj αυτοματισμοί αυτοματισμός nom αυτοματοποίηση αυτοματοποίηση nom αυτοματοποιημένων αυτοματοποιώ adj αυτομολήσει αυτομολώ ver αυτομόληση αυτομόληση nom αυτομόρφωση αυτομόρφωση nom αυτονομήθηκαν αυτονομώ ver αυτονομία αυτονομία nom αυτονομιστές αυτονομιστής nom αυτονομιστικά αυτονομιστικός adj αυτονόητα αυτονόητα adv αυτονόητες αυτονόητος adj αυτονόμηση αυτονόμηση nom αυτοπαρουσιάζεται αυτοπαρουσιάζομαι ver αυτοπειθαρχία αυτοπειθαρχία nom αυτοπεποίθησή αυτοπεποίθηση nom αυτοπεριορισμού αυτοπεριορισμός nom αυτοποιημένο αυτοποιημένο ver αυτοπραγμάτωση αυτοπραγμάτωση nom αυτοπροστασία αυτοπροστασία nom αυτοπροσωπογραφία αυτοπροσωπογραφία nom αυτοπροσώπως αυτοπροσώπως adv αυτοπρόσωπη αυτοπρόσωπος adj αυτοπτών αυτόπτης nom αυτοπυρπολήσεις αυτοπυρπόληση nom αυτορρύθμιση αυτορρύθμιση nom αυτορρύθμισης αυτορρύθμισης nom αυτορύθμισης αυτορύθμισης nom αυτοσεβασμού αυτοσεβασμός nom αυτοσκοπό αυτοσκοπός nom αυτοστιγμεί αυτοστιγμεί adv αυτοσυγκέντρωσης αυτοσυγκέντρωση nom αυτοσυγκράτηση αυτοσυγκράτηση nom αυτοσυνείδηση αυτοσυνείδηση nom αυτοσυνειδησία αυτοσυνειδησία nom αυτοσυντήρηση αυτοσυντήρηση nom αυτοσυντηρούμενο αυτοσυντηρούμενο adj αυτοσχέδια αυτοσχέδια adv αυτοσχέδιας αυτοσχέδιος adj αυτοσχεδίαζαν αυτοσχεδιάζω ver αυτοσχεδιασμοί αυτοσχεδιασμός nom αυτοσχεδιαστικά αυτοσχεδιαστικός adj αυτοτέλεια αυτοτέλεια nom αυτοτελές αυτοτελής adj αυτοτελώς αυτοτελώς adv αυτοτιμωρία αυτοτιμωρία nom αυτοτραυματισμοί αυτοτραυματισμός nom αυτουργία αυτουργία nom αυτουργοί αυτουργός adj αυτοφυές αυτοφυής adj αυτοφυώς αυτοφυώς adv αυτοφύεται αυτοφύεται ver αυτοχείρων αυτόχειρας nom αυτοχειρία αυτοχειρία nom αυτόχθων αυτόχθων adj αυτοχρηματοδοτείται αυτοχρηματοδοτείται ver αυτοχρηματοδότηση αυτοχρηματοδότηση nom αυτοψία αυτοψία nom αυτού αυτού adv αυτούσια αυτούσια adv αυτούσιας αυτούσιος adj αυτων αυτων pro_dem αυτόβουλα αυτόβουλος adj αυτόγραφα αυτόγραφος adj αυτόκλητα αυτόκλητος adj αυτόματες αυτόματος adj αυτόμολος αυτόμολος adj αυτόνομα αυτόνομα adv αυτόνομες αυτόνομος adj αυτόφωρα αυτόφωρος adj αυτόφωτα αυτόφωτος adj αυτόχθονων αυτόχθονων adj αυτόχρημα αυτόχρημα adv αυχένα αυχένας nom αυχενικές αυχενικός adj αφάνα αφάνα nom αφάνεια αφάνεια nom αφάνιζαν αφανίζω ver αφάνταστα αφάνταστα adv αφάνταστες αφάνταστος adj αφέλεια αφέλεια nom αφέντες αφέντης nom αφέτη αφέτης nom αφέψημα αφέψημα nom αφή αφή nom αφήγημα αφήγημα nom αφήγηση αφήγηση nom αφίσα αφίσα nom αφαίμαξη αφαίμαξη nom αφαίρεσα αφαιρώ ver αφαίρεση αφαίρεση nom αφαιρετικά αφαιρετικός adj αφαιρουμένων αφαιρούμενος adj αφαλάτωση αφαλάτωση nom αφαλού αφαλός nom αφανές αφανής adj αφανισμού αφανισμός nom αφανώς αφανώς adv αφασία αφασία nom αφεαυτής αφεαυτός adj αφειδούς αφειδής adj αφειδώλευτα αφειδώλευτα adv αφειδώς αφειδώς adv αφελές αφελής adj αφελληνισμού αφελληνισμός nom αφελώς αφελώς adv αφεντιά αφεντιά nom αφεντικά αφεντικό nom αφεντικίνα αφεντικίνα nom αφεντικό αφεντικός nom αφενός αφενός adv αφερέγγυα αφερέγγυος adj αφερεγγυότητα αφερεγγυότητα nom αφετέρου αφετέρου adv αφετηρία αφετηρία nom αφεύκτως άφευκτα adv αφηγήθηκαν αφηγούμαι ver αφηγήτρια αφηγήτρια nom αφηγηματικά αφηγηματικά adv αφηγηματικές αφηγηματικός adj αφηγητές αφηγητής nom αφηνίασε αφηνιάζω ver αφηρημάδα αφηρημάδα nom αφηρημένα αφηρημένα adv αφηρημένες αφηρημένος adj αφθαρσία αφθαρσία nom αφθονία αφθονία nom αφθονεί αφθονώ ver αφθώδη αφθώδης adj αφιέρωμα αφιέρωμα nom αφιερώθηκαν αφιερώνω ver αφιέρωση αφιέρωση nom αφιερωματικά αφιερωματικός adj αφικνούμενοι αφικνούμενοι nom αφικνούμενων αφικνούμενων adj αφιλοκέρδεια αφιλοκέρδεια nom αφιλοκερδή αφιλοκερδής adj αφιλοκερδώς αφιλοκερδώς adv αφιλόξενα αφιλόξενα adv αφιλόξενες αφιλόξενος adj αφιππεύσει αφιππεύω ver αφισοκολλήσεις αφισοκόλληση nom αφισοκολλητές αφισοκολλητής nom αφιχθούν αφιχθούν ver αφιόνι αφιόνι nom αφλατοξίνη αφλατοξίνη nom αφλογιστία αφλογιστία nom αφοδευτήρια αφοδευτήριο nom αφοδεύει αφοδεύω ver αφομοίωναν αφομοιώνω ver αφομοίωση αφομοίωση nom αφοπλίζει αφοπλίζω ver αφοπλισμού αφοπλισμός nom αφοπλιστικά αφοπλιστικός adj αφόρα αφορώ adj αφορίζει αφορίζω ver αφορισμοί αφορισμός nom αφοριστικά αφοριστικός adj αφορμές αφορμή nom αφορολογήτου αφορολόγητος adj αφορολόγητα αφορολόγητα adv αφορώντα αφορών adj αφοσίωση αφοσίωση nom αφοσιωθεί αφοσιώνομαι ver αφουγκράζεται αφουγκράζομαι ver αφού αφού con αφράτα αφράτος adj αφρικάνικα αφρικάνικος adj αφροί αφρός nom αφροδίσια αφροδίσιος adj αφροδισιακά αφροδισιακός adj αφροδισιολόγοι αφροδισιολόγος nom αφροσύνη αφροσύνη nom αφρούρητη αφρούρητος adj αφρωδών αφρώδης adj αφρόκρεμα αφρόκρεμα nom αφρόντιστα αφρόντιστος adj αφρόψαρα αφρόψαρο nom αφτί αφτί nom αφυδάτωση αφυδάτωση nom αφυδατωθεί αφυδατώνω ver αφυδατωμένα αφυδατωμένος adj αφυδρογονάση αφυδρογονάση nom αφυδρογονάσης αφυδρογονάσης nom αφυπηρέτησε αφυπηρετώ ver αφυπνίζει αφυπνίζω ver αφυπνίσεις αφύπνιση nom αφωνία αφωνία nom αφόδευση αφόδευση nom αφόρητα αφόρητα adv αφόρητες αφόρητος adj αφότου αφότου con αφύλακτα αφύλακτα adv αφύλακτες αφύλακτος adj αφύσικα αφύσικα adv αφύσικες αφύσικος adj αχ αχ sw αχάριστη αχάριστος adj αχάτη αχάτης nom αχίλλειο αχίλλειος adj αχαλίνωτα αχαλίνωτα adv αχαλίνωτες αχαλίνωτος adj αχαμνά αχαμνά nom αχανές αχανής adj αχαρακτήριστες αχαρακτήριστος adj αχαριστία αχαριστία nom αχειροποίητο αχειροποίητος adj αχερώνα αχερώνας nom αχθεί αχθεί ver αχθοφόρο αχθοφόρος nom αχινοί αχινός nom αχλάδα αχλάδα nom αχλάδι αχλάδι nom αχλή αχλή nom αχλαδιά αχλαδιά nom αχνά αχνά adv αχνάρι αχνάρι nom αχνές αχνός adj αχνίζει αχνίζω ver αχνιστά αχνιστός adj αχούρι αχούρι nom αχρήστευση αχρήστευση nom αχρεία αχρείος adj αχρείαστα αχρείαστος adj αχρειότητα αχρειότητα nom αχρησία αχρησία nom αχρησιμοποίητα αχρησιμοποίητα adv αχρησιμοποίητες αχρησιμοποίητος adj αχρηστία αχρηστία nom αχρηστευτούν αχρηστεύω ver αχρονολόγητο αχρονολόγητος adj αχρωμάτιστα αχρωμάτιστος adj αχρωματοψία αχρωματοψία nom αχτένιστα αχτένιστος adj αχτίδα αχτίδα nom αχτίνα αχτίνα nom αχταρμά αχταρμάς nom αχτύπητα αχτύπητος adj αχυράνθρωπο αχυράνθρωπος nom αχυρένια αχυρένιος adj αχυροκαλύβες αχυροκαλύβα nom αχυρώνα αχυρώνας nom αχό αχός nom αχόρταγα αχόρταγα adv αχόρταγη αχόρταγος adj αχώνευτη αχώνευτος adj αχώριστα αχώριστα adv αχώριστες αχώριστος adj αψέντι αψέντι nom αψήφησαν αψηφώ ver αψήφιστα αψήφιστα adv αψίδα αψίδα nom αψεγάδιαστα αψεγάδιαστα adv αψεγάδιαστες αψεγάδιαστος adj αψευδή αψευδής adj αψιδωτά αψιδωτός adj αψιμαχία αψιμαχία nom αψυχολόγητα αψυχολόγητα adv αψυχολόγητες αψυχολόγητος adj αψύ αψύς adj αόμματος αόμματος adj αόρατα αόρατος adj αόριστα αόριστα adv αύθις αύθις adv αύξοντα αύξων adj αύρα αύρα nom αύριο αύριο adv αύτανδρα αύτανδρος adj αύτη αύτη nom β β num βάγια βάγια nom βάδην βάδην adv βάδιζαν βαδίζω ver βάδιση βάδιση nom βάδισμα βάδισμα nom βάζα βάζο nom βάθαινε βαθαίνω ver βάθεμα βάθεμα nom βάθη βάθος nom βάθρα βάθρο nom βάκιλο βάκιλος nom βάλανε βάλανος nom βάλσαμο βάλσαμο nom βάλτε βάλτος nom βάλτωσαν βαλτώνω ver βάμμα βάμμα nom βάνα βάνα nom βάναυσα βάναυσα adv βάναυσες βάναυσος adj βάνδαλο βάνδαλος nom βάπτιση βάπτιση nom βάπτισμα βάπτισμα nom βάρα βαράω ver βάραθρα βάραθρο nom βάρβαρα βάρβαρα adv βάρβαρες βάρβαρος adj βάρδια βάρδια nom βάρδο βάρδος nom βάρη βάρος nom βάρκα βάρκα nom βάρυναν βαρύνω ver βασάνου βάσανο nom βάσανο βάσανος nom βάσε βάσε ver βάσει βάσει pre βάσεις βάση nom βασισμένης βασίζω ver βάσιμα βάσιμα adv βάσιμες βάσιμος adj βάστα βαστάω ver βάσταξε βαστάζω|βαστάω ver βάτα βάτα nom βάτο βάτος nom βάτραχο βάτραχος nom βάφτιζαν βαφτίζω ver βάφτιση βάφτιση nom βάφτισμα βάφτισμα nom βάψιμο βάψιμο nom βέβαια βέβαια adv βέβαιες βέβαιος adj βέβηλα βέβηλα adv βέβηλη βέβηλος adj βέλασμα βέλασμα nom βέλγικο βέλγικος adj βέλγιο βέλγιο nom βέλγος βέλγος nom βέλη βέλος nom βέλο βέλο nom βέλτιστα βέλτιστος adj βένθος βένθος nom βέρα βέρος adj βέργα βέργα nom βέσπα βέσπα nom βέτο βέτο nom βήμα βήμα nom βήξει βήχω ver βήξιμο βήξιμο nom βήτα βήτα nom βήχα βήχας nom βία βία nom βίαζαν βιάζω ver βίαια βίαια adv βίαιες βίαιος adj βίβλο βίβλος nom βίγλας βίγλα nom βίδα βίδα nom βίζα βίζα nom βίκο βίκος nom βίλα βίλα nom βίλλες βίλλες nom βίντεο βίντεο nom βίντσι βίντσι nom βίο βίος nom βίσονα βίσονας nom βίτσα βίτσα nom βίτσια βίτσιο nom βίωμα βίωμα nom βίωνα βιώνω ver βίωση βίωση nom βαβά βαβά nom βαβούρα βαβούρα nom βαβυλωνία βαβυλωνία nom βαβυλωνιακές βαβυλωνιακός adj βαβυλώνια βαβυλώνιος adj βαγένια βαγένι nom βαγονέτα βαγονέτο nom βαγονιού βαγόνι nom βαδιστές βαδιστής nom βαζελίνη βαζελίνη nom βαθέα βαθύς adj βαθειά βαθειά adj βαθειές βαθειές nom βαθιά βαθιά adv βαθμίδα βαθμίδα nom βαθμηδόν βαθμηδόν adv βαθμιαία βαθμιαία adv βαθμιαίας βαθμιαίος adj βαθμιδωτά βαθμιδωτός adj βαθμοί βαθμός nom βαθμολογήθηκαν βαθμολογώ ver βαθμολογία βαθμολογία nom βαθμολογητές βαθμολογητής nom βαθμολογικά βαθμολογικά adv βαθμολογικές βαθμολογικός adj βαθμολογούν βαθμολογών adj βαθμολόγησή βαθμολόγηση nom βαθμολόγιο βαθμολόγιο nom βαθμονομήσουμε βαθμονομώ ver βαθμονόμηση βαθμονόμηση nom βαθμοφόροι βαθμοφόρος adj βαθουλά βαθουλός adj βαθουλωμένα βαθουλώνω ver βαθουλώματα βαθούλωμα nom βαθυγάλαζο βαθυγάλαζο adj βαθυκόκκινα βαθυκόκκινος adj βαθυπράσινα βαθυπράσινος adj βαθυσκάφος βαθυσκάφος nom βαθυστόχαστα βαθυστόχαστος adj βαθυτυπία βαθυτυπία nom βαθυτυπίας βαθυτυπίας nom βαθύμετρο βαθύμετρο nom βαθύπλουτο βαθύπλουτος adj βαθύσκιωτα βαθύσκιωτος adj βαθύτητα βαθύτητα nom βαθύφωνα βαθύφωνος adj βακίλλων βακίλλων nom βακαλάο βακαλάος nom βακελίτη βακελίτης nom βακούφι βακούφι nom βακτήρια βακτήριο nom βακτηρίδια βακτηρίδιο nom βακτηρίες βακτηρία nom βακτηρίωση βακτηρίωση nom βακτηριαιμία βακτηριαιμία nom βακτηριακές βακτηριακές adj βακτηριακή βακτηριακή adj βακτηριακής βακτηριακής adj βακτηριακών βακτηριακών adj βακτηριδιακές βακτηριδιακές adj βακτηριδιακής βακτηριδιακής adj βακτηριοκτόνα βακτηριοκτόνος adj βακτηριολογικές βακτηριολογικός adj βακχεία βακχεία nom βακχικά βακχικά adv βακχικές βακχείος adj βαλάντια βαλάντιο nom βαλέ βαλές nom βαλίτσα βαλίτσα nom βαλανίδια βαλανίδι nom βαλανιδιές βαλανιδιά nom βαλβίδα βαλβίδα nom βαλβιδοπλαστική βαλβιδοπλαστική nom βαλεριάνα βαλεριάνα nom βαλιτσάκι βαλιτσάκι nom βαλκανικά βαλκανικός adj βαλκανιονίκη βαλκανιονίκης nom βαλλιστικές βαλλιστικός adj βαλς βαλς nom βαλσαμωμένα βαλσαμώνω ver βαλτή βαλτός adj βαλτικά βαλτικός adj βαλτοτόπια βαλτοτόπι nom βαλτόνερα βαλτόνερα nom βαλτότοπους βαλτότοπος nom βαμβάκι βαμβάκι nom βαμβακερά βαμβακερός adj βαμβακοκαλλιέργεια βαμβακοκαλλιέργεια nom βαμβακοφυτείες βαμβακοφυτεία nom βαμβακόσποροι βαμβακόσπορος nom βαμμένα βαμμένος adj βαμπίρ βαμπίρ nom βαν βαν nom βανίλια βανίλια nom βαναδίου βαναδίου nom βαναυσότητα βαναυσότητα nom βανδαλισμοί βανδαλισμός nom βαποράκι βαποράκι nom βαπτιστή βαπτιστής nom βαπτιστήρια βαπτιστήρια nom βαπτιστήριο βαπτιστήριο nom βαπτιστικό βαπτιστικός adj βαπόρι βαπόρι nom βαρέα βαρύς adj βαρέθηκα βαριέμαι ver βαρέλι βαρέλι nom βαρέως βαρέως adj βαρήκοους βαρήκοος adj βαρίδι βαρίδι nom βαρίου βάριο nom βαραίνουν βαραίνω ver βαρβάτα βαρβάτος adj βαρβακίνες βαρβακίνες nom βαρβαρικά βαρβαρικά adv βαρβαρικές βαρβαρικός adj βαρβαρισμούς βαρβαρισμός nom βαρβαροτήτων βαρβαρότητα nom βαρβαρόφωνοι βαρβαρόφωνος adj βαρβιτουρικά βαρβιτουρικό nom βαρδάρης βαρδάρης nom βαρεία βαρεία nom βαρειάς βαρειάς nom βαρελοποιία βαρελοποιία nom βαρελότα βαρελότο nom βαρεμάρα βαρεμάρα nom βαρετά βαρετά adv βαρετές βαρετός adj βαριά βαριά adv βαριεστιμάρα βαριεστιμάρα nom βαριετέ βαριετέ nom βαρκάδα βαρκάδα nom βαρκάκι βαρκάκι nom βαρκάρη βαρκάρης nom βαρκαρόλα βαρκαρόλα nom βαρκούλα βαρκούλα nom βαρομέτρου βαρόμετρο nom βαρομετρικά βαρομετρικός adj βαρονία βαρονία nom βαρούλκα βαρούλκο nom βαρυθυμία βαρυθυμία nom βαρυποινίτες βαρυποινίτης nom βαρυσήμαντα βαρυσήμαντα adv βαρυσήμαντες βαρυσήμαντος adj βαρυφορτωμένα βαρυφορτώνω ver βαρυχειμωνιά βαρυχειμωνιά nom βαρφαρίνης βαρφαρίνης nom βαρόνη βαρόνη nom βαρόνο βαρόνος nom βαρύγδουπα βαρύγδουπα adv βαρύγδουπες βαρύγδουπος adj βαρύθυμος βαρύθυμος adj βαρύτητάς βαρύτητα nom βαρύτιμα βαρύτιμος adj βαρύτονα βαρύτονος adj βασάλτη βασάλτης nom βασάνιζαν βασανίζω ver βασίλεια βασίλειο nom βασίλευαν βασιλεύω ver βασίλισσα βασίλισσα nom βασανάκι βασανάκι nom βασανισμοί βασανισμός nom βασανιστές βασανιστής nom βασανιστήρια βασανιστήριο nom βασανιστικά βασανιστικά adv βασανιστικές βασανιστικός adj βασεόφιλα βασεόφιλα ver βαση βαση nom βασιβουζούκων βασιβουζούκος nom βασιζόμενα βασιζόμενος adj βασικά βασικά adv βασικές βασικός adj βασιλέα βασιλέας|βασιλεύς nom βασιλέας βασιλέας nom βασιλέων βασιλεύς nom βασιλίσκοι βασιλίσκος nom βασιλεία βασιλεία nom βασιλιά βασιλιάς nom βασιλικά βασιλικά adv βασιλική βασιλικός adj βασιλοπούλα βασιλοπούλα nom βασιλοφρόνων βασιλόφρων adj βασιλόπιτα βασιλόπιτα nom βασιλόπουλο βασιλόπουλο nom βασιμότητα βασιμότητα nom βασκάνει βασκαίνω ver βασκανία βασκανία nom βασκικά βασκικός adj βαστάζει βαστάζω ver βαστάζοι βαστάζος nom βατ βατ nom βατά βατός adj βατήρα βατήρας nom βατίστα βατίστα nom βατράχι βατράχι nom βατραχάνθρωποι βατραχάνθρωπος nom βατραχοπόδαρα βατραχοπόδαρα adj βατόμουρα βατόμουρο nom βαυαρικά βαυαρικός adj βαυαροκρατία βαυαροκρατία nom βαυκαλίζονται βαυκαλίζω ver βαφέας βαφέας nom βαφές βαφή nom βαφεία βαφείο nom βαφική βαφικός adj βαφτισιμιά βαφτισιμιός adj βαφτιστήρι βαφτιστήρι nom ββ ββ nom βγάλσιμο βγάλσιμο nom βγαλμένα βγάζω|βγαίνω ver βδέλλα βδέλλα nom βδέλυγμα βδέλυγμα nom βδελυγμία βδελυγμία nom βδελυρά βδελυρός adj βδομάδα βδομάδα nom βδομαδιάτικο εβδομαδιάτικος adj βεβήλωσαν βεβηλώνω ver βεβήλωση βεβήλωση nom βεβαίωναν βεβαιώνω ver βεβαίωση βεβαίωση nom βεβαιούται βεβαιούμαι ver βεβαιωτικό βεβαιωτικός adj βεβαιότητα βεβαιότητα nom βεβαρημένα βεβαρημένος adj βεβιασμένα βεβιασμένα adv βεβιασμένες βεβιασμένος adj βεγγέρες βεγγέρα nom βεγγαλικά βεγγαλικό nom βεδικής βεδικός adj βεδουίνοι βεδουίνος nom βεζίρη βεζίρης nom βελάζει βελάζω ver βελάκια βελάκι nom βελανίδι βελανίδι nom βελανιδιά βελανιδιά nom βελγικά βελγικός adj βελονάκι βελονάκι nom βελονιά βελονιά nom βελονισμοί βελονισμός nom βελονών βελόνα nom βελουδένιες βελουδένιος adj βελούδα βελούδο nom βελτιωνόταν βελτιώνω ver βελτίωσή βελτίωση nom βελτιστοποίηση βελτιστοποίηση nom βελτιστοποιήσει βελτιστοποιώ ver βελτιωτικά βελτιωτικός adj βελόνι βελόνι nom βενετικά βενέτικος adj βενετοκρατίας βενετοκρατίας nom βενετσιάνικα βενετσιάνικος adj βενζίνες βενζίνα|βενζίνη nom βενζίνη βενζίνη nom βενζινάδικα βενζινάδικο nom βενζινοκίνητα βενζινοκίνητος adj βενζοδιαζεπίνες βενζοδιαζεπίνες nom βενζολίου βενζόλιο nom βεντάλια βεντάλια nom βεντέμα βεντέμα nom βεντέτα βεντέτα nom βεντετισμού βεντετισμός nom βεντούζα βεντούζα nom βεράντα βεράντα nom βερίκοκα βερίκοκο nom βερεσέ βερεσέ adv βερικοκιά βερικοκιά nom βερμούτ βερμούτ nom βερμπαλισμός βερμπαλισμός nom βερνίκι βερνίκι nom βερνίκωμα βερνίκωμα nom βεστιάρια βεστιάριο nom βετεράνο βετεράνος nom βηματίζει βηματίζω ver βηματισμού βηματισμός nom βηματοδότες βηματοδότης nom βημόθυρα βημόθυρο nom βηρύλλιο βηρύλλιο nom βιάση βιάση nom βιαίας βιαίας adj βιαιοπράγησαν βιαιοπραγώ ver βιαιοπραγία βιαιοπραγία nom βιαιοτήτων βιαιότητα nom βιασμοί βιασμός nom βιαστές βιαστής nom βιαστικά βιαστικά adv βιαστικές βιαστικός adj βιασύνες βιασύνη nom βιβλία βιβλίο nom βιβλιάρια βιβλιάριο nom βιβλιαράκι βιβλιαράκι nom βιβλικά βιβλικός adj βιβλιογραφία βιβλιογραφία nom βιβλιογραφικά βιβλιογραφικά adv βιβλιογραφικές βιβλιογραφικός adj βιβλιοδέτες βιβλιοδέτης nom βιβλιοδεσία βιβλιοδεσία nom βιβλιοδετείο βιβλιοδετείο nom βιβλιοδετική βιβλιοδετικός adj βιβλιοθηκών βιβλιοθήκη adj βιβλιοθηκάριο βιβλιοθηκάριος nom βιβλιοθηκονομία βιβλιοθηκονομία nom βιβλιοθηκονόμος βιβλιοθηκονόμος nom βιβλιοκρισία βιβλιοκρισία nom βιβλιοκριτικές βιβλιοκριτικός adj βιβλιομανία βιβλιομανία nom βιβλιοπωλεία βιβλιοπωλείο nom βιβλιοπωλών βιβλιοπώλης nom βιβλιοφάγος βιβλιοφάγος nom βιβλιοφιλία βιβλιοφιλία nom βιβλιοχαρτοπωλείον βιβλιοχαρτοπωλείο nom βιβλιόφιλοι βιβλιόφιλος adj βιγλάτορες βιγλάτορας nom βιδωμένα βιδώνω ver βιδωτά βιδωτός adj βιεννέζικα βιεννέζικος adj βιετναμέζικης βιετναμέζικος adj βιζόν βιζόν nom βικτοριανά βικτοριανός adj βιλαέτι βιλαέτι nom βιμπράτο βιμπράτο adv βιμπράφωνο βιμπράφωνο nom βινιέτα βινιέτα nom βιντεοκασέτα βιντεοκασέτα nom βιντεοκλάμπ βιντεοκλάμπ nom βιντεοκλίπ βιντεοκλίπ nom βιντεοσκοπήσεις βιντεοσκόπηση nom βιντεοταινία βιντεοταινία nom βινυλικά βινυλικός adj βινύλια βινύλιο nom βιο βιο nom βιοαισθητήρες βιοαισθητήρες nom βιοαποικοδομήσιμα βιοαποικοδομήσιμος adj βιοασφάλειας βιοασφάλειας nom βιογενετική βιογενετική nom βιογεωγραφικές βιογεωγραφικές adj βιογράφησε βιογραφώ ver βιογράφο βιογράφος nom βιογραφία βιογραφία nom βιογραφικά βιογραφικά adv βιογραφικές βιογραφικός adj βιοδιαθέσιμο βιοδιαθέσιμο nom βιοδιαθεσιμότητα βιοδιαθεσιμότητα nom βιοδιαθεσιμότητας βιοδιαθεσιμότητας nom βιοεπιστήμες βιοεπιστήμες nom βιοεπιστημών βιοεπιστημών nom βιοιατρική βιοιατρική adj βιοκινητικής βιοκινητικής adj βιοκτόνα βιοκτόνα nom βιολέτα βιολέτα nom βιολί βιολί nom βιολίστρια βιολίστρια nom βιολιστές βιολιστής nom βιολιτζή βιολιτζής nom βιολογία βιολογία nom βιολογικά βιολογικά adv βιολογικές βιολογικός adj βιολονίστα βιολονίστας nom βιολοντσέλα βιολοντσέλο nom βιολοντσελίστα βιολοντσελίστας nom βιολόγο βιολόγος nom βιομάζα βιομάζα nom βιομήχανο βιομήχανος nom βιομηχανία βιομηχανία nom βιομηχανικά βιομηχανικά adv βιομηχανικές βιομηχανικός adj βιομηχανοποίηση βιομηχανοποίηση nom βιομηχανοποιείται βιομηχανοποιώ ver βιομορίων βιομορίων nom βιομοριακής βιομοριακής adj βιονικές βιονική nom βιοπάλη βιοπάλη nom βιοπαλαιστές βιοπαλαιστής nom βιοπληροφορική βιοπληροφορική adj βιοπληροφορικής βιοπληροφορικής adj βιοποικιλία βιοποικιλία nom βιοποικιλότητα βιοποικιλότητα nom βιοπολιτική βιοπολιτική nom βιοπολιτικής βιοπολιτικής nom βιοπορισμού βιοπορισμός nom βιοποριστικά βιοποριστικά adv βιοποριστικές βιοποριστικός adj βιοσυσσωρεύονται βιοσυσσωρεύονται ver βιοσύνθεση βιοσύνθεση nom βιοτέχνες βιοτέχνης nom βιοτεχνία βιοτεχνία nom βιοτεχνικά βιοτεχνικά adv βιοτεχνικές βιοτεχνικός adj βιοτεχνολογία βιοτεχνολογία nom βιοτεχνολογικά βιοτεχνολογικός adj βιοτικά βιοτικός adj βιοτοξίνες βιοτοξίνες nom βιοτοξινών βιοτοξινών adj βιοτρομοκρατία βιοτρομοκρατία nom βιοτόπου βιότοπος nom βιου βιου nom βιοφυσικές βιοφυσική nom βιοχημεία βιοχημεία nom βιοχημικά βιοχημικός adj βιοψία βιοψία nom βιρτουόζο βιρτουόζος nom βιταλισμός βιταλισμός nom βιταμίνες βιταμίνη nom βιτρίνα βιτρίνα nom βιτριόλι βιτριόλι nom βιωματικά βιωματικά adv βιωσιμότητα βιωσιμότητα nom βιωτικό βιωτικό adj βιόλα βιόλα nom βιόσφαιρα βιόσφαιρα nom βιώσιμα βιώσιμος adj βλ βλ nom βλάβες βλάβη nom βλάκα βλάκας nom βλάμηδες βλάμης nom βλάμισσα βλάμισσα nom βλάστησαν βλασταίνω ver βλάστηση βλάστηση nom βλάσφημα βλάσφημος adj βλάχα βλάχα nom βλάχικα βλάχικος adj βλάχο βλάχος nom βλέμμα βλέμμα nom βλέννα βλέννα nom βλέφαρα βλέφαρο nom βλέψεις βλέψη nom βλήμα βλήμα nom βλήτο βλίτον nom βλαβερά βλαβερός adj βλαβερότητα βλαβερότητα nom βλακέντιοι βλακέντιος nom βλακεία βλακεία nom βλακωδώς βλακωδώς adv βλακόμουτρο βλακόμουτρο nom βλακώδεις βλακώδης adj βλαμμένα βλαμμένος adj βλαπτικά βλαπτικά adv βλαπτικές βλαπτικός adj βλαστάρι βλαστάρι nom βλαστήμησα βλαστημάω ver βλαστήμια βλαστήμια nom βλαστικά βλαστικός adj βλαστοί βλαστός nom βλαστοκυττάρων βλαστοκυττάρων num βλαστοκύτταρα βλαστοκύτταρα adj βλαστών βλάστη nom βλασφημία βλασφημία nom βλασφημεί βλασφημώ ver βλατίδα βλατίδα nom βλαχοδήμαρχος βλαχοδήμαρχος nom βλαχοχώρια βλαχοχώρι nom βλεννογονικού βλεννογονικού adj βλεννογόνο βλεννογόνος adj βλεννώδη βλεννώδης adj βλεφαρίδα βλεφαρίδα nom βλητικά βλητικός adj βλογιοκομμένη βλογιοκομμένος adj βλοσυρά βλοσυρός adj βλωμού βλωμός nom βοή βοή nom βοήθα βοηθώ ver βοήθειά βοήθεια nom βοήθημα βοήθημα nom βογκητά βογκητό nom βοδινού βοδινός adj βοδιού βόδι nom βοείου βόειος adj βοεβοδάτα βοεβοδάτα nom βοεβόδα βοεβόδας nom βοηθείας βοηθεία nom βοηθητικά βοηθητικά adv βοηθητικές βοηθητικός adj βοηθοί βοηθός nom βοηθούμενα βοηθούμενος adj βοημικής βοημικός adj βοιωτικά βοιωτικός adj βολάν βολάν nom βολέματα βόλεμα nom βολές βολή nom βολέψει βολεύω ver βολίδα βολίδα nom βολβοί βολβός nom βολιδοσκοπήθηκε βολιδοσκοπώ ver βολιδοσκοπήσεις βολιδοσκόπηση nom βολικά βολικά adv βολικές βολικός adj βολοδέρνει βολοδέρνω ver βολονταρισμό βολονταρισμός nom βολτ βολτ nom βολφράμιο βολφράμιο nom βομβάρδιζαν βομβαρδίζω ver βομβαρδισμοί βομβαρδισμός nom βομβαρδιστικά βομβαρδιστικός adj βομβητές βομβητής nom βομβιστές βομβιστής nom βομβιστικές βομβιστικός adj βομβύκιο βομβύκιο nom βομβών βόμβα nom βοναπαρτισμού βοναπαρτισμός nom βοοειδή βοοειδής adj βορά βορά nom βορείου βόρειος adj βορείως βόρεια adv βορειανατολικού βορειανατολικού adj βορεινό βορεινό adj βορειοαμερικανικός βορειοαμερικανικός adj βορειοανατολικά βορειοανατολικά adv βορειοανατολικές βορειοανατολικός adj βορειοατλαντική βορειοατλαντικός adj βορειοδυτικά βορειοδυτικά adv βορειοδυτικές βορειοδυτικός adj βορειοελλαδικές βορειοελλαδικός adj βορειοηπειρωτικά βορειοηπειρωτικός adj βοριά βοριάς nom βορινά βορινά adv βορινή βορινός adj βορρά βορράς nom βοσκές βοσκή nom βοσκήσει βοσκάω|βόσκω ver βοσκήσουν βοσκώ ver βοσκό βοσκός adj βοσκοπούλα βοσκοπούλα nom βοσκοτόπια βοσκοτόπι nom βοσκοτόπου βοσκότοπος nom βοσκόπουλο βοσκόπουλο nom βοσνιάδου βοσνιάδου nom βοσνιακά βοσνιακός adj βοστρυχωτά βοστρυχωτός adj βοστρύχους βόστρυχος nom βοτάνι βοτάνι nom βοτάνου βότανο nom βοτανική βοτανικός adj βοτανολογία βοτανολογία nom βοτανολογική βοτανολογικός adj βοτανολόγοι βοτανολόγος nom βοτσάλων βότσαλο nom βοτσαλωτή βοτσαλωτή nom βουή βουή nom βουίζει βουίζω ver βουβά βουβά adv βουβάθηκε βουβαίνω ver βουβάλι βουβάλι nom βουβάλου βούβαλος nom βουβές βουβός adj βουβωνική βουβωνικός adj βουβώνες βουβώνας nom βουδισμού βουδισμός nom βουδιστές βουδιστής nom βουδιστικά βουδιστικός adj βουητό βουητό nom βουκέντρα βουκέντρα nom βουκαμβίλια βουκαμβίλια nom βουκαμβίλιες βουκαμβίλιες num βουκολικά βουκολικά adv βουκολικές βουκολικός adj βουλές βουλή nom βουλήσεις βούληση nom βουλγάρικα βουλγάρικος adj βουλεβάρτα βουλεβάρτο nom βουλευμάτων βούλευμα nom βουλευτές βουλευτής nom βουλευτήρια βουλευτήριο nom βουλευτίνα βουλευτίνα nom βουλευτικά βουλευτικός adj βουλεύτρια βουλεύτρια nom βουλησιαρχία βουλησιαρχία nom βουλιάζει βουλιάζω ver βουλιμία βουλιμία nom βουλκανιζατέρ βουλκανιζατέρ nom βουλκανισμού βουλκανισμός nom βουλοκέρι βουλοκέρι nom βουλωμένη βουλώνω ver βουλώματα βούλωμα nom βουνά βουνό nom βουνίσια βουνίσιος adj βουναλάκι βουναλάκι nom βουνοκορφές βουνοκορφή nom βουνοπλαγιά βουνοπλαγιά nom βουρδουλιές βουρδουλιά nom βουρκωμένα βουρκώνω ver βουρτσίζει βουρτσίζω ver βουστάσια βουστάσιο nom βουστροφηδόν βουστροφηδόν adv βουτά βουτάω ver βουτάνιο βουτάνιο nom βουτήματα βούτημα nom βουτανόλη βουτανόλη nom βουτηχτής βουτηχτής nom βουτιά βουτιά nom βουτυλιωμένο βουτυλιωμένο ver βουτυρικού βουτυρικός adj βουτύρου βούτυρο nom βούισμα βούισμα nom βούκινο βούκινο nom βούλα βούλα nom βούλγαρους βούλγαρους nom βούλεται βούλομαι ver βούνευρα βούνευρο nom βούνο βούνο nom βούρδουλα βούρδουλας nom βούρκο βούρκος nom βούρλα βούρλα nom βούρλο βούρλο nom βούρτσα βούρτσα nom βούρτσισμα βούρτσισμα nom βούτηγμα βούτηγμα nom βράβευε βραβεύω ver βράβευση βράβευση nom βράγχια βράγχια nom βράδια βράδυ nom βράδιασε βραδιάζει ver βράζεται βράζεται ver βράζονται βράζονται ver βράκα βράκα nom βράκτια βράκτιο nom βράση βράση nom βράσιμο βράσιμο nom βράχε βράχος nom βράχνιασμα βράχνιασμα nom βράχυνση βράχυνση nom βρέξιμο βρέξιμο nom βρέφη βρέφος nom βρίσιμο βρίσιμο nom βραβεία βραβείο nom βραγιά βραγιά nom βραδάκι βραδάκι nom βραδέων βραδύς adj βραδέως βραδέως adv βραδιάς βραδιά nom βραδιάτικα βραδιάτικα adv βραδινά βραδινός adj βραδυκίνητα βραδυκίνητος adj βραδυκαρδία βραδυκαρδία nom βραδυπορία βραδυπορία nom βραδυφλεγή βραδυφλεγής adj βραδύγλωσσος βραδύγλωσσος adj βραδύκαυστο βραδύκαυστος adj βραδύνει βραδύνω ver βραδύτητα βραδύτητα nom βραζιλιάνικα βραζιλιάνικος|βραζιλιάνος adj βραζιλιάνο βραζιλιάνος adj βραζιλιανή βραζιλιανός adj βρακί βρακί nom βρακοφόρος βρακοφόρος nom βρασμού βρασμός nom βραστά βραστός adj βραστήρα βραστήρας nom βραχάκια βραχάκι nom βραχέα βραχύς adj βραχίονα βραχίονας nom βραχιόλι βραχιόλι nom βραχμάνων βραχμάνος nom βραχμανικά βραχμανικός adj βραχνά βραχνός adj βραχνάδα βραχνάδα nom βραχνάς βραχνάς nom βραχογραφήματα βραχογραφήματα nom βραχογραφίες βραχογραφία nom βραχοκιρκίνεζα βραχοκιρκίνεζα nom βραχονησίδα βραχονησίδα nom βραχυγραφίες βραχυγραφία nom βραχυκυκλωμάτων βραχυκύκλωμα nom βραχυλογία βραχυλογία nom βραχυπρόθεσμα βραχυπρόθεσμα adv βραχυπρόθεσμες βραχυπρόθεσμος adj βραχυχρόνια βραχυχρόνιος adj βραχωδών βραχώδης adj βραχύβια βραχύβιος adj βραχύνονται βραχύνω ver βραχύσωμος βραχύσωμος adj βραχύτητα βραχύτητα nom βραχύχρονη βραχύχρονος adj βρεί βρεί ver βρετανικά βρετανικός adj βρεφικά βρεφικός adj βρεφοκομεία βρεφοκομείο nom βρεφοκτονία βρεφοκτονία nom βρεφονηπιακοί βρεφονηπιακός adj βρικολάκων βρικόλακας nom βρισίδια βρισίδι nom βρισιά βρισιά nom βρισκόμενο βρισκόμενο adj βρογχίτιδα βρογχίτιδα nom βρογχικού βρογχικός adj βρογχιολίτιδα βρογχιολίτιδα nom βρογχοπνευμονία βρογχοπνευμονία nom βρογχοσκοπίου βρογχοσκόπιο nom βρογχοσκόπηση βρογχοσκόπηση nom βρογχόσπασμος βρογχόσπασμος nom βρομιά βρομιά nom βροντά βροντά|βροντάω ver βροντάει βροντάω ver βροντές βροντή nom βροντερά βροντερός adj βροντόσαυρος βροντόσαυρος nom βροντόφωνο βροντόφωνος adj βροντώδη βροντώδης adj βρουκέλλωση βρουκέλλωση nom βρουκέλλωσης βρουκέλλωσης nom βροχές βροχή nom βροχερά βροχερός adj βροχηδόν βροχηδόν adv βροχοπτώσεις βροχόπτωση nom βροχόμετρα βροχόμετρο nom βρούβα βρούβα nom βρυσούλα βρυσούλα nom βρυσών βρύση nom βρυχήθηκε βρυχιέμαι ver βρυχηθμού βρυχηθμός nom βρωμάει βρωμάω ver βρωμίου βρώμιο nom βρωμικά βρωμικά adj βρόγχο βρόγχος nom βρόμα βρόμα nom βρόμικα βρόμικα adv βρόμικη βρόμικος adj βρόντο βρόντος nom βρόχια βρόχι nom βρόχινα βρόχινος adj βρόχο βρόχος nom βρύα βρύο nom βρώμα βρώμα nom βρώμη βρώμη nom βρώση βρώση nom βρώσιμα βρώσιμος adj βυζί βυζί nom βυζαίνει βυζαίνω ver βυζαντινά βυζαντινός adj βυζαντινισμού βυζαντινισμός nom βυζαντινολογία βυζαντινολογία nom βυζαντινολογικές βυζαντινολογικός adj βυζαντινολόγο βυζαντινολόγος nom βυθίζει βυθίζω ver βυθίσεις βύθιση nom βυθισμάτων βύθισμα nom βυθοί βυθός nom βυθομετρήσεις βυθομέτρηση nom βυρσοδέψη βυρσοδέψης nom βυρσοδεψία βυρσοδεψία nom βυρσοδεψεία βυρσοδεψείο nom βυσμάτων βύσμα nom βυσσινάδα βυσσινάδα nom βυσσινί βυσσινής adj βυσσινιές βυσσινιά nom βυτία βυτίο nom βυτιοφόρα βυτιοφόρος nom βωβές βωβός adj βωμοί βωμός nom βωμολοχία βωμολοχία nom βωμολοχεί βωμολοχώ ver βωμολοχικά βωμολοχικός adj βωμολόχος βωμολόχος nom βωξίτη βωξίτης nom βόα βόας nom βόθρο βόθρος nom βόλι βόλι nom βόλλευ βόλλευ nom βόλοι βόλος nom βόλτα βόλτα nom βόλτο βόλτο adj βόμβο βόμβος nom βόρβορο βόρβορος nom βόριο βόριο nom βόσκηση βόσκηση nom βόσνιους βόσνιους nom βότκα βότκα nom βύνη βύνη nom βύσσινα βύσσινος adj βώλο βώλος nom γ γ nom γάβγισμα γάβγισμα nom γάγγλια γάγγλιο nom γάγγραινα γάγγραινα nom γάζα γάζα nom γάζωσαν γαζώνω ver γάιδαρο γάιδαρος nom γάλα γάλα nom γάλλο γάλλος nom γάλλου γάλλου adv γάμα γάμα nom γάμμα γάμμα nom γάμο γάμος nom γάμπα γάμπα nom γάντζο γάντζος nom γάντι γάντι nom γάργαρα γάργαρος adj γάρο γάρος nom γάστρα γάστρα nom γάτα γάτα nom γάτο γάτος nom γέλα γελάω ver γέλια γέλιο nom γέλωτα γέλωτας nom γέμιζαν γεμίζω ver γέμιση γέμιση nom γέμισμα γέμισμα nom γένει γένει nom γένεση γένεση nom γένη γένος nom γένι γένι nom γέννα γέννα nom γέννημα γέννημα nom γέννησή γέννηση nom γέννησα γεννάω ver γερασμένων γερνάω adj γέρικα γέρικος adj γέρμα γέρμα nom γέρο γέρος nom γέροντα γέρων nom γέροντας γέροντας nom γέροντες γέροντας|γέρων nom γέφυρα γέφυρα nom γήινα γήινος adj γήπεδα γήπεδο nom γήρανση γήρανση nom γήρας γήρας nom γής γής nom γίγαντα γίγαντας nom γίγνεσθαι γίγνεσθαι nom γίδα γίδα nom γίδια γίδι nom γίνοντα γίνοντα ver γα γα nom γαία γαία nom γαβάθα γαβάθα nom γαβγίζει γαβγίζω ver γαβριά γαβριάς nom γαελικά γαελικά adv γαελική γαελική adj γαζέλα γαζέλα nom γαζί γαζί nom γαι γαι ver γαιάνθρακες γαιάνθρακας nom γαιοκτήμονα γαιοκτήμονας nom γαιοκτησία γαιοκτησία nom γαιώδεις γαιώδης adj γαλάζιου γαλάζιος adj γαλάκτωμα γαλάκτωμα nom γαλέο γαλέος nom γαλέρα γαλέρα nom γαλέτα γαλέτα nom γαλή γαλή nom γαλήνη γαλήνη nom γαλήνια γαλήνια adv γαλήνιας γαλήνιος adj γαλαζοαίματη γαλαζοαίματος adj γαλαζωπά γαλαζωπός adj γαλαζόπετρα γαλαζόπετρα nom γαλακτερό γαλακτερός adj γαλακτικά γαλακτικός adj γαλακτοβιομηχανία γαλακτοβιομηχανία nom γαλακτοκομία γαλακτοκομία nom γαλακτοκομεία γαλακτοκομείο nom γαλακτοκομικά γαλακτοκομικός adj γαλακτομπούρεκο γαλακτομπούρεκο nom γαλακτοπαραγωγή γαλακτοπαραγωγή nom γαλακτοπαραγωγού γαλακτοπαραγωγός adj γαλακτοπωλεία γαλακτοπωλείο nom γαλακτοπώλης γαλακτοπώλης nom γαλακτοφόρους γαλακτοφόρος adj γαλακτωματοποιητές γαλακτωματοποιητές nom γαλακτώδες γαλακτώδης adj γαλανά γαλανός adj γαλανομάτα γαλανομάτης adj γαλαντόμος γαλαντόμος nom γαλανόλευκα γαλανόλευκος adj γαλαξία γαλαξίας nom γαλαξιακά γαλαξιακός adj γαλαξιδιώτικου γαλαξιδιώτικου adj γαλαρία γαλαρία nom γαλατά γαλατάς nom γαλατικές γαλατικός adj γαλατόπιτα γαλατόπιτα nom γαλβανίζει γαλβανίζω ver γαληνέψει γαληνεύω ver γαλιάς γαλιάς nom γαλικιανά γαλικιανά nom γαλικιανή γαλικιανή adj γαλλίδα γαλλίδα nom γαλλικά γαλλικός adj γαλλιστί γαλλιστί adv γαλλομαθής γαλλομαθής adj γαλλόφιλο γαλλόφιλος adj γαλλόφωνων γαλλόφωνος nom γαλονιού γαλόνι nom γαλοπούλα γαλοπούλα nom γαλουχήθηκαν γαλουχώ ver γαλουχία γαλουχία nom γαλότσες γαλότσα nom γαμήλια γαμήλιος adj γαμήσου γαμάω ver γαμβρού γαμβρός nom γαμπρέ γαμπρός nom γαμψά γαμψός adj γαντζωμένο γαντζώνω ver γανωματής γανωματής nom γαρίδα γαρίδα nom γαρίφαλα γαρίφαλο nom γαργάλα γαργαλώ ver γαργάλημα γαργάλημα nom γαργάρα γαργάρα nom γαργαλιστικές γαργαλιστικός adj γαρδένια γαρδένια nom γαριδάκια γαριδάκι nom γαριφαλιά γαριφαλιά nom γαρνιτούρα γαρνιτούρα nom γαστέρα γαστήρ nom γαστέρας γαστέρας nom γαστερόποδα γαστερόποδο nom γαστρίτιδα γαστρίτιδα nom γαστρεντερίτιδα γαστρεντερίτιδα nom γαστρεντερικά γαστρεντερικός adj γαστρικά γαστρικός adj γαστριμαργία γαστριμαργία nom γαστρονομία γαστρονομία nom γαστρονομικά γαστρονομικός adj γαστρορραγία γαστρορραγία nom γαστροστομίας γαστροστομίας nom γατί γατί nom γατίσια γατίσιος adj γαύρο γαύρος nom γβ γβ nom γγ γγ nom γδάρσιμο γδάρσιμο nom γδούπο γδούπος nom γδύσιμο γδύσιμο nom γείσα γείσο nom γείτονές γείτονας nom γείωση γείωση nom γεγονός γεγονός nom γειτνίασής γειτνίαση nom γειτνιάζει γειτνιάζω ver γειτνιάζουσες γειτνιάζουσες adj γειτονίας γειτονία nom γειτονεύει γειτονεύω ver γειτονιά γειτονιά nom γειτονικά γειτονικά adv γειτονικές γειτονικός adj γειτονοπούλα γειτονοπούλα nom γειτονόπουλα γειτονόπουλο nom γειτόνισσα γειτόνισσα nom γειωμένο γειωμένο ver γελάδα γελάδα nom γελάδια γελάδι nom γελέκο γελέκο nom γελαδάρη γελαδάρης nom γελασμένος γελασμένος adj γελαστά γελαστός adj γελιέσαι γελάω|γελιέμαι ver γελοία γελοία adv γελοίας γελοίος adj γελοιογράφο γελοιογράφος nom γελοιογραφία γελοιογραφία nom γελοιογραφεί γελοιογραφώ ver γελοιογραφικά γελοιογραφικά adv γελοιογραφικές γελοιογραφικός adj γελοιοποίησαν γελοιοποιώ ver γελοιοποίηση γελοιοποίηση nom γελοιοτήτων γελοιότητα nom γελωτοποιοί γελωτοποιός nom γεμάτα γεμάτος adj γεμίζονται γεμίζονται ver γεμιστά γεμιστός adj γεμιστήρα γεμιστήρας nom γεμιστής γεμιστής nom γεν γεν nom γενάρχες γενάρχης nom γενέθλια γενέθλιος adj γενέτειρά γενέτειρα nom γενίκευσαν γενικεύω ver γενίκευση γενίκευση nom γενίτσαρο γενίτσαρος nom γενεά γενεά nom γενεαλογία γενεαλογία nom γενεαλογικά γενεαλογικός adj γενεθλίων γενέθλια nom γενειάδα γενειάδα nom γενειοφόρα γενειοφόρος adj γενεσιουργού γενεσιουργός adj γενετής γενετή nom γενετήσια γενετήσιος adj γενετικά γενετικά adv γενετικές γενετικός adj γενετικώς γενετικώς adv γενετιστές γενετιστής nom γενιά γενιά nom γενικά γενικά adv γενικάς γενικάς nom γενικές γενικός adj γενικολογίες γενικολογία nom γενικοτήτων γενικότητα nom γενικόλογα γενικόλογος adj γενικώτερη γενικώτερη adj γεννέθλια γεννέθλια nom γεννέτειρά γεννέτειρά nom γεννήτορα γεννήτορας nom γεννήτρια γεννήτρια nom γενναία γενναία adv γενναίαν γενναίος adj γενναιοδωρία γενναιοδωρία nom γενναιοφροσύνη γενναιοφροσύνη nom γενναιοψυχία γενναιοψυχία nom γενναιόδωρα γενναιόδωρα adv γενναιόδωρες γενναιόδωρος adj γενναιότητά γενναιότητα nom γενναιόψυχος γενναιόψυχος adj γεννηθέντα γεννηθείς adj γεννησιμιού γεννησιμιό nom γεννητικά γεννητικός adj γεννητικότητα γεννητικότητα nom γεννητούρια γεννητούρια nom γεννοβολούν γεννοβολάω ver γεννοφάσκια γεννοφάσκι nom γενοβέζικη γενοβέζικος adj γενοκτονία γενοκτονία nom γενομένη γενόμενος adj γενομική γενομική adj γενονός γενονός nom γενωμικής γενωμικής nom γερά γερά adv γεράκι γεράκι nom γεράματα γεράματα nom γεράνι γεράνι nom γερές γερός adj γερακάρηδες γερακάρης nom γερακίνας γερακίνα nom γερανοί γερανός nom γεραρή γεραρός adj γερατειά γερατειά nom γερμανικά γερμανικός adj γερμανοί γερμανοί nom γερμανομαθής γερμανομαθής adj γερμανού γερμανού adj γερμανό γερμανό adj γερμανόφιλη γερμανόφιλος adj γερμανόφωνα γερμανόφωνος adj γεροδεμένα γεροδεμένος adj γεροντάκι γεροντάκι nom γεροντάκος γεροντάκος nom γεροντικά γεροντικός adj γεροντοκρατία γεροντοκρατία nom γεροντοκόρες γεροντοκόρη nom γεροντολογίας γεροντολογία nom γεροντοπαλίκαρα γεροντοπαλίκαρο nom γερουσία γερουσία nom γερουσιαστές γερουσιαστής nom γερουσιαστική γερουσιαστικός adj γερτούς γερτός adj γερόλυκοι γερόλυκος nom γερόντια γερόντιο nom γερόντισσα γερόντισσα nom γευθεί γεύομαι ver γευμάτιζαν γευματίζω ver γευμάτων γεύμα nom γευστικά γευστικά adv γευστικές γευστικός adj γευστικότητα γευστικότητα nom γεφυράκι γεφυράκι nom γεφυριού γεφύρι nom γεφυροποιία γεφυροποιία nom γεφυροποιός γεφυροποιός nom γεφυρωθεί γεφυρώνω ver γεφύρωμα γεφύρωμα nom γεφύρωση γεφύρωση nom γεωγράφο γεωγράφος nom γεωγραφία γεωγραφία nom γεωγραφικά γεωγραφικός adj γεωγραφικώς γεωγραφικώς adv γεωδαισία γεωδαισία nom γεωδυναμική γεωδυναμικός adj γεωεπιστημών γεωεπιστημών nom γεωθερμία γεωθερμία nom γεωθερμικά γεωθερμικός adj γεωκεντρική γεωκεντρικός adj γεωλογία γεωλογία nom γεωλογικά γεωλογικός adj γεωλόγο γεωλόγος nom γεωμέτρες γεωμέτρης nom γεωμήλων γεώμηλο nom γεωμαγνητική γεωμαγνητικός adj γεωμετρία γεωμετρία nom γεωμετρικά γεωμετρικός adj γεωμορφολογία γεωμορφολογία nom γεωμορφολογικό γεωμορφολογικό adj γεωοικονομία γεωοικονομία nom γεωπολιτικά γεωπολιτικός adj γεωπονία γεωπονία nom γεωπονικές γεωπονικός adj γεωπόνο γεωπόνος nom γεωργία γεωργία nom γεωργικά γεωργικός adj γεωργοί γεωργός nom γεωργοκτηνοτροφικές γεωργοκτηνοτροφικός adj γεωστατική γεωστατική nom γεωτεκτονική γεωτεκτονική nom γεωτεχνικά γεωτεχνικός adj γεωτρήσεις γεώτρηση nom γεωτρύπανα γεωτρύπανο nom γεωφυσικά γεωφυσικός adj γεωχημικές γεωχημικός adj γεύσεις γεύση nom γη γη nom γηγενές γηγενής adj γηπεδούχο γηπεδούχος adj γηράσκει γηράσκω ver γηραιά γηραιός adj γηρατειά γηρατειά nom γηριατρική γηριατρικός adj γηροκομεία γηροκομείο nom γητά γητά nom γητευτές γητευτής nom γι γι pre γιά γιά nom γιάνει γιαίνω ver γιάνκηδες γιάνκης nom γιάρδα γιάρδα nom γιάτρευαν γιατρεύω ver γιάφκα γιάφκα nom για για pre γιαγιά γιαγιά nom γιακά γιακάς nom γιαλού γιαλός nom γιαουρτιού γιαούρτι nom γιαούρτη γιαούρτη nom γιαπί γιαπί nom γιαπράκια γιαπράκι nom γιαπωνέζικα γιαπωνέζικος adj γιασεμί γιασεμί nom γιατί γιατί con γιαταγάνι γιαταγάνι nom γιατρέ γιατρός nom γιατρίνα γιατρίνα nom γιατρειά γιατρειά nom γιατρικά γιατρικό nom γιατροσόφι γιατροσόφι nom γιαχνί γιαχνί nom γιγάντια γιγάντιος adj γιγάντωσε γιγαντώνω ver γιγαντιαία γιγαντιαίος adj γιγαντισμού γιγαντισμός nom γιγαντοαφίσα γιγαντοαφίσα nom γιγαντομαχία γιγαντομαχία nom γιγαντοοθόνες γιγαντοοθόνη nom γιγαντόσωμες γιγαντόσωμος adj γιδοβοσκοί γιδοβοσκός nom γιδοπροβάτων γιδοπρόβατα nom γιλέκα γιλέκο nom γινάτι γινάτι nom γινομένου γινόμενο nom γινόμενος γινόμενος adj γινότανε γίνεται|γίνομαι ver γιο γιος nom γιοί γιός nom γιομάτο γιομάτος adj γιορντάνι γιορντάνι nom γιορτάζει γιορτάζω ver γιορτές γιορτή nom γιορτασμοί γιορτασμός nom γιορταστικά εορταστικός adj γιορτινά γιορτινά adv γιορτινές γιορτινός adj γιουβέτσι γιουβέτσι nom γιουβαρλάκια γιουβαρλάκι nom γιουγκοσλάβικα γιουγκοσλαβικός adj γιουρούσι γιουρούσι nom γιουσουρούμ γιουσουρούμ nom γιουχάιζαν γιουχαΐζω ver γιουχάρει γιουχάρω ver γιοφύρι γιοφύρι nom γιούρια γιούρια nom γιούς γιούς adj γιούσουρι γιούσουρι nom γιούτας γιούτας nom γιρλάντα γιρλάντα nom γις γις nom γιό γιό nom γιόγκα γιόγκα nom γιόκα γιόκας nom γιόμα γιόμα nom γιότ γιότ nom γιώτα γιώτα nom γκάζι γκάζι nom γκάιντα γκάιντα nom γκάλοπ γκάλοπ nom γκάμα γκάμα nom γκάνγκστερ γκάνγκστερ nom γκάρισμα γκάρισμα nom γκάφα γκάφα nom γκέισα γκέισα nom γκέλα γκέλα nom γκέμια γκέμι nom γκέτες γκέτα nom γκέτο γκέτο nom γκαγκστερική γκαγκστερικός adj γκαζόζα γκαζόζα nom γκαζόν γκαζόν nom γκαλερί γκαλερί nom γκαλερίστα γκαλερίστας nom γκαμήλα γκαμήλα nom γκανιάν γκανιάν adj γκανιότα γκανιότα nom γκαντέμης γκαντέμης adj γκαντεμιά γκαντεμιά nom γκαράζ γκαράζ nom γκαρνταρόμπα γκαρνταρόμπα nom γκαρσονιέρα γκαρσονιέρα nom γκαρσόν γκαρσόν nom γκαρσόνι γκαρσόνι nom γκαφατζή γκαφατζής nom γκαφατζού γκαφατζού nom γκελ γκελ nom γκιαούρ γκιαούρ nom γκιαούρηδες γκιαούρης nom γκιλοτίνα γκιλοτίνα nom γκισέ γκισέ nom γκιώνης γκιώνης nom γκλάβα γκλάβα nom γκλίτσα γκλίτσα nom γκλαβανή γκλαβανή nom γκλοπ γκλοπ nom γκολ γκολ nom γκολκίπερ γκολκίπερ nom γκολτζή γκολτζής nom γκολφ γκολφ nom γκορτσιές γκορτσιά nom γκουβερνάντα γκουβερνάντα nom γκοφρέ γκοφρέ adj γκοφρέτα γκοφρέτα nom γκράδες γκράς nom γκράφιτι γκράφιτι nom γκρέιπφρουτ γκρέιπφρουτ nom γκρέκα γκρέκα nom γκρέμιζαν γκρεμίζω ver γκρέμισμα γκρέμισμα nom γκρίζα γκρίζος adj γκρίνια γκρίνια nom γκρίνιαζε γκρινιάζω ver γκρα γκρα nom γκραβούρα γκραβούρα nom γκρεμοί γκρεμός nom γκρι γκρι adj γκριζοπράσινα γκριζοπράσινος adj γκριζωπά γκριζωπός adj γκριμάτσα γκριμάτσα nom γκρινιάρα γκρινιάρης adj γκρο γκρο nom γκροτέσκα γκροτέσκο nom γκρουμ γκρουμ nom γκρουπ γκρουπ nom γκρουπούσκουλα γκρουπούσκουλο nom γκόμενα γκόμενα|γκόμενος nom γλάρο γλάρος nom γλάστρα γλάστρα nom γλέντησαν γλεντάω ver γλέντι γλέντι nom γλήγορα γρήγορα adv γλίστρα γλίστρα nom γλίστρημα γλίστρημα nom γλίστρησα γλιστράω ver γλίτσα γλίτσα nom γλίτωναν γλιτώνω ver γλαδιόλες γλαδιόλα nom γλαρόνι γλαρόνι nom γλαυκή γλαυκός adj γλαυκώματος γλαύκωμα nom γλαφυρά γλαφυρά adv γλαφυρές γλαφυρός adj γλαφυρότητα γλαφυρότητα nom γλαύκα γλαύκα nom γλείψιμο γλείψιμο nom γλειφιτζούρι γλειφιτζούρι nom γλεντζέ γλεντζές nom γλεντοκοπούν γλεντοκοπάω ver γλεντοκόποι γλεντοκόπος nom γλεύκος γλεύκος nom γλιβενκλαμίδη γλιβενκλαμίδη nom γλιστερά γλιστερός adj γλοιώδη γλοιώδης adj γλουταμινικού γλουταμινικός adj γλουτοί γλουτός nom γλυκά γλυκά adv γλυκάδα γλυκάδα nom γλυκάδια γλυκάδι nom γλυκάνει γλυκαίνω ver γλυκέ γλυκός adj γλυκίσματα γλύκισμα nom γλυκαγόνη γλυκαγόνη nom γλυκαγόνης γλυκαγόνης nom γλυκαιμία γλυκαιμία nom γλυκαιμικό γλυκαιμικό adj γλυκαιμικός γλυκαιμικός adj γλυκανάλατη γλυκανάλατος adj γλυκαντικά γλυκαντικός adj γλυκασμός γλυκασμός nom γλυκερή γλυκερός adj γλυκερίνη γλυκερίνη nom γλυκερόλη γλυκερόλη nom γλυκογόνο γλυκογόνο nom γλυκοζαμινογλυκάνες γλυκοζαμινογλυκάνες nom γλυκοζουρία γλυκοζουρία nom γλυκοζυλιωμένη γλυκοζυλιωμένη ver γλυκοζυλιωμένης γλυκοζυλιωμένης ver γλυκοκοιτάζει γλυκοκοιτάζω ver γλυκοκορτικοειδή γλυκοκορτικοειδή nom γλυκομίλητος γλυκομίλητος adj γλυκοπατάτα γλυκοπατάτα nom γλυκοφιλούσα γλυκοφιλώ ver γλυκοχάραμα γλυκοχάραμα nom γλυκούλη γλυκούλης adj γλυκόζη γλυκόζη nom γλυκόλη γλυκόλη nom γλυκόλης γλυκόλης nom γλυκόλογα γλυκόλογο nom γλυκόπικρη γλυκόπικρος adj γλυκόριζα γλυκόριζα nom γλυκύτητα γλυκύτητα nom γλυπτό γλυπτός adj γλυπτικά γλυπτικός adj γλυπτικής γλυπτική nom γλυπτοθήκη γλυπτοθήκη nom γλυφό γλυφός adj γλωσσάρι γλωσσάρι nom γλωσσάρια γλωσσάριο nom γλωσσίδι γλωσσίδι nom γλωσσαμυντόρων γλωσσαμύντωρ nom γλωσσικά γλωσσικά adv γλωσσικές γλωσσικός adj γλωσσοδέτες γλωσσοδέτης nom γλωσσολογία γλωσσολογία nom γλωσσολογικά γλωσσολογικός adj γλωσσολόγο γλωσσολόγος nom γλωσσομάθεια γλωσσομάθεια nom γλωσσομαθής γλωσσομαθής adj γλωσσοπλάστης γλωσσοπλάστης nom γλωσσων γλωσσων nom γλωσσών γλώσσα nom γλόμπο γλόμπος nom γλύκα γλύκα nom γλύπτες γλύπτης nom γλύπτρια γλύπτρια nom γλύφει γλύφω ver γνάθο γνάθος nom γνέσιμο γνέσιμο nom γνήσια γνήσια adv γνήσιας γνήσιος adj γναθοπροσωπικής γναθοπροσωπικής adj γνευσίου γνευσίου adj γνεύσιοι γνεύσιοι adj γνεύσιος γνεύσιος adj γνεύσιους γνεύσιους nom γνησιότητά γνησιότητα nom γνωμάτευσε γνωματεύω ver γνωμάτευση γνωμάτευση nom γνωμικά γνωμικός adj γνωμοδοτήσει γνωμοδοτώ ver γνωμοδοτήσεις γνωμοδότηση nom γνωμοδοτικά γνωμοδοτικός adj γνωμών γνώμη nom γνωρίστε γνωρίζω adv γνωρίσματα γνώρισμα nom γνωριμία γνωριμία nom γνωσθεί γιγνώσκω ver γνωσιακή γνωσιακός adj γνωσιολογία γνωσιολογία nom γνωσιολογικά γνωσιολογικός adj γνωστά γνωστός adj γνωστικά γνωστικός adj γνωστοποίησή γνωστοποίηση nom γνωστοποίησαν γνωστοποιώ ver γνώμονα γνώμονας nom γνώριμα γνώριμος adj γνώσεις γνώση nom γνώστες γνώστης nom γνώστρια γνώστρια nom γο γο nom γοήτευαν γοητεύω ver γοήτρου γόητρο nom γοερά γοερά adv γοερό γοερός adj γοητεία γοητεία nom γοητευτικά γοητευτικά adv γοητευτικές γοητευτικός adj γομάρια γομάρι nom γομολάστιχα γομολάστιχα nom γομώσεις γόμωση nom γονάδων γονάδων nom γονάτιζαν γονατίζω ver γονάτισμα γονάτισμα nom γονάτου γόνατο nom γονάτων γόνατο|γόνυ nom γονέα γονέας nom γονίδια γονίδιο nom γονατιστή γονατιστός adj γονδολιέρης γονδολιέρης nom γονιδίωμα γονιδίωμα nom γονιδιακές γονιδιακός adj γονιδιωμάτων γονιδιωμάτων nom γονιδιωματικές γονιδιωματικές adj γονιδιωματική γονιδιωματική adj γονιδιωματικής γονιδιωματικής adj γονιδιωματικών γονιδιωματικών adj γονιδιώματος γονιδιώματος nom γονικές γονικός adj γονιμοποίηση γονιμοποίηση nom γονιμοποιήθηκε γονιμοποιώ ver γονιμότερη γόνιμος adj γονιμότητα γονιμότητα nom γονιού γονιός nom γονοτοξικότητα γονοτοξικότητα nom γονοτυπική γονοτυπικός adj γονυκλισία γονυκλισία nom γονυπετής γονυπετής adj γονόρροιας γονόρροιας nom γονότυπο γονότυπος nom γορίλα γορίλας nom γοργά γοργά adv γοργές γοργός adj γοργόνα γοργόνα nom γοτθικά γοτθικός adj γουέστερν γουέστερν nom γουδί γουδί nom γουδοχέρι γουδοχέρι nom γουλά γουλά ver γουλί γουλί nom γουλιά γουλιά nom γουλιανούς γουλιανός nom γουναρά γουναράς nom γουναράδικα γουναράδικο nom γουναρικά γουναρικό nom γουνοποιίας γουνοποιία nom γουργουρίσματα γουργούρισμα nom γουργουρητό γουργουρητό nom γουρλή γουρλής adj γουρλίδικο γουρλής|γουρλίδικος adj γουρλωμένα γουρλώνω ver γουρουνιού γουρούνι nom γουρουνόπουλα γουρουνόπουλο nom γουστάρει γουστάρω ver γουστέρα γουστέρα nom γουταπέρκα γουταπέρκα nom γουόκμαν γουόκμαν nom γοφοί γοφός nom γούβα γούβα nom γούνα γούνα nom γούνινα γούνινος adj γούπατο γούπατο nom γούρι γούρι nom γούρνα γούρνα nom γούστα γούστο nom γούτος γούτος nom γράμμα γράμμα nom γράσα γράσο nom γράφοντος γράφων adj γράψιμο γράψιμο nom γρήγορες γρήγορος adj γρίλια γρίλια nom γρίπη γρίπη nom γρίππης γρίππης nom γρίφο γρίφος nom γραία γραία nom γραβάτα γραβάτα nom γραικοί γραικός nom γραικύλοι γραικύλος nom γραμ γραμ nom γραμμάρια γραμμάριο nom γραμμάτια γραμμάτιο nom γραμμένα γραμμένος adj γραμμές γραμμή nom γραμματέα γραμματέας nom γραμματεία γραμματεία nom γραμματειακά γραμματειακός adj γραμματεύς γραμματεύς nom γραμματιζούμενοι γραμματιζούμενος adj γραμματικά γραμματικά adv γραμματικοί γραμματικός nom γραμματισμένοι γραμματισμένος adj γραμματοκιβώτια γραμματοκιβώτιο nom γραμματολογία γραμματολογία nom γραμματολογικά γραμματολογικός adj γραμματοσήμου γραμματόσημο nom γραμμικά γραμμικά adv γραμμικές γραμμικός adj γραμμικώς γραμμικώς adv γραμμοειδή γραμμοειδής adj γραμμοφώνου γραμμόφωνο nom γραμμωτή γραμμωτός adj γρανάζι γρανάζι nom γρανίτα γρανίτα nom γρανίτη γρανίτης nom γρανιτένια γρανιτένιος adj γρανιτικές γρανιτικές adj γρανιτικό γρανιτικό adj γραπτά γραπτά adv γραπτές γραπτός adj γραπωθεί γραπώνω ver γρασίδι γρασίδι nom γρατζουνίσματα γρατζούνισμα nom γρατσουνιά γρατσουνιά nom γραφέα γραφέας nom γραφές γραφή nom γραφήματα γράφημα nom γραφίδα γραφίδα nom γραφίστα γραφίστας nom γραφίτη γραφίτης nom γραφεία γραφείο nom γραφειοκράτες γραφειοκράτης nom γραφειοκρατία γραφειοκρατία nom γραφειοκρατικά γραφειοκρατικά adv γραφειοκρατικές γραφειοκρατικός adj γραφιά γραφιάς nom γραφικού γραφικός adj γραφικότητα γραφικότητα nom γραφιστικά γραφιστικός adj γραφολογία γραφολογία nom γραφολογική γραφολογικός adj γραφολόγοι γραφολόγος nom γραφομηχανές γραφομηχανή nom γρεναδιέροι γρεναδιέρος nom γρηγοράδα γρηγοράδα nom γρηγορείτε γρηγορώ ver γριά γριά nom γριούλα γριούλα nom γροθιά γροθιά nom γρονθοκοπήματα γρονθοκόπημα nom γρονθοκοπήσει γρονθοκοπώ ver γρουσουζιά γρουσουζιά nom γρουσούζης γουρσούζης adj γρουσούζικος γουρσούζικος adj γρυ γρυ nom γρυλίζει γρυλίζω ver γρόσια γρόσι nom γρύλο γρύλος nom γρύπα γρύπας nom γυάλα γυάλα nom γυάλιζε γυαλίζω ver γυάλινα γυαλένιος adj γυάλισμα γυάλισμα nom γυαλάδα γυαλάδα nom γυαλάκια γυαλάκιας nom γυαλί γυαλί nom γυαλικά γυαλικό nom γυαλιστερά γυαλιστερός adj γυλιό γυλιός nom γυμνά γυμνός adj γυμνάζει γυμνάζω ver γυμνάσια γυμνάσιο nom γυμνάσματα γύμνασμα nom γυμνάστρια γυμνάστρια nom γυμνασίαρχο γυμνασίαρχος nom γυμνασιάρχες γυμνασιάρχης nom γυμνασιακά γυμνασιακός adj γυμνασιόπαιδα γυμνασιόπαιδο nom γυμναστές γυμναστής nom γυμναστήρια γυμναστήριο nom γυμναστικές γυμναστικός adj γυμνισμού γυμνισμός nom γυμνιστών γυμνιστής nom γυμνοπαιδιές γυμνοπαιδιές nom γυμνοσάλιαγκας γυμνοσάλιαγκας nom γυμνόστηθες γυμνόστηθος adj γυμνότητα γυμνότητα nom γυμνώθηκαν γυμνώνω ver γυνή γυναίκα nom γυναικά γυναικάς nom γυναικάρα γυναικάρα nom γυναικεία γυναικείος adj γυναικοδουλειές γυναικοδουλειά nom γυναικοκρατία γυναικοκρατία nom γυναικολογία γυναικολογία nom γυναικολογικά γυναικολογικός adj γυναικολόγο γυναικολόγος nom γυναικούλα γυναικούλα nom γυναικωνίτες γυναικωνίτης nom γυναικόπαιδα γυναικόπαιδα nom γυπαετοί γυπαετός nom γυρίστηκαν γυρίζω ver γυρίνοι γυρίνος nom γυρίσαμε γυρίζω|γυρνάω ver γυρίσει γυρνάω ver γυρίσματα γύρισμα nom γυρεύει γυρεύω ver γυρισμού γυρισμός nom γυριστά γυριστός adj γυρολόγο γυρολόγος nom γυροσκόπια γυροσκόπιο nom γυροφέρνει γυροφέρνω ver γυφτάκι γυφτάκι nom γυφτιά γυφτιά nom γυφτοπούλα γυφτοπούλα nom τος εγώ nom γωνία γωνία nom γωνίτσα γωνίτσα nom γωνιά γωνιά nom γωνιακά γωνιακά adv γωνιακές γωνιακός adj γωνιόλιθοι γωνιόλιθος nom γωνιώδεις γωνιώδης adj γόβα γόβα nom γόη γόης nom γόησσα γόησσα nom γόμα γόμα nom γόμφοι γόμφος nom γόνατος γόνυ nom γόνδολα γόνδολα nom γόνε γόνος nom γόπα γόπα nom γόρδιο γόρδιος adj γύλος γύλος nom γύμνια γύμνια nom γύπα γύπας nom γύρα γύρα nom γύρεως γύρεως nom γύρη γύρη nom γύρο γύρος nom γύρω γύρω adv γύφτικα γύφτικος adj γύφτισσα γύφτισσα nom γύφτο γύφτος nom γύψινα γύψινος adj γύψο γύψος nom δ δ nom δάγκωμα δάγκωμα nom δάγκωναν δαγκώνω ver δάδα δάδα nom δάκο δάκος nom δάκρυ δάκρυ nom δάκρυζαν δακρύζω ver δάκτυλο δάκτυλος nom δάμασαν δαμάζω ver δάνεια δάνειο nom δάνειζαν δανείζω ver δάπεδα δάπεδο nom δάση δάσος nom δασκάλου δάσκαλος nom δάσωση δάσωση nom δάφνες δάφνη nom δάφνινα δάφνινος adj δάχτυλα δάχτυλο nom δάχτυλο δάχτυλος nom δέεται δέομαι ver δέηση δέηση nom δέκα δέκα num δέκαθλο δέκαθλο nom δέκατο δέκατος num δέκτες δέκτης nom δέλεαρ δέλεαρ nom δέλτα δέλτα nom δέμα δέμα nom δέμας δέμας nom δέματος δέμα|δέμας nom δένδρα δένδρο nom δέντρα δέντρο nom δέντρο δέντρος nom δέξου δέχομαι ver δέον δέων adj δέοντος δέον nom δέος δέος nom δέρας δέρας nom δέρμα δέρμα nom δέσεις δέση nom δέσιμο δέσιμο nom δέσμες δέσμη nom δέσμευαν δεσμεύω ver δέσμευσή δέσμευση nom δέσμια δέσμιος adj δέσποζαν δεσπόζω ver δέσποινα δέσποινα nom δέστρες δέστρα nom δέψη δέψη nom δήγμα δήγμα nom δήθεν δήθεν adv δήλον δήλος adj δηλώνουν δηλώνω ver δήλωσή δήλωση nom δήμαρχε δήμαρχος nom δήμευαν δημεύω ver δήμευση δήμευση nom δήμιο δήμιος nom δήμον δήμος nom δήωσε δηώ ver δήωση δήωση nom δίαιτα δίαιτα nom δίαυλο δίαυλος nom δίγαμη δίγαμος adj δίγλωσσα δίγλωσσος adj δίδαγμα δίδαγμα nom δίδακτρα δίδακτρα nom δίδαξα διδάσκω ver δίδραχμα δίδραχμο nom δίδυμα δίδυμος adj δίεση δίεση nom δίζυγο δίζυγο nom δίθυρα δίθυρος adj δίκαζαν δικάζω ver δίκαια δίκαια adv δίκαιες δίκαιος adj δίκαιό δίκαιο nom δίκαννο δίκαννο nom δίκες δίκη nom δίκην δίκην pre δίκια δίκιο nom δίκλινα δίκλινος adj δίκλιτη δίκλιτη adj δίκλιτος δίκλιτος nom δίκλωνο δίκλωνος adj δίκοπη δίκοπος adj δίκταμο δίκταμο nom δικτύου δίκτυο nom δίκυκλα δίκυκλος adj δίκωπο δίκωπος adj δίλημμα δίλημμα nom δίλοβο δίλοβο adj δίμηνες δίμηνος adj δίμιτο δίμιτο nom δίνες δίνη nom δίοδο δίοδος nom δίοπος δίοπος nom δίπατα δίπατος adj δίπλα δίπλα adv δίπλωμά δίπλωμα nom δίπλωναν διπλώνω ver δίποδα δίποδος adj δίπολα δίπολος adj δίπορτο δίπορτος adj δίπρακτη δίπρακτος adj δίπτερος δίπτερος adj δίπτυχα δίπτυχος adj δίσεκτα δίσεκτος adj δίσκο δίσκος nom δίστασαν διστάζω ver δίστηλα δίστηλος adj δίστιχα δίστιχο nom δίτομη δίτομος adj δίτροχα δίτροχος adj δίφθογγο δίφθογγος nom δίφρο δίφρος nom δίφυλλα δίφυλλος adj δίχαζαν διχάζω ver δίχρονα δίχρονος adj δίχρωμα δίχρωμος adj δίχτυ δίχτυ nom δίχως δίχως pre δίψα δίψα nom δίψασα διψάω ver δίωξη δίωξη nom δίωρη δίωρος adj δα δα nom δαίδαλο δαίδαλος nom δαίμονα δαίμονας nom δαγκάνα δαγκάνα nom δαγκωματιά δαγκωματιά nom δαγκωνιά δαγκωνιά nom δαγκωτό δαγκωτός adj δαδί δαδί nom δαιδαλώδεις δαιδαλώδης adj δαιμονίου δαιμόνιο nom δαιμονικά δαιμονικός adj δαιμονισμένα δαιμονισμένος adj δαιμονισμένο δαιμονίζω ver δαιμονιώδη δαιμονιώδης adj δαιμονολογία δαιμονολογία nom δαιμόνια δαιμόνιος adj δαιμόνισσα δαιμόνισσα nom δακρυγόνα δακρυγόνος adj δακρύβρεχτες δακρύβρεκτος adj δακρύρροια δακρύρροια nom δακτυλίδι δακτυλίδι nom δακτυλίου δακτύλιος nom δακτυλικά δακτυλικός adj δακτυλιοειδείς δακτυλιοειδής adj δακτυλογράφηση δακτυλογράφηση nom δακτυλογράφο δακτυλογράφος nom δακτυλογραφήσει δακτυλογραφώ ver δακτυλογραφία δακτυλογραφία nom δακτυλοδεικτούμενος δακτυλοδεικτούμενος adj δαμάλι δαμάλι nom δαμάσκηνα δαμάσκηνο nom δαμασκηνή δαμασκηνός adj δαμασκηνιά δαμασκηνιά nom δαμαστές δαμαστής nom δαμόκλεια δαμόκλεια nom δανέζικα δανέζικος adj δανδή δανδής nom δανειακά δανειακός adj δανεικά δανεικός adj δανειοδοτήσεις δανειοδότηση nom δανειοδοτεί δανειοδοτώ ver δανειοδότες δανειοδότες nom δανειολήπτες δανειολήπτης nom δανεισμοί δανεισμός nom δανειστές δανειστής nom δανειστικά δανειστικός adj δανικά δανικός adj δανοί δανοί nom δανούς δανούς nom δαντέλα δαντέλα nom δαντελένια δαντελένιος adj δαντελωτά δαντελωτός adj δαντική δαντικός adj δαπάνες δαπάνη nom δαπάνησαν δαπανώ ver δαπανάται δαπανάται ver δαπανηρά δαπανηρά adv δαπανηρές δαπανηρός adj δαπανώνται δαπανώνται ver δαρβινική δαρβινικός adj δαρβινισμού δαρβινισμός nom δαρμό δαρμός nom δασάκι δασάκι nom δασάρχη δασάρχης nom δασαρχεία δασαρχείο nom δασεία δασύς adj δασείες δασεία nom δασικά δασικός adj δασκάλα δασκάλα nom δασκαλάκος δασκαλάκος nom δασκαλίτσα δασκαλίτσα nom δασκαλεμένος δασκαλεύω ver δασκαλοκεντρικές δασκαλοκεντρικές adj δασμοί δασμός nom δασμολογίου δασμολόγιο nom δασμολογικά δασμολογικός adj δασμολόγησης δασμολόγηση nom δασοκομία δασοκομία nom δασολογίας δασολογία nom δασολογική δασολογικός adj δασολόγοι δασολόγος nom δασοπονία δασοπονία nom δασοπροστασία δασοπροστασία nom δασοτεχνικών δασοτεχνικός adj δασοφύλακα δασοφύλακας nom δασυλλίου δασύλλιο nom δασωμένα δασωμένος adj δασόβια δασόβιος adj δασύτριχα δασύτριχος adj δασώδεις δασώδης adj δαυλί δαυλί nom δαυλοί δαυλός nom δαφνοστεφές δαφνοστεφής adj δαφνόφυλλο δαφνόφυλλο nom δαχτυλήθρα δαχτυλήθρα nom δαχτυλίδι δαχτυλίδι nom δαχτυλιές δαχτυλιά nom δαψόνη δαψόνη nom δε δε adv δείγμα δείγμα nom δείκτες δείκτης nom δείλι δείλι nom δείλιασαν δειλιάζω ver δείνα δείνα pro_dem δείξατε δείχνω|δεικνύω ver δείπνα δείπνο nom δείπνησαν δειπνώ ver δείπνο δείπνος nom δείχουν δείχουν ver δείχτες δείχτης nom δεδηλωμένες δεδηλωμένη nom δεδικασμένα δεδικασμένο nom δεδομένα δεδομένο nom δεδουλευμένα δεδουλευμένος adj δεητική δεητικός adj δειγματολήπτη δειγματολήπτης nom δειγματοληπτικά δειγματοληπτικός adj δειγματοληψία δειγματοληψία nom δεικνύει δεικνύω ver δεικτικά δεικτικός adj δειλά δειλά adv δειλές δειλός adj δειλία δειλία nom δειλινά δειλινός adj δειλινού δειλινό nom δεινά δεινά adv δεινές δεινός adj δεινοπάθησαν δεινοπαθώ ver δεινοσαύρου δεινόσαυρος nom δεινότητα δεινότητα nom δεισιδαίμονες δεισιδαίμων adj δεισιδαιμονία δεισιδαιμονία nom δεισιδαιμονικές δεισιδαιμονικές adj δεκάδα δεκάδα nom δεκάδραχμα δεκάδραχμο nom δεκάκις δεκάκις num δεκάλεπτα δεκάλεπτο nom δεκάλογο δεκάλογος nom δεκάμετρο δεκάμετρο nom δεκάξι δεκάξι num δεκάρα δεκάρα nom δεκάρι δεκάρι nom δεκάρικο δεκάρικο nom δεκάτη δεκάτη nom δεκάτομος δεκάτομος adj δεκάτων δέκατα nom δεκάχρονα δεκάχρονος adj δεκαήμερα δεκαήμερο nom δεκαήμερη δεκαήμερος adj δεκαδικά δεκαδικός adj δεκαεννέα δεκαεννέα num δεκαεξάδα δεκαεξάδα num δεκαεξασέλιδο δεκαεξασέλιδος adj δεκαεφτά δεκαεπτά num δεκαετές δεκαετής adj δεκαετία δεκαετία nom δεκαετηρίδα δεκαετηρίδα nom δεκαθλητές δεκαθλητής nom δεκανέα δεκανέας nom δεκανίκι δεκανίκι nom δεκαοκτάδα δεκαοκτάδα num δεκαοκτάμηνη δεκαοκτάμηνη adj δεκαοκτάχρονη δεκαοκτάχρονη adj δεκαοκτώ δεκαοκτώ num δεκαπέντε δεκαπέντε num δεκαπενθήμερες δεκαπενθήμερος adj δεκαπενθημέρου δεκαπενθήμερο nom δεκαπενταετία δεκαπενταετία nom δεκαπενταριά δεκαπενταριά num δεκαπεντασύλλαβο δεκαπεντασύλλαβος adj δεκαπενταύγουστο δεκαπενταύγουστος nom δεκαπλάσια δεκαπλάσιος adj δεκαπλασίασε δεκαπλασιάζω ver δεκαπλασιασμό δεκαπλασιασμός nom δεκαριά δεκαριά num δεκατέσσερα δεκατέσσερις num δεκατετράστιχα δεκατετράστιχο nom δεκατρία δεκατρείς num δεκατρισύλλαβος δεκατρισύλλαβος adj δεκτή δεκτός adj δεκτικά δεκτικός adj δεκτικότητά δεκτικότητα nom δελέασε δελεάζω ver δελεαστικά δελεαστικά adv δελεαστικές δελεαστικός adj δελτάρια δελτάριο nom δελτία δελτίο nom δελτοειδούς δελτοειδής adj δελφίνι δελφίνι nom δελφίνο δελφίνος nom δελφίνων δέλφινας|δελφίνος nom δελφικές δελφικός adj δεμάτι δεμάτι nom δεν δεν sw δενδράκια δενδράκι nom δενδριτικά δενδριτικά adv δενδριτικών δενδριτικών adj δενδροβάτραχος δενδροβάτραχος nom δενδροειδή δενδροειδής adj δενδροκομική δενδροκομικός adj δενδρολίβανο δενδρολίβανο nom δενδροφυτείες δενδροφυτείες nom δενδροφυτεύσεις δενδροφυτεύσεις nom δενδρυλλίων δενδρύλλιο nom δενδρόφυτες δεντρόφυτος adj δενδρώδεις δενδρώδης adj δεντράκι δεντράκι nom δεντρολίβανο δεντρολίβανο nom δεντροστοιχίες δεντροστοιχία nom δεντροφυτεύσεις δεντροφυτεύω ver δεξί δεξιός adj δεξίωση δεξίωση nom δεξαμενές δεξαμενή nom δεξαμενόπλοια δεξαμενόπλοιο nom δεξιά δεξιά adv δεξιοτέχνες δεξιοτέχνης nom δεξιοτήτων δεξιότητα nom δεξιοτεχνία δεξιοτεχνία nom δεξιοτεχνικά δεξιοτεχνικά adv δεξιοτεχνικές δεξιοτεχνικός adj δεξιόστροφα δεξιόστροφος adj δεξιόχειρας δεξιόχειρας nom δεξιώθηκαν δεξιώνω ver δεοντολογία δεοντολογία nom δεοντολογικά δεοντολογικός adj δερβέναγα δερβέναγας nom δερβένι δερβένι nom δερβίση δερβίσης nom δερμάτινα δερμάτινος adj δερματίτιδα δερματίτιδα nom δερματικά δερματικός adj δερματολογία δερματολογία nom δερματολογικών δερματολογικών adj δερματολόγο δερματολόγος nom δερματοπάθειες δερματοπάθεια nom δερματώδη δερματώδης adj δεσμά δεσμά nom δεσμίδα δεσμίδα nom δεσμευτικά δεσμευτικός adj δεσμευτικότητας δεσμευτικότητας nom δεσμοί δεσμός nom δεσμοφυλάκων δεσμοφύλακας nom δεσμώτες δεσμώτης nom δεσποζουσών δεσπόζουσα nom δεσποινίδα δεσποινίδα|δεσποινίς nom δεσποινίδας δεσποινίδα nom δεσποινίδος δεσποινίς nom δεσποτάδες δέσποτας nom δεσποτάτου δεσποτάτο nom δεσποτεία δεσποτεία nom δεσποτικά δεσποτικά adv δεσποτικές δεσποτικός adj δεσποτισμού δεσποτισμός nom δεσπόζουσα δεσπόζων adj δεσπότες δεσπότης nom δεύτερος δεύτερος num δευτεραγωνίστρια δευτεραγωνίστρια nom δευτεραγωνιστές δευτεραγωνιστής nom δευτερεία δευτερεία nom δευτερεύουσες δευτερεύων nom δευτερευόντως δευτερευόντως adv δευτεριάτικη δευτεριάτικος adj δευτεροβάθμια δευτεροβάθμιος adj δευτεροβαθμιας δευτεροβαθμιας adj δευτερογενές δευτερογενής adj δευτερογενώς δευτερογενώς adv δευτεροετή δευτεροετής adj δευτεροκλασάτη δευτεροκλασάτος adj δευτερολέπτου δευτερόλεπτο nom δευτερολογία δευτερολογία nom δευτεροπαθή δευτεροπαθής adj δευτερος δευτερος num δευτεροταγή δευτεροταγή nom δευτερότοκη δευτερότοκος adj δεχόμενο δεχόμενος adj δεόντως δεόντως adv δη δη adv δηκτικά δηκτικά adv δηκτικές δηκτικός adj δηκτικότητα δηκτικότητα nom δηλ δηλ nom δηλαδή δηλαδή adv δηλαδη δηλαδη adv δηλητήρια δηλητήριο nom δηλητηριασμένοι δηλητηριάζω ver δηλητηρίαση δηλητηρίαση nom δηλητηριωδών δηλητηριώδης adj δηλιακή δηλιακός adj δηλούμενη δηλούμενος adj δηλούντος δηλών adj δηλούται δηλούται ver δηλωθέν δηλωθείς adj δηλωσία δηλωσίας nom δηλωτικά δηλωτικός adj δημαγωγία δημαγωγία nom δημαγωγικές δημαγωγικός adj δημαγωγοί δημαγωγός nom δημαρχία δημαρχία nom δημαρχεία δημαρχείο nom δημαρχιακά δημαρχιακός adj δημηγορία δημηγορία nom δημητριακά δημητριακός adj δημιουργήθηκαν δημιουργώ ver δημιουργήματα δημιούργημα nom δημιουργία δημιουργία nom δημιουργηθείσα δημιουργηθείς adj δημιουργικά δημιουργικά adv δημιουργικές δημιουργικός adj δημιουργικότητά δημιουργικότητα nom δημιουργοί δημιουργός nom δημιουργούμενα δημιουργούμενος adj δημογέροντα δημογέροντας nom δημογεροντίας δημογεροντία nom δημογραφία δημογραφία nom δημογραφικά δημογραφικά adv δημογραφικές δημογραφικός adj δημοδιδάσκαλοι δημοδιδάσκαλος nom δημοκράτες δημοκράτης nom δημοκρατία δημοκρατία nom δημοκρατικά δημοκρατικά adv δημοκρατικές δημοκρατικός adj δημοκρατικότητα δημοκρατικότητα nom δημοκρατισμό δημοκρατισμός nom δημοκόπος δημοκόπος nom δημοπράτησαν δημοπρατώ ver δημοπράτηση δημοπράτηση nom δημοπρασία δημοπρασία nom δημοπρατήριο δημοπρατήριο nom δημοσία δημόσιος adj δημοσιεύει δημοσιεύω ver δημοσίευμα δημοσίευμα nom δημοσίευσή δημοσίευση nom δημοσίως δημόσια adv δημοσιά δημοσιά nom δημοσιευθέν δημοσιευθείς adj δημοσιευόμενα δημοσιευόμενος adj δημοσιεύσιμα δημοσιεύσιμος adj δημοσιογράφησε δημοσιογραφώ ver δημοσιογράφο δημοσιογράφος nom δημοσιογραφία δημοσιογραφία nom δημοσιογραφίσκοι δημοσιογραφίσκος nom δημοσιογραφικά δημοσιογραφικός adj δημοσιολόγο δημοσιολόγος nom δημοσιονομικά δημοσιονομικός adj δημοσιοποίησαν δημοσιοποιώ ver δημοσιοποίηση δημοσιοποίηση nom δημοσιότητα δημοσιότητα nom δημοσκοπήσεις δημοσκόπηση nom δημοσκόποι δημοσκόπος nom δημοτικά δημοτικός adj δημοτικισμού δημοτικισμός nom δημοτικιστές δημοτικιστής nom δημοτικιστική δημοτικιστικός adj δημοτικότητα δημοτικότητα nom δημοτολόγια δημοτολόγιο nom δημοτών δημότης nom δημοφιλές δημοφιλής adj δημοψήφισμα δημοψήφισμα nom δημωδών δημώδης adj δι διά pre διάβα διάβα nom διάβαζα διαβάζω ver διάβαιναν διαβαίνω ver διάβαση διάβαση nom διάβασμα διάβασμα nom διάβημα διάβημα nom διάβολε διάβολος nom διάβρωσή διάβρωση nom διάγγελμα διάγγελμα nom διάγει διάγω ver διάγνωση διάγνωση nom διάγραμμα διάγραμμα nom διάδημα διάδημα nom διάδικο διάδικος nom διάδοσή διάδοση nom διάδοχον διάδοχος adj διάδραση διάδραση nom διάδρασης διάδρασης nom διάδρομο διάδρομος nom διάζευξη διάζευξη nom διάζωμα διάζωμα nom διάθεσή διάθεση nom διατίθετο διαθέτω adj διάθλαση διάθλαση nom διάκεινται διάκειμαι ver διάκενα διάκενο nom διάκο διάκος nom διάκονο διάκονος nom διάκοσμο διάκοσμος nom διάκριση διάκριση nom διάλεγα διαλέγω ver διάλειμμα διάλειμμα nom διάλεκτο διάλεκτος nom διάλεξη διάλεξη nom διάλογο διάλογος nom διάλυμα διάλυμα nom διάλυμμα διάλυμμα nom διάλυσής διάλυση nom διάμεσης διάμεσος adj διάμετρο διάμετρος nom διάμηκες διαμήκης adj διάνα διάνα nom διανθισμένα διανθίζω adj διάνοια διάνοια nom διάνοιξε διανοίγω ver διάνοιξη διάνοιξη nom διάνυσαν διανύω ver διάνυσμα διάνυσμα nom διάολε διάολος nom διάπλαση διάπλαση nom διάπλατα διάπλατα adv διάπλευση διάπλευση nom διάπλου διάπλους nom διάπραξη διάπραξη nom διάπυρα διάπυρος adj διάρθρωσή διάρθρωση nom διάρκειά διάρκεια nom διάρκεσε διαρκώ ver διάρρηξη διάρρηξη nom διάρροια διάρροια nom διάσειση διάσειση nom διάσελο διάσελο nom διάσημα διάσημος adj διάσκεψή διάσκεψη nom διάσπαρτα διάσπαρτος adj διάσπαση διάσπαση nom διάστασή διάσταση nom διάστηκα διάζομαι ver διάστημα διάστημα nom διάστικτες διάστικτος adj διάστρεμμα διάστρεμμα nom διάσχισή διάσχιση nom διάσωση διάσωση nom διάταγμά διάταγμα nom διάταξή διάταξη nom διάτρηση διάτρηση nom διάτρητα διάτρητος adj διάττοντες διάττοντες nom διάφανα διάφανα adv διάφανες διάφανος adj διάφορα διάφορο adv διάφορο διάφορος nom διάφραγμα διάφραγμα nom διάχυση διάχυση nom διάχυτα διάχυτα adv διάχυτες διάχυτος adj διάψευσε διαψεύδω ver διάψευση διάψευση nom διέβλεπαν διαβλέπω ver διέβρωσαν διαβιβρώσκω ver διέγειραν διεγείρω ver διέγερση διέγερση nom διέγνωσα διαγιγνώσκω ver διέγραφαν διαγράφω ver διέδιδαν διαδίδω ver διέκοπτα διακόπτω ver διέκρινα διακρίνω ver διέλαθε διαλανθάνω ver διέλευσή διέλευση nom διέλθει διέρχομαι ver διέλυαν διαλύω ver διέμειναν διαμένω ver διένειμαν διανέμω ver διένεξη διένεξη nom διένυδρο διένυδρο nom διέξοδο διέξοδος nom διέπει διέπω ver διέπλασαν διαπλάθω ver διέπλεαν διαπλέω ver διέπνεε διαπνέω ver διέπραξα διαπράττω ver διέπρεπαν διαπρέπω ver διέρρεαν διαρρέω ver διέρρηξαν διαρρηγνύω ver διέσπασαν διασπώ ver διέσπειραν διασπείρω ver διέστρεψε διαστρέφω ver διέσυραν διασύρω ver διέσχιζαν διασχίζω ver διέσωζαν διασώζω ver διέταζαν διατάζω ver διέτρεξαν διατρέχω ver διέφεραν διαφέρω ver διέφευγαν διαφεύγω ver διέφθειραν διαφθείρω ver διήγημα διήγημα nom διήγηση διήγηση nom διήθηση διήθηση nom διήμερα διήμερος adj διίστανται διίσταμαι ver δια δια pre διαίρεσαν διαιρώ ver διαίρεση διαίρεση nom διαίσθηση διαίσθηση nom διαβάθμιση διαβάθμιση nom διαβάλει διαβάλλω ver διαβάτες διαβάτης nom διαβήτες διαβήτης nom διαβίβαζαν διαβιβάζω ver διαβίβαση διαβίβαση nom διαβίου διαβίου nom διαβίωναν διαβιώνω ver διαβίωσή διαβίωση nom διαβαθμιστεί διαβαθμίζω ver διαβαλκανική διαβαλκανικός adj διαβατήρια διαβατήριο nom διαβατό διαβατός adj διαβεβαίωναν διαβεβαιώνω ver διαβεβαίωση διαβεβαίωση nom διαβητικά διαβητικός adj διαβιβαζόμενων διαβιβαζόμενων adj διαβιβαστικό διαβιβαστικός adj διαβιοί διαβιοί adj διαβιούν διαβιούν ver διαβιούσε διαβιούσε ver διαβλητές διαβλητός adj διαβολάκι διαβολάκι nom διαβολάκος διαβολάκος nom διαβολές διαβολή nom διαβολεμένη διαβολεμένος adj διαβολικά διαβολικά adv διαβολικές διαβολικός adj διαβολογυναίκα διαβολογυναίκα nom διαβουλευθεί διαβουλεύω ver διαβουλεύσεις διαβούλευση nom διαβρέχει διαβρέχω ver διαβρωθεί διαβιβρώσκω|διαβρώνω ver διαβρωτικά διαβρωτικά adv διαβρωτικές διαβρωτικός adj διαβρώθηκαν διαβρώνω ver διαβόητα διαβόητος adj διαγγελέα διαγγελέας nom διαγκωνίζεται διαγκωνίζω ver διαγνωστικά διαγνωστικός adj διαγονιδιακά διαγονιδιακά adv διαγονιδιακών διαγονιδιακών adj διαγράμμιση διαγράμμιση nom διαγραμματικά διαγραμματικά adv διαγραμματικές διαγραμματικές adj διαγραμματική διαγραμματική adj διαγραφές διαγραφή nom διαγωγή διαγωγή nom διαγωνίζεται διαγωνίζομαι ver διαγωνίσματα διαγώνισμα nom διαγωνίως διαγώνια adv διαγωνιζομένων διαγωνιζόμενος adj διαγωνισμοί διαγωνισμός nom διαγώνιας διαγώνιος adj διαδέχεται διαδέχομαι ver διαδήλωναν διαδηλώνω ver διαδήλωση διαδήλωση nom διαδίκτυο διαδίκτυο nom διαδεδομένα διαδεδομένος adj διαδερμική διαδερμική adj διαδηλωτές διαδηλωτής nom διαδηλωτριών διαδηλώτρια nom διαδημοτικά διαδημοτικός adj διαδιακασίες διαδιακασίες nom διαδικασία διαδικασία nom διαδικασια διαδικασια nom διαδικαστικά διαδικαστικά adv διαδικαστικές διαδικαστικός adj διαδικτυακή διαδικτυακή adj διαδικτυακής διαδικτυακής adj διαδικτυακούς διαδικτυακούς adj διαδικτυακό διαδικτυακό adj διαδικτυακών διαδικτυακών adj διαδοθεί διαδίδω|διαδίνω ver διαδοθούν διαδίνω ver διαδοχές διαδοχή nom διαδοχικά διαδοχικά adv διαδοχικές διαδοχικός adj διαδραμάτιζαν διαδραματίζω ver διαδραστικές διαδραστικός adj διαδραστικότητα διαδραστικότητα nom διαδρομές διαδρομή nom διαζεπάμη διαζεπάμη nom διαζεπάμης διαζεπάμης nom διαζευγμένη διαζευγμένος adj διαζευγμένης διαζευγνύω ver διαζευκτικά διαζευκτικός adj διαζυγίου διαζύγιο nom διαθέσιμα διαθέσιμος nom διαθέτη διαθέτης nom διαθέτουσα διαθέτων adj διαθήκες διαθήκη nom διαθεματικά διαθεματικά adv διαθεματικό διαθεματικό adj διαθερμίες διαθερμία nom διαθεση διαθεση nom διαθεσιμότητάς διαθεσιμότητα nom διαθλά διαθλώ ver διαθλαστικών διαθλαστικός adj διαιρέτες διαιρέτης nom διαιρετή διαιρετός adj διαιρετική διαιρετικός adj διαιρούμενα διαιρούμενος adj διαισθάνεσαι διαισθάνομαι ver διαισθητικά διαισθητικά adv διαισθητική διαισθητικός adj διαιτήτευσαν διαιτητεύω ver διαιτησία διαιτησία nom διαιτητές διαιτητής nom διαιτητικά διαιτητικός adj διαιτητικής διαιτητική nom διαιτολογίας διαιτολογίας nom διαιτολογίου διαιτολόγιο nom διαιτολογική διαιτολογικός adj διαιτολόγο διαιτολόγος nom διαιωνίζει διαιωνίζω ver διαιώνιση διαιώνιση nom διακήρυξαν διακηρύσσω ver διακήρυξη διακήρυξη nom διακίνησή διακίνηση nom διακίνησαν διακινώ ver διακαή διακαής adj διακανονίζονται διακανονίζω ver διακανονισμοί διακανονισμός nom διακατέχει διακατέχω ver διακαώς διακαώς adv διακεκαυμένη διακεκαυμένη nom διακεκομμένα διακεκομμένος adj διακεκριμένα διακεκριμένος adj διακινδυνεύει διακινδυνεύω ver διακινδύνευση διακινδύνευση nom διακινουμένων διακινούμενος adj διακλάδωση διακλάδωση nom διακλαδίζεται διακλαδίζω ver διακλαδιζόμενο διακλαδιζόμενο nom διακλαδική διακλαδικός adj διακλαδωθεί διακλαδώνω ver διακοίνωση διακοίνωση nom διακοινοβουλευτικές διακοινοβουλευτικές adj διακοινοβουλευτικής διακοινοβουλευτικής adj διακοινοτικές διακοινοτικός adj διακομίζεται διακομίζω ver διακομιδή διακομιδή nom διακομματικά διακομματικός adj διακονήσει διακονώ ver διακονία διακονία nom διακονιάρης διακονιάρης nom διακονική διακονικός adj διακονιών διακονία|διακονιά nom διακοπές διακοπή nom διακοπτών διακόπτης nom διακοσίων διακόσιοι adj διακοσαριά διακοσαριά num διακοσμήθηκε διακοσμώ ver διακοσμήσεις διακόσμηση nom διακοσμήτρια διακοσμήτρια nom διακοσμητές διακοσμητής nom διακοσμητικά διακοσμητικός adj διακράτησης διακράτησης nom διακρίβωση διακρίβωση nom διακρατικά διακρατικός adj διακριβωθεί διακριβώνω ver διακριτά διακριτός adj διακριτικά διακριτικά adv διακριτικές διακριτικός adj διακριτικότητα διακριτικότητα nom διακυβέρνησής διακυβέρνηση nom διακυβέρνησαν διακυβερνάω ver διακυβερνητικές διακυβερνητικός adj διακυβευόμενα διακυβευόμενα adj διακυβευόταν διακυβεύω ver διακυμάνθηκε διακυμαίνομαι ver διακυμάνσεις διακύμανση nom διακωμωδήθηκαν διακωμωδώ ver διακωμώδηση διακωμώδηση nom διαλέγεται διαλέγομαι|διαλέγω ver διαλαλήσει διαλαλώ ver διαλαμβάνει διαλαμβάνω ver διαλαμβανομένων διαλαμβανόμενος adj διαλείψεις διάλειψη nom διαλειτουργικότητα διαλειτουργικότητα nom διαλειτουργικότητας διαλειτουργικότητας nom διαλεκτά διαλεχτός adj διαλεκτικά διαλεκτικά adv διαλεκτικές διαλεκτικός adj διαλευκάνει διαλευκαίνω ver διαλεύκανση διαλεύκανση nom διαλλακτικά διαλλακτικός adj διαλλακτικότητα διαλλακτικότητα nom διαλογές διαλογή nom διαλογίζεται διαλογίζομαι ver διαλογικά διαλογικά adv διαλογικές διαλογικός adj διαλογισμοί διαλογισμός nom διαλυτά διαλυτός adj διαλυτήριο διαλυτήριο nom διαλυτικά διαλυτικά adv διαλυτικές διαλυτικός adj διαλυτότητα διαλυτότητα nom διαλυόμενη διαλυόμενη adj διαλύσει διαλύζω|διαλύω ver διαλύτες διαλύτης nom διαμάντι διαμάντι nom διαμάχες διαμάχη nom διαμέλισαν διαμελίζω ver διαμένοντα διαμένων adj διαμέρισα διαμερίζω ver διαμέρισμα διαμέρισμα nom διαμέσου διαμέσου pre διαμέτρημα διαμέτρημα nom διαμήνυε διαμηνύω ver διαμαντένια διαμαντένιος adj διαμαντικά διαμαντικό nom διαμαρτία διαμαρτία nom διαμαρτυρήθηκα διαμαρτυρώ|διαμαρτύρομαι ver διαμαρτυρία διαμαρτυρία nom διαμαρτυρηθεί διαμαρτυρώ ver διαμαρτυρηθείς διαμαρτύρομαι|διαμαρτυρώ ver διαμαρτυρομένους διαμαρτυρόμενος nom διαμαρτυρόμαστε διαμαρτύρομαι ver διαμαρτυρόμενες διαμαρτυρόμενη nom διαμαρτύρηση διαμαρτύρηση nom διαμείβονται διαμείβομαι ver διαμεθοριακού διαμεθοριακού adj διαμελισμού διαμελισμός nom διαμερισματικά διαμερισματικά adj διαμερισματικού διαμερισματικού adj διαμερισματικό διαμερισματικό adj διαμερισμού διαμερισμός nom διαμεσολάβηση διαμεσολάβηση nom διαμεσολαβητές διαμεσολαβητής nom διαμεσολαβητικές διαμεσολαβητικός adj διαμεσολαβούν διαμεσολαβών adj διαμεταγωγής διαμεταγωγής nom διαμετακομίστηκαν διαμετακομίζω ver διαμετακομιστικά διαμετακομιστικός adj διαμετακόμιση διαμετακόμιση nom διαμετρικά διαμετρικά adv διαμετρική διαμετρικός adj διαμιάς διαμιάς adv διαμοίρασαν διαμοιράζω ver διαμοιρασμού διαμοιρασμός nom διαμονές διαμονή nom διαμορφωθεί διαμορφώνω ver διαμορφωθείσα διαμορφωθείς adj διαμορφωτές διαμορφωτής nom διαμορφωτικές διαμορφωτικός adj διαμορφώσεις διαμόρφωση nom διαμπερές διαμπερής adj διανεμητική διανεμητικός adj διανεμομένων διανεμόμενος adj διανθίσματα διάνθισμα nom διανοήθηκε διανοούμαι ver διανοήματα διανόημα nom διανοήσεως διανόηση nom διανοητές διανοητής nom διανοητή διανοητός adj διανοητικά διανοητικά adv διανοητικές διανοητικός adj διανομέα διανομέας nom διανομές διανομή nom διανοουμένου διανοούμενος nom διανοουμένων διανοούμενη nom διανοουμενίστικη διανοουμενίστικος adj διανυθείσα διανυθείς adj διανυκτέρευαν διανυκτερεύω ver διανυκτέρευση διανυκτέρευση nom διανυσματικά διανυσματικός adj διανυόμενη διανυόμενος adj διαξιφισμοί διαξιφισμός nom διαπάλη διαπάλη nom διαπέρασαν διαπερνάω ver διαπίστευση διαπίστευση nom διαπιστώθηκαν διαπιστώνω ver διαπίστωση διαπίστωση nom διαπαιδαγωγήθηκε διαπαιδαγωγώ ver διαπαιδαγωγήσεως διαπαιδαγώγηση nom διαπανεπιστημιακή διαπανεπιστημιακός adj διαπασών διαπασών nom διαπεραιωθεί διαπεραιώνω ver διαπεραστικά διαπεραστικός adj διαπερατά διαπερατός adj διαπερατότητα διαπερατότητα nom διαπεριφερειακά διαπεριφερειακός adj διαπιστευθεί διαπιστεύω ver διαπιστευτήρια διαπιστευτήριο nom διαπιστούται διαπιστούται ver διαπλάτυνση διαπλάτυνση nom διαπλέκει διαπλέκω ver διαπλανητικά διαπλανητικός adj διαπλαστική διαπλαστικός adj διαπλατυνθεί διαπλατύνω ver διαπληκτίζεστε διαπληκτίζομαι ver διαπληκτισμοί διαπληκτισμός nom διαπλοκές διαπλοκή nom διαπνοή διαπνοή nom διαποδιαμορφωτή διαποδιαμορφωτή nom διαπολιτισμικά διαπολιτισμικός adj διαπολιτισμικότητα διαπολιτισμικότητα nom διαπομπεύονται διαπομπεύω ver διαπομπεύσεις διαπόμπευση nom διαποτισμένα διαποτίζω adj διαπραγμάτευση διαπραγμάτευση nom διαπραγματευθεί διαπραγματεύομαι ver διαπραγματευτή διαπραγματευτής nom διαπραγματευτικές διαπραγματευτικός adj διαπραγματεύσιμα διαπραγματεύσιμος adj διαπρεπέστερος διαπρεπής adj διαπροσωπικές διαπροσωπικός adj διαρθρωθεί διαρθρώνω ver διαρθρωτικά διαρθρωτικός adj διαρκές διαρκής adj διαρκεια διαρκεια nom διαρκώς διαρκώς adv διαρπαγές διαρπαγή nom διαρρήδην διαρρήδην adv διαρρήκτες διαρρήκτης nom διαρρηκτών διαρρηκτός adj διαρροές διαρροή nom διαρρυθμίσεις διαρρύθμιση nom διαρρυθμίστηκε διαρρυθμίζω ver διαρχία διαρχία nom διασάλευση διασάλευση nom διασάφηση διασάφηση nom διασαλευτεί διασαλεύω ver διασαφήνισε διασαφηνίζω ver διασαφήνιση διασαφήνιση nom διασημοτήτων διασημότητα nom διασκέδαζα διασκεδάζω ver διασκέδαση διασκέδαση nom διασκέλιζε διασκελίζω ver διασκεδαστές διασκεδαστής nom διασκεδαστικά διασκεδαστικά adv διασκεδαστικές διασκεδαστικός adj διασκελισμοί διασκελισμός nom διασκευάζει διασκευάζω ver διασκευές διασκευή nom διασκευαστή διασκευαστής nom διασκορπισμένα διασκορπίζω adj διασκορπισμό διασκορπισμός nom διασκόρπιση διασκόρπιση nom διασπάθιση διασπάθιση nom διασπαστές διασπαστής nom διασπαστικά διασπαστικά adv διασπαστικές διασπαστικός adj διασπορά διασπορά nom διασπόνται διασπόνται ver διαστέλλει διαστέλλω ver διασταλτικά διασταλτικός adj διασταυρούμενες διασταυρούμενες adj διασταυρούμενη διασταυρούμενη adj διασταυρούμενης διασταυρούμενης adj διασταυρούμενων διασταυρούμενων adj διασταυρωθεί διασταυρώνω ver διασταυρώσεις διασταύρωση nom διαστημικά διαστημικός adj διαστημοπλοίου διαστημόπλοιο nom διαστολέα διαστολέας nom διαστολές διαστολή nom διαστολική διαστολικός adj διαστρέβλωνε διαστρεβλώνω ver διαστρέβλωση διαστρέβλωση nom διαστροφές διαστροφή nom διαστρωμάτωση διαστρωμάτωση nom διασυμμαχική διασυμμαχικός adj διασυνδέονται διασυνδέω ver διασύνδεσής διασύνδεση adv διασυνδεσιμότητα διασυνδεσιμότητα nom διασυνοριακά διασυνοριακός adj διασυρμού διασυρμός nom διασφάλιζαν διασφαλίζω ver διασφάλιση διασφάλιση nom διασωθέντα διασωθείς adj διατάξη διατάξη nom διαταραχθεί διαταράσσω ver διατάραξη διατάραξη nom διατέθηκαν διατίθεμαι ver διατέθησαν διατέθησαν ver διατέλεσαν διατελώ ver διατήρησή διατήρηση nom διατήρησα διατηρώ ver διατίθενταν διατίθενταν ver διατίθεντο διαθέτω|διατίθεμαι ver διατίμηση διατίμηση nom διαταγές διαταγή nom διατακτικό διατακτικός adj διαταραχές διαταραχή nom διατείνεται διατείνομαι ver διατεθειμένα διατεθειμένος adj διατηρητέα διατηρητέος adj διατηρουμένων διατηρούμενος adj διατιθέμενα διατιθέμενος adj διατλαντικής διατλαντικός adj διατμηματικές διατμηματικός adj διατομές διατομή nom διατομεακή διατομεακή adj διατονική διατονικός adj διατράνωναν διατρανώνω ver διατρέφεται διατρέφω ver διατραπεζικά διατραπεζικός adj διατρητικά διατρητικός adj διατριβές διατριβή nom διατροφές διατροφή nom διατροφικά διατροφικός adj διατυμπάνιζε διατυμπανίζω ver διατυπωθεί διατυπώνω ver διατυπώσεις διατύπωση nom διαυγές διαυγής adj διαφάνειά διαφάνεια nom διαφάνηκαν διαφαίνομαι ver διαφέρον διαφέρον nom διαφήμιζαν διαφημίζω ver διαφήμιση διαφήμιση nom διαφανές διαφανής adj διαφεντέψει διαφεντεύω ver διαφημίστρια διαφημίστρια nom διαφημιζομένων διαφημιζόμενος adj διαφημιστές διαφημιστής nom διαφημιστικά διαφημιστικός adj διαφθορά διαφθορά nom διαφθορέα διαφθορέας nom διαφορά διαφορά nom διαφορετικά διαφορετικά adv διαφορετικές διαφορετικός adj διαφορετικότητα διαφορετικότητα nom διαφορικά διαφορικός adj διαφοροποίησή διαφοροποίηση nom διαφοροποίησαν διαφοροποιώ ver διαφυγές διαφυγή nom διαφυλάξει διαφυλάγω ver διαφυλάξεως διαφύλαξη nom διαφωνήσαμε διαφωνώ ver διαφωνία διαφωνία nom διαφωνούσαν διαφωνών adj διαφωτίζει διαφωτίζω ver διαφωτίσεως διαφώτιση nom διαφωτισμού διαφωτισμός nom διαφωτιστές διαφωτιστής nom διαφωτιστικά διαφωτιστικά adv διαφωτιστικές διαφωτιστικός adj διαχέει διαχέω ver διαχείρισή διαχείριση nom διαχειμάζουν διαχειμάζω ver διαχειρίζεσαι διαχειρίζομαι ver διαχειρίστρια διαχειρίστρια nom διαχειριζόμενες διαχειριζόμενες adj διαχειριστές διαχειριστής nom διαχειριστικά διαχειριστικά adv διαχειριστικές διαχειριστικός adj διαχρονία διαχρονία nom διαχρονικά διαχρονικά adv διαχρονικές διαχρονικός adj διαχρονικότητα διαχρονικότητα nom διαχυθούν διαχύνω ver διαχυτική διαχυτικός adj διαχυτικότητα διαχυτικότητα nom διαχωρίζει διαχωρίζω ver διαχωριζόμενες διαχωριζόμενες adj διαχωριζόμενο διαχωριζόμενο nom διαχωρισμοί διαχωρισμός nom διαχωριστικά διαχωριστικός adj διαύγαση διαύγαση nom διαύγεια διαύγεια nom διγαμία διγαμία nom διγλωσσία διγλωσσία nom διδάκτορα διδάκτορας|διδάκτωρ nom διδάκτορας διδάκτορας nom διδάκτορος διδάκτωρ nom διδάξαντα διδάξας adj διδάσκαλο διδάσκαλος nom διδασκόντων διδάσκων nom διδάχο διδάχος nom διδακτέα διδακτέος adj διδακτήρια διδακτήριο nom διδακτικά διδακτικός adj διδακτορία διδακτορία nom διδακτορικά διδακτορικός adj διδασκαλία διδασκαλία nom διδασκαλεία διδασκαλείο nom διδασκαλική διδασκαλικός adj διδασκαλισσών διδασκάλισσα nom διδασκομένων διδασκόμενος nom διδαχές διδαχή nom διδαχθέντα διδαχθείς adj διδιάστατες διδιάστατες adj διείδαν διαβλέπω|διορώ ver διείπαν διείπαν ver διείπε διείπε ver διείσδυαν διεισδύω ver διείσδυση διείσδυση nom διεβίβασε διεβίβασε ver διεγέρτες διεγέρτης nom διεγερτικά διεγερτικά adv διεγερτικές διεγερτικός adj διεθνές διεθνής adj διεθνικά διεθνικός adj διεθνισμού διεθνισμός nom διεθνιστές διεθνιστής nom διεθνιστικά διεθνιστικός adj διεθνολόγοι διεθνολόγος nom διεθνοποίηση διεθνοποίηση nom διεθνοποιήθηκε διεθνοποιώ ver διεθνους διεθνους adj διεθνώς διεθνώς adv διεισδυτικά διεισδυτικός adj διεκδίκησαν διεκδικώ ver διεκδίκηση διεκδίκηση nom διεκδικήτρια διεκδικήτρια nom διεκδικητές διεκδικητής nom διεκδικητική διεκδικητικός adj διεκδικούσαν διεκδικών adj διεκπεραίωναν διεκπεραιώνω ver διεκπεραίωσή διεκπεραίωση nom διεκπεραιωτές διεκπεραιωτής nom διεκτραγωδεί διεκτραγωδώ ver διελεύσει διελεύσει ver διελκυστίνδα διελκυστίνδα nom διενέργεια διενέργεια nom διενέργησαν διενεργώ ver διενεργήθησαν διενεργήθησαν ver διενεργηθείσα διενεργηθείς adj διενεργούμενη διενεργούμενος adj διεξάγει διεξάγω ver διεξαγωγές διεξαγωγή nom διεξαγόμενες διεξαγόμενες adj διεξαγόμενη διεξαγόμενη adj διεξαχθείσες διεξαχθείς adj διεξοδικά διεξοδικά adv διεξοδικές διεξοδικός adj διεπαγγελματική διεπαγγελματικός adj διεπαφή διεπαφή nom διεπιστημονικά διεπιστημονικά adv διεπιστημονικές διεπιστημονικός adj διεπιστημονικότητα διεπιστημονικότητα nom διεπόμενη διεπόμενη adj διεργασία διεργασία nom διερευνά διερευνώ ver διερευνήσεις διερεύνηση nom διερευνητικά διερευνητικά adv διερευνητικές διερευνητικός adj διερμήνευσε διερμηνεύω ver διερμηνέα διερμηνέας nom διερμηνεία διερμηνεία nom διερχομένων διερχόμενος adj διερωτάται διερωτώμαι ver διεσπαρμένα διεσπαρμένος adj διεστραμμένα διεστραμμένος adj διετές διετής adj διετία διετία nom διετίθετο διετίθετο adj διευθέτησή διευθέτηση nom διευθέτησε διευθετώ ver διευθυντά διευθυντής nom διευθυντήρια διευθυντήριο nom διευθυντικά διευθυντικός adj διευθυνόντων διευθύνων adj διευθυνόταν διευθύνω ver διευθύνσεις διεύθυνση nom διευθύντρια διευθύντρια nom διευκολυνθεί διευκολύνω ver διευκολυντή διευκολυντή nom διευκολύνσεις διευκόλυνση nom διευκρίνηση διευκρίνηση nom διευκρίνιζε διευκρινίζω ver διευκρίνιση διευκρίνιση nom διευκρινιστικά διευκρινιστικά adv διευκρινιστικές διευκρινιστικός adj διευρυνθεί διευρύνω ver διευρυνόμενη διευρυνόμενος adj διευρύνσεις διεύρυνση nom διεφθαρμένα διεφθαρμένος adj διζωνική διζωνικός adj διηγήθηκαν διηγούμαι ver διηγηματογράφο διηγηματογράφος nom διηγηματογραφία διηγηματογραφία nom διηθεί διηθώ ver διηθητικού διηθητικός adj διηλεκτρικά διηλεκτρικός adj διηνεκές διηνεκής adj διηπειρωτικά διηπειρωτικός adj διηρημένη διηρημένος adj διθέσια διθέσιος adj διθειάνθρακας διθειάνθρακας nom διθυράμβου διθύραμβος nom διθυραμβικά διθυραμβικός adj διιστάμενα διιστάμενος adj δικά δικός adj δικάζον δικάζων adj δικάσιμο δικάσιμος nom δικέφαλο δικέφαλος adj δικαίωμά δικαίωμα nom δικαίωματα δικαίωματα nom δικαίωναν δικαιώνω ver δικαίωση δικαίωση nom δικαιικά δικαιικά adj δικαιοδοσία δικαιοδοσία nom δικαιοδοτεί δικαιοδοτώ ver δικαιοδοτικά δικαιοδοτικά adj δικαιοδοτική δικαιοδοτική adj δικαιοδοτικού δικαιοδοτικού adj δικαιοδοτικό δικαιοδοτικό adj δικαιοδόχο δικαιοδόχος adj δικαιολογήθηκαν δικαιολογώ ver δικαιολογήσεις δικαιολόγηση nom δικαιολογία δικαιολογία nom δικαιολογητικά δικαιολογητικός nom δικαιοπάροχο δικαιοπάροχος adj δικαιοπρακτικά δικαιοπρακτικά nom δικαιοπρακτική δικαιοπρακτική adj δικαιοπραξία δικαιοπραξία nom δικαιοσύνη δικαιοσύνη nom δικαιου δικαιου nom δικαιούμαι δικαιούμαι ver δικαιούμενες δικαιούμενος adj δικαιούχο δικαιούχος nom δικαιωματικά δικαιωματικά adv δικαιωματική δικαιωματικός adj δικανικές δικανικός adj δικασθή δικασθή ver δικαστές δικαστής nom δικαστήριά δικαστήριο nom δικαστίνα δικαστίνα nom δικαστηρίω δικαστηρίω ver δικαστηριο δικαστηριο nom δικαστικά δικαστικός adj δικαστικώς δικαστικώς adv δικηγορήσει δικηγορώ ver δικηγορία δικηγορία nom δικηγορίνα δικηγορίνα nom δικηγορικά δικηγορικός adj δικηγόρο δικηγόρος nom δικινητήρια δικινητήριος adj δικλίδα δικλίδα nom δικλείδα δικλείδα nom δικλινής δικλινής adj δικογράφου δικόγραφο nom δικογραφία δικογραφία nom δικολάβο δικολάβος nom δικομματική δικομματικός adj δικομματισμού δικομματισμός nom δικονομία δικονομία nom δικονομικά δικονομικός adj δικτάτορα δικτάτορας nom δικτατορία δικτατορία nom δικτατορίσκων δικτατορίσκος nom δικτατορικά δικτατορικά adv δικτατορικές δικτατορικός adj δικτυακές δικτυακός adj δικτυωθούν δικτυώνω ver δικτυωτά δικτυωτός adj δικτυώματα δικτύωμα nom δικτύωσής δικτύωσής nom δικτύωση δικτύωση nom δικτύωσης δικτύωσης nom διλτιαζέμη διλτιαζέμη adv διμέτωπη διμέτωπος adj διμήνου δίμηνο nom διμερών διμερής nom διμερώς διμερώς adv διμηνιαία διμηνιαίος adj διμοιρία διμοιρία nom διμοιρίτης διμοιρίτης nom διμορφία διμορφία nom διμορφισμός διμορφισμός nom δινεται δινεται ver διοίκησής διοίκηση nom διοικούν διοικώ ver διογκωθεί διογκώνω ver διογκώσεως διόγκωση nom διοδίων διόδια nom διοικητά διοικητής nom διοικητήρια διοικητήριο nom διοικητικά διοικητικά adv διοικητικές διοικητικός adj διοικητικώς διοικητικώς adv διοικούσαν διοικών adj διολίσθησε διολισθαίνω ver διολίσθηση διολίσθηση nom διονυσιακά διονυσιακός adj διονυσιασμό διονυσιασμός nom διοξίνες διοξίνες nom διοξίνη διοξίνη nom διοξίνης διοξίνης nom διοξείδια διοξείδιο nom διοξινών διοξινών adj διορία διορία nom διορίζει διορίζω ver διορατικά διορατικά adv διορατικές διορατικός adj διορατικότητα διορατικότητα nom διοργάνωναν διοργανώνω ver διοργάνωσή διοργάνωση nom διοργανικές διοργανικές adj διοργανική διοργανική adj διοργανικής διοργανικής adj διοργανικό διοργανικό adj διοργανικών διοργανικών adj διοργανωτών διοργανωτής adj διοργανωτική διοργανωτικός adj διοργανωτριών διοργανώτρια nom διορθωθεί διορθώνω ver διορθωτές διορθωτής nom διορθωτικά διορθωτικός adj διορθώσεις διόρθωση nom διοριζόμενα διοριζόμενος adj διορισθέντα διορισθείς adj διορισμοί διορισμός nom διουρητικά διουρητικός adj διοχέτευαν διοχετεύω ver διοχέτευση διοχέτευση nom διούρηση διούρηση nom διπλού διπλός adj διπλάσιες διπλάσιος adj διπλανά διπλανός adj διπλασίασαν διπλασιάζω ver διπλασιασμού διπλασιασμός nom διπλοεγγεγραμμένων διπλοεγγεγραμμένος adj διπλοκατοικία διπλοκατοικία nom διπλοπενιές διπλοπενιά nom διπλοπροσωπία διπλοπροσωπία nom διπλοσάγονο διπλοσάγονο nom διπλοτυπίας διπλοτυπία nom διπλοψηφίας διπλοψηφία nom διπλούν διπλούν ver διπλωμάτες διπλωμάτης nom διπλωμάτισσα διπλωμάτισσα nom διπλωματία διπλωματία nom διπλωματικά διπλωματικά adv διπλωματικές διπλωματικός adj διπλωματικότητα διπλωματικότητα nom διπλωματούχο διπλωματούχος adj διπλωπία διπλωπία nom διπλότυπα διπλότυπος adj διπολικά διπολικός adj διπολισμό διπολισμός nom διπροσωπία διπροσωπία nom διπρόσωπη διπρόσωπος adj δις δις nom δισ δισ nom δισάκι δισάκι nom δισέγγονα δισέγγονο nom δισέγγονη δισέγγονη nom δισέγγονο δισέγγονος nom δισέλιδες δισέλιδος adj δισεκ δισεκ nom δισεκατ δισεκατ nom δισεκατομ δισεκατομ nom δισεκατομμυρίου δισεκατομμύριο num δισεκατομμυριοστό δισεκατομμυριοστός num δισεκατομμυριούχο δισεκατομμυριούχος adj δισκάδικα δισκάδικο nom δισκάρια δισκάριο nom δισκέτα δισκέτα nom δισκία δισκίο nom δισκοβολία δισκοβολία nom δισκοβόλο δισκοβόλος nom δισκογραφία δισκογραφία nom δισκογραφικά δισκογραφικός adj δισκοθήκη δισκοθήκη nom δισκοπάθεια δισκοπάθεια nom δισκοπότηρα δισκοπότηρο nom δισουλφιδίων δισουλφιδίων nom δισουλφιράμη δισουλφιράμη nom δισταγμοί δισταγμός nom διστακτικά διστακτικά adv διστακτικές διστακτικός adj διστακτικότητα διστακτικότητα nom δισυπόστατη δισυπόστατος adj δισόξινο δισόξινο adj δισύλλαβα δισύλλαβα adv δισύλλαβες δισύλλαβος adj διττά διττός adj διττώς διττώς adv διυλίζει διυλίζω ver διυλιστήρια διυλιστήριο nom διυπουργικές διυπουργικός adj διφαινύλια διφαινύλια nom διφθερίτιδα διφθερίτιδα nom διφορούμενα διφορούμενα adv διφορούμενες διφορούμενος adj διφυή διφυής adj διφωνίες διφωνία nom διχάλα διχάλα nom διχαλωτή διχαλωτός adj διχασμοί διχασμός nom διχαστικά διχαστικά adv διχαστικές διχαστικός adj διχλωροαιθάνιο διχλωροαιθάνιο adj διχογνωμία διχογνωμία nom διχοστασία διχοστασία nom διχοτομήθηκε διχοτομώ ver διχοτομήσεως διχοτόμηση nom διχοτομική διχοτομικός adj διχοτόμων διχοτόμος nom διχρωμία διχρωμία nom διχόνοια διχόνοια nom διψήφια διψήφιος adj διωγμοί διωγμός nom διωκτικές διωκτικός adj διωκτών διώκτης nom διωχθεί διώκω ver διό διό adv διόλου διόλου adv διόπτευση διόπτευση nom διόπτρα διόπτρα nom διόραση διόραση nom διόρθωμα διόρθωμα nom διότι διότι con διύλιση διύλιση nom διώνυμο διώνυμος adj διώξιμο διώξιμο nom διώροφα διώροφος adj διώρυγα διώρυγα nom δογμάτισε δογματίζω ver δογμάτων δόγμα nom δογματικά δογματικά adv δογματικές δογματικός adj δογματισμού δογματισμός nom δοθείσα δοθείς adj δοκάρι δοκάρι nom δοκίμαζα δοκιμάζω ver δοκίμια δοκίμι|δοκίμιο nom δοκίμιο δοκίμιο nom δοκησίσοφοι δοκησίσοφος adj δοκιμές δοκιμή nom δοκιμαζόμενα δοκιμαζόμενος adj δοκιμασία δοκιμασία nom δοκιμαστές δοκιμαστής nom δοκιμαστήρια δοκιμαστήριο nom δοκιμαστικά δοκιμαστικά adv δοκιμαστικές δοκιμαστικός adj δοκιμιογράφο δοκιμιογράφος nom δοκιμιογραφίας δοκιμιογραφία nom δοκοί δοκός nom δοκούν δοκούν nom δολάρια δολάριο nom δολίως δόλια adv δολερό δολερός adj δολιοφθορά δολιοφθορά nom δολιότητα δολιότητα nom δολοπλοκία δολοπλοκία nom δολοπλοκεί δολοπλοκώ ver δολοπλόκα δολοπλόκα nom δολοπλόκο δολοπλόκος nom δολοφονήθηκαν δολοφονώ ver δολοφονία δολοφονία nom δολοφονικά δολοφονικός adj δολοφόνε δολοφόνος nom δολωμάτων δόλωμα nom δομές δομή nom δομήσεως δόμηση nom δομήσουμε δομώ ver δομημένα δομημένος adj δομικά δομικός adj δον δον nom δονήσεις δόνηση nom δονεί δονώ ver δονητές δονητής nom δοντιού δόντι nom δοξάζει δοξάζω ver δοξάρι δοξάρι nom δοξαριές δοξαριά nom δοξασία δοξασία nom δοξαστικά δοξαστικά adv δοξαστική δοξαστικός adj δοξολογία δοξολογία nom δοξολογεί δοξολογώ ver δορά δορά nom δοράτων δόρυ nom δορυφορικά δορυφορικός adj δορυφόρο δορυφόρος nom δοσίλογο δοσίλογος nom δοσίματα δόσιμο nom δοσοεξαρτώμενη δοσοεξαρτώμενη adj δοσοληψία δοσοληψία nom δοσολογία δοσολογία nom δοσολογικό δοσολογικό adj δοτής δοτός adj δοτικές δοτική nom δουκάτα δουκάτο nom δουκών δούκας nom δουλέμπορο δουλέμπορος nom δουλέψαμε δουλεύω ver δουλίτσα δουλίτσα nom δουλεία δουλεία nom δουλειά δουλειά nom δουλεμπορίας δουλεμπορία nom δουλεμπορίου δουλεμπόριο nom δουλεμπορικού δουλεμπορικός adj δουλευτές δουλευτής nom δουλευταράδες δουλευταράς nom δουλικά δουλικά adv δουλική δουλικός adj δουλικό δουλικό nom δουλικότητας δουλικότητα nom δουλοκτήτες δουλοκτήτης nom δουλοπάροικο δουλοπάροικος nom δουλοπαροικία δουλοπαροικία nom δουλοπρέπεια δουλοπρέπεια nom δουλοπρεπή δουλόπρεπος adj δουλοφροσύνη δουλοφροσύνη nom δοχεία δοχείο nom δούκισσα δούκισσα nom δούλα δούλα nom δούλεμα δούλεμα nom δούλεψη δούλεψη nom δούλο δούλος nom δούρειο δούρειος adj δρ δρ nom δράκα δράκα nom δράκαινα δράκαινα nom δράκο δράκος nom δράκοντα δράκοντας nom δράμα δράμα nom δράμι δράμι nom δράσεις δράση nom δράστες δράστης nom δράττομαι δράττω ver δρέπανο δρέπανο nom δρέπει δρέπω ver δραγάτες δραγάτης nom δρακόντεια δρακόντειος adj δραματικά δραματικά adv δραματικές δραματικός adj δραματικότητα δραματικότητα nom δραματογράφος δραματογράφος nom δραματογραφία δραματογραφία nom δραματολογία δραματολογία nom δραματολογικές δραματολογικός adj δραματολόγιο δραματολόγιο nom δραματοποίησε δραματοποιώ ver δραματοποίηση δραματοποίηση nom δραματουργία δραματουργία nom δραματουργικά δραματουργικός adj δραματουργοί δραματουργός nom δραπέτες δραπέτης nom δραπέτευαν δραπετεύω ver δραπέτευση δραπέτευση nom δραση δραση nom δρασης δρασης nom δρασκέλιζε δρασκελώ ver δρασκελιές δρασκελιά nom δραστήρια δραστήριος adj δραστηριοποίηση δραστηριοποίηση nom δραστηριοποιήθηκαν δραστηριοποιώ ver δραστηριοποιούμενοι δραστηριοποιούμενοι nom δραστηριοτήτων δραστηριότητα nom δραστικά δραστικά adv δραστικές δραστικός adj δραστικότητα δραστικότητα nom δρατηριότητες δρατηριότητες nom δραχμές δραχμή nom δρεπάνι δρεπάνι nom δρεπανοειδή δρεπανοειδής adj δρεπανοκυτταρική δρεπανοκυτταρικός adj δριμεία δριμύς adj δριμύτατα δριμέως adv δριμύτητα δριμύτητα nom δρομάκι δρομάκι nom δρομέα δρομέας nom δρομική δρομικός adj δρομολογήθηκαν δρομολογώ ver δρομολογίου δρομολόγιο nom δρομολόγησή δρομολόγηση nom δροσίζει δροσίζω ver δροσερά δροσερά adv δροσερές δροσερός adj δροσιά δροσιά nom δροσιστικά δροσιστικός adj δροσοσταλίδες δροσοσταλίδα nom δροσό δροσό nom δρυμοί δρυμός nom δρυς δρυς nom δρυών δρύς nom δρχ δρχ nom δρόμο δρόμος nom δρόμωνα δρόμωνας nom δρόσο δρόσος nom δρύινο δρύινο adj δρώμενα δρώμενο nom δυάδα δυάδα num δυάρι δυάρι nom δυαδικά δυαδικός adj δυαρχία δυαρχία nom δυνάμεθα δύναμαι ver δυνάμει δυνάμει nom δυνάμεις δύναμη nom δυνάμενα δυνάμενος adj δυνάμωναν δυναμώνω ver δυνάστες δυνάστης nom δυναμάρι δυναμάρι nom δυναμίτες δυναμίτης nom δυναμίτιδα δυναμίτιδα nom δυναμίτιζε δυναμιτίζω ver δυναμικά δυναμικά adv δυναμικότερες δυναμικός adj δυναμικο δυναμικο nom δυναμικότητα δυναμικότητα nom δυναμισμού δυναμισμός nom δυναμιτιστής δυναμιτιστής nom δυναμωτική δυναμωτικός adj δυναμό δυναμό nom δυναστεία δυναστεία nom δυναστεύει δυναστεύω ver δυναστικά δυναστικός adj δυνατά δυνατά adv δυνατές δυνατός adj δυνατοτήτων δυνατότητα nom δυνητικά δυνητικά adv δυνητικές δυνητικός adj δυνητικώς δυνητικώς adv δυο δύο num δυσάρεστα δυσάρεστα adv δυσάρεστες δυσάρεστος adj δυσανάγνωστα δυσανάγνωστα adv δυσανάγνωστες δυσανάγνωστος adj δυσανάλογα δυσανάλογα adv δυσανάλογες δυσανάλογος adj δυσαναλογία δυσαναλογία nom δυσαναπλήρωτα δυσαναπλήρωτος adj δυσανασχέτησαν δυσανασχετώ ver δυσανασχέτηση δυσανασχέτηση nom δυσανεξία δυσανεξία nom δυσαπορρόφηση δυσαπορρόφηση nom δυσαρέσκειά δυσαρέσκεια nom δυσαρέστησαν δυσαρεστώ ver δυσαρμονία δυσαρμονία nom δυσαρμονικές δυσαρμονικός adj δυσβάστακτα δυσβάστακτος adj δυσδιάκριτα δυσδιάκριτα adv δυσδιάκριτες δυσδιάκριτος adj δυσδιάλυτο δυσδιάλυτος adj δυσεντερία δυσεντερία nom δυσεξήγητη δυσεξήγητος adj δυσεπίλυτα δυσεπίλυτος adj δυσερμήνευτα δυσερμήνευτος adj δυσεύρετα δυσεύρετος adj δυσθεώρητα δυσθεώρητος adj δυσθυμία δυσθυμία nom δυσκίνητα δυσκίνητα adv δυσκίνητες δυσκίνητος adj δυσκαμψία δυσκαμψία nom δυσκινησία δυσκινησία nom δυσκοιλιότητα δυσκοιλιότητα nom δυσκολέψει δυσκολεύω ver δυσκολία δυσκολία nom δυσκολότατη δύσκολος adj δυσκολότερα δύσκολα adv δυσλειτουργία δυσλειτουργία nom δυσλειτουργεί δυσλειτουργώ ver δυσλειτουργικών δυσλειτουργικών adj δυσλεκτικά δυσλεκτικός adj δυσλεξία δυσλεξία nom δυσμάς δυσμάς nom δυσμένεια δυσμένεια nom δυσμενές δυσμενής adj δυσμενώς δυσμενώς adv δυσμορφία δυσμορφία nom δυσνόητα δυσνόητος adj δυσοίωνα δυσοίωνα adv δυσοίωνες δυσοίωνος adj δυσοσμία δυσοσμία nom δυσπεψία δυσπεψία nom δυσπιστία δυσπιστία nom δυσπιστεί δυσπιστώ ver δυσπλασία δυσπλασία nom δυσπλαστικές δυσπλαστικές adj δυσπραγία δυσπραγία nom δυσπρόσιτα δυσπρόσιτος adj δυστοκία δυστοκία nom δυστονία δυστονία nom δυστροπούν δυστροπώ ver δυστροφία δυστροφία nom δυστυχές δύστυχος adj δυστυχήματα δυστύχημα nom δυστυχία δυστυχία nom δυστυχεί δυστυχώ ver δυστυχισμένα δυστυχισμένος adj δυστυχώς δυστυχώς adv δυσφήμησαν δυσφημώ ver δυσφήμηση δυσφήμηση nom δυσφήμισης δυσφήμιση nom δυσφορία δυσφορία nom δυσφορεί δυσφορώ ver δυσχέραιναν δυσχεραίνω ver δυσχέρεια δυσχέρεια nom δυσχερές δυσχερής adj δυσχερώς δυσχερώς adv δυσωδία δυσωδία nom δυσώδεις δυσώδης adj δυτικά δυτικά adv δυτικές δυτικός adj δυτικότροπα δυτικότροπα adv δυτικόφιλος δυτικόφιλος adj δυτών δύτης nom δυόμισι δυόμισι num δυόσμο δυόσμος nom δω εδώ adv δωδέκατος δωδέκατος num δωδεκάδα δωδεκάδα num δωδεκάθεο δωδεκάθεο nom δωδεκάμηνη δωδεκάμηνος adj δωδεκάμηνο δωδεκάμηνο nom δωδεκάμισι δωδεκάμισι num δωδεκάχρονη δωδεκάχρονος adj δωδεκαήμερο δωδεκαήμερο nom δωδεκαδακτυλικό δωδεκαδακτυλικό adj δωδεκαδακτύλου δωδεκαδάκτυλο nom δωδεκαετή δωδεκαετής adj δωδεκαετία δωδεκαετία nom δωδεκανησιακή δωδεκανησιακός adj δωδεκατημόρια δωδεκατημόριο nom δωμάτια δωμάτιο nom δωρήθηκαν δωρώ ver δωρήτρια δωρήτρια nom δωρίζει δωρίζω ver δωρεά δωρεά nom δωρεάν δωρεάν adv δωρεοδόχο δωρεοδόχος nom δωρητές δωρητής nom δωρικά δωρικός adj δωροδοκήθηκαν δωροδοκώ ver δωροδοκία δωροδοκία nom δωροληψία δωροληψία nom δωσίλογο δωσίλογος nom δωσιδικία δωσιδικία nom δωσιλογισμού δωσιλογισμός nom δόγηδων δόγης nom δόκανα δόκανο nom δόκιμα δόκιμα adv δόκιμες δόκιμος adj δόκτορα δόκτορας|δόκτωρ nom δόκτορας δόκτορας nom δόκτορος δόκτωρ nom δόλιας δόλιος adj δόλιχο δόλιχος nom δόλο δόλος nom δόμοι δόμος nom δόνα δόνα nom δόξα δόξα nom δόσεις δόση nom δότες δότης nom δότρια δότρια nom δύνη δύνη nom δύσβατα δύσβατος adj δύση δύση nom δύσκαμπτα δύσκαμπτα adv δύσκαμπτες δύσκαμπτος adj δύσμοιρη δύσμοιρος adj δύσμορφα δύσμορφα adv δύσμορφη δύσμορφος adj δύσοσμα δύσοσμος adj δύσπεπτα δύσπεπτος adj δύσπιστα δύσπιστα adv δύσπιστη δύσπιστος adj δύσπνοια δύσπνοια nom δύστροπες δύστροπος adj δύσχρηστα δύσχρηστος adj δώδεκα δώδεκα num δώθε δώθε adv δώμα δώμα nom δώρα δώρο nom δώρημα δώρημα nom ε ε sw είδει είδει nom είδη είδος nom είδηση είδηση nom είδωλα είδωλο nom είθε είθε sw είκοσι είκοσι num είλωτας είλωτας nom είρωνα είρων|είρωνας nom είρωνας είρωνας nom είς είς num είσοδο είσοδος nom είσπραξή είσπραξη nom είτε είτε con εαρινά εαρινός adj εαυτοί εαυτός nom εαυτούληδες εαυτούλης nom εβένινο εβένινος adj εβαπορέ εβαπορέ adj εβδομάδα εβδομάδα nom εβδομήντα εβδομήντα num εβδομαδιαία εβδομαδιαίος adj εβδομαδιαίως εβδομαδιαίως adv εβδομηκοστά εβδομηκοστός num εβραίος εβραίος adj εγγίζει εγγίζω ver εγγαστρίμυθος εγγαστρίμυθος adj εγγείου έγγειος adj εγγειοβελτιωτικά εγγειοβελτιωτικός adj εγγενές εγγενής adj εγγενώς εγγενώς adv εγγλέζικα εγγλέζικος adj εγγονές εγγονή nom εγγονιών εγγόνι nom εγγονοί εγγονός nom εγγρ εγγρ nom εγγράμματος έγγραμμα nom εγγράφως εγγράφως adv εγγραφέα εγγραφέας nom εγγραφές εγγραφή nom εγγυάται εγγυώμαι ver εγγυήσεις εγγύηση nom εγγυήτρια εγγυήτρια nom εγγυημένα εγγυημένα adv εγγυημένη εγγυημένος adj εγγυητές εγγυητής nom εγγυητικές εγγυητικός adj εγγόνα εγγόνα nom εγγύς εγγύς adv εγγύτατη εγγύτερος adj εγγύτητάς εγγύτητα nom εγελιανή εγελιανός adj εγελιανισμού εγελιανισμός nom εγερτήρια εγερτήριος adj εγερτήριο εγερτήριο nom εγκάθειρκτο εγκάθειρκτος adj εγκάθετο εγκάθετος adj εγκάλεσε εγκαλώ ver εγκάρδια εγκάρδια adv εγκάρδιας εγκάρδιος adj εγκάρσια εγκάρσια adv εγκάρσιες εγκάρσιος adj εγκέφαλο εγκέφαλος nom εγκαίνια εγκαίνια nom εγκαθίδρυσαν εγκαθιδρύω ver εγκαθίδρυση εγκαθίδρυση nom εγκαθίστανται εγκαθιστώ ver εγκαθιστάμενοι εγκαθιστάμενοι adj εγκαινίαζε εγκαινιάζω ver εγκαινίαση εγκαινίαση nom εγκαινιασμό εγκαινιασμός nom εγκαρδιότητα εγκαρδιότητα nom εγκαρτέρηση εγκαρτέρηση nom εγκαταλειμμένο εγκαταλείπω ver εγκατάλειψη εγκατάλειψη nom εγκατάστασή εγκατάσταση nom εγκαταστάτη εγκαταστάτη nom εγκαταστημένα εγκαταστημένος adj εγκατεσπαρμένα εγκατεσπαρμένος adj εγκαυστικές εγκαυστική nom εγκεκριμένα εγκεκριμένος adj εγκεκριμένες εγκρίνω ver εγκεφαλίτιδα εγκεφαλίτιδα nom εγκεφαλικά εγκεφαλικός adj εγκεφαλογράφημα εγκεφαλογράφημα nom εγκεφαλομυελίτιδα εγκεφαλομυελίτιδα nom εγκεφαλονωτιαίο εγκεφαλονωτιαίος adj εγκεφαλοπάθεια εγκεφαλοπάθεια nom εγκλείει εγκλείω ver εγκλείσματα έγκλεισμα nom εγκλεισμένων εγκλεισμένων adj εγκλεισμοί εγκλεισμός nom εγκληματία εγκληματίας nom εγκληματικά εγκληματικά adv εγκληματικές εγκληματικός adj εγκληματικότητα εγκληματικότητα nom εγκληματολογία εγκληματολογία nom εγκληματολογικά εγκληματολογικός adj εγκληματολόγο εγκληματολόγος nom εγκληματούν εγκληματώ ver εγκλιματίζεται εγκλιματίζω ver εγκλιματισμού εγκλιματισμός nom εγκλωβιστεί εγκλωβίζω ver εγκλωβισμού εγκλωβισμός nom εγκολπωθούν εγκολπώνομαι ver εγκοπές εγκοπή nom εγκράτεια εγκράτεια nom εγκρατή εγκρατής adj εγκριθέντα εγκριθείς adj εγκριτική εγκριτικός adj εγκύκλια εγκύκλιος adj εγκυκλοπαίδεια εγκυκλοπαίδεια nom εγκυκλοπαιδικά εγκυκλοπαιδικά adv εγκυκλοπαιδικές εγκυκλοπαιδικός adj εγκυκλοπαιδισμό εγκυκλοπαιδισμός nom εγκυκλοπαιδιστές εγκυκλοπαιδιστής nom εγκυμονεί εγκυμονώ ver εγκυμονούν εγκυμονών adj εγκυμοσύνες εγκυμοσύνη nom εγκυρότητά εγκυρότητα nom εγκωμίαζαν εγκωμιάζω ver εγκωμίου εγκώμιο nom εγκωμιαστικά εγκωμιαστικά adv εγκωμιαστικές εγκωμιαστικός adj εγκόλπια εγκόλπιο nom εγκόσμια εγκόσμιος adj εγκύρως εγκύρως adv εγνωσμένης εγνωσμένος adj εγρήγορση εγρήγορση nom εγχάρακτα εγχάρακτος adj εγχάραξε εγχαράσσω ver εγχαράξεις εγχάραξη nom εγχείρημα εγχείρημα nom εγχείρηση εγχείρηση nom εγχείριση εγχείριση nom εγχειρίδια εγχειρίδιο nom εγχειρίζεται εγχειρίζω ver εγχωρίου εγχώριος adj εγωίστρια εγωίστρια nom εγωισμοί εγωισμός nom εγωιστές εγωιστής nom εγωιστικά εγωιστικά adv εγωιστικές εγωιστικός adj εγωκεντρικές εγωκεντρικός adj εγωκεντρισμού εγωκεντρισμός nom εγωπάθεια εγωπάθεια nom εγωπαθής εγωπαθής adj εγωτισμού εγωτισμός nom εδ εδ nom εδάφια εδάφιο nom εδαφικά εδαφικός adj εδαφικότητας εδαφικότητας nom εδαφολογικά εδαφολογικός adj εδραία εδραίος adj εδραίωνε εδραιώνω ver εδραίωση εδραίωση nom εδωλίου εδώλιο nom εδώδιμα εδώδιμος adj εδώθε εδώθε adv εθέσπισε εθέσπισε ver εθίζει εθίζω ver εθεάθη θεώμαι ver εθελοντές εθελοντής nom εθελοντικά εθελοντικά adv εθελοντικές εθελοντικός adj εθελοντισμού εθελοντισμού nom εθελοντισμό εθελοντισμό nom εθελοντισμός εθελοντισμός nom εθελοντριών εθελόντρια nom εθελοτυφλία εθελοτυφλία nom εθελοτυφλεί εθελοτυφλώ ver εθελούσιας εθελούσιος adj εθεωρείτο εθεωρείτο ver εθεωρούντο εθεωρούντο ver εθιμικά εθιμικά adv εθιμικές εθιμικός adj εθιμοτυπία εθιμοτυπία nom εθιμοτυπικά εθιμοτυπικά adv εθιμοτυπικές εθιμοτυπικός adj εθισμένα εθισμένος adj εθισμοί εθισμός nom εθιστικό εθιστικός adj εθνάρχες εθνάρχης nom εθνεγέρτη εθνεγέρτης nom εθνεγερσία εθνεγερσία nom εθνικά εθνικά adv εθνικές εθνικός adj εθνικισμοί εθνικισμός nom εθνικιστές εθνικιστής nom εθνικιστικά εθνικιστικός adj εθνικοποίησαν εθνικοποιώ ver εθνικοποίηση εθνικοποίηση nom εθνικοσοσιαλισμού εθνικοσοσιαλισμός nom εθνικοσοσιαλιστικά εθνικοσοσιαλιστικός adj εθνικοτήτων εθνικότητα nom εθνικοφροσύνη εθνικοφροσύνη nom εθνικοφρόνων εθνικόφρων adj εθνισμού εθνισμός nom εθνογράφος εθνογράφος nom εθνογραφία εθνογραφία nom εθνογραφικά εθνογραφικά adv εθνογραφικές εθνογραφικός adj εθνοκάθαρση εθνοκάθαρση nom εθνοκεντρικά εθνοκεντρικός adj εθνοκεντρισμού εθνοκεντρισμός nom εθνολογία εθνολογία nom εθνολογικά εθνολογικά adv εθνολογικές εθνολογικός adj εθνολόγο εθνολόγος nom εθνομάρτυρας εθνομάρτυρας nom εθνομουσικολογίας εθνομουσικολογία nom εθνοπατέρες εθνοπατέρας nom εθνοσυνέλευση εθνοσυνέλευση nom εθνοτήτων εθνότητα nom εθνοτικά εθνοτικά adj εθνοτικές εθνοτικές adj εθνοτική εθνοτική adj εθνοτικής εθνοτικής adj εθνοτικοί εθνοτικοί adj εθνοτικού εθνοτικού adj εθνοτικό εθνοτικό adj εθνοτικών εθνοτικών adj εθνοφρουρά εθνοφρουρά nom εθνοφρουροί εθνοφρουρός nom εθνοφυλάκων εθνοφύλακας nom εθνοφυλακή εθνοφυλακή nom εθνωφελή εθνωφελής adj εθνόσημα εθνόσημο nom ει ει con ειδ ειδ nom ειδάλλως ειδάλλως adv ειδήμονα ειδήμων adj ειδίκευσής ειδίκευση nom ειδεμή ειδεμή adv ειδεχθές ειδεχθής adj ειδησεογραφία ειδησεογραφία nom ειδησεογραφικά ειδησεογραφικός adj ειδικά ειδικά adv ειδικάς ειδικάς nom ειδικές ειδικός adj ειδικευμένων ειδικεύω nom ειδικευομένων ειδικευόμενος adj ειδικοτήτων ειδικότητα nom ειδολογικά ειδολογικός adj ειδοποίησα ειδοποιώ ver ειδοποίηση ειδοποίηση nom ειδοποιά ειδοποιός adj ειδοποιητήρια ειδοποιητήριο nom ειδυλλίου ειδύλλιο nom ειδυλλιακά ειδυλλιακά adv ειδυλλιακές ειδυλλιακός adj ειδωθεί ειδωθεί ver ειδωθούν ειδωθούν ver ειδωλίου ειδώλιο nom ειδωλολάτρες ειδωλολάτρης nom ειδωλολάτρισσα ειδωλολάτρισσα nom ειδωλολατρία ειδωλολατρία nom ειδωλολατρικά ειδωλολατρικός adj εικάζεται εικάζω ver εική εική adv εικαζόμενες εικαζόμενος adj εικασία εικασία nom εικαστικά εικαστικά adv εικαστικές εικαστικός adj εικονίδια εικονίδιο nom εικονίζει εικονίζω ver εικονίσματα εικόνισμα nom εικονιζόμενου εικονιζόμενος adj εικονικά εικονικά adv εικονικές εικονικός adj εικονικότητα εικονικότητα nom εικονιστικά εικονιστικά adv εικονιστικές εικονιστικός adj εικονογράφησαν εικονογραφώ ver εικονογράφηση εικονογράφηση nom εικονογράφο εικονογράφος nom εικονογραφία εικονογραφία nom εικονογραφημένα εικονογραφημένος adj εικονογραφικά εικονογραφικά adv εικονογραφικές εικονογραφικός adj εικονοκλάστες εικονοκλάστης nom εικονοκλασία εικονοκλασία nom εικονοκλαστικές εικονοκλαστικός adj εικονολάτρες εικονολάτρης nom εικονολήπτες εικονολήπτης nom εικονολατρία εικονολατρία nom εικονολογία εικονολογία nom εικονομάχοι εικονομάχος nom εικονομαχία εικονομαχία nom εικονομαχικής εικονομαχικής adj εικονοστάσι εικονοστάσι nom εικονοστάσια εικονοστάσι|εικονοστάσιο nom εικονοστάσιο εικονοστάσιο nom εικοσάδα εικοσάδα num εικοσάλεπτα εικοσάλεπτος adj εικοσάχρονα εικοσάχρονος adj εικοσαήμερο εικοσαήμερο nom εικοσαετή εικοσαετής adj εικοσαετία εικοσαετία nom εικοσανοειδών εικοσανοειδών nom εικοσαπλάσιο εικοσαπλάσιος num εικοσαριά εικοσαριά num εικοσιπενταετία εικοσιπενταετία nom εικοσιτέσσερις εικοσιτέσσερις num εικοσιτετράωρα εικοσιτετράωρο nom εικοσιτετράωρες εικοσιτετράωρος adj εικοστός εικοστός adj εικοτολογία εικοτολογία nom εικόνα εικών nom εικόνας εικόνα nom εικός εικός nom ειλεού ειλεός nom ειλητάρια ειλητάριο nom ειλικρίνεια ειλικρίνεια nom ειλικρινά ειλικρινά adv ειλικρινές ειλικρινής adj ειλωτεία ειλωτεία nom ειμή ειμή con ειμαρμένη ειμαρμένη nom ειναι ειναι ver ειπείν ειπείν adv ειρήνευση ειρήνευση nom ειρήνη ειρήνη nom ειρήσθω ειρήσθω ver ειρηνευτές ειρηνευτής nom ειρηνευτικά ειρηνευτικός adj ειρηνεύσει ειρηνεύω ver ειρηνικά ειρηνικά adv ειρηνικές ειρηνικός adj ειρηνισμό ειρηνισμός nom ειρηνιστές ειρηνιστής nom ειρηνιστικά ειρηνιστικός adj ειρηνοδίκες ειρηνοδίκης nom ειρηνοδικεία ειρηνοδικείο nom ειρηνοποιοί ειρηνοποιός nom ειρηνόφιλη ειρηνόφιλος adj ειρκτής ειρκτή nom ειρμού ειρμός nom ειρωνεία ειρωνεία nom ειρωνευθεί ειρωνεύομαι ver ειρωνικά ειρωνικά adv ειρωνικές ειρωνικός adj εις εις pre εισάγαμε εισάγω ver εισάγουσα εισάγων adj εισάκουσαν εισακούω ver εισέβαλαν εισβάλλω ver εισέδυε εισδύω ver εισέλθει εισέρχομαι ver εισέλθη εισέλθη ver εισέλθουμε εισήλθα ver εισέπνεε εισπνέω ver εισέπραξα εισπράττω ver εισέρρεαν εισρέω ver εισέτι εισέτι nom εισέφεραν εισφέρω ver εισήγησή εισήγηση nom εισαγγελέα εισαγγελέας nom εισαγγελία εισαγγελία nom εισαγγελικά εισαγγελικός adj εισαγομένων εισαγόμενος adj εισαγωγέα εισαγωγέας nom εισαγωγές εισαγωγή nom εισαγωγη εισαγωγη nom εισαγωγικά εισαγωγικά adv εισαγωγικές εισαγωγικός adj εισακτέοι εισακτέος adj εισαχθέντα εισαχθείς adj εισβολέα εισβολέας nom εισβολές εισβολή nom εισδοχή εισδοχή nom εισερχομένων εισερχόμενος adj εισηγήθηκαν εισηγούμαι ver εισηγήτρια εισηγήτρια nom εισηγητές εισηγητής nom εισηγητικές εισηγητικός adj εισιτήρια εισιτήριος adj εισιτήριό εισιτήριο nom εισοδήματά εισόδημα nom εισοδηματίας εισοδηματίας nom εισοδηματικά εισοδηματικός adj εισπνευσθεί εισπνευσθεί ver εισπνευστικό εισπνευστικός adj εισπνεόμενων εισπνεόμενος adj εισπνοές εισπνοή nom εισπράκτορα εισπράκτορας nom εισπρακτικά εισπρακτικός adj εισπραττόμενα εισπραττόμενος adj εισπραχθέντα εισπραχθείς adj εισροές εισροή nom εισρόφηση εισρόφηση nom εισφορά εισφορά nom εισχωρήσει εισχωρώ ver εισχώρηση εισχώρηση nom ειωθότα ειωθός nom εκ εκ pre εκάστοτε εκάστοτε adv εκατ εκατ nom εκατέρωθεν εκατέρωθεν adv εκατομ εκατομ nom εκατομμ εκατομμ nom εκατομμυρίου εκατομμύριο nom εκατομμυριοστή εκατομμυριοστός num εκατομμυριούχο εκατομμυριούχος adj εκατομυρίων εκατομυρίων nom εκατομύρια εκατομύρια nom εκατοντάδα εκατοντάδα num εκατοντάχρονα εκατοντάχρονος adj εκατονταετή εκατονταετής adj εκατονταετία εκατονταετία nom εκατονταετηρίδα εκατονταετηρίδα nom εκατονταπλάσια εκατονταπλάσιος num εκατονταρχία εκατονταρχία nom εκατοστής εκατοστός num εκατοστή εκατοστή num εκατοστιαία εκατοστιαίος adj εκατοστόμετρα εκατοστόμετρο nom εκατό εκατό num εκατόλιτρα εκατόλιτρο nom εκατόμβες εκατόμβη nom εκατόνταρχοι εκατόνταρχος nom εκβάθυνση εκβάθυνση nom εκβάλει εκβάλλω ver εκβίαζαν εκβιάζω ver εκβίαση εκβίαση nom εκβιασμοί εκβιασμός nom εκβιαστές εκβιαστής nom εκβιαστικά εκβιαστικά adv εκβιαστική εκβιαστικός adj εκβιομηχάνιση εκβιομηχάνιση nom εκβιομηχανισμένα εκβιομηχανίζω adj εκβολές εκβολή nom εκβράζονται εκβράζω ver εκγύμναση εκγύμναση nom εκδ εκδ nom εκδήλωναν εκδηλώνω ver εκδήλωσή εκδήλωση nom εκδίδει εκδίδω ver εκδίδοντος εκδίδων adj εκδίκαζαν εκδικάζω ver εκδίκασή εκδίκαση nom εκδίκηση εκδίκηση nom εκδίωξή εκδίωξη nom εκδίωξαν εκδιώκω ver εκδηλούμενη εκδηλούμενη adj εκδηλωτική εκδηλωτικός adj εκδημοκρατισμένο εκδημοκρατίζω ver εκδημοκρατισμού εκδημοκρατισμός nom εκδιδομένη εκδιδόμενος adj εκδικήθηκαν εκδικούμαι ver εκδικητές εκδικητής nom εκδικητικά εκδικητικά adv εκδικητικές εκδικητικός adj εκδοθέν εκδοθείς adj εκδορά εκδορά nom εκδορείς εκδορέας|εκδορεύς nom εκδοτικά εκδοτικά adv εκδοτικές εκδοτικός adj εκδοτών εκδότης nom εκδουλεύσεις εκδούλευση nom εκδοχές εκδοχή nom εκδρομές εκδρομή nom εκδρομέων εκδρομέας nom εκδρομικά εκδρομικός adj εκδόσει εκδόσει ver εκδότρια εκδότρια nom εκεί εκεί adv εκείθε εκείθε adv εκείθεν εκείθεν adv εκείνα εκείνος pro_dem εκεχειρία εκεχειρία nom εκζήτηση εκζήτηση nom εκθέσανε εκθέτω ver εκθέτες εκθέτης nom εκθαμβωτικά εκθαμβωτικός adj εκθείαζαν εκθειάζω ver εκθεμελίωση εκθεμελίωση nom εκθεση εκθεση nom εκθεσιακά εκθεσιακός adj εκθετήριο εκθετήριο nom εκθετικά εκθετικός adj εκθρέψει εκτρέφω ver εκθρονίζει εκθρονίζω ver εκθρονίσεις εκθρόνιση nom εκκένωναν εκκενώνω ver εκκένωση εκκένωση nom εκκίνησαν εκκινώ ver εκκίνηση εκκίνηση nom εκκαθάρισαν εκκαθαρίζω ver εκκαθάριση εκκαθάριση nom εκκαθαριστές εκκαθαριστής nom εκκαθαριστικές εκκαθαριστικός adj εκκαμίνευση εκκαμίνευση nom εκκεντρικά εκκεντρικά adv εκκεντρικές εκκεντρικός adj εκκεντρικότητα εκκεντρικότητα nom εκκεντρότητας εκκεντρότητα nom εκκλησάκι εκκλησάκι nom εκκλησία εκκλησία nom εκκλησίασμα εκκλησίασμα nom εκκλησιά εκκλησιά nom εκκλησιάρχη εκκλησιάρχης nom εκκλησιασμού εκκλησιασμός nom εκκλησιαστήριο εκκλησιαστήριο nom εκκλησιαστικά εκκλησιαστικός adj εκκλησιολογικά εκκλησιολογικός adj εκκλησούλα εκκλησούλα nom εκκοκκιστήρια εκκοκκιστήριο nom εκκοκκιστικής εκκοκκιστικός adj εκκολάπτεται εκκολάπτω ver εκκολαπτήρια εκκολαπτήριο nom εκκολαπτόμενους εκκολαπτόμενος adj εκκρίματα έκκριμα nom εκκρίνει εκκρίνω ver εκκρεμές εκκρεμής adj εκκρεμούσες εκκρεμώ adj εκκρεμοδικία εκκρεμοδικία nom εκκρεμοτήτων εκκρεμότητα nom εκκρεμούσας εκκρεμούσας adj εκκωφαντικά εκκωφαντικός adj εκκόλαψη εκκόλαψη nom εκκύκλημα εκκύκλημα nom εκλάβει εκλαμβάνω ver εκλέγει εκλέγω ver εκλέγειν εκλέγειν nom εκλέγεσθαι εκλέγεσθαι nom εκλέκτορα εκλέκτορας nom εκλέξιμη εκλέξιμος adj εκλέπτυνε εκλεπτύνω ver εκλέπτυνση εκλέπτυνση nom εκλείπει εκλείπω ver εκλεγείς εκλεγείς adj εκλεγομένων εκλεγόμενος adj εκλειπτική εκλειπτική nom εκλεκτά εκλεκτός adj εκλεκτικά εκλεκτικά adv εκλεκτικές εκλεκτικός adj εκλεκτικισμού εκλεκτικισμός nom εκλεκτικιστικά εκλεκτικιστικά adv εκλεκτικότητα εκλεκτικότητα nom εκλεκτισμό εκλεκτισμός nom εκλιπάρησε εκλιπαρώ ver εκλιπούσα εκλιπούσα nom εκλιπόντα εκλιπών nom εκλογέα εκλογέας nom εκλογές εκλογή nom εκλογίκευση εκλογίκευση nom εκλογικά εκλογικός adj εκλογικευμένη εκλογικεύω ver εκλογιμότητας εκλογιμότητα nom εκλογοδικείο εκλογοδικείο nom εκλυθεί εκλύω ver εκλυόμενου εκλυόμενος adj εκλόγιμες εκλόγιμος adj εκμάθησή εκμάθηση nom εκμίσθωσε εκμισθώνω ver εκμίσθωση εκμίσθωση nom εκμαίευσε εκμαιεύω ver εκμαγεία εκμαγείο nom εκμαυλίσει εκμαυλίζω ver εκμαυλισμού εκμαυλισμός nom εκμετάλλευσή εκμετάλλευση nom εκμεταλλευθεί εκμεταλλεύομαι ver εκμεταλλευτές εκμεταλλευτής nom εκμεταλλευτική εκμεταλλευτικός adj εκμεταλλευόμενα εκμεταλλευόμενος adj εκμεταλλεύσιμα εκμεταλλεύσιμος adj εκμηδένιζαν εκμηδενίζω ver εκμηδένιση εκμηδένιση nom εκμηδενισμό εκμηδενισμός nom εκμηχάνιση εκμηχάνιση nom εκμισθούμενα εκμισθούμενος adj εκμισθωτές εκμισθωτής nom εκμυστηρευθεί εκμυστηρεύομαι ver εκμυστηρεύσεις εκμυστήρευση nom εκνευρίζει εκνευρίζω ver εκνευρισμού εκνευρισμός nom εκνευριστικά εκνευριστικά adv εκνευριστικές εκνευριστικός adj εκουσίας εκούσιος adj εκουσίως εκούσια adv εκπέμπει εκπέμπω ver εκπέσει εκπίπτω ver εκπαιδευτεί εκπαιδεύω ver εκπαίδευσή εκπαίδευση nom εκπαιδευομένους εκπαιδευόμενος adj εκπαιδευση εκπαιδευση nom εκπαιδευσης εκπαιδευσης nom εκπαιδευτές εκπαιδευτής nom εκπαιδευτήρια εκπαιδευτήριο nom εκπαιδευτικόν εκπαιδευτικός adj εκπαιδεύτρια εκπαιδεύτρια nom εκπαραθυρώσεις εκπαραθύρωση nom εκπατρισμού εκπατρισμός nom εκπεμπομένων εκπεμπόμενος adj εκπεσμό εκπεσμός nom εκπεφρασμένα εκφράζω ver εκπλήξει εκπλήσσω|εκπλήττω ver εκπλήρωναν εκπληρώνω ver εκπλήρωση εκπλήρωση nom εκπλήσσει εκπλήσσω ver εκπλήσσοντας εκπλήττω ver εκπληκτικά εκπληκτικά adv εκπληκτικές εκπληκτικός adj εκπνέει εκπνέω ver εκπνοές εκπνοή nom εκποίησε εκποιώ ver εκποίηση εκποίηση nom εκπολιτίσει εκπολιτίζω ver εκπολιτισμού εκπολιτισμός nom εκπολιτιστική εκπολιτιστικός adj εκπομπές εκπομπή nom εκπονήθηκαν εκπονώ ver εκπονήσεως εκπόνηση nom εκπορευόταν εκπορεύομαι ver εκπορθήθηκε εκπορθώ ver εκπορνεύεται εκπορνεύω ver εκπροσωπήθηκαν εκπροσωπώ ver εκπροσωπήσεις εκπροσώπηση nom εκπροσωπούμενη εκπροσωπούμενος adj εκπροσώπου εκπρόσωπος nom εκπρόθεσμα εκπρόθεσμα adv εκπρόθεσμη εκπρόθεσμος adj εκπυρσοκροτήσει εκπυρσοκροτώ ver εκπυρσοκρότηση εκπυρσοκρότηση nom εκπόρευση εκπόρευση nom εκπόρθηση εκπόρθηση nom εκπόρνευση εκπόρνευση nom εκράν εκράν nom εκρέει εκρέω ver εκρήγνυνται εκρήγνυμαι ver εκρίζωση εκρίζωση nom εκρηκτικά εκρηκτικά adv εκρηκτικές εκρηκτικός adj εκρηκτικότητα εκρηκτικότητα nom εκριζωθεί εκριζώνω ver εκροές εκροή nom εκρωσισμού εκρωσισμού nom εκσκαφέα εκσκαφέας nom εκσκαφές εκσκαφή nom εκσπερμάτιση εκσπερμάτιση nom εκσπερμάτωση εκσπερμάτωση nom εκσπερματώνει εκσπερματώνω ver εκστατικά εκστατικά adv εκστατικές εκστατικός adj εκστομίζει εκστομίζω ver εκστράτευσαν εκστρατεύω ver εκστρατεία εκστρατεία nom εκστρατευτικά εκστρατευτικός adj εκσυγχρονίζει εκσυγχρονίζω ver εκσυγχρονισμοί εκσυγχρονισμός nom εκσυγχρονιστικά εκσυγχρονιστικός adj εκσφενδονίζει εκσφενδονίζω ver εκσφενδόνιση εκσφενδόνιση nom εκτάκτως εκτάκτως adv εκτάρια εκτάριο nom εκτέλεσής εκτέλεση adv εξετέλεσε εκτελώ ver εκτίθεμαι εκθέτω|εκτίθεμαι ver εκτίθενται εκτίθεμαι ver εκτίμησα εκτιμώ ver εκτίμηση εκτίμηση nom εκτίναξαν εκτινάσσω ver εκτίναξη εκτίναξη nom εκταμίευσε εκταμιεύω ver εκταμίευση εκταμίευση nom εκτατική εκτατική adj εκταφές εκταφή nom εκτεταμένα εκτείνω adv εκτεθέντα εκτεθέντα adj εκτεθειμένα εκτεθειμένος adj εκτελέσιμων εκτελέσιμων adj εκτελή εκτελή adj εκτελεσθείσες εκτελεσθείς adj εκτελεστές εκτελεστής nom εκτελεστή εκτελεστός adj εκτελεστικά εκτελεστικός adj εκτελεστότητα εκτελεστότητα nom εκτελούμενα εκτελούμενος adj εκτελούντα εκτελών adj εκτελωνισμού εκτελωνισμός nom εκτελωνιστής εκτελωνιστής nom εκτενέστερος εκτενής adj εκτενώς εκτενώς adv εκτεταμένες εκτεταμένος adj εκτιθέμενα εκτιθέμενος adj εκτιμήτρια εκτιμήτρια nom εκτιμητές εκτιμητής nom εκτιμώμενα εκτιμώμενος adj εκτονωθεί εκτονώνω ver εκτονωτική εκτονωτικός adj εκτονώσεις εκτόνωση nom εκτοξευθεί εκτοξεύω ver εκτοξεύσεις εκτόξευση nom εκτοπίζει εκτοπίζω ver εκτοπίσεις εκτόπιση nom εκτοπίσματος εκτόπισμα nom εκτοπισθέντων εκτοπισθέντων adj εκτοπισμοί εκτοπισμός nom εκτοπλάσματα εκτόπλασμα nom εκτουρκίστηκαν εκτουρκίζω ver εκτουρκισμού εκτουρκισμός nom εκτράχυνση εκτράχυνση nom εκτρέπει εκτρέπω ver εκτραχυνθεί εκτραχύνω ver εκτρεφομένων εκτρεφόμενος adj εκτροπές εκτροπή nom εκτροφές εκτροφή nom εκτροφέων εκτροφέων nom εκτροφεία εκτροφείο nom εκτροχιάζεται εκτροχιάζομαι ver εκτροχιασμού εκτροχιασμός nom εκτυλίσσεται εκτυλίσσω ver εκτυπούμενη εκτυπούμενη adj εκτυπωθεί εκτυπώνω ver εκτυπωτές εκτυπωτής nom εκτυπωτικά εκτυπωτικός adj εκτυπώσεις εκτύπωση nom εκτυφλωτικό εκτυφλωτικός adj εκτός εκτός adv εκτύλιξη εκτύλιξη nom εκφέρει εκφέρω ver εκφασισμού εκφασισμός nom εκφεύγουν εκφεύγουν ver εκφοβίζοντας εκφοβίζω ver εκφοβισμού εκφοβισμός nom εκφοβιστικές εκφοβιστικός adj εκφορά εκφορά nom εκφορτωθεί εκφορτώνω ver εκφραζόμενα εκφραζόμενος adj εκφρασθείσα εκφρασθείς adj εκφρασμένες εκφρασμένες adj εκφρασμένη εκφρασμένη adj εκφραστές εκφραστής nom εκφραστικά εκφραστικά adv εκφραστικές εκφραστικός adj εκφραστικότητα εκφραστικότητα nom εκφυλίζει εκφυλίζω ver εκφυλισμού εκφυλισμός nom εκφυλιστικά εκφυλιστικός adj εκφωνήθηκαν εκφωνώ ver εκφωνήσεις εκφώνηση nom εκφωνήτρια εκφωνήτρια nom εκφωνητές εκφωνητής nom εκφόρτωση εκφόρτωση nom εκφύλιση εκφύλιση nom εκφύονται εκφύομαι ver εκχέονται εκχέονται ver εκχέρσωση εκχέρσωση nom εκχριστιανίστηκε εκχριστιανίζω ver εκχριστιανισμό εκχριστιανισμός nom εκχυλίσματα εκχύλισμα nom εκχυμώσεις εκχύμωση nom εκχωρήθηκαν εκχωρώ ver εκχωρήσεις εκχώρηση nom εκχωρητής εκχωρητής nom εκχωρούμενη εκχωρούμενος adj εκχωρούσα εκχωρών adj εκχύλιση εκχύλιση nom εκχύνεται εκχύνω ver εκών εκών adj ελάσσονα ελάσσων adj ελάτη ελάτη nom ελάττωμα ελάττωμα nom ελάττωνε ελαττώνω ver ελάττωση ελάττωση nom ελάφι ελάφι nom ελάφρυνε ελαφραίνω ver ελάφρυνση ελάφρυνση nom ελάχιστα λίγο adv ελάχιστες λίγος adj ελάχιστο ελάχιστος|λίγος adj ελέγξιμα ελέγξιμος adj ελέγχουσα ελέγχων adj ελέφαντα ελέφαντας nom ελίσσεται ελίσσομαι ver ελίτ ελίτ nom ελίχρυσος ελίχρυσος adj ελαίας ελαία nom ελαιογραφία ελαιογραφία nom ελαιοδέντρων ελαιόδεντρο nom ελαιοκάρπου ελαιόκαρπος nom ελαιοκαλλιέργεια ελαιοκαλλιέργεια nom ελαιοκαλλιεργητές ελαιοκαλλιεργητής nom ελαιοκομία ελαιοκομία nom ελαιοκράμβη ελαιοκράμβη nom ελαιολάδου ελαιολάδου nom ελαιολάδων ελαιόλαδο nom ελαιοπαραγωγή ελαιοπαραγωγή nom ελαιοπαραγωγοί ελαιοπαραγωγός nom ελαιοτριβεία ελαιοτριβείο nom ελαιουργίας ελαιουργία nom ελαιουργεία ελαιουργείο nom ελαιουργικό ελαιουργικός adj ελαιοχρωματιστές ελαιοχρωματιστής nom ελαιοχρώματα ελαιόχρωμα nom ελαιούχους ελαιούχος adj ελαιόδενδρα ελαιόδενδρο nom ελαιόφυτο ελαιόφυτο adj ελαιώδεις ελαιώδης adj ελαιώνα ελαιώνας nom ελασματουργείο ελασματουργείο nom ελαστικά ελαστικά adv ελαστικές ελαστικός adj ελαστικότητα ελαστικότητα nom ελατήρια ελατήριο nom ελατοδάση ελατοδάση nom ελατοδάσος ελατοδάσος nom ελαττωματικά ελαττωματικά adv ελαττωματικές ελαττωματικός adj ελατό ελατός adj ελαφίνα ελαφίνα nom ελαφηβόλου ελαφηβόλου nom ελαφοειδή ελαφοειδής adj ελαφρά ελαφρά adv ελαφράδα ελαφράδα nom ελαφρείς ελαφρύς adj ελαφριά ελαφρός|ελαφρύς adj ελαφρυντικά ελαφρυντικός adj ελαφρόμυαλη ελαφρόμυαλος adj ελαφρόπετρα ελαφρόπετρα nom ελαφρότητα ελαφρότητα nom ελαφρώνει ελαφρώνω ver ελαχίστη ελάχιστος adj ελαχιστοποίηση ελαχιστοποίηση nom ελαχιστοποιήσει ελαχιστοποιώ ver ελβετικά ελβετικός adj ελγίνεια ελγίνεια nom ελεήμονα ελεήμων adj ελεγεία ελεγεία nom ελεγείο ελεγείο nom ελεγειακά ελεγειακός adj ελεγκτές ελεγκτής nom ελεγκτικά ελεγκτικός adj ελεγχομένων ελεγχόμενος adj ελεεινές ελεεινός adj ελεημοσύνες ελεημοσύνη nom ελευθέρα ελεύθερος adj ελευθέρια ελευθέριος adj ελευθέρωναν ελευθερώνω ver ελευθέρωση ελευθέρωση nom ελευθερία ελευθερία nom ελευθεριά ελευθεριά nom ελευθεριότητα ελευθεριότητα nom ελευθεροκοινωνία ελευθεροκοινωνία nom ελευθεροστομία ελευθεροστομία nom ελευθεροτυπία ελευθεροτυπία nom ελευθεροφροσύνη ελευθεροφροσύνη nom ελευθερων ελευθερων adj ελευθερωτές ελευθερωτής nom ελευθερόφρονα ελευθερόφρων adj ελευσίνια ελευσίνιος adj ελεφάντινο ελεφάντινος adj ελεφαντίαση ελεφαντίαση nom ελεφαντοστού ελεφαντοστούν nom ελεφαντόδοντο ελεφαντόδοντο nom ελεύθερα ελεύθερα adv ελιά ελιά nom ελιγμοί ελιγμός nom ελικοδρομίου ελικοδρόμιο nom ελικοειδές ελικοειδής adj ελικοπτέρου ελικόπτερο nom ελιξίρια ελιξίριο nom ελισαβετιανή ελισαβετιανός adj ελιτίστικη ελιτίστικος adj ελιτισμού ελιτισμός nom ελκτικές ελκτικός adj ελκυστήρα ελκυστήρας nom ελκυστικά ελκυστικά adv ελκυστικές ελκυστικός adj ελκυστικότητά ελκυστικότητα nom ελλήνων ελλήνων nom ελλαδικά ελλαδικός adj ελλανοδίκες ελλανοδίκης nom ελλείποντα ελλείπων adj ελλείψει ελλείψει pre ελλειμματικά ελλειμματικός adj ελλειπής ελλειπής adj ελλειπτικά ελλειπτικά adv ελλειπτικές ελλειπτικός adj ελλειπτικότητα ελλειπτικότητα nom ελλειψοειδές ελλειψοειδής adj ελληνίδα ελληνίδα nom ελληνίστρια ελληνίστρια nom ελληνικά ελληνικός adj ελληνικότητα ελληνικότητα nom ελληνισμού ελληνισμός nom ελληνιστές ελληνιστής nom ελληνιστί ελληνιστί adv ελληνιστικά ελληνιστικός adj ελληνοδιδάσκαλος ελληνοδιδάσκαλος nom ελληνοκεντρικά ελληνοκεντρικός adj ελληνοκεντρισμού ελληνοκεντρισμός nom ελληνοκυπριακά ελληνοκυπριακός adj ελληνολάτρης ελληνολάτρης nom ελληνομάθεια ελληνομάθεια nom ελληνομαθή ελληνομαθής adj ελληνοπούλα ελληνοπούλα nom ελληνοπρεπή ελληνοπρεπής adj ελληνοτουρκικά ελληνοτουρκικός adj ελληνοχριστιανικά ελληνοχριστιανικός adj ελληνόγλωσσα ελληνόγλωσσος adj ελληνόπουλα ελληνόπουλο nom ελληνόφωνα ελληνόφωνος adj ελλιμενίζεται ελλιμένιζω ver ελλιμενίζονταν ελλιμενίζω ver ελλιμενισμού ελλιμενισμός nom ελλιπές ελλιπής adj ελλιπέστατα ελλιπώς adv ελλοχεύει ελλοχεύω ver ελλόγιμος ελλόγιμος adj ελονοσία ελονοσία nom ελπίδα ελπίδα nom ελπίζεται ελπίζεται ver ελπιδοφόρα ελπιδοφόρος adj ελώδεις ελώδης adj εμέσματα έμεσμα nom εμέτου εμέτου nom εμέτους εμέτους nom εμίρη εμίρης nom εμαγιέ εμαγιέ adj εμβάθυναν εμβαθύνω ver εμβάθυνση εμβάθυνση nom εμβάλλει εμβάλλω ver εμβάπτισης εμβάπτιση nom εμβέλειά εμβέλεια nom εμβαδού εμβαδόν nom εμβατήρια εμβατήριο nom εμβιομηχανική εμβιομηχανική adj εμβληματικά εμβληματικός adj εμβολές εμβολή nom εμβολίζει εμβολίζω ver εμβολίου εμβόλιο nom εμβολιάζει εμβολιάζω ver εμβολιασμοί εμβολιασμός nom εμβολιαστικής εμβολιαστικός adj εμβολισμού εμβολισμός nom εμβρίθεια εμβρίθεια nom εμβριθή εμβριθής adj εμβρυακά εμβρυακός adj εμβρυογένεσης εμβρυογένεση nom εμβρυολογία εμβρυολογία nom εμβρυώδη εμβρυώδης adj εμβρόντητο εμβρόντητος adj εμβόλιμα εμβόλιμα adv εμβόλιμες εμβόλιμος adj εμετικά εμετικός adj εμετοί εμετός nom εμιγκρέ εμιγκρές nom εμμένει εμμένω ver εμμηνορρυσίας εμμηνορρυσία nom εμμηνόπαυση εμμηνόπαυση nom εμμηνόρροιας εμμηνόρροια nom εμμονές εμμονή nom εμουλσιόν εμουλσιόν nom εμπάθεια εμπάθεια nom εμπάργκο εμπάργκο nom εμπέδωσε εμπεδώνω ver εμπέδωση εμπέδωση nom εμπίπτει εμπίπτω ver εμπαίζει εμπαίζω ver εμπαθή εμπαθής adj εμπαθώς εμπαθώς adv εμπαιγμού εμπαιγμός nom εμπατή εμπατή nom εμπειρία εμπειρία nom εμπειρικά εμπειρικά adv εμπειρικές εμπειρικός adj εμπειρισμού εμπειρισμός nom εμπειριστές εμπειριστής nom εμπειρογνωμοσύνη εμπειρογνωμοσύνη nom εμπειρογνωμόνων εμπειρογνώμων nom εμπειρογνώμονας εμπειρογνώμονας nom εμπειροπόλεμα εμπειροπόλεμος adj εμπειροτέχνες εμπειροτέχνης nom εμπεριέχει εμπεριέχω ver εμπερικλείει εμπερικλείει ver εμπεριστατωμένα εμπεριστατωμένα adv εμπεριστατωμένες εμπεριστατωμένος adj εμπιστευθεί εμπιστεύομαι ver εμπιστευτικά εμπιστευτικά adv εμπιστευτικές εμπιστευτικός adj εμπιστευτικότητα εμπιστευτικότητα nom εμπιστοσύνη εμπιστοσύνη nom ενεπλάκη εμπλέκω nom εμπλεκομένη εμπλεκόμενος adj εμπλοκές εμπλοκή nom εμπλουτίζει εμπλουτίζω ver εμπλουτισμού εμπλουτισμός nom εμπνέει εμπνέω ver εμπνευσμένα εμπνευσμένος adj εμπνευστές εμπνευστής nom εμπνεόμενες εμπνεόμενος adj εμπνεύστρια εμπνεύστρια nom εμποδίζει εμποδίζω ver εμποδίου εμπόδιο nom εμποδίστρια εμποδίστρια nom εμποδιστής εμποδιστής nom εμποράκος εμποράκος nom εμπορία εμπορία nom εμπορίου εμπόριο nom εμπορεία εμπορείο nom εμπορευθεί εμπορεύομαι ver εμπορευμάτων εμπόρευμα nom εμπορευματικά εμπορευματικός adj εμπορευματοκιβωτίων εμπορευματοκιβώτιο nom εμπορευματοποίηση εμπορευματοποίηση nom εμπορευόμενοι εμπορευόμενος adj εμπορεύσιμα εμπορεύσιμος adj εμπορικά εμπορικός adj εμπορικότητα εμπορικότητα nom εμπορικώς εμπορικώς adv εμποροδικείο εμποροδικείο nom εμποροπανήγυρη εμποροπανήγυρη nom εμποροπανήγυρις εμποροπανήγυρη|εμποροπανήγυρις nom εμποροπανηγύρεις εμποροπανήγυρις nom εμποτίζει εμποτίζω ver εμποτισμού εμποτισμός nom εμπράγματα εμπράγματος adj εμπρεσιονισμό εμπρεσιονισμός nom εμπρεσιονιστές εμπρεσιονιστής nom εμπρησμοί εμπρησμός nom εμπρηστές εμπρηστής nom εμπρηστικά εμπρηστικά adv εμπρηστικές εμπρηστικός adj εμπριμέ εμπριμέ adj εμπροθέσμως εμπρόθεσμα adv εμπροσθοφυλακή εμπροσθοφυλακή nom εμπρόθεσμη εμπρόθεσμος adj εμπρόθετες εμπρόθετος adj εμπρός εμπρός adv εμπρόσθια εμπρόσθιος adj εμπόλεμα εμπόλεμος adj εμπύρετη εμπύρετος adj εμφάνιζαν εμφανίζω ver εμφάνισή εμφάνιση nom εμφαίνεται εμφαίνομαι ver εμφανές εμφανής adj εμφανίσιμη εμφανίσιμος adj εμφανιζομένων εμφανιζόμενος adj εμφανιστήρια εμφανιστήριο nom εμφαντικά εμφαντικά adv εμφαντικό εμφαντικός adj εμφανώς εμφανώς adv εμφατικά εμφατικός adj εμφιάλωση εμφιάλωση nom εμφιαλωμένα εμφιαλώνω ver εμφιλοχωρήσει εμφιλοχωρήσει ver εμφορείται εμφορούμαι ver εμφυλίου εμφύλιος adj εμφυσά εμφυσώ ver εμφυτευθεί εμφυτεύω ver εμφυτευμάτων εμφύτευμα nom εμφύσημα εμφύσημα nom εμφύτευση εμφύτευση nom εμψυχωθούν εμψυχώνω ver εμψυχωτές εμψυχωτής nom εμψυχωτικές εμψυχωτικός adj εμψύχωση εμψύχωση nom εν εν pre ενάγοντα ενάγων nom ενάγουσα ενάγουσα nom ενάλια ενάλιος adj ενάλλασσε εναλλάσσω ver ενάμιση ενάμισης num ενάμισυ ενάμισυ adj ενάντια ενάντια adv ενάντιας ενάντιος adj ενάργεια ενάργεια nom ενάρετα ενάρετα adv ενάρετες ενάρετος adj ενάρξη ενάρξη nom ενάσκηση ενάσκηση nom ενέδιδε ενδίδω ver ενέδρα ενέδρα nom ενέδρευαν ενεδρεύω ver ενέργειά ενέργεια nom ενέργεις ενέργεις ver ενέργησε ενεργώ ver ενέσιμα ενέσιμος adj ενέσκηπταν ενσκήπτω ver ενέσπειρε ενσπείρω ver ενέτειναν εντείνω ver ενέχει ενέχω ver ενέχυρα ενέχυρο nom ενηλίκων ενήλικας nom ενηλίκους ενήλικος nom ενήμερα ενήμερος adj ενίεται ενίεται ver ενίοτε ενίοτε adv ενίστανται ενίσταμαι ver ενίσχυαν ενισχύω ver ενίσχυσή ενίσχυση nom ενα ενα art_def εναέρια εναέριος adj εναγής εναγής adj εναγκαλισμοί εναγκαλισμός nom εναγομένου εναγομένου nom εναγομένων εναγομένων nom εναγωνίως εναγώνια adv εναγόμενο εναγόμενο adj εναγόμενοι εναγόμενοι adj εναγόμενος εναγόμενος nom εναγόμενου εναγόμενου adj εναγώνια εναγώνιος adj εναιώρημα εναιώρημα nom εναλλάξ εναλλάξ adv εναλλαγές εναλλαγή nom εναλλακτικά εναλλακτικά adv εναλλακτικές εναλλακτικός adj εναλλαξιμότητα εναλλαξιμότητα nom εναλλασσόμενη εναλλασσόμενος adj ενανθρώπηση ενανθρώπηση nom ενανθρώπιση ενανθρώπιση nom εναντίον εναντίον pre εναντίωση εναντίωση nom εναντιομερές εναντιομερές adj εναντιομερούς εναντιομερούς adj εναντιωθεί εναντιώνομαι ver εναποθέσει εναποθέτω ver εναποθέσεις εναπόθεση nom εναποθήκευσης εναποθήκευση nom εναπομένον εναπομένων adj εναπομείναν εναπομείνας adj εναπομείνει εναπομένω ver εναπόκεινται εναπόκειμαι ver εναργέστατα εναργής adj εναρκτήρια εναρκτήριος adj εναρμονισμένα εναρμονίζω adj εναρμονίσεις εναρμόνιση nom ενασχολήσεις ενασχόληση nom ενασχολείται ενασχολούμαι ver ενατένιση ενατένιση nom εναχθεί εναχθεί ver ενδέκατα ενδέκατος num ενδέχεται ενδέχεται ver ενδεής ενδεής adj ενδεδειγμένα ενδείκνυμαι adj ενδεικνυόμενα ενδεικνυόμενος adj ενδεικτικά ενδεικτικά adv ενδεικτικές ενδεικτικός adj ενδεκάδα ενδεκάδα num ενδελέχεια ενδελέχεια nom ενδελεχέστερη ενδελεχής adj ενδελεχώς ενδελεχώς adv ενδεχόμενοι ενδεχόμενος adj ενδεχομένου ενδεχόμενο nom ενδεχομένως ενδεχομένως adv ενδημεί ενδημώ ver ενδημικά ενδημικά adv ενδημικές ενδημικός adj ενδημισμού ενδημισμός nom ενδιάμεσα ενδιάμεσος adj ενδιέφεραν ενδιαφέρω ver ενδιαίτημα ενδιαίτημα nom ενδιαίτηση ενδιαίτηση nom ενδιαμέσως ενδιαμέσως adv ενδιαφέρον ενδιαφέρων adj ενδιαφέροντά ενδιαφέρον nom ενδιαφερόμενο ενδιαφερόμενος nom ενδογαμία ενδογαμία nom ενδογενές ενδογενής adj ενδογενώς ενδογενώς adv ενδοδερμική ενδοδερμικός adj ενδοεγκεφαλική ενδοεγκεφαλική adj ενδοθήλιο ενδοθήλιο nom ενδοθηλιακά ενδοθηλιακός adj ενδοιασμοί ενδοιασμός nom ενδοκαρδίτιδα ενδοκαρδίτιδα nom ενδοκοιλιακού ενδοκοιλιακού adj ενδοκοινοτικές ενδοκοινοτικός adj ενδοκομματικές ενδοκομματικός adj ενδοκρινείς ενδοκρινής adj ενδοκρινικές ενδοκρινικός adj ενδοκρινολογία ενδοκρινολογία nom ενδοκρινολογικά ενδοκρινολογικός adj ενδοκρινολόγο ενδοκρινολόγος nom ενδοκυβερνητικές ενδοκυβερνητικός adj ενδοκυττάρια ενδοκυττάριος adj ενδοκυτταρική ενδοκυτταρικός adj ενδομήτρια ενδομήτριος adj ενδομεταφορών ενδομεταφορών nom ενδομητρίου ενδομήτριο nom ενδομυική ενδομυική adj ενδοπαράσιτα ενδοπαράσιτα nom ενδοσκοπήσεις ενδοσκόπηση nom ενδοσκοπίου ενδοσκόπιο nom ενδοσκοπικές ενδοσκοπικός adj ενδοσχολική ενδοσχολική adj ενδοσχολικής ενδοσχολικής adj ενδοτικοί ενδοτικός adj ενδοτικότητα ενδοτικότητα nom ενδοτοξίνη ενδοτοξίνη nom ενδοφλέβια ενδοφλέβιος adj ενδοφλεβίως ενδοφλεβίως adv ενδοχώρα ενδοχώρα nom ενδυμασία ενδυμασία nom ενδυματολογία ενδυματολογία nom ενδυματολογικά ενδυματολογικός adj ενδυματολόγο ενδυματολόγος nom ενδυνάμωνε ενδυναμώνω ver ενδυνάμωση ενδυνάμωση nom ενδόμυχα ενδόμυχα adv ενδόμυχες ενδόμυχος adj ενδότερα ενδότερος adj ενεγράφη ενεγράφη ver ενεθάρρυνε ενθαρρύνω ver ενεθεί ενεθεί ver ενενήντα ενενήντα num ενενηκοστά ενενηκοστός num ενεπίγραφη ενεπίγραφος adj ενεργά ενεργά adv ενεργές ενεργός adj ενεργήσας ενεργήσας adj ενεργεία ενεργεία nom ενεργειακά ενεργειακός adj ενεργειας ενεργειας nom ενεργητικά ενεργητικά adv ενεργητικό ενεργητικός nom ενεργητικότητα ενεργητικότητα nom ενεργητικώς ενεργητικώς adv ενεργοποίησής ενεργοποίηση nom ενεργοποιήθηκαν ενεργοποιούμαι ver ενεργοποιήσουμε ενεργοποιώ ver ενεργούμενα ενεργούμενος adj ενεργούντες ενεργών adj ενεστώτα ενεστώτας nom ενετικά ενετικός adj ενετοκρατία ενετοκρατία nom ενεχομένων ενεχομένων nom ενεχυρίαση ενεχυρίαση nom ενεχυριάσει ενεχυριάζω ver ενεχυροδανειστή ενεχυροδανειστής nom ενεχυροδανειστήριο ενεχυροδανειστήριο nom ενεχόμενοι ενεχόμενοι adj ενεχόμενους ενεχόμενους adj ενεός ενεός adj ενζυματικής ενζυματικής adj ενζυμικής ενζυμικός adj ενηλικίωση ενηλικίωση nom ενηλικιωθούν ενηλικιώνομαι ver ενημέρωνα ενημερώνω ver ενημέρωσή ενημέρωση nom ενημερωθήκαμε ενημερώνομαι|ενημερώνω ver ενημερωμένων ενημερώνομαι adj ενημερωτικά ενημερωτικός adj ενημερότητα ενημερότητα nom ενθάδε ενθάδε adv ενθάρρυνσή ενθάρρυνση nom ενθαλπίας ενθαλπία nom ενθαρρυντικά ενθαρρυντικά adv ενθαρρυντικές ενθαρρυντικός adj ενθουσίαζαν ενθουσιάζω ver ενθουσιασμού ενθουσιασμός nom ενθουσιαστικά ενθουσιαστικός adj ενθουσιωδών ενθουσιώδης adj ενθουσιωδώς ενθουσιωδώς adv ενθρονίζεται ενθρονίζω ver ενθρονίσεις ενθρόνιση nom ενθυλακώνει ενθυλακώνω ver ενθυμήματα ενθύμημα nom ενθυμήσεις ενθύμηση nom ενθυμίων ενθύμιο nom ενθυμείται ενθυμούμαι ver ενιαία ενιαία adv ενιαίας ενιαίος adj ενιαυτόν ενιαυτός nom ενιαύσια ενιαύσιος adj ενικού ενικός adj ενισχυτές ενισχυτής nom ενισχυτικά ενισχυτικά adv ενισχυτικές ενισχυτικός adj εννέα εννέα num εννεαετή εννεαετής adj εννιάμισι εννιάμισι num εννιάρι εννιάρι nom εννιάχρονη εννιάχρονος adj εννιακοσίων εννιακόσιοι num εννοήσει εννοώ ver εννοίας εννοίας nom εννοιολογικά εννοιολογικά adv εννοιολογικές εννοιολογικός adj ενοίκια ενοίκιο nom ενοικίαζαν ενοικιάζω ver ενοικίαση ενοικίαση nom ενοικεί ενοικώ ver ενοικιαζομένων ενοικιαζόμενος adj ενοικιαστές ενοικιαστής nom ενοικιαστήρια ενοικιαστήριο nom ενοικιοστάσιο ενοικιοστάσιο nom ενοποιούσε ενοποιώ ver ενοποίηση ενοποίηση nom ενοποιητικά ενοποιητικός adj ενοποιός ενοποιός adj ενοράσεις ενόραση nom ενορία ενορία nom ενορίτες ενορίτης nom ενορατική ενορατικός adj ενοριακά ενοριακός adj ενορχήστρωνε ενορχηστρώνω ver ενορχήστρωση ενορχήστρωση nom ενορχηστρωτές ενορχηστρωτής nom ενοτήτων ενότητα nom ενοφθαλμισμού ενοφθαλμισμός nom ενοχές ενοχή nom ενοχικά ενοχικός adj ενοχλήθηκα ενοχλώ ver ενοχλήματα ενόχλημα nom ενοχλήσεις ενόχληση nom ενοχλητικά ενοχλητικά adv ενοχλητικές ενοχλητικός adj ενοχοποίησαν ενοχοποιώ ver ενοχοποίηση ενοχοποίηση nom ενοχοποιητικά ενοχοποιητικός adj ενούρηση ενούρηση nom ενσάρκωναν ενσαρκώνω ver ενσάρκωση ενσάρκωση nom ενστάλαξε ενσταλάζω ver ενστάλαξη ενστάλαξη nom ενστίκτου ένστικτο nom ενστερνίζεται ενστερνίζομαι ver ενστερνισμό ενστερνισμός nom ενστικτωδώς ενστικτωδώς adv ενσυναίσθηση ενσυναίσθηση nom ενσυνείδητα ενσυνείδητα adv ενσυνείδητη ενσυνείδητος adj ενσφήνωση ενσφήνωση nom ενσφράγιστες ενσφράγιστος adj ενσωμάτωναν ενσωματώνω ver ενσωμάτωσή ενσωμάτωση nom ενσύρματα ενσύρματος adj ενσώματα ενσώματος adj εντάξει εντάξει adv εντέλει εντέλει ver εντέλεια εντέλεια nom εντέλλεται εντέλλομαι ver ενταξιακές ενταξιακός adj εντατικά εντατικός adj εντατικοποίησε εντατικοποιώ ver εντατικοποίηση εντατικοποίηση nom εντατικότερα εντατικά adv ενταφίασαν ενταφιάζω ver ενταφιασμού ενταφιασμός nom ενταύθα ενταύθα adv εντεινόμενες εντεινόμενος adj εντεκάμισι ενδεκάμισι num εντεκάχρονη εντεκάχρονος adj εντελέχεια εντελέχεια nom εντελώς εντελώς adv εντερικές εντερικός adj εντεροηπατική εντεροηπατική adj εντεροτοξίνη εντεροτοξίνη nom εντερόκοκκος εντερόκοκκος nom εντεταλμένη εντεταλμένος adj εντευκτήρια εντευκτήριο nom εντεύθεν εντεύθεν adv εντιμότητα εντιμότητα nom εντοιχισμένη εντοιχίζω ver εντολέα εντολέας nom εντολές εντολή nom εντολοδόχο εντολοδόχος nom εντομοαπωθητικού εντομοαπωθητικό nom εντομοκτόνα εντομοκτόνος adj εντομολογία εντομολογία nom εντομολόγο εντομολόγος nom εντοπίζει εντοπίζω ver εντοπίσεως εντόπιση nom εντοπιζόμενος εντοπιζόμενος adj εντοπισμοί εντοπισμός nom εντοσθίων εντόσθια nom εντούτοις εντούτοις adv εντριβή εντριβή nom εντροπή εντροπή nom εντροπία εντροπία nom εντρυφήσει εντρυφώ ver εντρύφηση εντρύφηση nom εντυπωθεί εντυπώνομαι ver εντυπωμένο εντυπωμένο ver εντυπωσίαζαν εντυπωσιάζω ver εντυπωσιακά εντυπωσιακά adv εντυπωσιακές εντυπωσιακός adj εντυπώσεις εντύπωση nom εντόκως έντοκα adv εντόπια εντόπιος adj εντός εντός adv ενυδάτωση ενυδάτωση nom ενυδατωμένο ενυδατώνω ver ενυδρίδες ενυδρίς nom ενυδρεία ενυδρείο nom ενυπάρχει ενυπάρχω ver ενυπάρχον ενυπάρχων adj ενυπόγραφα ενυπόγραφα adv ενυπόγραφες ενυπόγραφος adj ενυπόθηκα ενυπόθηκος adj ενωμοτάρχες ενωμοτάρχης nom ενωμοτία ενωμοτία nom ενωρίς νωρίς adv ενωσιακά ενωσιακά adj ενωτίων ενώτιο nom ενωτικά ενωτικός adj ενόλω ενόλω nom ενόντων ενόν nom ενόργανες ενόργανος adj ενόρκως ενόρκως adv ενόσω ενόσω adv ενόψει ενόψει pre ενύπνιο ενύπνιο nom ενώ ενώ con ενώπιον ενώπιον pre ενώπιόν ενώπιος nom εξ εξ pre εξάγγελος εξάγγελος nom εξάγει εξάγω ver εξάγωνο εξάγωνος adj εξάδα εξάδα num εξάδελφο εξάδελφος nom εξάκις εξάκις num εξάλειψής εξάλειψη nom εξάλειψαν εξαλείφω ver εξάλλου εξάλλου adv εξάμετρο εξάμετρος adj εξάμηνα εξάμηνος adj εξάνθημα εξάνθημα nom εξάντα εξάντας nom εξαντλημένους εξαντλώ adj εξάντληση εξάντληση nom εξάπαντος εξάπαντος adv εξάπλωναν εξαπλώνω ver εξάπλωσή εξάπλωση nom εξάπτει εξάπτω ver εξάρα εξάρα nom εξάρει εξαίρω ver εξάρθρωσε εξαρθρώνω ver εξάρθρωση εξάρθρωση nom εξάρτημα εξάρτημα nom εξάρτησή εξάρτηση nom εξάρτιση εξάρτιση nom εξάρτυση εξάρτυση nom εξάσκησα εξασκώ ver εξάσκηση εξάσκηση nom εξάστιχες εξάστιχος adj εξάτμιση εξάτμιση nom εξάτομη εξάτομος adj εξάχθηκαν εξάχθηκαν ver εξάχρονα εξάχρονος adj εξάψαλμο εξάψαλμος nom εξέγερση εξέγερση nom εξέδρα εξέδρα nom εξέλασης εξέλασης nom εξέλθει εξέρχομαι ver εξέλιξή εξέλιξη nom εξέλιξαν εξελίσσω ver εξέλκωση εξέλκωση nom εξέπλευσαν εκπλέω ver εξέταζα εξετάζω ver εξέτασή εξέταση nom εξέχει εξέχω ver εξέχον εξέχων adj εξήγγειλαν εξαγγέλλω ver εξήγειρε εξεγείρω ver εξήγησα εξηγώ ver εξήγηση εξήγηση nom εξήμισι εξήμισι num εξήντα εξήντα num εξής εξής adv εξίσου εξίσου adv εξίσταμαι εξίσταμαι ver εξίσωναν εξισώνω ver εξίσωση εξίσωση nom εξαέρωση εξαέρωση nom εξαήμερες εξαήμερος adj εξαίρεσή εξαίρεση nom εξαίρεσε εξαιρώ ver εξαίρετα εξαίρετα adv εξαίρετες εξαίρετος adj εξαίσια εξαίσια adv εξαίσιας εξαίσιος adj εξαίφνης εξαίφνης adv εξαγγελία εξαγγελία nom εξαγνίζει εξαγνίζω ver εξαγνισμού εξαγνισμός nom εξαγνιστική εξαγνιστικός adj εξαγορά εξαγορά nom εξαγοράζει εξαγοράζω ver εξαγοράσιμα εξαγοράσιμος adj εξαγοραζόμενης εξαγοραζόμενης adj εξαγρίωνε εξαγριώνω ver εξαγρίωση εξαγρίωση nom εξαγωγέα εξαγωγέας nom εξαγωγές εξαγωγή nom εξαγωγικά εξαγωγικά adv εξαγωγικές εξαγωγικός adj εξαγόμενα εξαγόμενος adj εξαγώγιμα εξαγώγιμος adj εξαδέλφες εξαδέλφη nom εξαερίζονται εξαερίζω ver εξαερισμού εξαερισμός nom εξαεριστήρα εξαεριστήρας nom εξαερώνεται εξαερώνω ver εξαετές εξαετής adj εξαετία εξαετία nom εξαθλίωση εξαθλίωση nom εξαθλιωθεί εξαθλιώνω ver εξαιρετέο εξαιρετέος adj εξαιρετικά εξαιρετικά adv εξαιρετικές εξαιρετικός adj εξαιρετικότητας εξαιρετικότητα nom εξαιρουμένης εξαιρούμενος adj εξαιτίας εξαιτίας pre εξακολουθήσει εξακολουθώ ver εξακολουθήσεις εξακολούθηση nom εξακολουθητικά εξακολουθητικά adv εξακολουθητική εξακολουθητικός adj εξακοντίζει εξακοντίζω ver εξακοσίων εξακόσιοι num εξακρίβωσαν εξακριβώνω ver εξακρίβωση εξακρίβωση nom εξακριβωμένα εξακριβωμένος adj εξακύλινδρες εξακύλινδρος adj εξαλλοίωσης εξαλλοίωση nom εξαμήνου εξάμηνο nom εξαμελές εξαμελής adj εξαμηνιαία εξαμηνιαίος adj εξανάγκαζαν εξαναγκάζω ver εξανέμισε εξανεμίζω ver εξανέστη εξανίσταμαι ver εξαναγκασμού εξαναγκασμός nom εξαναγκαστικά εξαναγκαστικά adv εξαναγκαστικές εξαναγκαστικός adj εξανδραποδίζει εξανδραποδίζω ver εξανδραποδισμού εξανδραποδισμός nom εξανθηματικός εξανθηματικός adj εξανθρωπίζει εξανθρωπίζω ver εξανθρωπισμού εξανθρωπισμός nom εξαντλητικά εξαντλητικά adv εξαντλητικές εξαντλητικός adj εξαπάτησα εξαπατώ ver εξαπάτηση εξαπάτηση nom εξαπέλυαν εξαπολύω ver εξαπέστειλαν εξαποστέλλω ver εξαπλά εξαπλά num εξαπλάσιο εξαπλάσιος adj εξαπλασιάστηκε εξαπλασιάζω ver εξαπλό εξαπλός num εξαπτέρυγα εξαπτέρυγο nom εξαπόλυση εξαπόλυση nom εξαργυρωθεί εξαργυρώνω ver εξαργύρωση εξαργύρωση nom εξαρτά εξαρτώ ver εξαρτηθή εξαρτηθή ver εξαρτωμένων εξαρτώμενος adj εξαρχής εξαρχής adv εξαρχία εξαρχία nom εξασθένησαν εξασθενώ ver εξασθένηση εξασθένηση nom εξασθένιζε εξασθενίζω ver εξασθένιση εξασθένιση nom εξασφάλιζαν εξασφαλίζω ver εξασφάλιση εξασφάλιση nom εξατάξιο εξατάξιος adj εξατμίζει εξατμίζω ver εξατομίκευση εξατομίκευση nom εξατομικεύει εξατομικεύω ver εξαφάνιζαν εξαφανίζω ver εξαφάνιση εξαφάνιση nom εξαχθέντα εξαχθείς adj εξαχρείωση εξαχρείωση nom εξεδίωξαν εξεδίωξαν ver εξεζητημένα εξεζητημένα adv εξεζητημένες εξεζητημένος adj εξειδίκευσή εξειδίκευση nom εξειδικευμένου εξειδικεύω adj εξελίξιμος εξελίξιμος adj εξελεγκτική εξελεγκτικός adj εξελιγμένα εξελιγμένος adj εξελικτικά εξελικτικός adj εξελισσόμενα εξελισσόμενος adj εξελλήνισε εξελληνίζω ver εξελληνισμού εξελληνισμός nom εξεπίτηδες εξεπίτηδες adv εξερέθισε εξερεθίζω ver εξεργασία εξεργασία nom εξερευνά εξερευνώ ver εξερευνήσεις εξερεύνηση nom εξερευνήτρια εξερευνήτρια nom εξερευνητές εξερευνητής nom εξερευνητικά εξερευνητικός adj εξερχόμενου εξερχόμενος adj εξετάση εξετάση ver εξεταζομένου εξεταζόμενος adj εξεταστέα εξεταστέος adj εξεταστές εξεταστής nom εξεταστικά εξεταστικός adj εξευγενίζει εξευγενίζω ver εξευγενισμού εξευγενισμός nom εξευμένιζαν εξευμενίζω ver εξευμενισμού εξευμενισμός nom εξευμενιστική εξευμενιστικός adj εξευρεθεί εξευρίσκω ver εξευτέλισε εξευτελίζω ver εξευτελισμοί εξευτελισμός nom εξευτελιστικά εξευτελιστικός adj εξεύρεση εξεύρεση nom εξηγήσιμη εξηγήσιμος adj εξηγητής εξηγητής nom εξηκοστά εξηκοστός num εξηλασμένη εξηλασμένη adj εξηλεκτρισμού εξηλεκτρισμός nom εξημέρωσαν εξημερώνω ver εξημέρωση εξημέρωση nom εξηντάρης εξηντάρης nom εξιδανίκευε εξιδανικεύω ver εξιδανίκευση εξιδανίκευση nom εξιλέωση εξιλέωση nom εξιλασμού εξιλασμός nom εξιλαστήρια εξιλαστήριος adj εξιλεωθεί εξιλεώνω ver εξισλάμισαν εξισλαμίζω ver εξισλαμισμού εξισλαμισμός nom εξισορροπήθηκε εξισορροπώ ver εξισορροπήσεων εξισορρόπηση nom εξισορροπητικά εξισορροπητικός adj εξισορροπούν εξισορροπών adj εξιστορήσει εξιστορώ ver εξιστορήσεις εξιστόρηση nom εξισωτικές εξισωτικός adj εξιτήριο εξιτήριο nom εξιχνίασε εξιχνιάζω ver εξιχνίαση εξιχνίαση nom εξοβέλισαν εξοβελίζω ver εξοβελισμού εξοβελισμός nom εξογκωμένα εξογκώνω ver εξογκώματα εξόγκωμα nom εξοικείωσε εξοικειώνω ver εξοικείωση εξοικείωση nom εξοικονομήθηκαν εξοικονομώ ver εξοικονομήσεως εξοικονόμηση nom εξολοθρέψει εξολοθρεύω ver εξολοθρευτές εξολοθρευτής nom εξολοκλήρου εξολοκλήρου adv εξολόθρευση εξολόθρευση nom εξομάλυνε εξομαλύνω ver εξομάλυνση εξομάλυνση nom εξομοίωνε εξομοιώνω ver εξομοίωση εξομοίωση nom εξομολογήθηκε εξομολογώ ver εξομολογήσεις εξομολόγηση nom εξομολογητή εξομολογητής nom εξομολογητήριο εξομολογητήριο nom εξομολογητική εξομολογητικός adj εξοντωθεί εξοντώνω ver εξοντωτικά εξοντωτικά adv εξοντωτικές εξοντωτικός adj εξοντώσεις εξόντωση nom εξονυχιστικά εξονυχιστικά adv εξονυχιστικές εξονυχιστικός adj εξοπλισμένες εξοπλίζω adj εξοπλισμοί εξοπλισμός nom εξοπλιστικά εξοπλιστικός adj εξορία εξορία nom εξορίζει εξορίζω ver εξοργίζει εξοργίζω ver εξοργιστικά εξοργιστικά adv εξοργιστικές εξοργιστικός adj εξορθολογίσει εξορθολογίσει ver εξορθολογισμού εξορθολογισμός nom εξορκίζει εξορκίζω ver εξορκισμοί εξορκισμός nom εξορκιστές εξορκιστής nom εξορμά εξορμώ ver εξορμήσεις εξόρμηση nom εξορυγμένο εξορύσσω ver εξορύξεις εξόρυξη nom εξοστράκισε εξοστρακίζω ver εξοστρακισμού εξοστρακισμός nom εξουδετέρωνε εξουδετερώνω ver εξουδετέρωση εξουδετέρωση nom εξουθένωνε εξουθενώνω ver εξουθένωση εξουθένωση nom εξουθενωτικές εξουθενωτικός adj εξουσία εξουσία nom εξουσίαζαν εξουσιάζω ver εξουσιαστές εξουσιαστής nom εξουσιαστικά εξουσιαστικά adv εξουσιαστικές εξουσιαστικός adj εξουσιοδοτήθηκαν εξουσιοδοτώ ver εξουσιοδοτήσεις εξουσιοδότηση nom εξοφλήθηκαν εξοφλώ ver εξοχές εξοχή nom εξοχικά εξοχικά adv εξοχικές εξοχικός adj εξοχότητα εξοχότητα nom εξπέρ εξπέρ adj εξπρές εξπρές nom εξπρεσιονισμού εξπρεσιονισμός nom εξπρεσιονιστές εξπρεσιονιστής nom εξπρεσιονιστικά εξπρεσιονιστικός adj εξτρά εξτρά adj εξτρεμισμού εξτρεμισμός nom εξτρεμιστές εξτρεμιστής nom εξτρεμιστικά εξτρεμιστικός adj εξυβρίζει εξυβρίζω ver εξυβρίσεις εξύβριση nom εξυβριστικές εξυβριστικός adj εξυγίανε εξυγιαίνω ver εξυγίανση εξυγίανση nom εξυγιαντικά εξυγιαντικός adj εξυμνήθηκαν εξυμνώ ver εξυπακουομένου εξυπακουομένου nom εξυπακούεται εξυπακούεται ver εξυπηρέτησαν εξυπηρετώ ver εξυπηρέτηση εξυπηρέτηση nom εξυπηρετικά εξυπηρετικά adv εξυπηρετικές εξυπηρετικός adj εξυπηρετούμενους εξυπηρετούμενος adj εξυπνάδα εξυπνάδα nom εξυπνάκια εξυπνάκιας nom εξυφάνθηκαν εξυφαίνω ver εξυψωθεί εξυψώνω ver εξωγήινα εξωγήινος adj εξωγενές εξωγενής adj εξωδίκων εξώδικος adj εξωδικαστικά εξωδικαστικά adv εξωδικαστικές εξωδικαστικός adj εξωεδαφικά εξωεδαφικά nom εξωεντερικές εξωεντερικές adj εξωθήθηκαν εξωθώ ver εξωκλήσι εξωκλήσι nom εξωκοινοβουλευτικά εξωκοινοβουλευτικός adj εξωκυτταρικών εξωκυτταρικός adj εξωλέμβιες εξωλέμβιος adj εξωλογικά εξωλογικός adj εξωμήτρια εξωμήτριος adj εξωμότες εξωμότης nom εξωνοσοκομειακή εξωνοσοκομειακή adj εξωπραγματικά εξωπραγματικά adv εξωπραγματικές εξωπραγματικός adj εξωράιζαν εξωραΐζω ver εξωστρέφεια εξωστρέφεια nom εξωστρεφές εξωστρεφής adj εξωστών εξώστης nom εξωσυζυγικές εξωσυζυγικός adj εξωσχολικά εξωσχολικός adj εξωσωματικές εξωσωματικός adj εξωτερίκευε εξωτερικεύω ver εξωτερίκευση εξωτερίκευση nom εξωτερικά εξωτερικά adv εξωτερικές εξωτερικός adj εξωτικά εξωτικός adj εξωτισμού εξωτισμός nom εξωφρενικά εξωφρενικά adv εξωφρενικές εξωφρενικός adj εξωφύλλου εξώφυλλο nom εξόγκωση εξόγκωση nom εξόριστα εξόριστος adj εξόφθαλμα εξόφθαλμα adv εξόφθαλμες εξόφθαλμος adj εξόφληση εξόφληση nom εξύμνηση εξύμνηση nom εξύψωση εξύψωση nom εξώγαμα εξώγαμος adj εξώθηση εξώθηση nom εξώθυρα εξώθυρα nom εξώπορτα εξώπορτα nom εξώτερο εξώτερος adj εορτάζει εορτάζω ver εορτάσιμες εορτάσιμος adj εορτές εορτή nom εορτασμοί εορτασμός nom εορταστικά εορταστικά adv εορτολογίου εορτολόγιο nom επ επί pre επάγγελμά επάγγελμα nom επάγει επάγω ver επάλειψη επάλειψη nom επάλληλα επάλληλα adv επάλληλες επάλληλος adj επάνδρωναν επανδρώνω ver επάνδρωση επάνδρωση nom επάνοδο επάνοδος nom επάνω επάνω adv επάξια επάξια adv επάρατη επάρατος adj επάργυρα επάργυρος adj επάρκειά επάρκεια nom επέβαιναν επιβαίνω ver επέβαλα επιβάλλω ver επέβλεπαν επιβλέπω ver επέδειξα επιδεικνύω|επιδείχνω ver επέδειξαν επιδείχνω ver επέδιδε επιδίδω ver επέδρασαν επιδρώ ver επέζησα επιζώ ver επέθεσε επιθέτω ver επέκεινα επέκεινα nom επέκειτο επίκειται ver επέκριναν επικρίνω ver επέκρουσε επικρούω ver επέκτασή επέκταση nom επέκτειναν επεκτείνω ver επέλαση επέλαση nom επιλεγμένους επιλέγω adj επέλευση επέλευση nom επέλθει επέρχομαι ver επέλυε επιλύω ver επέλυσε επιλύνω ver επέμβαση επέμβαση nom επέμβει επεμβαίνω ver επέμεινα επιμένω ver επένδυαν επενδύω ver επένδυσή επένδυση nom επέπεσαν επιπίπτω ver επέπλεαν επιπλέω ver επέπληξαν επιπλήττω ver επέρριπταν επιρρίπτω ver επέσειε επισείω ver επέσπευσαν επισπεύδω ver επέστεψαν επιστέφω ver επέστησε εφιστώ ver επέστρεφα επιστρέφω ver επέσυραν επισύρω ver επέταξαν επιτάσσω ver επέτειναν επιτείνω ver επέτειο επέτειος nom επέτρεπα επιτρέπω ver επέτυχα επιτυγχάνω|επιτυχαίνω ver επέτυχαν επιτυχαίνω ver επέφεραν επιφέρω ver επέχει επέχω ver επήρεια επήρεια nom επίατρος επίατρος nom επίβλεψη επίβλεψη nom επίβλημα επίβλημα nom επίβουλο επίβουλος adj επίγεια επίγειος adj επίγνωση επίγνωση nom επίγονο επίγονος nom επίγραμμα επίγραμμα nom επίδειξη επίδειξη nom επίδεση επίδεση nom επίδεσμο επίδεσμος nom επίδικα επίδικος adj επίδομα επίδομα nom επίδοξες επίδοξος adj επίδοσή επίδοση nom επίδρασή επίδραση nom επίζηλη επίζηλος adj επίθεμα επίθεμα nom επίθεση επίθεση nom επίθετα επίθετο nom επίκαιρα επίκαιρα adv επίκαιρες επίκαιρος adj επίκεντρα επίκεντρο nom επίκληση επίκληση nom επίκουρη επίκουρος adj επίκριση επίκριση nom επίκρουση επίκρουση nom επίκτητες επίκτητος adj επίκυψη επίκυψη nom επίλαρχο επίλαρχος nom επίλεκτα επίλεκτος adj επίλογο επίλογος nom επίλυσή επίλυση nom επίμαχα επίμαχος adj επίμετρα επίμετρο nom επίμηκες επιμήκης adj επίμονα επίμονα adv επίμονες επίμονος adj επίμορτη επίμορτος adj επίνειο επίνειο nom επίορκοι επίορκος adj επίπεδά επίπεδο nom επίπεδων επίπεδος nom επίπλαστα επίπλαστος adj επίπλευσης επίπλευση nom επίπληξη επίπληξη nom επίπλου επίπλους nom επίπλωση επίπλωση nom επίπονα επίπονα adv επίπονες επίπονος adj επίπτωσή επίπτωση nom επίρρημα επίρρημα nom επίρρωση επίρρωση nom επίσημα επίσημα adv επίσημες επίσημος adj επίσης επίσης adv επίσκεψή επίσκεψη nom επίσκοπο επίσκοπος nom επίσπευση επίσπευση nom επίστεψη επίστεψη nom επίστρατοι επίστρατος nom επίστρωμα επίστρωμα nom επίστρωση επίστρωση nom επίσχεση επίσχεση nom επίταξη επίταξη nom επίταση επίταση nom επίτευγμα επίτευγμα nom επίτευξή επίτευξη nom επίτηδες επίτηδες nom επίτιμα επίτιμος adj επίτοιχα επίτοιχος adj επίτοκο επίτοκος nom επίτομη επίτομος adj επίτοποι επίτοποι adj επίτροπο επίτροπος nom επίφαση επίφαση nom επίφοβα επίφοβα adv επίφοβες επίφοβος adj επίχειρα επίχειρα nom επίχριση επίχριση nom επίχρισμα επίχρισμα nom επίχρυσα επίχρυσος adj επαίνεσαν επαινώ ver επαίρεται επαίρομαι ver επαίσχυντα επαίσχυντος adj επαίτες επαίτης nom επαγγέλλεται επαγγέλλομαι ver επαγγελία επαγγελία nom επαγγελματία επαγγελματίας nom επαγγελματικά επαγγελματικά adv επαγγελματικές επαγγελματικός adj επαγγελματικη επαγγελματικη adj επαγγελματικότητα επαγγελματικότητα nom επαγγελματισμού επαγγελματισμός nom επαγρυπνεί επαγρυπνώ ver επαγρύπνηση επαγρύπνηση nom επαγωγέας επαγωγέας nom επαγωγή επαγωγή nom επαγωγικά επαγωγικά adv επαγωγική επαγωγικός adj επαγόμενα επαγόμενα adj επαγώγιμου επαγώγιμος adj επαινετή επαινετός adj επαινετικά επαινετικά adv επαινετικές επαινετικός adj επαιτεί επαιτώ ver επαιτεία επαιτεία nom επακολουθήσασα επακολουθήσασα adj επακολουθήσει επακολουθώ ver επακριβή επακριβής adj επακριβώς επακριβώς adv επακόλουθα επακόλουθος adj επακόλουθων επακόλουθο nom επαλήθευε επαληθεύω ver επαλήθευση επαλήθευση nom επαληθεύσιμες επαληθεύσιμος adj επαλληλίες επαλληλία nom επανάκριση επανάκριση nom επανάκτηση επανάκτηση nom επανάλαβε επαναλαμβάνω ver επανάληψή επανάληψη nom επανάσταση επανάσταση nom επανέκαμψαν επανακάμπτω ver επανέκδοση επανέκδοση nom επανέκθεση επανέκθεση nom επανέκτησαν επανακτώ ver επανέλεγχο επανέλεγχος nom επανέλθει επανέρχομαι ver επανέναρξη επανέναρξη nom επανένταξή επανένταξη nom επανένωσή επανένωση nom επανέφερα επαναφέρω ver επανίδρυσε επανιδρύω ver επανίδρυση επανίδρυση nom επαναβεβαίωσαν επαναβεβαιώνω ver επαναβεβαίωση επαναβεβαίωση nom επαναδιατυπωθεί επαναδιατυπώνω ver επαναδιορισμός επαναδιορισμός nom επανακαθορισμού επανακαθορισμού nom επανακαθορισμό επανακαθορισμό nom επανακατάρτιση επανακατάρτιση nom επαναλαμβανόμενα επαναλαμβανόμενος adj επαναλειτουργήσει επαναλειτουργώ ver επαναληπτικές επαναληπτικός adj επαναληψιμότητα επαναληψιμότητα nom επαναξιολογήσει επαναξιολογώ ver επαναξιολόγηση επαναξιολόγηση nom επαναπάτρισαν επαναπατρίζω ver επαναπατρισμού επαναπατρισμός nom επαναπαυθούμε επαναπαύομαι ver επαναπρογραμματισμό επαναπρογραμματισμό nom επαναπροσανατολισμού επαναπροσανατολισμός nom επαναπροσδιορίζει επαναπροσδιορίζω ver επαναπροσδιορισμός επαναπροσδιορισμός nom επαναπροώθησης επαναπροώθησης nom επαναστάτες επαναστάτης nom επαναστάτησαν επαναστατώ ver επαναστάτρια επαναστάτρια nom επαναστατικά επαναστατικά adv επαναστατικές επαναστατικός adj επαναστατικότητα επαναστατικότητα nom επανασυζήτηση επανασυζήτηση nom επανασυνέδεσε επανασυνδέω ver επανασυνδέσεις επανασύνδεση nom επανασχεδιασμό επανασχεδιασμός nom επανατοποθέτησαν επανατοποθετώ ver επανατοποθέτηση επανατοποθέτηση nom επαναφέρατε επαναφέρνω|επαναφέρω ver επαναφορά επαναφορά nom επαναχορήγηση επαναχορήγηση nom επαναχρησιμοποίησή επαναχρησιμοποίηση nom επαναχρησιμοποίησε επαναχρησιμοποιώ ver επανείσοδο επανείσοδο nom επανείσοδος επανείσοδος nom επανεγκατάστασή επανεγκατάστασή nom επανεγκατάσταση επανεγκατάσταση nom επανεγκατασταθεί επανεγκατασταθεί ver επανειλημμένα επανειλημμένα adv επανειλημμένες επανειλημμένος adj επανειλλημένως επανειλλημένως adv επανεισάγει επανεισάγω ver επανεισαγωγή επανεισαγωγή nom επανεισδοχή επανεισδοχή nom επανεισδοχής επανεισδοχής nom επανεισόδου επανεισόδου nom επανεκδίδει επανεκδίδω ver επανεκδίκαση επανεκδίκαση nom επανεκλέγει επανεκλέγω ver επανεκλεγούν επανεκλεγούν ver επανεκλογή επανεκλογή nom επανεκπαίδευση επανεκπαίδευση nom επανεκτίμηση επανεκτίμηση nom επανεκτελέσεις επανεκτελώ ver επανεμφάνιση επανεμφάνιση nom επανεμφανίζεται επανεμφανίζω ver επανεντάσσονται επανεντάσσω ver επανεξέταζε επανεξετάζω ver επανεξέτασής επανεξέταση nom επανεξαγωγή επανεξαγωγή nom επανεπεξεργασίας επανεπεξεργασίας nom επανορθωθεί επανορθώνω ver επανορθωτικές επανορθωτικός adj επανορθώσεις επανόρθωση nom επαπειλείται επαπειλώ ver επαργύρωση επαργύρωση nom επαρκές επαρκής adj επαρκέσει επαρκώ ver επαρκώς επαρκώς adv επαρχία επαρχία nom επαρχεία επαρχείο nom επαρχιακά επαρχιακός adj επαρχιωτισμού επαρχιωτισμός nom επαρχιωτών επαρχιώτης nom επαρχιώτικη επαρχιώτικος adj επαρχιώτισσα επαρχιώτισσα nom επαυξάνει επαυξάνω ver επαυξήσεις επαύξηση nom επαυξητική επαυξητική adj επαφές επαφή nom επαφίενται επαφίεμαι ver επαχθές επαχθής adj επαύριον επαύριον adv επείγει επείγει ver επείγον επείγων adj επεβίωσαν επιβιώνω ver επεδίωκαν επιδιώκω ver επεδείκνυαν επιδεικνύω ver επεδόθη επεδόθη ver επειγόντως επειγόντως adv επειδή επειδή con επεισοδίου επεισόδιο nom επεισοδιακά επεισοδιακά adv επεισοδιακές επεισοδιακός adj επεκράτησαν επικρατώ ver επεκτατικά επεκτατικός adj επεκτατισμού επεκτατισμός nom επελήφθη επιλαμβάνομαι ver επελθούσα επελθών adj επεμβατικά επεμβατικά adj επεμβατικές επεμβατικές adj επεμβατική επεμβατική adj επεμβατικό επεμβατικό adj επεμβατισμό επεμβατισμός nom επενέργεια επενέργεια nom επενδυτές επενδυτής nom επενδυτικά επενδυτικός adj επενδυτών επενδύτης nom επενεργήσει επενεργώ ver επεξέτειναν επεξέτειναν ver επεξέτεινε επεξέτεινε ver επεξήγησε επεξηγώ ver επεξήγηση επεξήγηση nom επεξεργασμένους επεξεργάζομαι ver επεξεργασία επεξεργασία nom επεξηγηματικά επεξηγηματικά adv επεξηγηματικές επεξηγηματικός adj επερχομένου επερχόμενος adj επερωτήσεις επερώτηση nom επεσήμαναν επισημαίνω ver επετειακού επετειακός adj επετεύχθη επετεύχθη ver επετεύχθησαν επετεύχθησαν ver επετηρίδα επετηρίδα nom επετράπη επετράπη ver επευφήμησαν επευφημώ ver επευφημίας επευφημία nom επεφύλασσε επεφύλασσε ver επεχείρησαν επιχειρώ ver επηρέαζαν επηρεάζω ver επηρεαζόμενα επηρεαζόμενος adj επηρεασμού επηρεασμός nom επηρμένη επηρμένος adj επιβάλλετο επιβάλλετο ver επιβάρυναν επιβαρύνω ver επιβάρυνση επιβάρυνση nom επιβάτες επιβάτης nom επιβάτιδα επιβάτις nom επιβάτισσα επιβάτισσα nom επιβήτορα επιβήτορας nom επιβίβασαν επιβιβάζω ver επιβίβαση επιβίβαση nom επιβίωσή επιβίωση nom επιβαίνοντες επιβαίνων adj επιβαλλόμενα επιβαλλόμενος adj επιβαρυντικά επιβαρυντικά adv επιβαρυντικές επιβαρυντικός adj επιβατηγά επιβατηγός adj επιβατικά επιβατικός adj επιβεβαιώθηκε επιβεβαιώνω ver επιβεβαίωση επιβεβαίωση nom επιβεβαιωτικά επιβεβαιωτικά adv επιβεβαιωτικές επιβεβαιωτικός adj επιβεβλημένα επιβεβλημένος adj επιβλέποντα επιβλέπων adj επιβλαβές επιβλαβής adj επιβληθέν επιβληθείς adj επιβλητικά επιβλητικά adv επιβλητικές επιβλητικός adj επιβλητικότητά επιβλητικότητα nom επιβολές επιβολή nom επιβουλές επιβουλή nom επιβουλεύτηκαν επιβουλεύομαι ver επιβράβευε επιβραβεύω ver επιβράβευση επιβράβευση nom επιβράδυναν επιβραδύνω ver επιβράδυνση επιβράδυνση nom επιβραδυντές επιβραδυντής nom επιβραδυντικά επιβραδυντικός adj επιγαμίες επιγαμία nom επιγλωττίδας επιγλωττίδα nom επιγλωττίτιδα επιγλωττίτιδα nom επιγνώσει επιγνώσει ver επιγονατίδα επιγονατίδα nom επιγράφει επιγράφω ver επιγραμματικά επιγραμματικά adv επιγραμματικές επιγραμματικός adj επιγραμματοποιός επιγραμματοποιός nom επιγραφές επιγραφή nom επιγραφικά επιγραφικός adj επιγραφολόγοι επιγραφολόγοι nom επιδέξια επιδέξια adv επιδέξιας επιδέξιος adj επιδέχεται επιδέχομαι ver επιδίκαζε επιδικάζω ver επιδίκαση επιδίκαση nom επιδίωξη επιδίωξη nom επιδαψίλευσε επιδαψιλεύω ver επιδείνωναν επιδεινώνω ver επιδείνωσή επιδείνωση nom επιδείχθηκαν επιδείχνω|επιδεικνύω ver επιδεικτικά επιδεικτικά adv επιδεικτικές επιδεικτικός adj επιδεικτικότητα επιδεικτικότητα nom επιδειξία επιδειξίας nom επιδεκτικά επιδεκτικός adj επιδεκτικότητας επιδεκτικότητα nom επιδεξιοτήτων επιδεξιότητα nom επιδερμίδα επιδερμίδα nom επιδερμικά επιδερμικά adv επιδερμική επιδερμικός adj επιδημία επιδημία nom επιδημικές επιδημικός adj επιδημιολογία επιδημιολογία nom επιδημιολογικά επιδημιολογικός adj επιδημιολογικώς επιδημιολογικώς adv επιδημιολόγος επιδημιολόγος nom επιδιαιτησία επιδιαιτησία nom επιδιαιτητή επιδιαιτητής nom επιδιδυμίτιδα επιδιδυμίτιδα nom επιδιδόμενο επιδιδόμενος adj επιδιορθωθεί επιδιορθώνω ver επιδιορθωτικές επιδιορθωτικός adj επιδιορθώσεις επιδιόρθωση nom επιδιωκόμενα επιδιωκόμενος adj επιδοκίμαζαν επιδοκιμάζω ver επιδοκιμασία επιδοκιμασία nom επιδοκιμαστικά επιδοκιμαστικά adv επιδοκιμαστική επιδοκιμαστικός adj επιδομή επιδομή nom επιδοτήθηκαν επιδοτώ ver επιδοτήσεις επιδότηση nom επιδοτούμενα επιδοτούμενος adj επιδρομέα επιδρομέας nom επιδρομές επιδρομή nom επιδόρπια επιδόρπιο adj επιείκεια επιείκεια nom επιεικές επιεικής adj επιεικέστατα επιεικώς adv επιεικείας επιεικείας nom επιζήμια επιζήμια adv επιζήμιας επιζήμιος adj επιζήσαντες επιζήσας adj επιζήτησαν επιζητώ ver επιζήτηση επιζήτηση nom επιζητά επιζητά ver επιζητείται επιζητείται ver επιζωγραφισμένα επιζωγραφισμένα adj επιζών επιζών adj επιθήλιο επιθήλιο nom επιθαλάσσια επιθαλάσσιος adj επιθανάτια επιθανάτιος adj επιθετικά επιθετικά adv επιθετικές επιθετικός adj επιθετικότητα επιθετικότητα nom επιθεωρήθηκε επιθεωρώ ver επιθεωρήσεις επιθεώρηση nom επιθεωρήτρια επιθεωρήτρια nom επιθεωρησιακά επιθεωρησιακός adj επιθεωρησιογράφος επιθεωρησιογράφος nom επιθεωρητές επιθεωρητής nom επιθεωρούν επιθεωρών adj επιθηλιακά επιθηλιακός adj επιθυμήσει επιθυμώ ver επιθυμία επιθυμία nom επιθυμητά επιθυμητά adv επιθυμητές επιθυμητός adj επιθυμητικόν επιθυμητικός adj επικά επικά adv επικάθεται επικάθομαι ver επικάλυμμα επικάλυμμα nom επικάλυπταν επικαλύπτω ver επικάλυψη επικάλυψη nom επικεντρώθηκε επικεντρώνω ver επικέντρωσή επικέντρωση nom επικές επικός adj επικήδεια επικήδειος adj επικήρυξαν επικηρύσσω ver επικήρυξη επικήρυξη nom επικίνδυνα επικίνδυνα adv επικίνδυνες επικίνδυνος adj επικαιροποίηση επικαιροποίηση nom επικαιροποιήθηκε επικαιροποιώ ver επικαιρότητα επικαιρότητα nom επικαλέσθηκαν επικαλούμαι ver επικαλούμενα επικαλούμενος adj επικαρπία επικαρπία nom επικείμενους επικείμενος adj επικεράμωση επικεράμωση nom επικερδές επικερδής adj επικεφαλής επικεφαλής adj επικεφαλίδα επικεφαλίδα nom επικεφαλείς επικεφαλείς adj επικινδυνότητα επικινδυνότητα nom επικλινές επικλινής adj επικοινωνήσει επικοινωνώ ver επικοινωνία επικοινωνία nom επικοινωνιακά επικοινωνιακά adv επικοινωνιακές επικοινωνιακός adj επικολλάται επικολλώ ver επικολυρικές επικολυρικός adj επικονίαση επικονίαση nom επικοντιστές επικοντιστής nom επικουρία επικουρία nom επικουρεί επικουρώ ver επικουρικά επικουρικά adv επικουρικές επικουρικός adj επικουρικότητα επικουρικότητα nom επικουρικώς επικουρικώς adv επικουρούμενα επικουρούμενος adj επικούρεια επικούρειος adj επικράτειά επικράτεια nom επικράτησή επικράτηση nom επικρέμαται επικρέμαμαι ver επικρατέστερα επικρατέστερος adj επικρατή επικρατής adj επικρατούν επικρατών adj επικριτές επικριτής nom επικριτικά επικριτικά adv επικριτικές επικριτικός adj επικροτήθηκε επικροτώ ver επικυρίαρχη επικυρίαρχος adj επικυριαρχία επικυριαρχία nom επικυρώθηκαν επικυρώνω ver επικυρώσεις επικύρωση nom επικόλληση επικόλληση nom επιλέγησαν επιλέγησαν ver επιλέξιμα επιλέξιμος adj επιλήσμων επιλήσμων adj επιλήψιμα επιλήψιμος adj επιλαχούσα επιλαχών adj επιλεγέντα επιλεγείς adj επιλεγομένων επιλεγόμενος adj επιλεκτικά επιλεκτικά adv επιλεκτικές επιλεκτικός adj επιλεκτικότητα επιλεκτικότητα nom επιλεξιμότητά επιλεξιμότητα adv επιληπτικά επιληπτικός adj επιληψία επιληψία nom επιλογέα επιλογέας nom επιλογές επιλογή nom επιλοχία επιλοχίας nom επιλόχειο επιλόχειος adj επιλύθηκαν επιλύνω|επιλύω ver επιμέλειά επιμέλεια nom επιμέρους επιμέρους adv επιμέτρηση επιμέτρηση nom επιμήκυναν επιμηκύνω ver επιμήκυνση επιμήκυνση nom επιμειξία επιμειξία nom επιμελέστατα επιμελώς adv επιμελή επιμελής adj επιμελήθηκα επιμελούμαι ver επιμελήτρια επιμελήτρια nom επιμελεία επιμελεία nom επιμελημένα επιμελημένος adj επιμελητές επιμελητής nom επιμελητήρια επιμελητήριο nom επιμελητεία επιμελητεία nom επιμελητειακή επιμελητειακή adj επιμερίζεται επιμερίζω ver επιμερισμού επιμερισμός nom επιμεριστικά επιμεριστικός adj επιμετάλλωσης επιμετάλλωση nom επιμιξία επιμιξία nom επιμνημόσυνες επιμνημόσυνος adj επιμολυνθεί επιμολύνω ver επιμολύνσεις επιμόλυνση nom επιμονή επιμονή nom επιμορφωθεί επιμορφώνω ver επιμορφωτές επιμορφωτές nom επιμορφωτικά επιμορφωτικός adj επιμορφώσεις επιμόρφωση nom επιμύθιο επιμύθιο nom επινίκια επινίκιος adj επινεφρίδια επινεφρίδιο nom επινοήθηκαν επινοώ ver επινοήματα επινόημα nom επινοήσεις επινόηση nom επινοητές επινοητής nom επινοητικές επινοητικός adj επινοητικότητα επινοητικότητα nom επινοούν επινοών adj επιορκία επιορκία nom επιούσιο επιούσιος adj επιπεδα επιπεδα nom επιπεδο επιπεδο nom επιπεφυκίτιδα επιπεφυκίτιδα nom επιπεφυκότα επιπεφυκώς nom επιπλέον επιπλέον adv επιπλεόντων επιπλεόντων nom επιπλοκές επιπλοκή nom επιπλοποιία επιπλοποιία nom επιπλοποιεία επιπλοποιείο nom επιπλοποιοί επιπλοποιός nom επιπλωμένα επιπλώνω ver επιπολαιότητα επιπολαιότητα nom επιπολασμού επιπολασμού nom επιπολασμό επιπολασμό nom επιπολασμός επιπολασμός nom επιπροσθέτως επιπρόσθετα adv επιπρόσθετες επιπρόσθετος adj επιπόλαια επιπόλαια adv επιπόλαιας επιπόλαιος adj επιροή επιροή nom επιρρέπεια επιρρέπεια nom επιρρεπές επιρρεπής adj επιρρηματική επιρρηματικός adj επιρροές επιρροή nom επισήμανσής επισήμανση nom επισημοποίησαν επισημοποιώ ver επισημοποίηση επισημοποίηση nom επισημότητα επισημότητα nom επισης επισης adv επισιτισμού επισιτισμός nom επισιτιστικά επισιτιστικός adj επισκέπτες επισκέπτης nom επισκέπτεσαι επισκέπτομαι ver επισκέπτρια επισκέπτρια nom επισκέψιμες επισκέψιμες adj επισκέψιμη επισκέψιμη adj επισκέψιμο επισκέψιμο nom επισκέψιμος επισκέψιμος adj επισκίαζαν επισκιάζω ver επισκίαση επισκίαση nom επισκεπτήριο επισκεπτήριο nom επισκεπτόμενοι επισκεπτόμενος adj επισκευάζει επισκευάζω ver επισκευές επισκευή nom επισκευαστές επισκευαστής nom επισκευαστικά επισκευαστικός adj επισκοπές επισκοπή nom επισκοπήσει επισκοπώ ver επισκοπήσεις επισκόπηση nom επισκοπικές επισκοπικός adj επισμηναγού επισμηναγός nom επισπεύδων επισπεύδων nom επιστάτες επιστάτης nom επιστάτρια επιστάτρια nom επιστέγασε επιστεγάζω ver επιστέγασμα επιστέγασμα nom επιστήθια επιστήθιος adj επιστήμες επιστήμη nom επιστήμονα επιστήμων nom επιστήμονας επιστήμονας nom επισταμένη επιστάμενος adj επισταμένως επισταμένως adv επιστασία επιστασία nom επιστατήσει επιστατώ ver επιστημολογία επιστημολογία nom επιστημονικά επιστημονικά adv επιστημονικές επιστημονικός adj επιστημονισμού επιστημονισμός nom επιστημοσύνη επιστημοσύνη nom επιστητού επιστητό nom επιστολές επιστολή nom επιστολικά επιστολικός adj επιστολογράφοι επιστολογράφος nom επιστολογραφία επιστολογραφία nom επιστολόχαρτο επιστολόχαρτο nom επιστράτευαν επιστρατεύω ver επιστράτευση επιστράτευση nom επιστρέφοντες επιστρέφοντες adj επιστρέφων επιστρέφων nom επιστρεφόμενη επιστρεφόμενος adj επιστρεφόντων επιστρεφόντων nom επιστροφές επιστροφή nom επιστρωθεί επιστρώνω ver επιστυλίων επιστύλιο nom επιστόμια επιστόμιο nom επισυμβεί επισυμβεί ver επισυνάπτει επισυνάπτω ver επισυναπτόμενα επισυναπτόμενος adj επισφαλές επισφαλής adj επισφράγιζε επισφραγίζω ver επισφράγιση επισφράγιση nom επισφράγισμα επισφράγισμα nom επισωρεύονται επισωρεύω ver επιτάφια επιτάφιος adj επιτάχυναν επιταχύνω ver επιτάχυνση επιτάχυνση nom επιτέλεσαν επιτελώ ver επιτέλεση επιτέλεση nom επιτέλους επιτέλους adv επιτήδεια επιτήδεια adv επιτήδειο επιτήδειος adj επιτήδευση επιτήδευση nom επιτήρησε επιτηρώ ver επιτήρηση επιτήρηση nom επιτίμησε επιτιμώ ver επιτίμηση επιτίμηση nom επιτίμιο επιτίμιο nom επιταγές επιταγή nom επιτακτικά επιτακτικά adv επιτακτικές επιτακτικός adj επιταχυντές επιταχυντής nom επιταχυνόμενες επιταχυνόμενος adj επιτελάρχες επιτελάρχης nom επιτελεία επιτελείο nom επιτελικά επιτελικά adv επιτελικές επιτελικός adj επιτετραμμένη επιτετραμμένος adj επιτευχθεί επιτυγχάνω ver επιτευχθείσα επιτευχθείς adj επιτεύχθησαν επιτεύχθησαν ver επιτηδειότητα επιτηδειότητα nom επιτηδευμένα επιτηδεύομαι ver επιτηδευματίας επιτηδευματίας nom επιτηδεύματος επιτήδευμα nom επιτηρητές επιτηρητής nom επιτηρούν επιτηρών adj επιτιθέμενους επιτιθέμενος adj επιτιθόταν επιτιθόταν ver επιτιμητικά επιτιμητικά adv επιτοκίου επιτόκιο nom επιτολή επιτολή nom επιτομή επιτομή nom επιτρέποντες επιτρέπων adj επιτραπέζια επιτραπέζιος adj επιτραχήλια επιτραχήλιο nom επιτρεπομένης επιτρεπόμενος adj επιτρεπτά επιτρεπτός adj επιτροπές επιτροπή nom επιτροπεία επιτροπεία nom επιτροπικό επιτροπικός adj επιτροπολογίας επιτροπολογίας nom επιτυχές επιτυχής adj επιτυχία επιτυχία nom επιτυχημένα επιτυχημένα adv επιτυχημένες επιτυχημένος adj επιτυχούσα επιτυχών adj επιτυχώς επιτυχώς adv επιτόπια επιτόπια adv επιτόπιας επιτόπιος adj επιτόπου επιτόπου adv επιτόπους επιτόπους nom επιτόπων επιτόπων nom επιτύμβια επιτύμβιος adj επιτύχη επιτύχη nom επιφάνειάς επιφάνεια nom επιφανές επιφανής adj επιφανειακά επιφανειακά adv επιφανειακές επιφανειακός adj επιφοίτηση επιφοίτηση nom επιφορτισμένου επιφορτίζω adj επιφυλάξει επιφυλάσσω ver επιφυλάξεις επιφύλαξη nom επιφυλακή επιφυλακή nom επιφυλακτικά επιφυλακτικά adv επιφυλακτικές επιφυλακτικός adj επιφυλακτικότητα επιφυλακτικότητα nom επιφυλασσόμενος επιφυλασσόμενος adj επιφυλλίδα επιφυλλίδα nom επιφυλλιδογράφος επιφυλλιδογράφος nom επιφυλλιδογραφία επιφυλλιδογραφία nom επιφωνήματα επιφώνημα nom επιφωνήσεις επιφώνηση nom επιφόρτιση επιφόρτιση nom επιχαίρει επιχαίρω ver επιχείρημα επιχείρημα nom επιχείρησή επιχείρηση nom επιχείριση επιχείριση nom επιχειρείν επιχειρείν adv επιχειρηματία επιχειρηματίας nom επιχειρηματικά επιχειρηματικός adj επιχειρηματικότητα επιχειρηματικότητα nom επιχειρηματολογία επιχειρηματολογία nom επιχειρησιακά επιχειρησιακά adv επιχειρησιακές επιχειρησιακός adj επιχειρούμενη επιχειρούμενος adj επιχειρούντες επιχειρών adj επιχλωρυδρίνη επιχλωρυδρίνη nom επιχορήγησε επιχορηγώ ver επιχορήγηση επιχορήγηση nom επιχορηγούμενα επιχορηγούμενος adj επιχρισμένα επιχρίω adj επιχρυσωμένα επιχρυσώνω ver επιχρύσωσης επιχρύσωση nom επιχωμάτωση επιχωμάτωση nom επιχωματωθεί επιχωματώνω ver επιχώριος επιχώριος adj εποίκησαν εποικώ ver εποίκηση εποίκηση nom εποίκισαν εποικίζω ver εποίκιση εποίκιση nom εποικισμοί εποικισμός nom εποικιστικής εποικιστικός adj εποικοδομήματα εποικοδόμημα nom εποικοδομητικά εποικοδομητικά adv εποικοδομητικές εποικοδομητικός adj επομένη επόμενος adj επομένως επομένως adv επονείδιστη επονείδιστος adj επονομάζεται επονομάζω ver επονομαζόμενα επονομαζόμενος adj εποποιία εποποιία nom εποπτεία εποπτεία nom εποπτευόμενα εποπτευόμενος adj εποπτεύει εποπτεύω ver εποπτεύοντα εποπτεύων adj εποπτικά εποπτικός adj εποπτών επόπτης nom επουλωθεί επουλώνω ver επουράνια επουράνιος adj επουσιωδών επουσιώδης adj εποφθαλμιά εποφθαλμιώ ver εποχές εποχή nom εποχιακά εποχιακά adv εποχιακές εποχιακός adj εποχικότητα εποχικότητα nom εποχούμενη εποχούμενος adj επούλωση επούλωση nom επρόκειτο πρόκειται ver επτά επτά num επτάδα επτάδα num επτάμισι επτάμισι num επτάφωτη επτάφωτος adj επτάχορδη επτάχορδη nom επταήμερη επταήμερος adj επταετές επταετής adj επταετία επταετία nom επτακοσίων επτακόσιοι num επταμελές επταμελής adj επτανησιακά επτανησιακός adj επταπλάσια επταπλάσιος num επταόροφο επταόροφο nom επωάζει επωάζω ver επωάσεως επώαση nom επωδό επωδός nom επωδών επωδή|επωδός nom επωμίδες επωμίδα nom επωμίζεται επωμίζομαι ver επωνυμία επωνυμία nom επωνύμου επώνυμο nom επωφελές επωφελής adj επωφελήθηκαν επωφελούμαι ver επωφελούμενες επωφελούμενος adj επωφελώς επωφελώς adv επόπτευση επόπτευση nom επόπτρια επόπτρια nom επώδυνα επώδυνα adv επώδυνες επώδυνος adj επώνυμα επώνυμα adv επώνυμες επώνυμος adj εράνισμα εράνισμα nom ερέθιζε ερεθίζω ver ερέθισμα ερέθισμα nom ερέτης ερέτης nom ερήμην ερήμην adv ερήμωναν ερημώνω ver ερήμωση ερήμωση nom ερίφια ερίφι|ερίφιο nom εραλδικά εραλδικός adj ερανική ερανικός adj ερανιστή ερανιστής nom ερασιτέχνες ερασιτέχνης nom ερασιτέχνις ερασιτέχνις nom ερασιτεχνικά ερασιτεχνικά adv ερασιτεχνικές ερασιτεχνικός adj ερασιτεχνισμού ερασιτεχνισμός nom ερασμιακή ερασμιακός adj εραστές εραστής nom ερατεινό ερατεινός adj εργάζεσαι εργάζομαι ver εργάσιμες εργάσιμος adj εργάτες εργάτης nom εργάτρια εργάτρια nom εργένη εργένης nom εργένικα εργένικος adj εργένισσα εργένισσα nom εργαζόμενοι εργαζόμενος nom εργαλεία εργαλείο nom εργαλειοθήκη εργαλειοθήκη nom εργασία εργασία nom εργασιακά εργασιακός adj εργασιοθεραπεία εργασιοθεραπεία nom εργαστήρι εργαστήρι nom εργαστήρια εργαστήριο nom εργαστηριακά εργαστηριακά adv εργαστηριακές εργαστηριακός adj εργατιά εργατιά nom εργατικά εργατικός adj εργατικότητα εργατικότητα nom εργατοπατέρας εργατοπατέρας nom εργοδηγοί εργοδηγός nom εργοδοσία εργοδοσία nom εργοδοτικών εργοδοτικός adj εργοδοτών εργοδότης nom εργοδότρια εργοδότρια nom εργολάβο εργολάβος nom εργολήπτης εργολήπτης nom εργολαβία εργολαβία nom εργολαβικά εργολαβικά adv εργολαβικές εργολαβικός adj εργοληπτικές εργοληπτικός adj εργομετρικές εργομετρικός adj εργονομία εργονομία nom εργονομικά εργονομικά adv εργονομικές εργονομικός adj εργοστάσιά εργοστάσιο nom εργοστασιάρχες εργοστασιάρχης nom εργοστασιακά εργοστασιακός adj εργοτάξια εργοτάξιο nom εργοταμίνη εργοταμίνη nom εργοχείρων εργόχειρο nom εργώδεις εργώδης adj ερείδεται ερείδομαι ver ερείπιά ερείπιο nom ερείπωσε ερειπώνω ver ερείπωση ερείπωση nom ερεβώδη ερεβώδης adj ερεθισμοί ερεθισμός nom ερεθιστικά ερεθιστικά adv ερεθιστικές ερεθιστικός adj ερειπιώνα ερειπιώνας nom ερειστικά ερειστικός adj ερευνά ερευνώ ver ερευνήτρια ερευνήτρια nom ερευνητές ερευνητής nom ερευνητικά ερευνητικός adj ερημία ερημία nom ερημίτες ερημίτης nom ερημητήρια ερημητήριο nom ερημιά ερημιά nom ερημικά ερημικός adj ερημοδικίας ερημοδικία nom ερημοκλήσι ερημοκλήσι nom ερημονήσι ερημονήσι nom ερημοποίηση ερημοποίηση nom ερημοσπίτης ερημοσπίτης nom ερινύα ερινύα nom εριουργίας εριουργία nom εριστικές εριστικός adj εριφίων ερίφιο nom ερμάρι ερμάρι nom ερμήνευα ερμηνεύω ver ερμαφροδιτισμός ερμαφροδιτισμός nom ερμαφρόδιτα ερμαφρόδιτος adj ερμηνεία ερμηνεία nom ερμηνευτές ερμηνευτής nom ερμηνευτικά ερμηνευτικά adv ερμηνευτικές ερμηνευτικός adj ερμηνευόμενη ερμηνευόμενος adj ερμηνεύματα ερμήνευμα nom ερμηνεύτρια ερμηνεύτρια nom ερμητικά ερμητικά adv ερμητική ερμητικός adj ερμητισμό ερμητισμός nom ερμιά ερμιά nom ερπετά ερπετό nom ερπετοπανίδα ερπετοπανίδα nom ερπυστριών ερπύστρια nom ερτζιανά ερτζιανός adj ερυθήματος ερύθημα nom ερυθηματώδη ερυθηματώδη adj ερυθρά ερυθρός adj ερυθροκυττάρων ερυθροκυττάρων num ερυθρομυκίνη ερυθρομυκίνη nom ερυθρωπό ερυθρωπός adj ερυθρόδερμοι ερυθρόδερμος adj ερυθρόλευκα ερυθρόλευκος adj ερυθρόμορφα ερυθρόμορφος adj ερυθρότητα ερυθρότητα nom ερχομού ερχομός nom ερχόμενα ερχόμενος adj ερωδιοί ερωδιός nom ερωμένες ερωμένη nom ερωμένο ερωμένος nom ερωτάς ερωτώ ver ερωτήματά ερώτημα nom ερωτήσεις ερώτηση nom ερωταποκρίσεις ερωταπόκριση nom ερωτευθεί ερωτεύομαι ver ερωτηθέντες ερωτηθείς adj ερωτηματική ερωτηματικός adj ερωτηματολογίου ερωτηματολόγιο nom ερωτιάρα ερωτιάρης adj ερωτιδέα ερωτιδέας|ερωτιδεύς nom ερωτιδέας ερωτιδέας nom ερωτιδεύς ερωτιδεύς nom ερωτικά ερωτικά adv ερωτικές ερωτικός adj ερωτισμού ερωτισμός nom ερωτομανής ερωτομανής adj ερωτομανία ερωτομανία nom ερωτοτροπία ερωτοτροπία nom ερωτοτροπεί ερωτοτροπώ ver ερωτοχτυπημένος ερωτοχτυπημένος adj ερωτόλογα ερωτόλογο nom ερωτύλο ερωτύλος nom ες ες nom εσάρπα εσάρπα nom εσαεί εσαεί adv εσθονικά εσθονικός adj εσκαμμένα εσκαμμένος adj εσκεμμένα εσκεμμένα adv εσκεμμένη εσκεμμένος adj εσκούδα εσκούδο nom εσμός εσμός nom εσοδεία εσοδεία nom εσοχές εσοχή nom εσπέρα εσπέρα nom εσπερίας εσπερία nom εσπερίδα εσπερίδα nom εσπεριδοειδή εσπεριδοειδές nom εσπερινά εσπερινός adj εστέρας εστέρας nom εστέτ εστέτ nom εστία εστία nom εστιασμένης εστιάζω ver εστίασή εστίαση nom εσταυρωμένο εσταυρωμένος adj εστεμμένες εστεμμένος adj εστερείτο εστερείτο ver εστερούντο εστερούντο ver εστιάτορα εστιάτορας nom εστιακές εστιακός adj εστιατορίου εστιατόριο nom εσφάγησαν εσφάγησαν ver εσφαλμένη εσφαλμένος adj εσφαλμένως εσφαλμένως adv εσχάρα εσχάρα nom εσχάτως εσχάτως adv εσχατιά εσχατιά nom εσχατολογία εσχατολογία nom εσωκομματικά εσωκομματικός adj εσωρούχου εσώρουχο nom εσωστρέφεια εσωστρέφεια nom εσωστρεφές εσωστρεφής adj εσωτερίκευση εσωτερίκευση nom εσωτερικά εσωτερικά adv εσωτερικές εσωτερικός adj εσωτερικόν εσωτερικό nom εσωτερικότητα εσωτερικότητα nom εσωτερισμό εσωτερισμός nom εσώκλειστα εσώκλειστος adj εσώτερα εσώτερος adj εσώψυχα εσώψυχος adj ετήσια ετήσιος adj εταίρα εταίρα nom εταίρο εταίρος nom εταζέρα εταζέρα nom εταιρία εταιρία nom εταιρεία εταιρεία nom εταιρικά εταιρικά adv εταιρικές εταιρικός adj ετεροβαρές ετεροβαρής adj ετερογένεια ετερογένεια nom ετερογενές ετερογενής adj ετεροδημοτών ετεροδημότης nom ετεροδικία ετεροδικία nom ετεροδοξία ετεροδοξία nom ετεροθαλή ετεροθαλής adj ετερονομία ετερονομία nom ετεροφυλοφιλικές ετεροφυλοφιλικός adj ετεροφυλόφιλα ετεροφυλόφιλος adj ετεροχρονισμένα ετεροχρονισμένα adv ετερόδοξο ετερόδοξος adj ετερόκλητα ετερόκλητος adj ετερόκλιτα ετερόκλιτος adj ετερόρρυθμη ετερόρρυθμος adj ετερότητα ετερότητα nom ετερόφυλα ετερόφυλος adj ετερόφωτα ετερόφωτος adj ετερόχθονα ετερόχθων adj ετερώνυμα ετερώνυμος adj ετηρείτο ετηρείτο ver ετησίες ετησίες nom ετησίως ετησίως adv ετικέτα ετικέτα nom ετικέττες ετικέττες nom ετοίμαζα ετοιμάζω ver ετοιμασία ετοιμασία nom ετοιμοθάνατα ετοιμοθάνατος adj ετοιμολογία ετοιμολογία nom ετοιμοπόλεμα ετοιμοπόλεμος adj ετοιμόγεννη ετοιμόγεννος adj ετοιμόλογη ετοιμόλογος adj ετοιμόρροπα ετοιμόρροπος adj ετοιμότητα ετοιμότητα nom ετούτα ετούτος pro_dem ετρουσκικές ετρουσκικός adj ετσιθελικά ετσιθελικά adv ετσιθελισμού ετσιθελισμός nom ετυμηγορία ετυμηγορία nom ετυμολογία ετυμολογία nom ετυμολογεί ετυμολογώ ver ετυμολογικές ετυμολογικός adj ευ ευ adv ευάερη ευάερος adj ευάλωτα ευάλωτος adj ευάρεστη ευάρεστος adj ευάριθμα ευάριθμος adj ευέλικτα ευέλικτος adj ευέξαπτο ευέξαπτος adj ευήθης ευήθης adj ευήκοα ευήκοος adj ευήλια ευήλιος adj ευαίσθητα ευαίσθητος adj ευαγές ευαγής adj ευαγγέλια ευαγγέλιο nom ευαγγελίζεται ευαγγελίζομαι ver ευαγγελίστρια ευαγγελίστρια nom ευαγγελικά ευαγγελικός adj ευαγγελιστές ευαγγελιστής nom ευαισθησία ευαισθησία nom ευαισθητοποίησε ευαισθητοποιώ ver ευαισθητοποίηση ευαισθητοποίηση nom ευανάγνωστα ευανάγνωστα adv ευανάγνωστες ευανάγνωστος adj ευαρέσκεια ευαρέσκεια nom ευαρεστηθεί ευαρεστώ ver ευγένεια ευγένεια nom ευγενές ευγενής adj ευγενικά ευγενικά adv ευγενικές ευγενικός adj ευγηρίας ευγηρία nom ευγλωττία ευγλωττία nom ευγνωμονεί ευγνωμονώ ver ευγνωμοσύνη ευγνωμοσύνη nom ευγνώμον ευγνώμων adj ευγονίας ευγονία nom ευγονική ευγονική nom ευγονισμού ευγονισμός nom ευδία ευδία nom ευδαίμονα ευδαίμων adj ευδαιμονία ευδαιμονία nom ευδαιμονισμός ευδαιμονισμός nom ευδιάθετη ευδιάθετος adj ευδιάκριτα ευδιάκριτα adv ευδιάκριτες ευδιάκριτος adj ευδιάλυτου ευδιάλυτος adj ευδιαθεσία ευδιαθεσία nom ευδοκία ευδοκία nom ευδοκίμησαν ευδοκιμώ ver ευδοκίμηση ευδοκίμηση nom ευδόκησε ευδοκώ ver ευδόκιμα ευδόκιμα adv ευδόκιμη ευδόκιμος adj ευειδή ευειδής adj ευελιξία ευελιξία nom ευελπιστεί ευελπιστώ ver ευεξία ευεξία nom ευεπίφορα ευεπίφορος adj ευερέθιστο ευερέθιστος adj ευεργέτες ευεργέτης nom ευεργέτημα ευεργέτημα nom ευεργέτησα ευεργετώ ver ευεργέτιδα ευεργέτις nom ευεργεσία ευεργεσία nom ευεργετικά ευεργετικός adj ευερεθιστότητα ευερεθιστότητα nom ευζωία ευζωία nom ευζωνικά ευζωνικός adj ευζώνου εύζωνος nom ευζώνων εύζωνας|εύζωνος nom ευημερία ευημερία nom ευημερεί ευημερώ ver ευημερούσα ευημερών adj ευθέος ευθύς adj ευθέτω ευθέτω adj ευθέως ευθέως adv ευθανασία ευθανασία nom ευθαρσώς ευθαρσώς adv ευθείας ευθεία nom ευθιξία ευθιξία nom ευθραυστότητα ευθραυστότητα nom ευθυβολία ευθυβολία nom ευθυγράμμισαν ευθυγραμμίζω ver ευθυγράμμιση ευθυγράμμιση nom ευθυκρισία ευθυκρισία nom ευθυμήσει ευθυμώ ver ευθυμία ευθυμία nom ευθυμογράφημα ευθυμογράφημα nom ευθυμογράφοι ευθυμογράφος nom ευθυμογραφία ευθυμογραφία nom ευθυμογραφικό ευθυμογραφικός adj ευθυνοφοβία ευθυνοφοβία nom ευθυνόταν ευθύνομαι ver ευθυνών ευθύνη nom ευθυτενές ευθυτενής adj ευθύβολα ευθύβολος adj ευθύγραμμα ευθύγραμμα adv ευθύγραμμες ευθύγραμμος adj ευθύνας ευθύνας nom ευθύτητα ευθύτητα nom ευκάλυπτο ευκάλυπτος nom ευκίνητα ευκίνητα adv ευκίνητες ευκίνητος adj ευκαιρία ευκαιρία nom ευκαιρεί ευκαιρώ ver ευκαιριακά ευκαιριακά adv ευκαιριακές ευκαιριακός adj ευκαμψία ευκαμψία nom ευκαρυωτικούς ευκαρυωτικούς adj ευκαρυωτικών ευκαρυωτικών adj ευκατάστατες ευκατάστατος adj ευκαταφρόνητα ευκαταφρόνητα adv ευκαταφρόνητη ευκαταφρόνητος adj ευκινησία ευκινησία nom ευκοιλιότητα ευκοιλιότητα nom ευκολία ευκολία nom ευκολονόητο ευκολονόητος adj ευκολόπιστη ευκολόπιστος adj ευκολότερα εύκολα adv ευκολότερες εύκολος adj ευκολύνει ευκολύνω ver ευκρίνεια ευκρίνεια nom ευκρινές ευκρινής adj ευκρινέστερα ευκρινώς adv ευκτήριο ευκτήριος adj ευκταίο ευκταίος adj ευλάβεια ευλάβεια nom ευλίμενος ευλίμενος adj ευλαβή ευλαβής adj ευλαβικά ευλαβικά adv ευλαβική ευλαβικός adj ευλαβούνται ευλαβούμαι ver ευλαβώς ευλαβώς adv ευλογήθηκαν ευλογώ ver ευλογία ευλογία nom ευλογημένα ευλογημένος adj ευλογητάρια ευλογητάριο nom ευλογιά ευλογιά nom ευλογοφανές ευλογοφανής adj ευλυγισία ευλυγισία nom ευλόγηση ευλόγηση nom ευλόγου εύλογος adj ευλόγως εύλογα adv ευλύγιστα ευλύγιστος adj ευμάρεια ευμάρεια nom ευμένεια ευμένεια nom ευμεγεθών ευμεγεθών nom ευμενές ευμενής adj ευμενέστατα ευμενώς adv ευμετάβλητα ευμετάβλητα adv ευμετάβλητες ευμετάβλητος adj ευνοημένων ευνοώ ver ευνοιοκρατία ευνοιοκρατία nom ευνομία ευνομία nom ευνοούμενες ευνοούμενος adj ευνουχίζει ευνουχίζω ver ευνουχισμού ευνουχισμός nom ευνούχο ευνούχος nom ευνόηση ευνόηση nom ευνόητα ευνόητος adj ευοίωνα ευοίωνα adv ευοίωνες ευοίωνος adj ευοδωθεί ευοδώνομαι ver ευπάθεια ευπάθεια nom ευπαθές ευπαθής adj ευπαρουσίαστη ευπαρουσίαστος adj ευπατρίδες ευπατρίδης nom ευπείθεια ευπείθεια nom ευπειθής ευπειθής adj ευπιστία ευπιστία nom ευπορία ευπορία nom ευπρέπεια ευπρέπεια nom ευπρεπές ευπρεπής adj ευπρεπισμού ευπρεπισμός nom ευπρεπώς ευπρεπώς adv ευπροσάρμοστο ευπροσάρμοστο adj ευπροσήγορος ευπροσήγορος adj ευπρόσβλητα ευπρόσβλητος adj ευπρόσδεκτα ευπρόσδεκτος adj ευπρόσωπη ευπρόσωπος adj ευρέα ευρύς adj ευρέθη ευρίσκω ver ευρέσεως εύρεση nom ευρέως ευρέως adv ευρήματα εύρημα nom ευρασιατική ευρασιατική adj ευρεσιτεχνία ευρεσιτεχνία nom ευρετήρια ευρετήριο nom ευρετής ευρετής nom ευρηματικά ευρηματικά adv ευρηματικές ευρηματικός adj ευριπίδεια ευριπίδειος adj ευρισκομένη ευρισκόμενος adj ευρυθμία ευρυθμία nom ευρυμάθεια ευρυμάθεια nom ευρυμάτων ευρυμάτων nom ευρυμαθής ευρυμαθής adj ευρυχωρία ευρυχωρία nom ευρωβαρόμετρου ευρωβαρόμετρου adj ευρωβουλή ευρωβουλή nom ευρωβουλευτές ευρωβουλευτής nom ευρωζώνης ευρωζώνης nom ευρωκοινοβούλιο ευρωκοινοβούλιο nom ευρωμεσογειακή ευρωμεσογειακός adj ευρωπαίο ευρωπαίο nom ευρωπαίοι ευρωπαίοι adj ευρωπαίος ευρωπαίος adj ευρωπαίου ευρωπαίου nom ευρωπαίους ευρωπαίους adj ευρωπαίων ευρωπαίων nom ευρωστία ευρωστία nom ευρύαλα ευρύαλα nom ευρύματα ευρύματα nom ευρύνεται ευρύνω ver ευρύτητα ευρύτητα nom ευρύχωρα ευρύχωρος adj ευρώ ευρώ nom ευσέβεια ευσέβεια nom ευσεβάστως ευσεβάστως adv ευσεβές ευσεβής adj ευσεβώς ευσεβώς adv ευσπλαχνία ευσπλαχνία nom ευσπλαχνική ευσπλαχνικός adj ευστάθεια ευστάθεια nom ευσταθές ευσταθής adj ευσταθεί ευσταθώ ver ευσταλείς ευσταλής adj ευστοχήσει ευστοχώ ver ευστοχία ευστοχία nom ευστροφία ευστροφία nom ευσυγκίνητη ευσυγκίνητος adj ευσυνείδητα ευσυνείδητα adv ευσυνείδητη ευσυνείδητος adj ευσυνειδησία ευσυνειδησία nom ευσχημοσύνης ευσχημοσύνη nom ευσύνοπτα ευσύνοπτα adv ευσύνοπτη ευσύνοπτος adj ευτέλεια ευτέλεια nom ευταξία ευταξία nom ευτελές ευτελής adj ευτελισμού ευτελισμός nom ευτράπελα ευτράπελα adv ευτράπελες ευτράπελος adj ευτραπελία ευτραπελία nom ευτραφή ευτραφής adj ευτροφισμού ευτροφισμός nom ευτυχές ευτυχής adj ευτυχία ευτυχία nom ευτυχίσει ευτυχίζω ver ευτυχισμένα ευτυχισμένος adj ευτυχώς ευτυχώς adv ευτύχημα ευτύχημα nom ευυπόληπτες ευυπόληπτος adj ευφάνταστα ευφάνταστα adv ευφάνταστες ευφάνταστος adj ευφημισμούς ευφημισμός nom ευφορία ευφορία nom ευφορότερο ευφορότερο adj ευφράδεια ευφράδεια nom ευφραίνει ευφραίνω ver ευφραδής ευφραδής adj ευφροσύνη ευφροσύνη nom ευφρόσυνη ευφρόσυνος adj ευφυές ευφυής adj ευφυέστατα ευφυώς adv ευφυολογήματα ευφυολόγημα nom ευφωνία ευφωνία nom ευφωνικό ευφωνικός adj ευχάριστα ευχάριστα adv ευχάριστες ευχάριστος adj ευχέλαια ευχέλαιο nom ευχέρεια ευχέρεια nom ευχές ευχή nom ευχήθηκα εύχομαι ver ευχαρίστησή ευχαρίστηση nom ευχαρίστησα ευχαριστώ ver ευχαρίστως ευχαρίστως adv ευχαριστήρια ευχαριστήριος adj ευχαριστία ευχαριστία nom ευχερέστερα ευχερώς adv ευχερέστερη ευχερής adj ευχετήρια ευχετήριος adj ευχολόγια ευχολόγιο nom ευχρηστία ευχρηστία nom ευψυχία ευψυχία nom ευωδίαζε ευωδιάζω ver ευωδιά ευωδιά nom ευωδιαστά ευωδιαστός adj ευωχία ευωχία nom ευόδωση ευόδωση nom ευώδη ευώδης adj ευώνυμο ευώνυμος adj εφάμιλλα εφάμιλλος adj εφάπαξ εφάπαξ adv εφάπτεται εφάπτομαι ver εφάρμοζα εφαρμόζω ver εφέ εφέ nom εφέσεις ύφεση nom εφέσιμες εφέσιμος adj εφέτες εφέτης nom εφέτος φέτος adv εφήβων έφηβη nom εφήμερα εφήμερα adv εφήμερες εφήμερος adj εφίδρωση εφίδρωση nom εφαβιρένζη εφαβιρένζη nom εφαλτήρια εφαλτήριο nom εφαρμογές εφαρμογή nom εφαρμογης εφαρμογης nom εφαρμοζομένων εφαρμοζόμενος adj εφαρμοσθείσα εφαρμοσθείς adj εφαρμοσιμότητα εφαρμοσιμότητα nom εφαρμοσιμότητας εφαρμοσιμότητας nom εφαρμοστά εφαρμοστά adv εφαρμοστέες εφαρμοστέος adj εφαρμοστές εφαρμοστής nom εφαρμοστή εφαρμοστός adj εφαρμόσιμα εφαρμόσιμος adj εφεδρεία εφεδρεία nom εφεδρικά εφεδρικά adv εφεδρικές εφεδρικός adj εφελκυσμού εφελκυσμός nom εφεξής εφεξής adv εφετεία εφετείο nom εφετειακή εφετειακή adj εφετινή φετινός adj εφευρέσεις εφεύρεση nom εφευρέτες εφευρέτης nom εφευρήματα εφεύρημα nom εφευρετικές εφευρετικός adj εφευρετικότητα εφευρετικότητα nom εφηβαίου εφήβαιο nom εφηβεία εφηβεία nom εφηβείο εφηβείο nom εφηβικά εφηβικός adj εφημέριο εφημέριος nom εφημερία εφημερία nom εφημερίδα εφημερίδα nom εφημεριδογράφος εφημεριδογράφος nom εφημεριδοπωλών εφημεριδοπώλης nom εφησυχάζει εφησυχάζω ver εφησυχασμού εφησυχασμός nom εφιάλτες εφιάλτης nom εφιαλτικά εφιαλτικά adv εφιαλτικές εφιαλτικός adj εφικτά εφικτός adj εφικτότητα εφικτότητα nom εφιστάται εφιστάται ver εφοδιασμένων εφοδιάζω adj εφοδίων εφόδιο nom εφοδιασμού εφοδιασμός nom εφοδιοπομπές εφοδιοπομπή nom εφοπλισμό εφοπλισμός nom εφοπλιστές εφοπλιστής nom εφοπλιστικά εφοπλιστικός adj εφορία εφορία nom εφορεία εφορεία nom εφορευτική εφορευτικός adj εφοριακού εφοριακός adj εφορμά εφορμώ ver εφορμήσεις εφόρμηση nom εφτάρια εφτάρι nom εφτάψυχες εφτάψυχος adj εφταετία εφταετία nom εφυάλωση εφυάλωση nom εφυαλωμένα εφυαλώνω ver εφόσον εφόσον con εχέγγυα εχέγγυος adj εχέμυθη εχέμυθος adj εχέφρονα εχέφρων adj εχίνοι εχίνος nom εχεμύθεια εχεμύθεια nom εχθές χθες adv εχθρά εχθρά nom εχθρεύεται εχθρεύομαι ver εχθρικά εχθρικά adv εχθρικές εχθρικός adj εχθροί εχθρός nom εχθροπραξία εχθροπραξία nom εχθροτήτων εχθρότητα nom εχινοκοκκίαση εχινοκοκκίαση nom εχινόκοκκο εχινόκοκκος nom εχορηγείτο εχορηγείτο ver εχρησιμοποιείτο εχρησιμοποιείτο ver εχρησιμοποιούντο εχρησιμοποιούντο ver εψές ψες adv εως εως pre εωσφορική εωσφορικός adj εωσφόρου εωσφόρος nom εωσότου ωσότου con εύγε εύγε sw εύγευστα εύγευστος adj εύγλωττα εύγλωττος adj εύδρομα εύδρομος adj εύζωνας εύζωνας nom εύηχα εύηχος adj εύθετο εύθετος adj εύθικτο εύθικτος adj εύθραυστα εύθραυστος adj εύθρυπτα εύθρυπτος adj εύθυμα εύθυμα adv εύθυμες εύθυμος adj εύκαιρα εύκαιρος adj εύκαμπτα εύκαμπτα adv εύκαμπτες εύκαμπτος adj εύκρατα εύκρατος adj εύληπτα εύληπτα adv εύληπτες εύληπτος adj εύνοια εύνοια nom εύοσμα εύοσμος adj εύπεπτα εύπεπτος adj εύπιστη εύπιστος adj εύπλαστα εύπλαστος adj εύπορα εύπορα adv εύπορες εύπορος adj εύρε εύρος nom εύρυθμα εύρυθμα adv εύρυθμη εύρυθμος adj εύρωστα εύρωστα adv εύρωστες εύρωστος adj εύσημα εύσημο nom εύστοχα εύστοχα adv εύστοχες εύστοχος adj εύστροφη εύστροφος adj εύσχημο εύσχημος adj εύσωμη εύσωμος adj εύτακτο εύτακτος adj εύφημες εύφημος adj εύφλεκτα εύφλεκτος adj εύφορα εύφορος adj εύχρηστα εύχρηστος adj εώς εώς nom ζ ζ nom ζάλα ζάλο nom ζάλη ζάλη nom ζάλιζαν ζαλίζω ver ζάντα ζάντα nom ζάπινγκ ζάπινγκ nom ζάπλουτο ζάπλουτος adj ζάρες ζάρα nom ζάρι ζάρι nom ζάχαρη ζάχαρη nom ζάχαρο ζάχαρο nom ζέβρα ζέβρα nom ζέον ζέον nom ζέση ζέση nom ζέστα ζέστα nom ζέσταιναν ζεσταίνω ver ζέσταμα ζέσταμα nom ζέστες ζέστα|ζέστη nom ζέστη ζέστη nom ζήλεια ζήλεια nom ζήλευαν ζηλεύω ver ζήλια ζήλια nom ζήλο ζήλος nom ζήση ζήση nom ζήτα ζήτης nom ζήταγα ζητάω ver ζήτημα ζήτημα nom ζήτηση ζήτηση nom ζίλια ζίλι nom ζαβολιά ζαβολιά nom ζαβολιάρα ζαβολιάρης adj ζαβού ζαβός adj ζακέτα ζακέτα nom ζαλάδα ζαλάδα nom ζαμάνια ζαμάνι nom ζαμπόν ζαμπόν nom ζαργάνα ζαργάνα nom ζαρζαβατικά ζαρζαβατικό nom ζαριά ζαριά nom ζαρκάδι ζαρκάδι nom ζαρντινιέρα ζαρντινιέρα nom ζαρτιέρα ζαρτιέρα nom ζαρωμένα ζαρώνω ver ζατρικίου ζατρίκιο nom ζαφείρι ζαφείρι nom ζαφορά ζαφορά nom ζαχαρένια ζαχαρένιος adj ζαχαρίνη ζαχαρίνη nom ζαχαριάς ζαχαριάς nom ζαχαροκάλαμα ζαχαροκάλαμο nom ζαχαροπλάστες ζαχαροπλάστης nom ζαχαροπλαστεία ζαχαροπλαστείο nom ζαχαροπλαστική ζαχαροπλαστικός adj ζαχαρούχων ζαχαρούχος adj ζαχαρωδών ζαχαρώδης adj ζαχαρωμένα ζαχαρώνω ver ζαχαρωτά ζαχαρωτός adj ζαχαρότευτλα ζαχαρότευτλο nom ζελέ ζελές nom ζελατίνα ζελατίνα nom ζελατίνη ζελατίνη adj ζελατίνης ζελατίνης nom ζεμάτισμα ζεμάτισμα nom ζεματίστρα ζεματίστρα nom ζεματίστρες ζεματίστρες nom ζεματιστεί ζεματίζω ver ζεματιστό ζεματιστός adj ζενίθ ζενίθ nom ζερβά ζερβός adj ζεστά ζεστά adv ζεστές ζεστός adj ζεστασιά ζεστασιά nom ζευγάρι ζευγάρι nom ζευγάρωμα ζευγάρωμα nom ζευγάρωναν ζευγαρώνω ver ζευγάς ζευγάς nom ζευγαράκι ζευγαράκι nom ζευγαρωτής ζευγαρωτός adj ζευγολάτης ζευγολάτης nom ζευγών ζεύγος nom ζεόλιθους ζεόλιθος nom ζεύγμα ζεύγμα nom ζεύξεις ζεύξη nom ζηλευτή ζηλευτός adj ζηλιάρα ζηλιάρης adj ζηλιαρόγατος ζηλιαρόγατος nom ζηλοτυπία ζηλοτυπία nom ζηλοφθονία ζηλοφθονία nom ζηλωτές ζηλωτής nom ζηλότυπα ζηλότυπα adv ζηλότυπη ζηλότυπος adj ζηλόφθονες ζηλόφθονος adj ζημία ζημία nom ζημίωναν ζημιώνω ver ζημιά ζημιά nom ζημιογόνα ζημιογόνος adj ζην ζην nom ζητάται ζητάται ver ζητήση ζητήση nom ζητηθείσα ζητηθείς adj ζητηματα ζητηματα nom ζητιάνα ζητιάνα nom ζητιάνευαν ζητιανεύω ver ζητιάνο ζητιάνος nom ζητιανιά ζητιανιά nom ζητουμένου ζητούμενος adj ζητωκραυγές ζητωκραυγή nom ζιβάγκο ζιβάγκο nom ζιγκολό ζιγκολό nom ζιγκουράτ ζιγκουράτ nom ζιδοβουδίνη ζιδοβουδίνη nom ζιζάνια ζιζάνιο nom ζιζανιοκτόνα ζιζανιοκτόνο nom ζιλέ ζιλές nom ζιρκόνιο ζιρκόνιο nom ζιφιός ζιφιός nom ζογκλέρ ζογκλέρ nom ζορίζει ζορίζω ver ζορμπάδες ζορμπάς nom ζουζούνι ζουζούνι nom ζουλ ζουλ adv ζουλάς ζουλάω ver ζουμ ζουμ nom ζουμί ζουμί nom ζουμερά ζουμερός adj ζουμπούλι ζουμπούλι nom ζουρλομανδύα ζουρλομανδύας nom ζουρνά ζουρνάς nom ζοφερά ζοφερά adv ζοφερές ζοφερός adj ζοχό ζοχός nom ζούγκλα ζούγκλα nom ζούζουλα ζούζουλο nom ζούλα ζούλα nom ζυγοί ζυγός nom ζυγίζει ζυγίζω ver ζυγίσματα ζύγισμα nom ζυγαριά ζυγαριά nom ζυγοστάθμιση ζυγοστάθμιση nom ζυγούρι ζυγούρι nom ζυγωματικά ζυγωματικός adj ζυγώνει ζυγώνω ver ζυθοποιία ζυθοποιία nom ζυθοποιοί ζυθοποιός nom ζυθοπωλείο ζυθοπωλείο nom ζυμάρι ζυμάρι nom ζυμαρικά ζυμαρικό nom ζυμομυκήτων ζυμομύκητας nom ζυμωθεί ζυμώνω ver ζυμωτό ζυμωτός adj ζυμών ζύμη nom ζυμώσεις ζύμωση nom ζωάκι ζωάκι nom ζωέμπορο ζωέμπορος nom ζωές ζωή nom ζωγράφιζα ζωγραφίζω ver ζωγράφισμα ζωγράφισμα nom ζωγράφο ζωγράφος nom ζωγραφιά ζωγραφιά nom ζωγραφικά ζωγραφικά adv ζωγραφικές ζωγραφικός adj ζωγραφιστά ζωγραφιστός adj ζωδίου ζώδιο nom ζωδιακά ζωδιακός adj ζωηρά ζωηρά adv ζωηράδα ζωηράδα nom ζωηρές ζωηρός adj ζωηρότητα ζωηρότητα nom ζωηρόχρωμα ζωηρόχρωμος adj ζωικά ζωικός adj ζωμοί ζωμός nom ζωνάρι ζωνάρι nom ζωνοδέλφινο ζωνοδέλφινο adj ζωντάνεμα ζωντάνεμα nom ζωντάνευαν ζωντανεύω ver ζωντάνια ζωντάνια nom ζωντανά ζωντανά adv ζωντανές ζωντανός adj ζωντοχήρα ζωντοχήρα nom ζωνών ζώνη nom ζωογεωγραφία ζωογεωγραφία nom ζωογονεί ζωογονώ ver ζωογόνα ζωογόνος adj ζωογόνηση ζωογόνηση nom ζωοδότη ζωοδότης nom ζωοδόχος ζωοδόχος adj ζωοκλέφτες ζωοκλέφτης nom ζωοκλοπές ζωοκλοπή nom ζωοκομία ζωοκομία nom ζωολογία ζωολογία nom ζωολογικά ζωολογικός adj ζωολόγοι ζωολόγος nom ζωοπανήγυρη ζωοπανήγυρη nom ζωοπλαγκτόν ζωοπλαγκτόν nom ζωοποιού ζωοποιός adj ζωοτεχνία ζωοτεχνία nom ζωοτεχνικών ζωοτεχνικός adj ζωοτροφές ζωοτροφή nom ζωοφιλία ζωοφιλία nom ζωοφόρος ζωοφόρος nom ζωπύρου ζώπυρο nom ζωροαστρισμός ζωροαστρισμός nom ζωστήρα ζωστήρα nom ζωτικά ζωτικός adj ζωτικότητα ζωτικότητα nom ζωυφίων ζωύφιο nom ζωφόρο ζωφόρος nom ζωόμορφες ζωόμορφος adj ζωόφιλοι ζωόφιλος adj ζωώδεις ζωώδης adj ζόμπι ζόμπι nom ζόρικα ζόρικα adv ζόρικες ζόρικος adj ζόφο ζόφος nom ζύγι ζύγι nom ζύγιασμα ζύγιασμα nom ζύγιση ζύγιση nom ζύθο ζύθος nom ζύμωμα ζύμωμα nom ζώα ζώο nom ζώντα ζών adj η ο art_def ηβική ηβικός adj ηγέτες ηγέτης nom ηγέτιδα ηγέτιδα nom ηγήθηκαν ηγούμαι ver ηγήτορας ηγήτορας nom ηγεμονία ηγεμονία nom ηγεμονεύει ηγεμονεύω ver ηγεμονικά ηγεμονικά adv ηγεμονικές ηγεμονικός adj ηγεμονισμού ηγεμονισμός nom ηγεμόνα ηγεμόνας nom ηγεσία ηγεσία nom ηγετικά ηγετικός adj ηγουμένη ηγουμένη nom ηγουμένου ηγούμενος nom ηγουμενοσυμβουλίου ηγουμενοσυμβούλιο nom ηδέως ηδέως adv ηδονές ηδονή nom ηδονίζεται ηδονίζομαι ver ηδονικά ηδονικός adj ηδονισμού ηδονισμός nom ηδονιστής ηδονιστής nom ηδονιστική ηδονιστικός adj ηδονοβλεψία ηδονοβλεψίας nom ηδυπάθεια ηδυπάθεια nom ηδυπαθή ηδυπαθής adj ηδύποτα ηδύποτο nom ηδύς ηδύς adj ηθελημένα ηθελημένα adv ηθελημένες ηθελημένος adj ηθικά ηθικά adv ηθικές ηθικός adj ηθικολογία ηθικολογία nom ηθικολογεί ηθικολογώ ver ηθικολογικά ηθικολογικός adj ηθικολόγοι ηθικολόγος nom ηθικοπλαστικά ηθικοπλαστικός adj ηθικότητα ηθικότητα nom ηθμό ηθμός nom ηθογράφος ηθογράφος nom ηθογραφία ηθογραφία nom ηθογραφεί ηθογραφώ ver ηθογραφικά ηθογραφικά adv ηθογραφικές ηθογραφικός adj ηθολογίας ηθολογία nom ηθολογικά ηθολογικός adj ηθοποιία ηθοποιία nom ηθοποιοί ηθοποιός nom ηλέκτριση ηλέκτριση nom ηλίανθος ηλίανθος nom ηλίαση ηλίαση nom ηλίθια ηλίθια adv ηλίθιας ηλίθιος adj ηλεκτρίζει ηλεκτρίζω ver ηλεκτρικά ηλεκτρικός adj ηλεκτρισμού ηλεκτρισμός nom ηλεκτροακουστική ηλεκτροακουστική nom ηλεκτρογεννήτρια ηλεκτρογεννήτρια nom ηλεκτροδίων ηλεκτρόδιο nom ηλεκτροδοτήθηκαν ηλεκτροδοτώ ver ηλεκτροδότηση ηλεκτροδότηση nom ηλεκτροεγκεφαλογράφημα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα nom ηλεκτροκίνηση ηλεκτροκίνηση nom ηλεκτροκίνητα ηλεκτροκίνητος adj ηλεκτροκαρδιογράφημα ηλεκτροκαρδιογράφημα nom ηλεκτροκαρδιογράφο ηλεκτροκαρδιογράφος nom ηλεκτροκινητήρα ηλεκτροκινητήρας nom ηλεκτρολογία ηλεκτρολογία nom ηλεκτρολογικά ηλεκτρολογικός adj ηλεκτρολυτικές ηλεκτρολυτικός adj ηλεκτρολυτών ηλεκτρολύτης nom ηλεκτρολόγο ηλεκτρολόγος nom ηλεκτρολύσεως ηλεκτρόλυση nom ηλεκτρομαγνήτες ηλεκτρομαγνήτης nom ηλεκτρομαγνητικά ηλεκτρομαγνητικός adj ηλεκτρομαγνητισμού ηλεκτρομαγνητισμός nom ηλεκτρομηχανές ηλεκτρομηχανή nom ηλεκτρομηχανικά ηλεκτρομηχανικός adj ηλεκτρομηχανικής ηλεκτρομηχανική nom ηλεκτρονίου ηλεκτρόνιο nom ηλεκτρονικά ηλεκτρονικός adj ηλεκτροπαραγωγή ηλεκτροπαραγωγή nom ηλεκτροπαραγωγούς ηλεκτροπαραγωγός adj ηλεκτροπληξία ηλεκτροπληξία nom ηλεκτροστατικές ηλεκτροστατική nom ηλεκτροστατική ηλεκτροστατικός adj ηλεκτροσυγκόλλησης ηλεκτροσυγκόλληση nom ηλεκτροσόκ ηλεκτροσόκ nom ηλεκτροτεχνίας ηλεκτροτεχνία nom ηλεκτροτεχνίτης ηλεκτροτεχνίτης nom ηλεκτροφωτίζεται ηλεκτροφωτίζω ver ηλεκτροφωτισμού ηλεκτροφωτισμός nom ηλεκτροφόρα ηλεκτροφόρος adj ηλεκτροφόρηση ηλεκτροφόρηση nom ηλεκτροφόρησης ηλεκτροφόρησης nom ηλεκτρόφωνο ηλεκτρόφωνο nom ηλιακά ηλιακός adj ηλιθιότητα ηλιθιότητα nom ηλικία ηλικία nom ηλικιακά ηλικιακός adj ηλικιωμένα ηλικιωμένος adj ηλιοβασίλεμα ηλιοβασίλεμα nom ηλιοθεραπεία ηλιοθεραπεία nom ηλιοκαμένο ηλιοκαμένος adj ηλιοκεντρική ηλιοκεντρικός adj ηλιοστάσια ηλιοστάσιο nom ηλιοτροπίου ηλιοτρόπιο nom ηλιοφάνειας ηλιοφάνεια nom ηλιόλουστα ηλιόλουστος adj ηλιόσπορο ηλιόσπορος nom ημάς ημείς nom ημέρα ημέρα nom ημέρωμα ημέρωμα nom ημέτερα ημέτερος adj ημίγλυκο ημίγλυκος adj ημίγυμνα ημίγυμνος adj ημίεργα ημίεργα adv ημίθεα ημίθεα adj ημίθεο ημίθεος nom ημίκλειστα ημίκλειστος adj ημίμετρα ημίμετρο nom ημίξηρος ημίξηρος adj ημίονοι ημίονος nom ημίσειας ημίσειας nom ημίφως ημίφως nom ημίχρονα ημίχρονο nom ημίψηλο ημίψηλο nom ημίωρα ημίωρος adj ημεδαπές ημεδαπός adj ημερ ημερ nom ημερήσια ημερήσιος adj ημερίδα ημερίδα nom ημερεύει ημερεύω ver ημερησίως ημερησίως adv ημεροδρόμος ημεροδρόμος nom ημερολογίου ημερολόγιο nom ημερολογιακά ημερολογιακά adv ημερολογιακές ημερολογιακός adj ημερομίσθια ημερομίσθιο nom ημερομίσθιο ημερομίσθιος adj ημερομηνία ημερομηνία nom ημι ημι nom ημιάγρια ημιάγριος adj ημιαναίσθητο ημιαναίσθητος adj ημιαργία ημιαργία nom ημιαυτόματα ημιαυτόματος adj ημιβάρβαρο ημιβάρβαρος adj ημιδιαφανές ημιδιαφανής adj ημιεπίσημα ημιεπίσημος adj ημιθανή ημιθανής adj ημικίονα ημικίονας nom ημικατεργασμένα ημικατεργάζομαι ver ημικρανία ημικρανία nom ημικρατικού ημικρατικού adj ημικρατικός ημικρατικός adj ημικυκλίου ημικύκλιο nom ημικυκλικά ημικυκλικά adv ημικυκλικές ημικυκλικός adj ημικύκλια ημικύκλιος adj ημιμάθεια ημιμάθεια nom ημιμαθή ημιμαθής adj ημιορεινές ημιορεινός adj ημιπερίοδο ημιπερίοδο nom ημιπερίοδος ημιπερίοδος nom ημιπληγία ημιπληγία nom ημιπολύτιμα ημιπολύτιμος adj ημιρυμουλκούμενο ημιρυμουλκούμενος adj ημισέληνο ημισέληνος nom ημιστίχια ημιστίχιο nom ημισφαίρια ημισφαίριο nom ημισφαιρική ημισφαιρικός adj ημιτελές ημιτελής adj ημιτελικά ημιτελικός adj ημιτονίων ημιτόνιο nom ημιυπόγεια ημιυπόγειος adj ημιφορτηγά ημιφορτηγό nom ημιώροφο ημιώροφος nom ην ην adv ηνία ηνίο nom ηνίοχο ηνίοχος nom ηνωμένης ηνωμένος adj ηπαράνης ηπαράνης nom ηπατίτιδα ηπατίτιδα nom ηπατεκτομή ηπατεκτομή nom ηπατικά ηπατικός adj ηπατοκυτταρικής ηπατοκυτταρικής adj ηπατοκυτταρικού ηπατοκυτταρικού adj ηπατοκυτταρικό ηπατοκυτταρικό adj ηπατομεγαλία ηπατομεγαλία nom ηπατοπάθεια ηπατοπάθεια nom ηπατοτοξικότητα ηπατοτοξικότητα nom ηπειρωτικά ηπειρωτικός adj ηπειρώτικα ηπειρώτικος adj ηπιότητα ηπιότητα nom ηράκλεια ηράκλειος adj ηρέμησαν ηρεμώ ver ηρακλείτεια ηρακλείτειος adj ηρεμία ηρεμία nom ηρεμιστικά ηρεμιστικός adj ηρωίδα ηρωίδα nom ηρωίνη ηρωίνη nom ηρωικά ηρωικά adv ηρωικές ηρωικός adj ηρωισμοί ηρωισμός nom ηρωολατρεία ηρωολατρεία nom ηρώα ηρώο nom ης ης nom ησυχάζει ησυχάζω ver ησυχία ησυχία nom ησυχασμού ησυχασμός nom ησυχαστήρια ησυχαστήριο nom ηττάται ηττώμαι ver ηττηθέντα ηττηθείς adj ηττοπάθεια ηττοπάθεια nom ηττοπαθή ηττοπαθής adj ηττώμενο ηττώμενο adj ηφαίστεια ηφαίστειος adj ηφαίστειό ηφαίστειο nom ηφαιστειακά ηφαιστειακός adj ηφαιστειογενές ηφαιστειογενής adj ηφαιστειολόγο ηφαιστειολόγος nom ηφαιστειώδη ηφαιστειώδης adj ηχεία ηχείο nom ηχηρά ηχηρά adv ηχηρές ηχηρός adj ηχητικά ηχητικά adv ηχητικές ηχητικός adj ηχοβολιστικό ηχοβολιστικός adj ηχογράφησα ηχογραφώ ver ηχογράφηση ηχογράφηση nom ηχολήπτες ηχολήπτης nom ηχοληψία ηχοληψία nom ηχομονωτικό ηχομονωτικός adj ηχομόνωση ηχομόνωση nom ηχορύπανση ηχορύπανση nom ηχοσυστήματα ηχοσυστήματα nom ηχοχρωμάτων ηχόχρωμα nom ηωσινοφιλία ηωσινοφιλία nom θ θα sw θά θά sw θάλαμο θάλαμος nom θάλασσας θάλασσα nom θάλλει θάλλω ver θάμα θάμα nom θάμνο θάμνος nom θάμπος θάμπος nom θάμπωμα θάμπωμα nom θάμπωσαν θαμπώνω ver θανάτους θάνατος nom θάρρος θάρρος nom θάψαμε θάβω|θάφτω ver θάψιμο θάψιμο nom θέα θέα nom θέαμα θέαμα nom θέαση θέαση nom θέατρα θέατρο nom θέλγητρά θέλγητρο ver θέλημα θέλημα nom θέλησή θέληση nom θέμα θέμα nom θέρετρα θέρετρο nom θέριευε θεριεύω ver θέριζαν θερίζω ver θέρισμα θέρισμα nom θέρμαινε θερμαίνω ver θέρμανση θέρμανση nom θέρμες θέρμη nom θέρος θέρος nom θέσεις θέση nom θέσμια θέσμιος adj θέσπισή θέσπιση nom θέσπισαν θεσπίζω ver θέσπισμα θέσπισμα nom θέσφατα θέσφατο nom θέωση θέωση nom θήκες θήκη nom θήλαζαν θηλάζω ver θήλεα θήλυς adj θήρα θήρα nom θήραμά θήραμα nom θήτες θήτης nom θήτευσαν θητεύω ver θίασο θίασος nom θίνα θίνα nom θαλάμη θαλάμη nom θαλάσσια θαλάσσιος adj θαλάσσωσε θαλασσώνω ver θαλαμίσκο θαλαμίσκος nom θαλαμηγοί θαλαμηγός nom θαλαμηπόλος θαλαμηπόλος nom θαλαμοειδείς θαλαμοειδής adj θαλαμωτοί θαλαμωτός adj θαλασσί θαλασσής adj θαλασσαετός θαλασσαετός nom θαλασσινά θαλασσινός adj θαλασσογράφοι θαλασσογράφος nom θαλασσογραφία θαλασσογραφία nom θαλασσοδάνεια θαλασσοδάνειο nom θαλασσοθεραπείας θαλασσοθεραπεία nom θαλασσοκράτειρα θαλασσοκράτειρα nom θαλασσοκράτορες θαλασσοκράτορας nom θαλασσοκρατία θαλασσοκρατία nom θαλασσοκόρακας θαλασσοκόρακας nom θαλασσοπούλι θαλασσοπούλι nom θαλασσοπόρο θαλασσοπόρος nom θαλασσοταραχές θαλασσοταραχή nom θαλασσόλυκο θαλασσόλυκος nom θαλερή θαλερός adj θαλιδομίδη θαλιδομίδη nom θαλπωρή θαλπωρή nom θαμνότοποι θαμνότοποι adj θαμνότοπους θαμνότοπους nom θαμνώδεις θαμνώδης adj θαμνώνες θαμνώνες nom θαμπά θαμπά adv θαμπάδα θαμπάδα nom θαμπές θαμπός adj θαμώνα θαμώνας nom θανάσιμα θανάσιμα adv θανάσιμες θανάσιμος adj θανάτωναν θανατώνω ver θανάτωση θανάτωση nom θανή θανή nom θανατερής θανατερός adj θανατηφόρα θανατηφόρος adj θανατικές θανατικός adj θανατοποινίτες θανατοποινίτης nom θανούσα θανών adj θαρραλέα θαρραλέα adv θαρραλέας θαρραλέος adj θαρρείς θαρρώ ver θαρρετά θαρρετά adv θαυμάζει θαυμάζω ver θαυμάσια θαυμάσια adv θαυμάσιας θαυμάσιος adj θαυμάστρια θαυμάστρια nom θαυμάτων θαύμα nom θαυμασμού θαυμασμός nom θαυμαστά θαυμαστός adj θαυμαστικά θαυμαστικά adv θαυμαστικό θαυμαστικός adj θαυματοποιού θαυματοποιός nom θαυματουργά θαυματουργός adj θαυματουργεί θαυματουργώ ver θαυματουργικά θαυματουργικά adv θαυματουργική θαυματουργικός adj θεά θεά nom θεάνθρωπος θεάνθρωπος nom θεάρεστο θεάρεστος adj θεέ θεός nom θείους θείος nom θείτσα θείτσα nom θεαθήναι θεαθήναι nom θεαινών θέαινα nom θεαματικά θεαματικά adv θεαματικές θεαματικός adj θεαματικότητα θεαματικότητα nom θεατές θεατός adj θεατράκι θεατράκι nom θεατράνθρωπο θεατράνθρωπος nom θεατρίνα θεατρίνα nom θεατρίνε θεατρίνος nom θεατρικά θεατρικά adv θεατρικές θεατρικός adj θεατρινίστικη θεατρινίστικος adj θεατρινισμού θεατρινισμός nom θεατρολογία θεατρολογία nom θεατρολογικά θεατρολογικά adv θεατρολόγο θεατρολόγος nom θεατρόφιλο θεατρόφιλος adj θεατρώνη θεατρώνης nom θειά θειά nom θειάφι θειάφι nom θειαζίδες θειαζίδες nom θειαζολιδινεδιόνες θειαζολιδινεδιόνες nom θειικά θειικός adj θειούχα θειούχος adj θειούχες θειούχες nom θειόλες θειόλες nom θειώδες θειώδης adj θεληματικά θεληματικά adv θελκτικά θελκτικός adj θεμέλεια θεμέλεια nom θεμέλιά θεμέλιο nom θεμέλια θεμέλιος adj θεματικά θεματικά adv θεματικές θεματικός adj θεματογραφία θεματογραφία nom θεματολογία θεματολογία nom θεματολογίου θεματολόγιο nom θεματοφύλακα θεματοφύλακας nom θεμελίωναν θεμελιώνω ver θεμελίωση θεμελίωση nom θεμελιακά θεμελιακά adv θεμελιακές θεμελιακός adj θεμελιώδεις θεμελιώδης adj θεμελιωδώς θεμελιωδώς adv θεμελιωτές θεμελιωτής nom θεμιτά θεμιτά adv θεμιτές θεμιτός adj θεογνωσία θεογνωσία nom θεοδικία θεοδικία nom θεοκρατία θεοκρατία nom θεοκρατικά θεοκρατικός adj θεολογία θεολογία nom θεολογεί θεολογώ ver θεολογικά θεολογικά adv θεολογικές θεολογικός adj θεολόγο θεολόγος nom θεομάχοι θεομάχος adj θεομηνία θεομηνία nom θεοποίησαν θεοποιώ ver θεοποίηση θεοποίηση nom θεοσέβεια θεοσέβεια nom θεοσεβής θεοσεβής adj θεοσεβούμενη θεοσεβούμενος adj θεοσοφία θεοσοφία nom θεοσοφισμού θεοσοφισμός nom θεοτήτων θεότητα nom θεοφιλέστατος θεοφιλής adj θεοφοβούμενο θεοφοβούμενος adj θεοφόροι θεοφόρος adj θεοφύλακτο θεοφύλακτος adj θεούσα θεούσα nom θεράπευαν θεραπεύω ver θεράποντα θεράπων nom θεράποντας θεράποντας nom θεράποντες θεράποντας|θεράπων nom θεραπαινίδα θεραπαινίδα nom θεραπεία θεραπεία nom θεραπευτές θεραπευτής nom θεραπευτήρια θεραπευτήριο nom θεραπευτικά θεραπευτικός adj θεραπευτικής θεραπευτική nom θεραπεύσιμη θεραπεύσιμος adj θεραπεύτρια θεραπεύτρια nom θεριά θεριό nom θεριζοαλωνιστικές θεριζοαλωνιστικός adj θερινά θερινός adj θερισμού θερισμός nom θεριστές θεριστής nom θεριστικές θεριστικός adj θερμά θερμά adv θερμάστρα θερμάστρα nom θερμές θερμός adj θερμίδες θερμίδα nom θερμαλιστικό θερμαλιστικό adj θερμαντικά θερμαντικός adj θερμαστές θερμαστής nom θερμιδικής θερμιδικός adj θερμιδομετρία θερμιδομετρία nom θερμικά θερμικός adj θερμογόνος θερμογόνος adj θερμοδυναμικής θερμοδυναμική nom θερμοηλεκτρικά θερμοηλεκτρικός adj θερμοκέφαλο θερμοκέφαλος adj θερμοκήπια θερμοκήπιο nom θερμοκηπιακών θερμοκηπιακός adj θερμοκοιτίδα θερμοκοιτίδα nom θερμοκρασία θερμοκρασία nom θερμοκρασιακές θερμοκρασιακός adj θερμομέτρου θερμόμετρο nom θερμομεταλλικών θερμομεταλλικών adj θερμομόνωση θερμομόνωση nom θερμοπαρακαλώ θερμοπαρακαλώ ver θερμοπηγές θερμοπηγή nom θερμοπληξία θερμοπληξία nom θερμοπομποί θερμοπομπός nom θερμοπυρηνικές θερμοπυρηνικός adj θερμοσίφωνα θερμοσίφωνας nom θερμοστάτη θερμοστάτης nom θερμοχημείας θερμοχημεία nom θερμοχωρητικότητα θερμοχωρητικότητα nom θερμόαιμο θερμόαιμος adj θερμότητα θερμότητα nom θερμότητος θερμότης nom θερμόφιλα θερμόφιλος adj θερμώ θερμώ adj θες θες ver θεσμικά θεσμικός adj θεσμοί θεσμός nom θεσμοθέτησε θεσμοθετώ ver θεσμοθέτηση θεσμοθέτηση nom θεσμοποίηση θεσμοποίηση nom θεσπέσια θεσπέσιος adj θεσσαλικά θεσσαλικός adj θεσσαλονικιώτικης θεσσαλονικιώτικος adj θετά θετός adj θετικά θετικά adv θετικές θετικός adj θετικισμού θετικισμός nom θετικιστές θετικιστής nom θετικιστικές θετικιστικός adj θετικότητα θετικότητα nom θεωρήθηκαν θεωρώ ver θεωρήματα θεώρημα nom θεωρήσεις θεώρηση nom θεωρία θεωρία nom θεωρεία θεωρείο nom θεωρητικά θεωρητικά adv θεωρητικές θεωρητικός adj θεωρητικολογίες θεωρητικολογία nom θεωρητικολογούμε θεωρητικολογώ ver θεωρικά θεωρικά nom θεωρουμένης θεωρούμενος adj θεωρών θεωρός nom θεόθεν θεόθεν adv θεόκλητος θεόκλητος adj θεόληπτος θεόληπτος adj θεόπνευστη θεόπνευστος adj θεόρατα θεόρατος adj θεόσταλτη θεόσταλτος adj θεότρελο θεότρελος adj θηκάρι θηκάρι nom θηλάζουσα θηλάζων adj θηλές θηλή nom θηλασμού θηλασμός nom θηλαστικά θηλαστικός adj θηλιά θηλιά nom θηλυκά θηλυκός adj θηλυκοποίηση θηλυκοποίηση nom θηλυκότητα θηλυκότητα nom θηλυπρέπεια θηλυπρέπεια nom θηλυπρεπή θηλυπρεπής adj θηλωμάτων θήλωμα nom θημωνιά θημωνιά nom θηρία θηρίο nom θηρίον θηριό nom θηρευτές θηρευτής nom θηρευτικής θηρευτικός adj θηριοδαμαστή θηριοδαμαστής nom θηριομαχίες θηριομαχία nom θηριοτροφείο θηριοτροφείο nom θηριωδία θηριωδία nom θηριώδεις θηριώδης adj θησαυρίζει θησαυρίζω ver θησαυροί θησαυρός nom θησαυροφυλάκια θησαυροφυλάκιο nom θησαυροφύλακα θησαυροφύλακας nom θητεία θητεία nom θιασάρχες θιασάρχης nom θιασωτών θιασώτης nom θιγομένου θιγόμενος adj θλάσεις θλάση nom θλίβει θλίβω ver θλίψεων θλίψη nom θλαστικά θλαστικός adj θλιβερά θλιβερός adj θλιμμένα θλιμμένος adj θνήσκει θνήσκω ver θνησιγένεια θνησιγένεια nom θνησιγενές θνησιγενής adj θνησιμαία θνησιμαίος adj θνησιμότητα θνησιμότητα nom θνητό θνητός adj θνητότητα θνητότητα nom θολά θολά adv θολές θολός adj θολερότητα θολερότητα nom θολούρα θολούρα nom θολωμένα θολώνω ver θολωτά θολωτός adj θολότητα θολότητα nom θορυβήθηκαν θορυβώ ver θορυβωδώς θορυβωδώς adv θορυβώδεις θορυβώδης adj θορύβου θόρυβος nom θούριο θούριος nom θράκα θράκα nom θράσος θράσος nom θρέμμα θρέμμα nom θρέψη θρέψη nom θρήνησαν θρηνώ ver θρήνο θρήνος nom θρήσκα θρήσκος adj θρήσκευμα θρήσκευμα nom θρίαμβο θρίαμβος nom θρίλερ θρίλερ nom θρακικά θρακικός adj θρακιώτικα θρακιώτικος adj θρανία θρανίο nom θρασεία θρασύς adj θρασύδειλοι θρασύδειλος adj θρασύτατα θρασέως adv θρασύτητα θρασύτητα nom θραυσμάτων θραύσμα nom θραύσεις θραύση nom θρεπτικά θρεπτικά adv θρεπτικές θρεπτικός adj θρηνητικά θρηνητικά adv θρηνητικές θρηνητικός adj θρηνούν θρηνών adj θρηνωδία θρηνωδία nom θρησκεία θρησκεία nom θρησκειολογίας θρησκειολογία nom θρησκειολογικά θρησκειολογικά adv θρησκειολογικές θρησκειολογικός adj θρησκειολόγοι θρησκειολόγος nom θρησκευτικά θρησκευτικά adv θρησκευτικές θρησκευτικός adj θρησκευτικότητα θρησκευτικότητα nom θρησκεύονται θρησκεύομαι ver θρησκοληψία θρησκοληψία nom θρησκόληπτη θρησκόληπτος adj θριάμβευε θριαμβεύω ver θριές θριές adj θριαμβευτές θριαμβευτής nom θριαμβευτικά θριαμβευτικά adv θριαμβευτικές θριαμβευτικός adj θριαμβεύτρια θριαμβεύτρια nom θριαμβικά θριαμβικός adj θριαμβολογίες θριαμβολογία nom θριαμβολογεί θριαμβολογώ ver θριγκού θριγκός nom θρομβολυτικών θρομβολυτικός adj θρομβωτική θρομβωτική adj θρομβώσεις θρόμβωση nom θρούμπα θρούμπα nom θρούμπες θρούμπα|θρούμπη nom θρούμπι θρούμπι nom θρυαλλίδα θρυαλλίδα nom θρυλικά θρυλικά adv θρυλικές θρυλικός adj θρυμμάτιζε θρυμματίζω ver θρυμματισμού θρυμματισμός nom θρόισμα θρόισμα nom θρόμβο θρόμβος nom θρόνο θρόνος nom θρύλο θρύλος nom θρύψαλα θρύψαλο nom θυγατέρα θυγατέρα nom θυγατρικά θυγατρικός adj θυελλωδών θυελλώδης adj θυλάκια θυλάκιο nom θυλάκου θύλακος nom θυμάμαι θυμάμαι ver θυμάρι θυμάρι nom θυμάτων θύμα nom θυμέλη θυμέλη nom θυμίαμα θυμίαμα nom θυμίζει θυμίζω ver θυμαρίσιο θυμαρίσιος adj θυμηδία θυμηδία nom θυμιατήρια θυμιατήρι nom θυμιατού θυμιατό nom θυμικά θυμικός adj θυμοί θυμός nom θυμοειδές θυμοειδής adj θυμοσοφία θυμοσοφία nom θυμοσοφική θυμοσοφικός adj θυμωμένους θυμώνω ver θυμόσοφος θυμόσοφος adj θυμώδης θυμώδης adj θυρίδα θυρίδα nom θυρεοί θυρεός nom θυρεοειδή θυρεοειδής adj θυρεοειδίτιδα θυρεοειδίτιδα nom θυρεοειδικά θυρεοειδικά adj θυρεοειδικές θυρεοειδικές adj θυρεοειδική θυρεοειδική adj θυρεοειδικών θυρεοειδικών adj θυρεοσφαιρίνη θυρεοσφαιρίνη nom θυρεοσφαιρίνης θυρεοσφαιρίνης nom θυροκολλήθηκε θυροκολλώ ver θυροξίνη θυροξίνη nom θυροτηλέφωνο θυροτηλέφωνο nom θυρωρείο θυρωρείο nom θυρωροί θυρωρός nom θυρόφυλλα θυρόφυλλο nom θυρώματα θύρωμα nom θυρών θύρα nom θυσάνους θύσανος nom θυσία θυσία nom θυσίαζαν θυσιάζω ver θυσιαστήρια θυσιαστήριο nom θυτών θύτης nom θωπεία θωπεία nom θωπευτικά θωπευτικά adv θωπεύει θωπεύω ver θωράκια θωράκιο nom θωράκισαν θωρακίζω ver θωράκιση θωράκιση nom θωρακικές θωρακικός adj θωρεί θωρώ ver θωρείται θωρείται ver θωρηκτά θωρηκτό nom θωριά θωριά nom θόλο θόλος nom θόλωμα θόλωμα nom θόλωση θόλωση nom θύει θύω ver θύελλα θύελλα nom θύλακα θύλαξ nom θύμησες θύμηση nom θύμο θύμος nom θύρσους θύρσος nom θώκο θώκος nom θώρακα θώραξ nom θώρακας θώρακας nom ι ι num ιάμβων ίαμβος nom ιάσιμη ιάσιμος adj ιέρακα ιέρακας nom ιέρεια ιέρεια nom ια ια num ιαγουάρους ιαγουάρος nom ιαθεί ιαίνω ver ιακωβίνοι ιακωβίνος nom ιαματικά ιαματικός adj ιαμβικοί ιαμβικός adj ιαπωνικά ιαπωνικός adj ιατρεία ιατρεία nom ιατρείο ιατρείο nom ιατρικά ιατρικά adv ιατρικές ιατρικός adj ιατρικής ιατρική nom ιατροί ιατρός nom ιατροδικαστές ιατροδικαστής nom ιατροδικαστικά ιατροδικαστικός adj ιατροτεχνολογικό ιατροτεχνολογικό adj ιατροτεχνολογικών ιατροτεχνολογικών adj ιατροφαρμακευτικές ιατροφαρμακευτικός adj ιατροφιλόσοφος ιατροφιλόσοφος nom ιαχές ιαχή nom ιβ ιβ num ιβίσκοι ιβίσκος nom ιβηρικές ιβηρικός adj ιβουάρ ιβουάρ nom ιβουπροφένη ιβουπροφένη ver ιγ ιγ num ιγμορίτιδα ιγμορίτιδα nom ιγμόρειο ιγμόρειος adj ιγνυακή ιγνυακός adj ιδ ιδ num ιδέα ιδέα nom ιδία ιδία adv ιδίωμά ιδίωμα nom ιδίως ιδίως adv ιδαίτερα ιδαίτερα adv ιδαλγός ιδαλγός nom ιδανικά ιδανικά adv ιδανικές ιδανικός adj ιδανισμό ιδανισμός nom ιδεαλισμού ιδεαλισμός nom ιδεαλιστές ιδεαλιστής nom ιδεαλιστικά ιδεαλιστικός adj ιδεατά ιδεατά adv ιδεατές ιδεατός adj ιδεογράμματα ιδεόγραμμα nom ιδεογραφική ιδεογραφικός adj ιδεοληπτική ιδεοληπτικός adj ιδεοληψία ιδεοληψία nom ιδεολογήματα ιδεολόγημα nom ιδεολογία ιδεολογία nom ιδεολογικά ιδεολογικά adv ιδεολογικές ιδεολογικός adj ιδεολογικοπολιτική ιδεολογικοπολιτικός adj ιδεολόγο ιδεολόγος nom ιδεώδους ιδεώδης adj ιδιάζον ιδιάζων adj ιδιαίτερα ιδιαίτερα adv ιδιαίτερες ιδιαίτερος adj ιδιαιτεροτήτων ιδιαιτερότητα nom ιδιοκατοίκησης ιδιοκατοίκηση nom ιδιοκτήτες ιδιοκτήτης nom ιδιοκτήτρια ιδιοκτήτρια nom ιδιοκτησία ιδιοκτησία nom ιδιοκτησιακά ιδιοκτησιακός adj ιδιομέλων ιδιόμελο nom ιδιομορφία ιδιομορφία nom ιδιοπαθή ιδιοπαθής adj ιδιοποίηση ιδιοποίηση nom ιδιοποιήθηκαν ιδιοποιούμαι ver ιδιορρυθμία ιδιορρυθμία nom ιδιοσκευασμάτων ιδιοσκεύασμα nom ιδιοσυγκρασία ιδιοσυγκρασία nom ιδιοσυστασία ιδιοσυστασία nom ιδιοτέλεια ιδιοτέλεια nom ιδιοτήτων ιδιότητα nom ιδιοτελή ιδιοτελής adj ιδιοτελώς ιδιοτελώς adv ιδιοτροπία ιδιοτροπία nom ιδιοτυπία ιδιοτυπία nom ιδιοφυές ιδιοφυής adj ιδιοχείρως ιδιοχείρως adv ιδιωματικά ιδιωματικά adv ιδιωματική ιδιωματικός adj ιδιωματισμοί ιδιωματισμός nom ιδιωτεία ιδιωτεία nom ιδιωτεύει ιδιωτεύω ver ιδιωτικά ιδιωτικά adv ιδιωτικές ιδιωτικός adj ιδιωτικοοικονομικά ιδιωτικοοικονομικός adj ιδιωτικοποίησε ιδιωτικοποιώ ver ιδιωτικοποίηση ιδιωτικοποίηση nom ιδιωτικου ιδιωτικου adj ιδιωτικότητας ιδιωτικότητας nom ιδιωτών ιδιώτης nom ιδιόγραφη ιδιόγραφος adj ιδιόκτητα ιδιόκτητος adj ιδιόλεκτο ιδιόλεκτο nom ιδιόμορφα ιδιόμορφα adv ιδιόμορφες ιδιόμορφος adj ιδιόρρυθμα ιδιόρρυθμος adj ιδιόρυθμο ιδιόρυθμο adj ιδιότροπες ιδιότροπος adj ιδιότυπα ιδιότυπος adj ιδιόχειρα ιδιόχειρος adj ιδιόχρηση ιδιόχρηση nom ιδιώνυμο ιδιώνυμος adj ιδιώς ιδιώς adv ιδρυματικές ιδρυματικός adj ιδρυτές ιδρυτής nom ιδρυτικά ιδρυτικός adj ιδρυτριών ιδρύτρια nom ιδρώτα ιδρώτας nom ιε ιε nom ιερά ιερά adv ιεράρχες ιεράρχης nom ιεράρχηση ιεράρχηση nom ιερέα ιερεύς nom ιερέας ιερέας nom ιερές ιερός adj ιεραποστολές ιεραποστολή nom ιεραποστολική ιεραποστολικός adj ιεραποστόλου ιεραπόστολος nom ιεραρχήσει ιεραρχώ ver ιεραρχία ιεραρχία nom ιεραρχικά ιεραρχικά adv ιεραρχική ιεραρχικός adj ιερατεία ιερατείο nom ιερατικά ιερατικός adj ιερογλυφικά ιερογλυφικά adv ιερογλυφική ιερογλυφικός adj ιεροδιάκονοι ιεροδιάκονος nom ιεροδιδάσκαλος ιεροδιδάσκαλος nom ιεροδιδασκαλεία ιεροδιδασκαλείο nom ιεροεξεταστές ιεροεξεταστής nom ιεροκήρυκα ιεροκήρυκας nom ιεροκρυφίως ιεροκρυφίως adv ιερολογία ιερολογία nom ιερομάρτυρα ιερομάρτυρας nom ιερομονάχου ιερομόναχος nom ιεροπρέπεια ιεροπρέπεια nom ιεροπραξία ιεροπραξία nom ιεροσπουδαστήριο ιεροσπουδαστήριο nom ιεροσυλία ιεροσυλία nom ιεροσύνη ιεροσύνη nom ιεροτελεστία ιεροτελεστία nom ιερουργήσει ιερουργώ ver ιερουργία ιερουργία nom ιεροφάντες ιεροφάντης nom ιεροψάλτες ιεροψάλτης nom ιερωμένο ιερωμένος nom ιερόδουλες ιερόδουλη nom ιερόσυλα ιερόσυλος adj ιερότητα ιερότητα nom ιζ ιζ nom ιζηματογενή ιζηματογενής adj ιη ιη adj ιησουίτες ιησουίτης nom ιησουιτικής ιησουιτικός adj ιθ ιθ nom ιθαγένειά ιθαγένεια nom ιθαγενές ιθαγενής adj ιθαγενείας ιθαγενείας nom ιθυνόντων ιθύνων adj ιική ιική adj ιικής ιικής adj ιικού ιικού adj ιικό ιικό adj ιικών ιικών adj ικέτες ικέτης nom ικέτευαν ικετεύω ver ικανά ικανός adj ικανοποίησή ικανοποίηση nom ικανοποίησα ικανοποιώ ver ικανοποιητικά ικανοποιητικά adv ικανοποιητικές ικανοποιητικός adj ικανοτήτων ικανότητα nom ικανώς ικανώς adv ικεσία ικεσία nom ικετευτική ικετευτικός adj ικρίωμα ικρίωμα nom ιλαράς ιλαρά nom ιλαρή ιλαρός adj ιλαροτραγικό ιλαροτραγικός adj ιλαροτραγωδία ιλαροτραγωδία nom ιλαρότητα ιλαρότητα nom ιλιγγιωδώς ιλιγγιωδώς adv ιλιγγιώδες ιλιγγιώδης adj ιλλυρικές ιλλυρικός adj ιλουστρασιόν ιλουστρασιόν adj ιλύ ιλύς nom ιμάμη ιμάμης nom ιμάντα ιμάντας nom ιμάτια ιμάτιο nom ιματιοθήκη ιματιοθήκη nom ιματισμού ιματισμός nom ιμπεριαλισμού ιμπεριαλισμός nom ιμπεριαλιστές ιμπεριαλιστής nom ιμπεριαλιστικά ιμπεριαλιστικός adj ιμπρεσάριο ιμπρεσάριος nom ιμπρεσιονισμού ιμπρεσιονισμός nom ιμπρεσιονιστές ιμπρεσιονιστής nom ιμπρεσιονιστικά ιμπρεσιονιστικός adj ινδιάνα ινδιάνα nom ινδιάνικα ινδιάνικος adj ινδιάνο ινδιάνος nom ινδικά ινδικός adj ινδιναβίρη ινδιναβίρη adj ινδονησιακά ινδονησιακός adj ινδουισμού ινδουισμός nom ινδουιστές ινδουιστής nom ινδουιστικές ινδουιστικός adj ινδού ινδός nom ινιακή ινιακός adj ινομυώματα ινομύωμα nom ινσουλίνες ινσουλίνη nom ινσουλινοαντίστασης ινσουλινοαντίστασης nom ινσουλινοεξαρτώμενο ινσουλινοεξαρτώμενο adj ινστιτούτα ινστιτούτο nom ιντελιγκέντσια ιντελιγκέντσια nom ιντερλούδια ιντερλούδιο nom ιντερμέδια ιντερμέδιο nom ιντερμέτζο ιντερμέτζο nom ινφάντα ινφάντα nom ινφλουέντσας ινφλουέντσα nom ινώδες ινώδης adj ιξός ιξός nom ιξώδους ιξώδης adj ιο ιο nom ιοί ιός nom ιοβόλο ιοβόλος adj ιογενής ιογενής adj ιογενείς ιογενείς adj ιογενών ιογενών adj ιολογία ιολογία nom ιολογικής ιολογικής adj ιονίζει ιονίζω ver ιονίζουσας ιονίζουσας adj ιονίζουσες ιονίζουσες adj ιονίων ιόνιος adj ιονικό ιονικός adj ιονισμό ιονισμός nom ιοντίζουσα ιοντίζουσα adj ιοντίζουσας ιοντίζουσας adj ιοντίζουσες ιοντίζουσες adj ιοντισμού ιοντισμός nom ιονόσφαιρα ιονόσφαιρα nom ιουλιανά ιουλιανός adj ιουστινιάνειο ιουστινιάνειος adj ιππάρια ιππάριο nom ιππέα ιππέας nom ιππήλατο ιππήλατος adj ιππασία ιππασία nom ιππικά ιππικός adj ιπποδρομία ιπποδρομία nom ιπποδρομίου ιπποδρόμιο nom ιπποδρομιακού ιπποδρομιακός adj ιπποδρόμου ιππόδρομος nom ιπποδύναμη ιπποδύναμη nom ιπποειδή ιπποειδή nom ιπποειδών ιπποειδών nom ιπποκράτειο ιπποκράτειος adj ιπποκόμοι ιπποκόμος nom ιπποπόταμο ιπποπόταμος nom ιπποσύνης ιπποσύνη nom ιπποτικά ιπποτικά adv ιπποτικές ιπποτικός adj ιπποτισμού ιπποτισμός nom ιπποτών ιππότης nom ιπποφορβείο ιπποφορβείο nom ιππόκαμπο ιππόκαμπος nom ιπτάμενα ιπτάμενος adj ιρακινά ιρακινός adj ιρανικά ιρανικός adj ιριδίζει ιριδίζω ver ιριδίζον ιριδίζον adj ιριδίζων ιριδίζων adj ιριδισμοί ιριδισμός nom ιρλανδικά ιρλανδικός adj ισάξια ισάξια adv ισάξιας ισάξιος adj ισάριθμα ισάριθμα adv ισάριθμες ισάριθμος adj ισηγορία ισηγορία nom ισημερία ισημερία nom ισημερινού ισημερινός nom ισθμού ισθμός nom ισιάδα ισιάδα nom ισλάμ ισλάμ nom ισλαμικά ισλαμικός adj ισλαμισμού ισλαμισμός nom ισλαμιστές ισλαμιστής nom ισλανδικά ισλανδικός adj ισοβάθμησαν ισοβαθμώ ver ισοβίτες ισοβίτης nom ισοβαθμία ισοβαθμία nom ισοβαρές ισοβαρής adj ισοβιότητα ισοβιότητα nom ισοδύναμο ισοδύναμος adj ισοδυναμία ισοδυναμία nom ισοδυναμεί ισοδυναμώ ver ισοενζύμων ισοενζύμων adj ισοζυγίου ισοζύγιο nom ισοκατανομή ισοκατανομή nom ισολογισμοί ισολογισμός nom ισομέρεια ισομέρεια nom ισομήκη ισομήκης adj ισομεγέθεις ισομεγέθης adj ισομεράση ισομεράση nom ισομερές ισομερής adj ισομερισμού ισομερισμός nom ισομερώς ισομερώς adv ισομετρική ισομετρικός adj ισομοιρία ισομοιρία nom ισομορφισμού ισομορφισμός nom ισονομία ισονομία nom ισοπέδωναν ισοπεδώνω ver ισοπέδωση ισοπέδωση nom ισοπαλία ισοπαλία nom ισοπεδωτικές ισοπεδωτικός adj ισοπολιτεία ισοπολιτεία nom ισορροπήσει ισορροπώ ver ισορροπία ισορροπία nom ισορροπημένα ισορροπημένος adj ισορροπιστή ισορροπιστής nom ισορρόπησης ισορρόπηση nom ισοσκέλιση ισοσκέλιση nom ισοσκελές ισοσκελής adj ισοσκελίζεται ισοσκελίζω ver ισοστάθμιση ισοστάθμιση nom ισοσταθμίσει ισοσταθμίζω ver ισοτελής ισοτελής adj ισοτιμία ισοτιμία nom ισοτονικά ισοτονικός adj ισοτόπου ισότοπο nom ισοφάριζε ισοφαρίζω ver ισοφάριση ισοφάριση nom ισοψηφία ισοψηφία nom ισοψηφούν ισοψηφώ ver ισούνται ισούμαι ver ισπανικά ισπανικός adj ισπανοί ισπανοί nom ισραηλίτικη ισραηλίτικος adj ισραηλινά ισραηλινός adj ιστ ιστ nom ιστάμενοι ιστάμενος adj ιστία ιστίο nom ισταμίνης ισταμίνης nom ιστιοδρομία ιστιοδρομία nom ιστιοπλοία ιστιοπλοία nom ιστιοπλόοι ιστιοπλόος nom ιστιοσανίδα ιστιοσανίδα nom ιστιοφόρα ιστιοφόρο nom ιστιοφόρος ιστιοφόρος adj ιστοί ιστός nom ιστογράμματα ιστόγραμμα nom ιστολογικά ιστολογικός adj ιστοπαθολογία ιστοπαθολογία nom ιστορήσεις ιστόρηση nom ιστορία ιστορία nom ιστορεί ιστορώ ver ιστορημένο ιστορημένος adj ιστορικά ιστορικά adv ιστορικός ιστορικός nom ιστορικότητα ιστορικότητα nom ιστοριογράφοι ιστοριογράφος nom ιστοριογραφία ιστοριογραφία nom ιστοριογραφικά ιστοριογραφικός adj ιστοριοδίφες ιστοριοδίφης nom ιστορισμό ιστορισμός nom ιστοσελίδα ιστοσελίδα nom ιστοτόπου ιστοτόπου adv ιστοχώρο ιστοχώρο nom ιστοχώροι ιστοχώροι nom ιστοχώρος ιστοχώρος nom ιστοχώρου ιστοχώρου nom ιστοχώρους ιστοχώρους nom ιστοχώρων ιστοχώρων nom ιστόρημα ιστόρημα nom ιστότοπος ιστότοπος nom ισχίο ισχίο nom ισχαιμία ισχαιμία nom ισχαιμικές ισχαιμικός adj ισχιακό ισχιακός adj ισχιαλγία ισχιαλγία nom ισχνά ισχνά adv ισχνές ισχνός adj ισχυουσών ισχύων adj ισχυρά ισχυρά adv ισχυρές ισχυρός adj ισχυρίζεσαι ισχυρίζομαι ver ισχυριζόμενα ισχυριζόμενος adj ισχυρισμοί ισχυρισμός nom ισχυρογνωμοσύνη ισχυρογνωμοσύνη nom ισχυρογνώμονα ισχυρογνώμων adj ισχυροποίησαν ισχυροποιώ ver ισχυροποίηση ισχυροποίηση nom ισχύ ισχύς nom ισχύι ισχύι nom ισόβαθμες ισοβάθμιος adj ισόβια ισόβια adv ισόβιας ισόβιος adj ισόγειος ισόγειος adj ισόθεος ισόθεος adj ισόμορφη ισόμορφος adj ισόνομων ισόνομος adj ισόπαλα ισόπαλος adj ισόπεδες ισόπεδος adj ισόπλευρου ισόπλευρος adj ισόποσα ισόποσος adj ισόρροπα ισόρροπα adv ισόρροπη ισόρροπος adj ισότητα ισότητα nom ισότιμα ισότιμα adv ισότιμες ισότιμος adj ισότυποι ισότυποι adj ισόχρονη ισόχρονος adj ιταλίδα ιταλίδα nom ιταλικά ιταλικός adj ιταλιστί ιταλιστί adv ιταλόφωνη ιταλόφωνη adj ιταλόφωνων ιταλόφωνων adj ιταμή ιταμός adj ιταμότητα ιταμότητα nom ιτιά ιτιά nom ιχθυέλαια ιχθυέλαιο nom ιχθυαγορά ιχθυαγορά nom ιχθυοκαλλιέργεια ιχθυοκαλλιέργεια nom ιχθυολογίας ιχθυολογία nom ιχθυολόγοι ιχθυολόγος nom ιχθυοπανίδα ιχθυοπανίδα nom ιχθυοπωλεία ιχθυοπωλείο nom ιχθυοπώλη ιχθυοπώλης nom ιχθυοτροφεία ιχθυοτροφείο nom ιχθυοτροφική ιχθυοτροφικός adj ιχθυοτρόφοι ιχθυοτρόφος nom ιχθυόσκαλα ιχθυόσκαλα nom ιχθύος ιχθύς nom ιχνηθετών ιχνηθετών nom ιχνηλάτες ιχνηλάτης nom ιχνηλασία ιχνηλασία nom ιχνηλασιμότητας ιχνηλασιμότητας nom ιχνηλατεί ιχνηλατώ ver ιχνογραφήματα ιχνογράφημα nom ιχνογραφία ιχνογραφία nom ιχνοστοιχεία ιχνοστοιχείο nom ιωβηλαίο ιωβηλαίο nom ιωδίου ιώδιο nom ιωδιούχο ιωδιούχος adj ιωνικά ιωνικός adj ιόντα ιόν nom ιώβεια ιώβειος adj ιώδεις ιώδης adj ιώτα ιώτα nom κ κ nom κάβα κάβα nom κάβο κάβος nom κάβουρα κάβουρας nom κάγκελα κάγκελο nom κάδμιο κάδμιο nom κάδο κάδος nom κάδρα κάδρο nom κάδων κάδη nom κάζο κάζο nom κάθαρμα κάθαρμα nom κάθαρση κάθαρση nom κάθε κάθε pro_dem κάθειρξη κάθειρξη nom κάθεσαι κάθομαι ver κάθετα κάθετα adv κάθετες κάθετος adj κάθιδρος κάθιδρος adj κάθισα καθίζω ver κάθισμα κάθισμα nom κάθοδο κάθοδος nom κάκιστα κακά adv κάκιστες κακός adj κάκτοι κάκτος nom κάκωση κάκωση nom κάλαθο κάλαθος nom κάλαμο κάλαμος nom κάλαντα κάλαντα nom κάλεσα καλώ ver κάλεσμα κάλεσμα nom κάλιο κάλιο nom κάλλη κάλλος nom κάλλιστα κάλλιστα adv κάλο κάλος nom κάλπαζαν καλπάζω ver κάλπες κάλπη nom κάλπικα κάλπικος adj κάλτσα κάλτσα nom κάλυκα κάλυκας nom κάλυμμα κάλυμμα nom καλύπτονται καλύπτω ver κάλυψή κάλυψη nom κάλων κάλος|κάλως nom κάμα κάμα nom κάμαρα κάμαρα nom κάμαρες κάμαρα|κάμαρη nom κάμαρη κάμαρη nom κάματο κάματος nom κάμερα κάμερα nom κάμεραμαν κάμεραμαν nom κάμηλο κάμηλος nom κάμινους κάμινους adj κάμπια κάμπια nom κάμπιγκ κάμπιγκ nom κάμπινγκ κάμπινγκ nom κάμπο κάμπος nom κάμποσα κάμποσος pro_dem κάμποτο κάμποτο nom κάμφορα κάμφορα nom κάμψεις κάμψη nom κάνα κάνας pro_dem κάναλος κάναλος nom κάνθαροι κάνθαρος nom κάνιστρα κάνιστρο nom κάνναβη κάνναβη nom κάννες κάννη nom κάνουλα κάνουλα nom κάπα κάπα nom κάπαρη κάπαρη nom κάπελα κάπελας nom κάπηλοι κάπηλος nom κάπνιζαν καπνίζω ver κάπνισμα κάπνισμα nom κάπο κάπος nom κάποια κάποιος pro_dem κάποτε κάποτε adv κάπου κάπου adv κάππαρη κάππαρη nom κάπρο κάπρος nom κάπως κάπως adv κάρα κάρα nom κάρβουνα κάρβουνο nom κάργα κάργα adv κάργια κάργια nom κάρδαμο κάρδαμο nom κάρνος κάρνος nom κάρο κάρος nom κάρπωση κάρπωση nom κάρρυ κάρρυ nom καρτών κάρτα adj κάρφωμα κάρφωμα nom κάρφωναν καρφώνω ver κάσα κάσα nom κάσκα κάσκα nom κάστα κάστα nom κάστανα κάστανο nom κάστορα κάστορας nom κάστρα κάστρο nom κάταγμα κάταγμα nom κάτασπρα κάτασπρος adj κάτεργα κάτεργο nom κάτι κάτι pro_dem κάτοικο κάτοικος nom κάτοπτρα κάτοπτρο nom κάτου κάτω adv κάτοχο κάτοχος nom κάτοψη κάτοψη nom κάτωθεν κάτωθεν adv κάτωθι κάτωθι adv κάφρο κάφρος nom κάψα κάψα nom κάψε κάψος nom κάψιμο κάψιμο nom κάψουλα κάψουλα nom κέδρο κέδρος nom κέικ κέικ nom κέιμενο κέιμενο nom κέλευσμα κέλευσμα nom κέλτικα κέλτικος adj κέλυφος κέλυφος nom κέντα κεντάω ver κένταυρο κένταυρος nom κέντημα κέντημα nom κέντρα κέντρο nom κέντριζε κεντρίζω ver κέντρισμα κέντρισμα nom κέντρο κέντρος nom κέντρωνες κεντρώνω ver κένωση κένωση nom κέραμοι κέραμος nom κέρας κέρας nom κέρασμα κέρασμα nom κέρατα κέρατο nom κέρβερο κέρβερος nom κέρδη κέρδος nom κέρδιζα κερδίζω ver κέρινα κερένιος adj κέρμα κέρμα nom κέφαλοι κέφαλος nom κέφι κέφι nom κήλες κήλη nom κήνσορα κήνσορας nom κήπο κήπος nom κήρυγμα κήρυγμα nom κήρυκα κήρυκας nom κήρυξαν κηρύσσω ver κήρυξη κήρυξη nom κήτη κήτος nom κίβδηλα κίβδηλος adj κίνδυνο κίνδυνος nom κίνημα κίνημα nom κίνησή κίνηση nom κίνησαν κινώ ver κίνητρα κίνητρο nom κίονα κίονας nom κίρρωση κίρρωση nom κίσσηρη κίσσηρη adj κίτρινα κίτρινος adj κίτρο κίτρος nom κα κα nom καή καής nom καίπερ καίπερ adj καίρια καίρια adv καίριας καίριος adj καίσαρα καίσαρας nom καίσιο καίσιο nom καίτοι καίτοι con καβάλα καβάλα adv καβάλησαν καβαλάω ver καβάλου καβάλος nom καβαλάρη καβαλάρης nom καβαλέτα καβαλέτο nom καβαλιέρε καβαλιέρος nom καβαφικά καβαφικός adj καβγά καβγάς nom καβγαδίζει καβγαδίζω ver καβγατζήδες καβγατζής nom καβγατζού καβγατζού nom καβουράκι καβουράκι nom καβουρδίζουμε καβουρδίζω ver καβουριού καβούρι nom καβουρμά καβουρμάς nom καβούκι καβούκι nom καγιάκ καγιάκ nom καγκελάριο καγκελάριος nom καγκελαρία καγκελαρία nom καγκελόπορτα καγκελόπορτα nom καγκουρό καγκουρό nom καδένα καδένα nom καδήδες καδής nom καδρόνι καδρόνι nom καζάνι καζάνι nom καζίνα καζίνο nom καζαμία καζαμίας nom καζανιών καζανιά nom καζούρα καζούρα nom καημένα καημένος adj καημοί καημός nom καθ κατά pre καθάπερ καθάπερ adv καθάρια καθάριος adj καθαριστεί καθαρίζω ver καθάρισμα καθάρισμα nom καθάρσιο καθάρσιο nom καθέδρας καθέδρα nom καθέκαστα καθέκαστα nom καθέλκυση καθέλκυση nom καθεμίας καθένας nom καθήκον καθήκον nom καθήλωναν καθηλώνω ver καθήλωση καθήλωση nom καθήσετε καθήσετε ver καθίδρυμα καθίδρυμα nom καθίδρυση καθίδρυση nom καθίζηση καθίζηση nom καθίκι καθίκι nom καθίστανται καθίσταμαι ver καθαίρεσαν καθαιρώ ver καθαίρεση καθαίρεση nom καθαίρεται καθαίρω ver καθαγίασε καθαγιάζω ver καθαγίαση καθαγίαση nom καθαρά καθαρά adv καθαρές καθαρός adj καθαρίστρια καθαρίστρια nom καθαρευουσιάνικη καθαρευουσιάνικος adj καθαρευουσιάνοι καθαρευουσιάνος nom καθαρευουσιανισμοί καθαρευουσιανισμός nom καθαρεύουσα καθαρεύουσα nom καθαρισμοί καθαρισμός nom καθαριστές καθαριστής nom καθαριστήρια καθαριστήριο nom καθαριότητα καθαριότητα nom καθαρμοί καθαρμός nom καθαρογραφεί καθαρογραφώ ver καθαρολόγοι καθαρολόγος nom καθαρτήρια καθαρτήριος adj καθαρτικά καθαρτικός adj καθαρόαιμα καθαρόαιμος adj καθαρότητά καθαρότητα nom καθεαυτός καθεαυτός pro_dem καθεαυτό καθεαυτό nom καθε καθε pro_dem καθεδρικοί καθεδρικός adj καθελκύεται καθελκύω ver καθεξής καθεξής adv καθεστηκυία καθεστηκώς adj καθεστωτικές καθεστωτικός adj καθεστώς καθεστώς nom καθετή καθετή nom καθετήρα καθετήρας nom καθετί καθετί pro_dem καθετηριασμό καθετηριασμός nom καθετοποίηση καθετοποίηση nom καθετοποιημένη καθετοποιημένος adj καθηγήτρια καθηγήτρια nom καθηγεσία καθηγεσία nom καθηγητά καθηγητής nom καθηγητικές καθηγητικός adj καθημερινά καθημερινά adv καθημερινές καθημερινός adj καθημερινότητά καθημερινότητα nom καθημερινώς καθημερινώς adv καθησυχάζει καθησυχάζω ver καθησυχαστικές καθησυχαστικός adj καθησύχαση καθησύχαση nom καθιέρωναν καθιερώνω ver καθιέρωσή καθιέρωση nom καθιζάνει καθιζάνω ver καθισμένα κάθομαι|καθίζω ver καθισμένου καθίζω|κάθομαι ver καθιστά καθιστά adv καθιστάμενο καθιστάμενος adj καθιστές καθιστός adj καθιστικά καθιστικά adv καθιστικές καθιστικός adj καθιστικού καθιστικό nom καθιστούν καθιστώ ver καθοδήγησαν καθοδηγώ ver καθοδήγηση καθοδήγηση nom καθοδηγητές καθοδηγητής nom καθοδηγητικά καθοδηγητικός adj καθοδηγούμενη καθοδηγούμενος adj καθοδικά καθοδικά adv καθοδικές καθοδικός adj καθολικά καθολικά adv καθολικές καθολικός adj καθολικισμού καθολικισμός nom καθολικότητα καθολικότητα nom καθομιλουμένη καθομιλουμένη nom καθομιλούμενη καθομιλούμενη nom καθοριστεί καθορίζω ver καθοριζομένης καθοριζόμενος adj καθορισθέντος καθορισθείς adj καθορισμού καθορισμός nom καθοριστικά καθοριστικά adv καθοριστικές καθοριστικός adj καθοσιώσεως καθοσίωση nom καθούμενα καθούμενος adj καθρέπτες καθρέπτης nom καθρέφτες καθρέφτης nom καθρέφτιζαν καθρεφτίζω ver καθρέφτισμα καθρέφτισμα nom καθυβρίζει καθυβρίζω ver καθυποτάξει καθυποτάσσω ver καθυπόταξη καθυπόταξη nom καθυστέρησή καθυστέρηση nom καθυστέρησα καθυστερώ ver καθυστερημένα καθυστερημένα adv καθυστερημένες καθυστερημένος adj καθυστερούμενων καθυστερούμενος adj καθυστερούν καθυστερών adj καθωσπρέπει καθωσπρέπει adv καθωσπρεπισμού καθωσπρεπισμός nom καθόλα καθόλα adv καθόλη καθόλη nom καθόλου καθόλου adv καθόσον καθόσον con καθότι καθότι con καθών καθών nom καθώς καθώς adv και και con καιγόμενα καιγόμενα adj καιγόμενο καιγόμενο adj καινά καινός adj καινοτομήσει καινοτομώ ver καινοτομία καινοτομία nom καινοτομικά καινοτομικός adj καινοτόμα καινοτόμος adj καινοφανές καινοφανής adj καινούργια καινούργιος adj καινούρια καινούριος adj καιρικά καιρικός adj καιροί καιρός nom καιροσκοπία καιροσκοπία nom καιροσκοπικά καιροσκοπικά adv καιροσκοπική καιροσκοπικός adj καιροσκοπισμού καιροσκοπισμός nom καιροσκόπο καιροσκόπος nom καιροφυλακτεί καιροφυλακτώ ver καιρώ καιρώ nom καισαρικές καισαρικός adj καισαρισμού καισαρισμός nom κακάο κακάο nom κακέκτυπα κακέκτυπος adj κακία κακία nom κακίζει κακίζω ver κακαβιά κακαβιά nom κακαρίσματα κακάρισμα nom κακαόδεντρα κακαόδεντρο nom κακείθεν κακείθεν adv κακείσε κακείσε adv κακεντρέχεια κακεντρέχεια nom κακεντρεχή κακεντρεχής adj κακεντρεχώς κακεντρεχώς adv κακοήθεια κακοήθεια nom κακοήθεις κακοήθης adj κακοβουλία κακοβουλία nom κακογλωσσιά κακογλωσσιά nom κακογραμμένα κακογραμμένα adv κακογραμμένες κακογραμμένος adj κακογραφίας κακογραφία nom κακοδαιμονία κακοδαιμονία nom κακοδιαχείρισης κακοδιαχείριση nom κακοδικίας κακοδικία nom κακοδιοίκηση κακοδιοίκηση nom κακοδοξία κακοδοξία nom κακοκαιρία κακοκαιρία nom κακοκαρδίσει κακοκαρδίζω ver κακολογήσει κακολογάω ver κακολογίας κακολογία nom κακομάθει κακομαθαίνω ver κακομεταχείριση κακομεταχείριση nom κακομεταχειρίζεστε κακομεταχειρίζομαι ver κακομοίρα κακόμοιρος adj κακομοιριά κακομοιριά nom κακοντυμένη κακοντυμένος adj κακοπάθει κακοπαθαίνω ver κακοπιστία κακοπιστία nom κακοπληρωμένοι κακοπληρώνω ver κακοποίησαν κακοποιώ ver κακοποίηση κακοποίηση nom κακοποιά κακοποιός adj κακοπροαίρετα κακοπροαίρετα adv κακοσμία κακοσμία nom κακοτεχνία κακοτεχνία nom κακοτοπιές κακοτοπιά nom κακοτράχαλα κακοτράχαλος adj κακοτυχία κακοτυχία nom κακουργήματα κακούργημα nom κακουργίας κακουργία nom κακουργιοδικεία κακουργιοδικείο nom κακουχία κακουχία nom κακοφτιαγμένη κακοφτιαγμένος adj κακοφωνία κακοφωνία nom κακούργα κακούργος adj κακτοειδή κακτοειδής adj κακόβουλα κακόβουλα adv κακόβουλες κακόβουλος adj κακόγουστα κακόγουστος adj κακόηχα κακόηχα adv κακόηχη κακόηχος adj κακόκεφη κακόκεφος adj κακόπιστα κακόπιστα adv κακόπιστες κακόπιστος adj κακότεχνα κακότεχνα adv κακότεχνες κακότεχνος adj κακότητα κακότητα nom κακότροπο κακότροπος adj κακότυχη κακότυχος adj κακόφημα κακόφημος adj καλάθι καλάθι nom καλάθια καλάθι|καλάθιο nom καλάμι καλάμι nom καλέμι καλέμι nom καλένδες καλένδες nom καλαί καλαί nom καλαίσθητα καλαίσθητος adj καλαθάκια καλαθάκι nom καλαθιών καλαθιά nom καλαθοπλεκτική καλαθοπλεκτική adj καλαθοσφαίριση καλαθοσφαίριση nom καλαθοσφαιριστές καλαθοσφαιριστής nom καλαθόσφαιρα καλαθόσφαιρα nom καλαισθησία καλαισθησία nom καλαμάκι καλαμάκι nom καλαμάρι καλαμάρι nom καλαμένια καλαμένιος adj καλαμίδι καλαμίδι nom καλαμαρά καλαμαράς nom καλαμαράκια καλαμαράκι nom καλαμαριών καλαμαριά nom καλαματιανά καλαματιανός adj καλαμιά καλαμιά nom καλαμιώνα καλαμιώνας nom καλαμποκάλευρο καλαμποκάλευρο nom καλαμποκίσιο καλαμποκίσιος adj καλαμποκιές καλαμποκιά nom καλαμποκιού καλαμπόκι nom καλαμπούρια καλαμπούρι nom καλαμωτές καλαμωτή nom καλαμωτή καλαμωτός adj καλαμώνες καλαμώνας nom καλαντάρι καλαντάρι nom καλαπόδι καλαπόδι nom καλβινισμού καλβινισμός nom καλβινιστές καλβινιστής nom καλβινιστικά καλβινιστικός adj καλειδοσκοπίου καλειδοσκόπιο nom καλειδοσκοπική καλειδοσκοπικός adj καλεσμένες καλεσμένος adj καλημέρα καλημέρα nom καληνυχτίζει καληνυχτίζω ver καληνύχτα καληνύχτα nom καλησπέρα καλησπέρα nom καλησπερίζω καλησπερίζω ver καλιά καλιά nom καλιακούδα καλιακούδα nom καλιαρντά καλιαρντά nom καλικάντζαροι καλικάντζαρος nom καλκάνι καλκάνι nom καλλίγραμμα καλλίγραμμος adj καλλίνικον καλλίνικος adj καλλίπυγος καλλίπυγος adj καλλίφωνη καλλίφωνος adj καλλιέπεια καλλιέπεια nom καλλιέργειά καλλιέργεια nom καλλιεργημένη καλλιεργώ ver καλλιγράφο καλλιγράφος nom καλλιγραφία καλλιγραφία nom καλλιγραφικά καλλιγραφικά adv καλλιγραφική καλλιγραφικός adj καλλιεργήσιμα καλλιεργήσιμος adj καλλιεργητές καλλιεργητής nom καλλιεργητικά καλλιεργητικός adj καλλιεργούμενα καλλιεργούμενος adj καλλιεργούσαν καλλιεργών adj καλλιμάρμαρο καλλιμάρμαρος adj καλλιστεία καλλιστεία nom καλλιτέχνες καλλιτέχνης nom καλλιτέχνημα καλλιτέχνημα nom καλλιτέχνιδα καλλιτέχνιδα|καλλιτέχνις nom καλλιτέχνιδας καλλιτέχνιδα nom καλλιτέχνιδος καλλιτέχνις nom καλλιτεχνία καλλιτεχνία nom καλλιτεχνικά καλλιτεχνικά adv καλλιτεχνικές καλλιτεχνικός adj καλλιφωνία καλλιφωνία nom καλλονές καλλονή nom καλλυντικά καλλυντικός adj καλλωπίζεται καλλωπίζω ver καλλωπισμού καλλωπισμός nom καλλωπιστικά καλλωπιστικός adj καλμάρει καλμάρω ver καλντέρα καλντέρα nom καλντερίμι καλντερίμι nom καλοήθεις καλοήθης adj καλοαναθρεμμένος καλοαναθρεμμένος adj καλογέρων καλόγερος nom καλογήρου καλόγηρος nom καλογεράκι καλογεράκι nom καλογερική καλογερικός adj καλογραιών καλογραία nom καλογραμμένα καλογραμμένος adj καλογριά καλογριά nom καλογριών καλόγρια|καλογριά nom καλοδέχεται καλοδέχομαι ver καλοδεχούμενες καλοδεχούμενος adj καλοδιατηρημένα καλοδιατηρημένος adj καλοδουλεμένα καλοδουλεμένος adj καλοθελητές καλοθελητής nom καλοκάγαθη καλοκάγαθος adj καλοκαίρι καλοκαίρι nom καλοκαγαθία καλοκαγαθία nom καλοκαιράκι καλοκαιράκι nom καλοκαιρία καλοκαιρία nom καλοκαιριάτικα καλοκαιριάτικα adv καλοκαιριάτικη καλοκαιριάτικος adj καλοκαιρινά καλοκαιρινός adj καλοκαιριών καλοκαιρία|καλοκαιριά nom καλολογικά καλολογικός adj καλομελέτα καλομελετάω ver καλοντυμένες καλοντυμένος adj καλοπέραση καλοπέραση nom καλοπιστία καλοπιστία nom καλοπληρωμένες καλοπληρώνω ver καλοπροαίρετα καλοπροαίρετα adv καλοπροαίρετες καλοπροαίρετος adj καλορίζικη καλορίζικος adj καλοριφέρ καλοριφέρ nom καλοσυνάτη καλοσυνάτος adj καλοσυντηρημένο καλοσυντηρημένο ver καλοσύνη καλοσύνη nom καλοτάξιδα καλοτάξιδος adj καλοτυχία καλοτυχία nom καλουμένης καλούμενος adj καλουπιού καλούπι nom καλουπώνεται καλουπώνω ver καλοφαγά καλοφαγάς nom καλοφτιαγμένα καλοφτιαγμένος adj καλούδια καλούδι nom καλούμπα καλούμπα nom καλούντα καλών adj καλούπωμα καλούπωμα nom καλούτσικο καλούτσικος adj καλπάκι καλπάκι nom καλπασμού καλπασμός nom καλπονοθεία καλπονοθεία nom καλσόν καλσόν nom καλτσοδέτα καλτσοδέτα nom καλτσόν καλτσόν nom καλυβάκι καλυβάκι nom καλυβιών καλύβι nom καλυβών καλύβα|καλύβη nom καλυμμαύκι καλυμμαύκι nom καλυμμαύχι καλυμμαύχι nom καλυπτήρες καλυπτήρας nom καλυπτήριες καλυπτήριος adj καλυπτόμενα καλυπτόμενος adj καλυτέρευση καλυτέρευση nom καλυτέρεψαν καλυτερεύω ver καλωδίου καλώδιο nom καλωδίωση καλωδίωση nom καλωδιακά καλωδιακός adj καλωσορίζει καλωσορίζω ver καλωσορίσματα καλωσόρισμα nom καλόβολη καλόβολος adj καλόβουλη καλόβουλος adj καλόγουστα καλόγουστος adj καλόγρια καλόγρια nom καλόκαρδη καλόκαρδος adj καλόπιασμα καλόπιασμα nom καλόπιστα καλόπιστα adv καλόπιστες καλόπιστος adj καλότυχο καλότυχος adj καλύβα καλύβα nom καλύβη καλύβη nom καλύπτρα καλύπτρα nom καμάκι καμάκι nom καμάρα καμάρα nom καμάρι καμάρι nom καμάρωναν καμαρώνω ver καμέλια καμέλια nom καμήλα καμήλα nom καμία κανένας pro_dem καμίνι καμίνι nom καμίνων κάμινος nom καμακώνει καμακώνω ver καμαράκι καμαράκι nom καμαρίλα καμαρίλα nom καμαρίνι καμαρίνι nom καμαριέρα καμαριέρα nom καμαριέρης καμαριέρης nom καμαροσκέπαστες καμαροσκέπαστες nom καμαροσκεπή καμαροσκεπή adj καμαρούλα καμαρούλα nom καμαρωτά καμαρωτά adv καμαρωτές καμαρωτός adj καμαρότος καμαρότος nom καμβά καμβάς nom καμηλιέρηδες καμηλιέρης nom καμηλοπάρδαλη καμηλοπάρδαλη nom καμικάζι καμικάζι nom καμινάδα καμινάδα nom καμινέτο καμινέτο nom καμιόνι καμιόνι nom καμμία καμμία adj καμμιά καμμιά pro_dem καμουτσίκι καμουτσίκι nom καμουφλάζ καμουφλάζ nom καμουφλάρει καμουφλάρω ver καμπάνα καμπάνα nom καμπάνια καμπάνια nom καμπές καμπή nom καμπίνα καμπίνα nom καμπανάρης καμπανάρης nom καμπανίτη καμπανίτης nom καμπαναριά καμπαναριό nom καμπανούλα καμπανούλα nom καμπανών καμπανός nom καμπαρέ καμπαρέ nom καμπαρντίνα καμπαρντίνα nom καμπινέ καμπινές nom καμποτάζ καμποτάζ nom καμπούρα καμπούρης adj καμπούρες καμπούρα nom καμπτήρες καμπτήρας nom καμπυλωθεί καμπυλώνω ver καμπυλόγραμμες καμπυλόγραμμος adj καμπυλότητα καμπυλότητα nom καμπυλών καμπύλη nom καμπύλα καμπύλος adj καμτσίκι καμτσίκι nom καμφοράς καμφορά nom καμωμένα καμωμένος adj καμώματα κάμωμα nom καν καν adv κανάλι κανάλι nom κανάρια κανάρι nom κανάτα κανάτα nom κανάτι κανάτι nom κανέλα κανέλα nom κανίβαλο κανίβαλος nom κανίς κανίς nom καναβάτσο καναβάτσο nom καναδικά καναδικός adj καναδούς καναδούς nom κανακάρη κανακάρης adj καναπέ καναπές nom καναπεδάκι καναπεδάκι nom καναρίνι καναρίνι nom κανατάς κανατάς nom κανδήλας κανδήλα nom κανελί κανελής adj κανιβαλική κανιβαλικός adj κανιβαλισμού κανιβαλισμός nom καννάβι καννάβι nom κανονάκι κανονάκι nom κανονίζει κανονίζω ver κανονιά κανονιά nom κανονιέρηδες κανονιέρης nom κανονικά κανονικά adv κανονικές κανονικός adj κανονικότητα κανονικότητα nom κανονιοβολισμοί κανονιοβολισμός nom κανονιοφόρο κανονιοφόρος nom κανονιού κανόνι nom κανονισμοί κανονισμός nom κανονιστικά κανονιστικός adj καντάδα καντάδα nom καντάρι καντάρι nom καντάτα καντάτα nom καντήλες καντήλα nom καντήλι καντήλι nom καντίνα καντίνα nom κανταδόρους κανταδόρος nom καντηλέρια καντηλέρι nom καντηλανάφτης καντηλανάφτης nom καντιανές καντιανός adj καντονέζικα καντονέζικα nom καντονίου καντονίου nom καντονιού καντόνι nom καντούνι καντούνι nom καντρίλιες καντρίλια nom καντσονέτα καντσονέτα nom κανό κανό nom κανόνα κανόνας nom κανόνων κάνονας nom καολίνη καολίνης nom καουμπόη καουμπόης nom καουμπόι καουμπόι nom καουμπόικες καουμπόικος adj καουτσούκ καουτσούκ nom καούρα καούρα nom καπάκι καπάκι nom καπάρο καπάρο nom καπάρωμα καπάρωμα nom καπάρωσε καπαρώνω ver καπάτσα καπάτσος adj καπέλα καπέλο nom καπέλωμα καπέλωμα nom καπήλευσης καπήλευση nom καπίκι καπίκι nom καπατσοσύνη καπατσοσύνη nom καπελά καπελάς nom καπελάδικο καπελάδικο nom καπελωμένος καπελώνω ver καπετάν καπετάν nom καπετάνιε καπετάνιος nom καπετάνισσα καπετάνισσα nom καπετανάτα καπετανάτο nom καπεταναίοι καπεταναίος nom καπηλεία καπηλεία nom καπηλειά καπηλειό nom καπηλευθεί καπηλεύομαι ver καπιταλίστας καπιταλίστας nom καπιταλισμοί καπιταλισμός nom καπιταλιστές καπιταλιστής nom καπιταλιστικά καπιταλιστικός adj καπιταλιστών καπιταλίστας|καπιταλιστής nom καπιτονέ καπιτονέ adj καπνά καπνάς nom καπνέμποροι καπνέμπορος nom καπνίζονται καπνίζονται ver καπνίστρια καπνίστρια nom καπναγωγό καπναγωγός adj καπναποθήκες καπναποθήκη nom καπνεμπορική καπνεμπορικός adj καπνεμπόριο καπνεμπόριο nom καπνεργάτες καπνεργάτης nom καπνεργατικό καπνεργατικός adj καπνεργοστάσια καπνεργοστάσιο nom καπνιά καπνιά nom καπνιζόμενα καπνιζόμενα adj καπνικά καπνικός adj καπνιστά καπνιστός adj καπνιστές καπνιστής nom καπνιστήρια καπνιστήριο nom καπνού καπνός adj καπνοβιομήχανος καπνοβιομήχανος nom καπνοβιομηχανία καπνοβιομηχανία nom καπνογόνα καπνογόνος adj καπνοδοχοκαθαριστής καπνοδοχοκαθαριστής nom καπνοδόχο καπνοδόχος nom καπνοκαλλιέργειας καπνοκαλλιέργεια nom καπνομάγαζα καπνομάγαζο nom καπνοπαραγωγών καπνοπαραγωγός nom καπνοπωλείο καπνοπωλείο nom καπνοτόπια καπνοτόπι nom καπνών καπνά nom καπουδάν καπουδάν nom καπουτσίνο καπουτσίνος nom καπούλια καπούλι nom καπρίτσια καπρίτσιο nom καπόνι καπόνι nom καπότα καπότα nom καράβι καράβι nom καράτε καράτε nom καράτια καράτι nom καράφα καράφα nom καράφλα καράφλα nom καρέ καρές nom καρέκλα καρέκλα nom καρέττα καρέττα nom καρίνα καρίνα nom καραβάκι καραβάκι nom καραβάνα καραβάνα nom καραβάνι καραβάνι nom καραβέλα καραβέλα nom καραβίδα καραβίδα nom καραβανάδων καραβανάς nom καραβιά καραβιά nom καραβοκύρη καραβοκύρης nom καραβομαραγκοί καραβομαραγκοί adj καραβόπανο καραβόπανο nom καραγκιοζιλίκια καραγκιοζιλίκι nom καραγκιοζοπαίκτες καραγκιοζοπαίκτης nom καραγκιοζοπαίχτες καραγκιοζοπαίχτης nom καραγκιόζη καραγκιόζης nom καραγκούνικου καραγκούνικος adj καραδοκεί καραδοκώ ver καρακάξα καρακάξα nom καραμέλα καραμέλα nom καραμελωμένα καραμελωμένος adj καραμούζα καραμούζα nom καραμπίνα καραμπίνα nom καραμπινάτα καραμπινάτος adj καραμπινιέροι καραμπινιέρος nom καραμπόλα καραμπόλα nom καραντίνα καραντίνα nom καραούλι καραούλι nom καρατερίστα καρατερίστα nom καρατερίστες καρατερίστας nom καρατομήθηκαν καρατομώ ver καρατόμηση καρατόμηση nom καραφάκι καραφάκι nom καραφλός καραφλός adj καρβέλι καρβέλι nom καρβαμαζεπίνη καρβαμαζεπίνη nom καρβονύλιο καρβονύλιο nom καρβουνιάρηδες καρβουνιάρης nom καρβουνιάρικα καρβουνιάρικος adj καρδάρα καρδάρα nom καρδερίνας καρδερίνα nom καρδιά καρδιά nom καρδιαγγειακά καρδιαγγειακός adj καρδιακά καρδιακός adj καρδινάλιο καρδινάλιος nom καρδιοαγγειακά καρδιοαγγειακός adj καρδιογράφημα καρδιογράφημα nom καρδιογράφο καρδιογράφος nom καρδιοκατακτητές καρδιοκατακτητής nom καρδιολογία καρδιολογία nom καρδιολογικά καρδιολογικά adv καρδιολογικές καρδιολογικός adj καρδιολόγο καρδιολόγος nom καρδιοπάθεια καρδιοπάθεια nom καρδιοπαθή καρδιοπαθής adj καρδιοπνευμονικής καρδιοπνευμονικός adj καρδιοτονωτική καρδιοτονωτικός adj καρδιοχειρουργικές καρδιοχειρουργικός adj καρδιοχτύπησε καρδιοχτυπώ ver καρδιοχτύπι καρδιοχτύπι nom καρδιόσχημο καρδιόσχημος adj καρδούλα καρδούλα nom καρεκλάκι καρεκλάκι nom καρεκλάς καρεκλάς nom καρεκλοκένταυροι καρεκλοκένταυρος nom καριέρα καριέρα nom καριερίστες καριερίστας nom καρικατουρίστας καρικατουρίστας nom καρικατούρα καρικατούρα nom καριοφίλι καριοφίλι nom καρκίνο καρκίνος nom καρκίνωμα καρκίνωμα nom καρκινικά καρκινικός adj καρκινογένεση καρκινογένεση nom καρκινογόνα καρκινογόνος adj καρκινοειδή καρκινοειδής adj καρκινοπαθή καρκινοπαθής adj καρμανιόλα καρμανιόλα nom καρμπονάρο καρμπονάρος nom καρμπόν καρμπόν nom καρνάβαλο καρνάβαλος nom καρνάγιο καρνάγιο nom καρνέ καρνέ nom καρναβάλι καρναβάλι nom καρναβαλικά καρναβαλικός adj καροτίνη καροτίνη nom καροτσάκι καροτσάκι nom καροτσιού καρότσι nom καρούλια καρούλι nom καρούμπαλα καρούμπαλο nom καρπίζει καρπίζω ver καρπαζιά καρπαζιά nom καρπερή καρπερός adj καρποί καρπός nom καρπουζιού καρπούζι nom καρπουζιών καρπουζιά nom καρποφορήσει καρποφορώ ver καρποφορία καρποφορία nom καρποφόρα καρποφόρος adj καρπωθεί καρπώνομαι ver καρσιλαμά καρσιλαμάς nom καρτέλ καρτέλ nom καρτέλα καρτέλα nom καρτέρα καρτεράω ver καρτερία καρτερία nom καρτερικά καρτερικός adj καρτερικότητα καρτερικότητα nom καρτεσιανές καρτεσιανός adj καρτούν καρτούν nom καρτποστάλ καρτποστάλ nom καρυδιά καρυδιά nom καρυδιού καρύδι nom καρυδόπιτα καρυδόπιτα nom καρυδότσουφλο καρυδότσουφλο nom καρυδόψιχα καρυδόψιχα nom καρυκευμάτων καρύκευμα nom καρυκευμένα καρυκεύω ver καρυοθραύστες καρυοθραύστης nom καρφί καρφί nom καρφίδες καρφίς nom καρφίτσα καρφίτσα nom καρφίτσωναν καρφιτσώνω ver καρχαρία καρχαρίας nom καρωτίδα καρωτίδα nom καρό καρό nom καρόδρομο καρόδρομος nom καρότα καρότο nom καρότσα καρότσα nom καρύδα καρύδα nom κας κας nom κασέ κασέ nom κασέλα κασέλα nom κασέρι κασέρι nom κασέτα κασέτα nom κασίδης κασίδης nom κασελάκι κασελάκι nom κασετίνα κασετίνα nom κασετόφωνα κασετόφωνο nom κασκέτο κασκέτο nom κασκαντέρ κασκαντέρ nom κασκόλ κασκόλ nom κασμά κασμάς nom κασμίρι κασμίρι nom κασσίτερο κασσίτερος nom καστέλι καστέλι nom καστέλο καστέλο nom καστανά καστανός adj καστανάδες καστανάς nom καστανιά καστανιά nom καστανιέτες καστανιέτα nom καστανόξανθα καστανόξανθος adj καστανόχρωμο καστανόχρωμος adj καστανόχωμα καστανόχωμα nom καστιλιάνικα καστιλιάνικα nom καστιλιάνικη καστιλιάνικη adj καστριανών καστριανών nom καστροπολιτεία καστροπολιτεία nom κασόνι κασόνι nom κατάβαση κατάβαση nom κατάβρεξε καταβρέχω ver κατάγγειλαν καταγγέλλω ver κατάγεται κατάγομαι ver καταγράφονται καταγράφω ver κατάδειξη κατάδειξη nom κατάδεσμος κατάδεσμος nom κατάδικο κατάδικος nom κατάδοση κατάδοση nom κατάδυση κατάδυση nom κατάθεσή κατάθεση nom κατάθεσαν καταθέτω ver κατάθλιψη κατάθλιψη nom κατάκλιση κατάκλιση nom κατάκοιτη κατάκοιτος adj κατάκοπη κατάκοπος adj κατάκριση κατάκριση nom κατάκτησαν κατακτώ ver κατάκτηση κατάκτηση nom κατάλαβα καταλαβαίνω ver κατάλαβαν καταλαμβάνω ver κατάλευκα κατάλευκος adj κατάληξαν καταλήγω ver κατάληξη κατάληξη nom κατάληψη κατάληψη nom κατάλληλα κατάλληλα adv κατάλληλες κατάλληλος adj κατάλογο κατάλογος nom κατάλοιπά κατάλοιπος adj κατάλυμα κατάλυμα nom κατάλυση κατάλυση nom κατάμαυρα κατάμαυρος adj κατάμεστα κατάμεστος adj κατάμουτρα κατάμουτρα adv κατάντη κατάντη nom κατάντημα κατάντημα nom κατάντησα καταντώ ver κατάντια κατάντια nom κατάντικρυ κατάντικρυ adv κατάνυξη κατάνυξη nom κατάπαυση κατάπαυση nom κατάπια καταπίνω ver κατάπλασμα κατάπλασμα nom κατάπληκτα κατάπληκτος adj κατάπληξη κατάπληξη nom κατάπλου κατάπλους nom κατάποση κατάποση nom κατάπτυστες κατάπτυστος adj κατάπτωση κατάπτωση nom κατάρα κατάρα nom κατάργησή κατάργηση nom κατάργησαν καταργώ ver κατάρρευση κατάρρευση nom κατάρριψη κατάρριψη nom κατάρτι κατάρτι nom κατάρτιζαν καταρτίζω ver κατάρτισή κατάρτιση nom κατάσβεση κατάσβεση nom κατάσκοπο κατάσκοπος nom κατάσπαρτες κατάσπαρτος adj κατάστασή κατάσταση nom κατάστηθα κατάστηθα adv κατάστημα κατάστημα nom κατάστικτος κατάστικτος adj κατάστιχα κατάστιχο nom κατεστραμμένων καταστρέφω ver κατάστρωμα κατάστρωμα nom κατάστρωναν καταστρώνω ver κατάστρωση κατάστρωση nom κατάσχει κατάσχω ver κατάσχεση κατάσχεση nom κατάταξή κατάταξη nom κατάτμηση κατάτμηση nom κατάφαση κατάφαση nom κατάφατσα κατάφατσα adv κατάφερα καταφέρω ver κατάφερνα καταφέρνω ver κατάφορα κατάφορα adj κατάφορτη κατάφορτος adj κατάφυση κατάφυση nom κατάφυτα κατάφυτος adj κατάφωρα κατάφωρα adv κατάφωρες κατάφωρος adj κατάφωτα κατάφωτος adj κατάχαμα κατάχαμα adv κατάχρηση κατάχρηση nom κατάχωση κατάχωση nom κατάψυξη κατάψυξη nom κατέβα κατεβαίνω ver κατέβαζαν κατεβάζω ver κατέβαλα καταβάλλω ver κατέβασμα κατέβασμα nom κατέδειξαν καταδεικνύω ver κατέδιδαν καταδίδω ver κατέδωσαν καταδίδω|καταδίνω ver κατέκαψε κατέκαψε ver κατέκλυζαν κατακλύζω ver κατέκρινα κατακρίνω ver κατέλθει κατέρχομαι ver κατέλυαν καταλύω ver κατέναντι κατέναντι adv κατένειμε κατανέμω ver κατέπλεαν καταπλέω ver κατέπληξαν καταπλήσσω ver κατέπνιξαν καταπνίγω ver κατέρευσε κατέρευσε ver κατέρρεαν καταρρέω ver κατέρριπταν καταρρίπτω ver κατέσκαψε κατασκάβω ver κατέστειλαν καταστέλλω ver κατέσχεσε κατέσχεσε ver κατέταξαν κατατάσσω ver κατέτειναν κατατείνω ver κατέφθαναν καταφθάνω ver κατέφυγαν καταφεύγω ver κατέχει κατέχω ver κατέχοντες κατέχων nom κατήγορο κατήγορος nom κατήρτισε κατήρτισε ver κατήφεια κατήφεια nom κατήφορο κατήφορος nom κατήχησε κατηχώ ver κατήχηση κατήχηση nom κατίσχυση κατίσχυση nom κατα κατα pre καταβαλλομένων καταβαλλόμενος adj καταβαράθρωση καταβαράθρωση nom καταβαραθρωθεί καταβαραθρώνω ver καταβεβλημένο καταβεβλημένος adj καταβληθέντα καταβληθείς adj καταβολάδες καταβολάδα nom καταβολές καταβολή nom καταβολισμού καταβολισμός nom καταβροχθίζει καταβροχθίζω ver καταβυθίζεται καταβυθίζω ver καταβυθίσεις καταβύθιση nom καταβόθρα καταβόθρα nom καταγάλανα καταγάλανος adj καταγέλαστος καταγέλαστος adj καταγίνεται καταγίνομαι ver καταγγέλετε καταγγέλετε ver καταγγέλλων καταγγέλλων adj καταγγείλλει καταγγείλλει ver καταγγελία καταγγελία nom καταγγελλόμενα καταγγελλόμενος adj καταγομένων καταγόμενος adj καταγραφέα καταγραφέας nom καταγραφέντα καταγραφείς adj καταγραφές καταγραφή nom καταγραφόμενες καταγραφόμενος adj καταγωγές καταγωγή nom καταγώγια καταγώγιο nom καταδέχεται καταδέχομαι ver καταδίκαζαν καταδικάζω ver καταδίκες καταδίκη nom καταδίωξαν καταδιώκω ver καταδίωξη καταδίωξη nom καταδεκτικοί καταδεκτικός adj καταδικασθέντα καταδικασθείς adj καταδικασθή καταδικασθή ver καταδικαστέα καταδικαστέος adj καταδικαστικά καταδικαστικός adj καταδιωκτικά καταδιωκτικός adj καταδιωκόμενος καταδιωκόμενος adj καταδολίευση καταδολίευση nom καταδρομέα καταδρομέας nom καταδρομές καταδρομή nom καταδρομικά καταδρομικός adj καταδυθεί καταδύομαι ver καταδυνάστευαν καταδυναστεύω ver καταδυνάστευση καταδυνάστευση nom καταδυτικά καταδυτικός adj καταδότες καταδότης nom καταζητεί καταζητώ ver καταθέτες καταθέτης nom καταθλίβει καταθλίβω ver καταθλιπτικά καταθλιπτικά adv καταθλιπτικές καταθλιπτικός adj καταιγίδα καταιγίδα nom καταιγισμού καταιγισμός nom καταιγιστικά καταιγιστικός adj καταιονισμού καταιονισμός nom καταισχύνη καταισχύνη nom κατακάηκε κατακαίω ver κατακάθι κατακάθι nom κατακάθισαν κατακαθίζω ver κατακέφαλα κατακέφαλα adv κατακαημένη κατακαημένος adj κατακαθίσει κατακάθομαι ver κατακαλόκαιρο κατακαλόκαιρο nom κατακεραυνώνει κατακεραυνώνω ver κατακερμάτισε κατακερματίζω ver κατακερματισμού κατακερματισμός nom κατακλέβουν κατακλέβω ver κατακλείδα κατακλείδα nom κατακλείδι κατακλείδι nom κατακλυσμιαία κατακλυσμιαίος adj κατακλυσμικές κατακλυσμικός adj κατακλυσμού κατακλυσμός nom κατακούτελα κατακούτελα adv κατακράτησε κατακρατώ ver κατακράτηση κατακράτηση nom κατακρήμνιση κατακρήμνιση nom κατακραυγή κατακραυγή nom κατακρεουργήθηκαν κατακρεουργώ ver κατακρεουργήσεις κατακρεούργηση nom κατακρημνίζονται κατακρημνίζω ver κατακριτέα κατακριτέος adj κατακτητές κατακτητής nom κατακτητικές κατακτητικός adj κατακυρίευε κατακυριεύω ver κατακυρωθεί κατακυρώνω ver κατακόκκινα κατακόκκινος adj κατακόμβες κατακόμβη nom κατακόρυφα κατακόρυφα adv κατακόρυφες κατακόρυφος adj κατακύρωση κατακύρωση nom καταλάβαμε καταλαβαίνω|καταλαμβάνω ver καταλάγιαζαν καταλαγιάζω ver καταλέγεται καταλέγεται ver καταλανικά καταλανικός adj καταληκτικά καταληκτικά adv καταληκτικές καταληκτικός adj καταληπτή καταληπτός adj καταληψία καταληψία nom καταληψίας καταληψίας nom καταλληλότητά καταλληλότητα nom καταλογίζει καταλογίζω ver καταλογισμού καταλογισμός nom καταλυτικά καταλυτικά adv καταλυτικές καταλυτικός adj καταλυτών καταλύτης|καταλυτής nom καταλύτες καταλύτης nom καταμέτρησαν καταμετράω ver καταμέτρηση καταμέτρηση nom καταμήνυση καταμήνυση nom καταμαράν καταμαράν nom καταμαρτυρεί καταμαρτυρώ ver καταμερίζεται καταμερίζω ver καταμερισμού καταμερισμός nom καταμεσήμερο καταμεσήμερο nom καταμεσής καταμεσής adv καταμετρητές καταμετρητής nom κατανάλωναν καταναλώνω ver κατανάλωσή κατανάλωση nom κατανίκησαν κατανικάω ver καταναγκασμοί καταναγκασμός nom καταναγκαστικά καταναγκαστικός adj καταναλωτές καταναλωτής nom καταναλωτικά καταναλωτικός adj καταναλωτισμό καταναλωτισμός nom κατανεμητή κατανεμητής nom κατανοήθηκε κατανοώ ver κατανοήσεις κατανόηση nom κατανοητά κατανοητός adj κατανομές κατανομή nom κατανυκτικά κατανυκτικά adv κατανυκτικές κατανυκτικός adj καταξέσκισαν καταξεσκίζω ver καταξίωσαν καταξιώνω ver καταξίωση καταξίωση nom καταπάνω καταπάνω adv καταπάτησαν καταπατάω ver καταπάτηση καταπάτηση nom καταπέλτες καταπέλτης nom καταπέσει καταπέφτω ver καταπέτασμα καταπέτασμα nom καταπίεζαν καταπιέζω ver καταπίεση καταπίεση nom καταπακτές καταπακτή nom καταπατητές καταπατητής nom καταπιάνεται καταπιάνομαι ver καταπιεστές καταπιεστής nom καταπιεστικά καταπιεστικός adj καταπλάκωσαν καταπλακώνω ver καταπληκτικά καταπληκτικά adv καταπληκτικές καταπληκτικός adj καταπληξία καταπληξία nom καταπολέμησή καταπολέμηση nom καταπολέμησαν καταπολεμάω ver καταπολεμάται καταπολεμάται ver καταπονήθηκε καταπονώ ver καταπονήσεις καταπόνηση nom καταποντίζει καταποντίζω ver καταποντισμούς καταποντισμός nom καταπράσινα καταπράσινος adj καταπράυνε καταπραΰνω ver καταπράυνση καταπραύνση nom καταπτοημένος καταπτοώ ver καταπωθεί καταπωθεί ver καταπώς καταπώς adv καταράστηκαν καταριέμαι ver καταρίψει καταρίψει ver καταργηθέν καταργηθείς adj καταργουμένων καταργούμενος adj καταργούν καταργών adj καταρράκτες καταρράκτης nom καταρράκωσαν καταρρακώνω ver καταρράκωση καταρράκωση nom καταρράχτες καταρράχτης nom καταρρακτωδών καταρρακτώδης adj καταρρακτωδώς καταρρακτωδώς adv καταρροές καταρροή nom καταρτισμού καταρτισμός nom καταρχάς καταρχάς nom καταρχήν καταρχήν adv κατασίγαση κατασίγαση nom κατασβήσουν κατασβήνω ver κατασιγάσει κατασιγάζω ver κατασκήνωσαν κατασκηνώνω ver κατασκήνωση κατασκήνωση nom κατασκευασμένο κατασκευάζω adj κατασκευάσματα κατασκεύασμα nom κατασκευάστρια κατασκευάστρια nom κατασκευές κατασκευή nom κατασκευαζόμενα κατασκευαζόμενος adj κατασκευασθέν κατασκευασθείς adj κατασκευαστές κατασκευαστής nom κατασκευαστικά κατασκευαστικά adv κατασκευαστικές κατασκευαστικός adj κατασκηνωτές κατασκηνωτής nom κατασκοπία κατασκοπία nom κατασκοπεία κατασκοπεία nom κατασκοπευτικά κατασκοπευτικά adv κατασκοπευτικές κατασκοπευτικός adj κατασκοπεύει κατασκοπεύω ver κατασπάραζε κατασπαράζω ver κατασπατάλησε κατασπαταλώ ver κατασπατάληση κατασπατάληση nom καταστάλαγμα καταστάλαγμα nom καταστάλαξε κατασταλάζω ver καταστάσης καταστάσης nom κατασταλτικά κατασταλτικά adv κατασταλτικές κατασταλτικός adj καταστατικά καταστατικός adj καταστατικού καταστατικό nom καταστηματάρχες καταστηματάρχης nom καταστολή καταστολή nom καταστραμμένη καταστραμμένη ver καταστρατήγησε καταστρατηγώ ver καταστρατήγηση καταστρατήγηση nom καταστραφέντων καταστραφείς adj καταστρεπτικά καταστρεπτικά adv καταστρεπτικές καταστρεπτικός adj καταστροφέα καταστροφέας nom καταστροφές καταστροφή nom καταστροφικά καταστροφικά adv καταστροφικές καταστροφικός adj καταστόλιστα καταστόλιστα adv κατασυκοφάντηση κατασυκοφάντηση nom κατασυκοφαντήσει κατασυκοφαντώ ver κατασφάζουν κατασφάζω ver κατασχεθείσες κατασχεθείς adj κατασχετήριο κατασχετήριο nom κατατακτήριες κατατακτήριος adj κατατασσόμενες κατατασσόμενες adj κατατεθέν κατατεθείς adj κατατεμαχίζονται κατατεμαχίζω ver κατατεμαχισμού κατατεμαχισμός nom κατατμήθηκε κατατέμνω ver κατατομή κατατομή nom κατατονία κατατονία nom κατατονικό κατατονικός adj κατατοπίζει κατατοπίζω ver κατατοπιστικά κατατοπιστικός adj κατατρέχει κατατρέχω ver κατατρεγμοί κατατρεγμός nom κατατρομαγμένη κατατρομάζω ver κατατροπωθεί κατατροπώνω ver κατατρόπωση κατατρόπωση nom κατατρώγεται κατατρώω ver κατατόπια κατατόπι nom κατατόπιση κατατόπιση nom καταυλισμοί καταυλισμός nom καταφάσκει καταφάσκω ver καταφέρεις καταφέρνω|καταφέρω ver καταφέρεται καταφέρομαι ver καταφαίνεται καταφαίνομαι ver καταφανές καταφανής adj καταφανώς καταφανώς adv καταφατικά καταφατικά adv καταφατικές καταφατικός adj καταφερτζής καταφερτζής nom καταφοράς καταφορά nom καταφρονεί καταφρονώ ver καταφρόνηση καταφρόνηση nom καταφρόνια καταφρόνια nom καταφυγή καταφυγή nom καταφυγίου καταφύγιο nom καταχειροκροτήθηκαν καταχειροκροτάω ver καταχθόνια καταχθόνιος adj καταχνιά καταχνιά nom καταχράστηκαν καταχρώμαι ver καταχραστές καταχραστής nom καταχρεωθεί καταχρεώνομαι ver καταχρηστικά καταχρηστικά adv καταχρηστικές καταχρηστικός adj καταχρηστικώς καταχρηστικώς adv καταχτητές καταχτητής nom καταχωμένη καταχώνω ver καταχωνιασμένος καταχωνίαζω ver καταχωρημένο καταχωρώ ver καταχωρήσεις καταχώρηση nom καταχωρίζει καταχωρίζω ver καταχωρίσεις καταχώριση nom καταχωρηθέν καταχωρηθείς adj καταχύστρες καταχύστρες nom καταψήφιζαν καταψηφίζω ver καταψήφιση καταψήφιση nom καταψυχθεί καταψύχω ver καταψύκτες καταψύκτης nom κατεβασιά κατεβασιά nom κατεβασμένα κατεβάζω|κατεβαίνω ver κατεβατά κατεβατός adj κατεβατό κατεβατό nom κατεδάφισαν κατεδαφίζω ver κατεδάφιση κατεδάφιση nom κατειλημμένα κατειλημμένος adj κατεξοχήν κατεξοχήν adv κατεπείγον κατεπείγων adj κατεπειγόντως κατεπειγόντως adv κατεργάζεται κατεργάζομαι ver κατεργάρης κατεργάρης adj κατεργαριά κατεργαριά nom κατεργασία κατεργασία nom κατεστημένα κατεστημένος adj κατευθείαν κατευθείαν adv κατευθυνθεί κατευθύνω ver κατευθυντήρες κατευθυντήρας nom κατευθυντήρια κατευθυντήριος adj κατευθυνόμενες κατευθυνόμενος adj κατευθύνσεις κατεύθυνση nom κατευνάζει κατευνάζω ver κατευνασμού κατευνασμός nom κατευναστικά κατευναστικά adv κατευναστικές κατευναστικός adj κατευόδιο κατευόδιο nom κατεψυγμένα κατεψυγμένος adj κατηγορήθηκα κατηγορώ ver κατηγορία κατηγορία nom κατηγορημάτων κατηγόρημα nom κατηγορηματικά κατηγορηματικά adv κατηγορηματικές κατηγορηματικός adj κατηγορηματικότητα κατηγορηματικότητα nom κατηγορητήρια κατηγορητήριο nom κατηγορικές κατηγορικός adj κατηγοριοποίηση κατηγοριοποίηση nom κατηγοριοποιημένες κατηγοριοποιώ ver κατηγοριών κατηγόρια nom κατηγορουμένη κατηγορουμένη nom κατηγορουμένου κατηγορούμενος adj κατηγορουμένων κατηγορούμενη nom κατηφορίζει κατηφορίζω ver κατηφορικά κατηφορικά adv κατηφορικές κατηφορικός adj κατηφόρα κατηφόρα nom κατηχητές κατηχητής nom κατηχητικά κατηχητικός adj κατισχύει κατισχύω ver κατιφέδες κατιφές nom κατιόν κατιόν nom κατιόντες κατιών adj κατοίκησή κατοίκηση nom κατοίκησαν κατοικώ ver κατοικήσιμα κατοικήσιμος adj κατοικία κατοικία nom κατοικίδια κατοικίδιος adj κατοικούν κατοικών adj κατολίσθηση κατολίσθηση nom κατονομάζει κατονομάζω ver κατονομαζόμενες κατονομαζόμενος adj κατονομασία κατονομασία nom κατοπινά κατοπινά adv κατοπινές κατοπινός adj κατοπτεύουν κατοπτεύω ver κατοπτρίζει κατοπτρίζω ver κατοπτρικού κατοπτρικός adj κατοπτρισμό κατοπτρισμός nom κατορθωθεί κατορθώνω ver κατορθωμάτων κατόρθωμα nom κατορθωτή κατορθωτός adj κατουράει κατουράω ver κατοχές κατοχή nom κατοχικά κατοχικός adj κατοχυρωθεί κατοχυρώνω ver κατοχό κατοχό nom κατοχύρωση κατοχύρωση nom κατράμι κατράμι nom κατρακυλά κατρακυλάω ver κατρακύλα κατρακύλα nom κατρακύλισμα κατρακύλισμα nom κατς κατς nom κατσάδα κατσάδα nom κατσίβελοι κατσίβελος nom κατσίκα κατσίκα nom κατσίκι κατσίκι nom κατσαβίδι κατσαβίδι nom κατσαδιάζει κατσαδιάζω ver κατσαρά κατσαρός adj κατσαρίδα κατσαρίδα nom κατσαρόλα κατσαρόλα nom κατσικάκι κατσικάκι nom κατσικίσια κατσικίσιος adj κατσικοκλέφτες κατσικοκλέφτης nom κατσουφιάζει κατσουφιάζω ver κατσούφης κατσούφης adj κατωτάτων κατώτερος adj κατωτερότητα κατωτερότητα nom κατωφέρεια κατωφέρεια nom κατωφερή κατωφερής adj κατωφλίου κατώφλιο nom κατωφλιού κατώφλι nom κατόπι κατόπι adv κατόπιν κατόπιν pre κατόπτευση κατόπτευση nom κατώγια κατώγι|κατώι nom κατώι κατώι nom κατώφλια κατώφλι|κατώφλιο nom καυδιανά καυδιανός adj καυσίμου καύσιμο nom καυσαέρια καυσαέριο nom καυστήρα καυστήρας nom καυστικά καυστικά adv καυστικές καυστικός adj καυστικότητα καυστικότητα nom καυσόξυλα καυσόξυλο nom καυτά καυτός adj καυτερά καυτερός adj καυτηρίαζαν καυτηριάζω ver καυτηρίαση καυτηρίαση nom καυτηριασμό καυτηριασμός nom καυχήθηκε καυχιέμαι ver καυχησιάρης καυχησιάρης adj καυχησιολογία καυχησιολογία nom καφάσι καφάσι nom καφέ καφέ adj καφέδες καφές nom καφεκοπτεία καφεκοπτείο nom καφενέ καφενές nom καφενεία καφενείο nom καφενεδάκι καφενεδάκι nom καφεπώλης καφεπώλης nom καφετέρια καφετέρια nom καφετί καφετής adj καφετερία καφετερία nom καφετεριών καφετέρια|καφετερία nom καφετζή καφετζής nom καφετζού καφετζού nom καφετιέρα καφετιέρα nom καφρίλα καφρίλα nom καφτάνι καφτάνι nom καφωδεία καφωδείο nom καχεκτικά καχεκτικός adj καχεξία καχεξία nom καχυποψία καχυποψία nom καχύποπτα καχύποπτα adv καχύποπτες καχύποπτος adj καψάκιο καψάκιο nom καψαλισμένα καψαλίζω ver καψούρης καψούρης nom καψόνι καψόνι nom καψώνια καψώνι nom καύκαλα καύκαλο nom καύλα καύλα nom καύσεις καύση nom καύσιμα καύσιμος adj καύσου καύσος nom καύσωνα καύσωνας nom καύτρα καύτρα nom καύχημα καύχημα nom κβ κβ nom κβάντα κβάντα nom κβαντικά κβαντικός adj κβαντομηχανική κβαντομηχανική nom κγ κγ nom κδ κδ nom κε κε nom κείμενά κείμενο nom κείμενοι κείμαι ver κείτεται κείτεται ver κείτονται κείτομαι ver κειμήλια κειμήλιο nom κειμενικά κειμενικός adj κειμενογράφο κειμενογράφος nom κεκαλυμμένα κεκαλυμμένα adv κεκαλυμμένες κεκαλυμμένος adj κεκλεισμένων κεκλεισμένος adj κεκλιμένα κεκλιμένος adj κεκορεσμένα κεκορεσμένος adj κεκτημένα κτώμαι ver κελάηδημα κελάηδημα nom κελάηδισμα κελάηδισμα nom κελάρι κελάρι nom κελάρυσμα κελάρυσμα nom κελί κελί nom κελεμπίες κελεμπία nom κελεπούρι κελεπούρι nom κελευστή κελευστής nom κεμεντζέ κεμεντζές nom κενά κενός adj κενοδοξίας κενοδοξία nom κενοτάφια κενοτάφιο nom κεντήστρα κεντήστρα nom κεντητά κεντητός adj κεντητής κεντητής nom κεντητική κεντητική nom κεντρί κεντρί nom κεντρικά κεντρικά adv κεντρικές κεντρικός adj κεντρικότητας κεντρικότητα nom κεντροαριστερά κεντροαριστερός adj κεντροδεξιά κεντροδεξιός adj κεντρομόλα κεντρομόλος adj κεντρόφυγες κεντρόφυγος adj κεντρώα κεντρώος adj κενωθεί κενώνω ver κενόν κενό nom κενότητα κενότητα nom κεράκι κεράκι nom κεράμβυξ κεράμβυξ adj κεράσι κεράσι nom κεράτινες κερατένιος adj κερήθρα κερήθρα nom κερί κερί nom κεραία κεραία nom κεραμέα κεραμέας nom κεραμίδα κεραμίδα nom κεραμίδι κεραμίδι nom κεραμιδί κεραμιδής adj κεραμική κεραμικός nom κεραμοποιία κεραμοποιία nom κεραμοποιοί κεραμοποιός nom κεραμοσκεπές κεραμοσκεπές adj κεραμοσκεπή κεραμοσκεπή adj κεραμοσκεπής κεραμοσκεπής adj κερασιά κερασής adj κερασφόρα κερασφόρος adj κερατά κερατάς nom κερατοειδή κερατοειδής adj κεραυνοί κεραυνός nom κεραυνοβολήθηκε κεραυνοβολώ ver κεραυνοβόλα κεραυνοβόλος adj κερδοσκοπήσει κερδοσκοπώ ver κερδοσκοπία κερδοσκοπία nom κερδοσκοπικά κερδοσκοπικός adj κερδοσκόπο κερδοσκόπος nom κερδοφορία κερδοφορία nom κερδοφόρα κερδοφόρος adj κερδώος κερδώος adj κερκίδα κερκίδα nom κερματοδέκτες κερματοδέκτης nom κεσέδες κεσές nom κεσεδάκια κεσεδάκι nom κετοκοναζόλη κετοκοναζόλη nom κετονών κετονών nom κετοξέωση κετοξέωση nom κετόνες κετόνες nom κεφάλα κεφάλα nom κεφάλαιά κεφάλαιο adj κεφάλες κεφάλας nom κεφάλι κεφάλι nom κεφάτη κεφάτος adj κεφαλάδες κεφαλάς nom κεφαλάρι κεφαλάρι nom κεφαλές κεφαλή nom κεφαλίδα κεφαλίδα nom κεφαλαία κεφαλαίος adj κεφαλαιαγορά κεφαλαιαγορά nom κεφαλαιακά κεφαλαιακός adj κεφαλαιοκράτες κεφαλαιοκράτης nom κεφαλαιοκρατία κεφαλαιοκρατία nom κεφαλαιοκρατική κεφαλαιοκρατικός adj κεφαλαιοποίησε κεφαλαιοποιώ ver κεφαλαιοποίηση κεφαλαιοποίηση nom κεφαλαιουχικά κεφαλαιουχικός adj κεφαλαιούχο κεφαλαιούχος nom κεφαλαιώδεις κεφαλαιώδης adj κεφαλαλγία κεφαλαλγία nom κεφαλιά κεφαλιά nom κεφαλιάτικο κεφαλιάτικος adj κεφαλικά κεφαλικός adj κεφαλλονίτικες κεφαλλονίτικος adj κεφαλογραβιέρα κεφαλογραβιέρα nom κεφαλονίτικες κεφαλονίτικες adj κεφαλονίτικη κεφαλονίτικη adj κεφαλοτύρι κεφαλοτύρι nom κεφαλοχώρι κεφαλοχώρι nom κεφαλόδεσμο κεφαλόδεσμος nom κεφαλόποδα κεφαλόποδο nom κεφαλόσκαλο κεφαλόσκαλο nom κεφτέ κεφτές nom κεχαγιά κεχαγιάς nom κεχαριτωμένη κεχαριτωμένος adj κεχριμπάρι κεχριμπάρι nom κεχριμπαρένια κεχριμπαρένιος adj κεχωρισμένα κεχωρισμένα nom κηδεία κηδεία nom κηδεμονία κηδεμονία nom κηδεμόνα κηδεμών nom κηδεμόνας κηδεμόνας nom κηδεμόνων κηδεμόνας|κηδεμών nom κηλίδα κηλίδα nom κηλιδοβλατιδώδες κηλιδοβλατιδώδες adj κηπευτικά κηπευτικός adj κηπουρική κηπουρικός adj κηπουροί κηπουρός nom κηπούπολη κηπούπολη nom κηρήθρα κηρήθρα nom κηρίων κηρίο nom κηροζίνη κηροζίνη nom κηροπήγια κηροπήγιο nom κηρυχθείσα κηρυχθείς adj κηρύκειο κηρύκειο nom κηφήνες κηφήνας nom κιάλια κιάλι nom κιβδηλεία κιβδηλεία nom κιβδηλοποιοί κιβδηλοποιός nom κιβούρι κιβούρι nom κιβωτίου κιβώτιο nom κιβωτιόσχημο κιβωτιόσχημος adj κιβωτοί κιβωτός nom κιβώριο κιβώριο nom κιγκαλερίας κιγκαλερία nom κιγκλίδωμα κιγκλίδωμα nom κιθάρα κιθάρα nom κιθαρίστα κιθαρίστας nom κιθαρίστρια κιθαρίστρια nom κιθαριστές κιθαριστής nom κιθαριστών κιθαρίστας|κιθαριστής nom κιθαρωδοί κιθαρωδός nom κιλά κιλό nom κιλίμια κιλίμι nom κιλλίβαντα κιλλίβαντας nom κιλοβάτ κιλοβάτ nom κιλοβατώρα κιλοβατώρα nom κιλότα κιλότα nom κιμά κιμάς nom κιμονό κιμονό nom κιμπούτς κιμπούτς nom κιμωλία κιμωλία nom κιν κιν nom κινά κινάς nom κινάσες κινάσες adj κινέζικα κινέζικος adj κινέζο κινέζος nom κινίνη κινίνη nom κινασών κινασών nom κινδυνέψει κινδυνεύω ver κινδυνολογία κινδυνολογία nom κινεζικά κινεζικός adj κινηματίες κινηματίας nom κινηματογράφησαν κινηματογραφώ ver κινηματογράφηση κινηματογράφηση nom κινηματογράφων κινηματογράφος nom κινηματογραφία κινηματογραφία nom κινηματογραφικά κινηματογραφικός adj κινηματογραφιστές κινηματογραφιστής nom κινηματογραφόφιλοι κινηματογραφόφιλος adj κινηματόγραφο κινηματόγραφος nom κινησιοθεραπεία κινησιοθεραπεία nom κινησιολογικά κινησιολογικά adv κινητά κινητός adj κινητήρα κινητήρας nom κινητήρια κινητήριος adj κινητικά κινητικά adv κινητικές κινητικός adj κινητικότητά κινητικότητα nom κινητοποίησαν κινητοποιώ ver κινητοποίηση κινητοποίηση nom κινιδίνη κινιδίνη nom κινναμώμου κιννάμωμο nom κινουμένων κινούμενος adj κιονίσκοι κιονίσκος nom κιονοκράνων κιονόκρανο nom κιονοστήρικτη κιονοστήρικτη adj κιονοστοιχία κιονοστοιχία nom κιουρί κιουρί nom κιούπι κιούπι nom κιούρτο κιούρτος nom κιρκάδια κιρκάδιος adj κισμέτ κισμέτ nom κισσοί κισσός nom κισσοστεφανωμένος κισσοστεφανωμένος ver κιτάπι κιτάπι nom κιτρικό κιτρικός adj κιτρινίζει κιτρινίζω ver κιτρινισμό κιτρινισμός nom κιτρινοσουσουράδες κιτρινοσουσουράδες nom κιτρινωπά κιτρινωπός adj κιτρινόλευκα κιτρινόλευκα nom κιτς κιτς nom κιόλα κιόλας adv κιόσκι κιόσκι nom κκ κκ nom κλάδεμα κλάδεμα nom κλάδευαν κλαδεύω ver κλάδο κλάδος nom κλάμα κλάμα nom κλάξον κλάξον nom κλάπες κλάπα nom κλάρα κλάρα nom κλάσεις κλάση nom κλάσμα κλάσμα nom κλάψα κλάψα nom κλέη κλέος nom κλέφτες κλέφτης nom κλέφτικα κλέφτικα adv κλέφτικη κλέφτικος adj κλέφτρα κλέφτρα nom κλέψιμο κλέψιμο nom κλήδονα κλήδονας nom κλήμα κλήμα nom κλήρο κλήρος nom κλήρωσε κληρώνω ver κλήρωση κλήρωση nom κλήσεις κλήση nom κλήτευσή κλήτευση nom κλίβανο κλίβανος nom κλίκα κλίκα nom κλίμα κλίμα nom κλίμακα κλίμακα nom κλίμακος κλίμακος nom κλίνες κλίνη nom κλίσεις κλίση nom κλίτη κλίτος nom κλαγγή κλαγγή nom κλαδί κλαδί nom κλαδευτήρι κλαδευτήρι nom κλαδικά κλαδικός adj κλακ κλακ nom κλαμπ κλαμπ nom κλαράκι κλαράκι nom κλαρί κλαρί nom κλαρίνα κλαρίνο nom κλαριθρομυκίνη κλαριθρομυκίνη nom κλαρινέτα κλαρινέτο nom κλασικά κλασικά adv κλασικές κλασικός adj κλασικισμού κλασικισμός nom κλασικιστές κλασικιστής nom κλασικιστικό κλασικιστικός adj κλασμάτωση κλασμάτωση nom κλασματικές κλασματικός adj κλασσικά κλασσικός adj κλαταρισμένο κλατάρω ver κλαυθμοί κλαυθμός nom κλαυθμώνος κλαυθμών nom κλαψιάρα κλαψιάρης adj κλαψιάρικο κλαψιάρης|κλαψιάρικος adj κλαψουρίζει κλαψουρίζω ver κλαψουρίσματα κλαψούρισμα nom κλείδα κλείδα nom κλείδωμά κλείδωμα nom κλείδωνα κλείδωνας nom κλείδωση κλείδωση nom κλείσιμο κλείσιμο nom κλείστρα κλείστρο nom κλειδάριθμο κλειδάριθμος nom κλειδί κλειδί nom κλειδαμπαρωμένο κλειδαμπαρώνω ver κλειδαρά κλειδαράς nom κλειδαριά κλειδαριά nom κλειδαρότρυπα κλειδαρότρυπα nom κλειδοκράτορας κλειδοκράτορας nom κλειδοκύμβαλα κλειδοκύμβαλο nom κλειδούχος κλειδούχος nom κλειδωθεί κλειδώνω ver κλεινού κλεινός adj κλεισούρα κλεισούρα nom κλειστά κλειστά adv κλειστές κλειστός adj κλειστοφοβία κλειστοφοβία nom κλειστοφοβική κλειστοφοβικός adj κλειτορίδα κλειτορίδα nom κλεπταποδοχή κλεπταποδοχή nom κλεπταποδόχοι κλεπταποδόχος nom κλεπτομανής κλεπτομανής adj κλεπτομανία κλεπτομανία nom κλεπτών κλέπτης nom κλεφτά κλεφτός adj κλεφτοπολέμου κλεφτοπόλεμος nom κλεφτουριά κλεφτουριά nom κλεφτρόνι κλεφτρόνι nom κλεψίτυπα κλεψίτυπος adj κλεψιά κλεψιά nom κλεψύδρα κλεψύδρα nom κληματαριά κληματαριά nom κληματόβεργες κληματόβεργα nom κληρικοί κληρικός adj κληρικοκρατία κληρικοκρατία nom κληροδοτήθηκαν κληροδοτώ ver κληροδοτήματα κληροδότημα nom κληροδότη κληροδότης nom κληρονομήθηκε κληρονομώ ver κληρονομία κληρονομία nom κληρονομιά κληρονομιά nom κληρονομικά κληρονομικά adv κληρονομικές κληρονομικός adj κληρονομικότητα κληρονομικότητα nom κληρονομούμενο κληρονομούμενος adj κληρονόμο κληρονόμος nom κληρούχους κληρούχος nom κληρωτίδα κληρωτίδα nom κληρωτοί κληρωτός adj κλητήρα κλητήρας nom κλητήριο κλητήριος adj κλητική κλητικός adj κλικ κλικ nom κλιμάκια κλιμάκιο nom κλιμάκωνε κλιμακώνω ver κλιμάκωση κλιμάκωση nom κλιμακοστάσια κλιμακοστάσιο nom κλιμακούμενα κλιμακούμενος adj κλιμακτήριο κλιμακτήριος nom κλιμακωτά κλιμακωτά adv κλιμακωτές κλιμακωτός adj κλιματικά κλιματικός adj κλιματισμού κλιματισμός nom κλιματιστικά κλιματιστικός adj κλιματολογία κλιματολογία nom κλιματολογικά κλιματολογικός adj κλινήρη κλινήρης adj κλινικά κλινικά adv κλινικές κλινικός adj κλινικής κλινική nom κλινοσκεπάσματα κλινοσκέπασμα nom κλισέ κλισέ nom κλιτικό κλιτικός adj κλιτύος κλιτύος nom κλιτών κλιτός adj κλοζαπίνη κλοζαπίνη nom κλοιού κλοιός nom κλομπ κλομπ nom κλονίζει κλονίζω ver κλονισμού κλονισμός nom κλοπές κλοπή nom κλοπιμαία κλοπιμαίος adj κλοτσήσει κλοτσάω ver κλοτσιά κλοτσιά nom κλου κλου nom κλουβί κλουβί nom κλούβα κλούβα nom κλούβιο κλούβιος adj κλπ κλπ nom κλυδωνίζεται κλυδωνίζομαι ver κλυδωνισμοί κλυδωνισμός nom κλωβοί κλωβός nom κλωνάρι κλωνάρι nom κλωνί κλωνί nom κλωνοποίηση κλωνοποίηση nom κλωσά κλωσάω ver κλωστές κλωστή nom κλωστήρια κλωστήριο nom κλωστική κλωστικός adj κλωτσιά κλωτσιά nom κλύσμα κλύσμα nom κλώθω κλώθω ver κλώνο κλώνος nom κλώσσα κλώσσα nom κνήμες κνήμη nom κνίδωση κνίδωση nom κνημιαίο κνημιαίος adj κνησμού κνησμός nom κνούτο κνούτο nom κοάσματα κόασμα nom κοίλα κοίλος adj κοίλωμα κοίλωμα nom κοίμηση κοίμηση nom κοίμισε κοιμίζω ver κοιτάνε κοιτώ ver κοίταγμα κοίταγμα nom κοίταζα κοιτάζω ver κοίτασμα κοίτασμα nom κοίτες κοίτη nom κοβάλτιο κοβάλτιο nom κογκρέσο κογκρέσο nom κογχών κόγχη nom κοζάκικα κοζάκικος adj κοθόρνους κόθορνος nom κοιλάδα κοιλάδα nom κοιλία κοιλία nom κοιλιά κοιλιά nom κοιλιακά κοιλιακός adj κοιλότητα κοιλότητα nom κοιμάμαι κοιμάμαι ver κοιμητήρι κοιμητήρι nom κοιμητήρια κοιμητήρι|κοιμητήριο nom κοιμητήριο κοιμητήριο nom κοιμισμένα κοιμάμαι|κοιμίζω ver κοινά κοινός adj κοινοβίου κοινόβιο nom κοινοβιακά κοινοβιακά adv κοινοβιακή κοινοβιακός adj κοινοβουλίου κοινοβούλιο nom κοινοβουλευτικά κοινοβουλευτικά adv κοινοβουλευτικές κοινοβουλευτικός adj κοινοβουλευτισμού κοινοβουλευτισμός nom κοινοκτημοσύνη κοινοκτημοσύνη nom κοινοποίησή κοινοποίηση nom κοινοποίησα κοινοποιώ ver κοινοπολιτεία κοινοπολιτεία nom κοινοπρακτική κοινοπρακτικός adj κοινοπραξία κοινοπραξία nom κοινοτάρχες κοινοτάρχης nom κοινοτήτων κοινότητα nom κοινοτικά κοινοτικός adj κοινοτικοποίηση κοινοτικοποίηση nom κοινοτισμού κοινοτισμός nom κοινοτοπία κοινοτοπία nom κοινωνήσει κοινωνώ ver κοινωνία κοινωνία nom κοινωνια κοινωνια nom κοινωνικά κοινωνικά adv κοινωνικές κοινωνικός adj κοινωνικο κοινωνικο adj κοινωνικοοικονομικά κοινωνικοοικονομικά adv κοινωνικοοικονομικές κοινωνικοοικονομικός adj κοινωνικοποίησή κοινωνικοποίηση nom κοινωνικοποιήθηκαν κοινωνικοποιώ ver κοινωνικοπολιτικά κοινωνικοπολιτικά adv κοινωνικοπολιτικές κοινωνικοπολιτικός adj κοινωνικοπολιτιστικής κοινωνικοπολιτιστικής adj κοινωνικοπολιτιστικών κοινωνικοπολιτιστικών adj κοινωνικότητα κοινωνικότητα nom κοινωνιογλωσσολογία κοινωνιογλωσσολογία nom κοινωνιολογία κοινωνιολογία nom κοινωνιολογικά κοινωνιολογικά adv κοινωνιολογικές κοινωνιολογικός adj κοινωνιολόγο κοινωνιολόγος nom κοινωνιομετρία κοινωνιομετρία nom κοινωνοί κοινωνός nom κοινωνούσαν κοινωνών adj κοινωφελές κοινωφελής adj κοινότης κοινότης nom κοινότοπα κοινότοπος adj κοινότυπων κοινότυπος adj κοινόχρηστα κοινόχρηστος adj κοινώς κοινώς adv κοιτίδα κοιτίδα nom κοιτώνα κοιτώνας nom κοκ κοκ nom κοκάλα κοκάλα nom κοκάλινα κοκαλένιος adj κοκέτα κοκέτης adj κοκίτη κοκίτης nom κοκαλάκι κοκαλάκι nom κοκαλιάρα κοκαλιάρης adj κοκεταρία κοκεταρία nom κοκκάλων κόκκαλο nom κοκκίνιζε κοκκινίζω ver κοκκίνισμα κοκκίνισμα nom κοκκινέλι κοκκινέλι nom κοκκινίλα κοκκινίλα nom κοκκινιστά κοκκινιστός adj κοκκινογένης κοκκινογένης nom κοκκινολαίμη κοκκινολαίμης nom κοκκινομάλλα κοκκινομάλλης adj κοκκινωπά κοκκινωπός adj κοκκινόχωμα κοκκινόχωμα nom κοκκοφοίνικα κοκκοφοίνικας nom κοκκύτη κοκκύτης nom κοκκώδες κοκκώδης adj κοκοράκι κοκοράκι nom κοκορέτσι κοκορέτσι nom κοκορεύεται κοκορεύομαι ver κοκορομαχία κοκορομαχία nom κοκοφοίνικα κοκοφοίνικας nom κοκτέιλ κοκτέιλ nom κοκόνα κοκόνα nom κοκότα κοκότα nom κολάζ κολάζ nom κολάζει κολάζω ver κολάι κολάι nom κολάκευαν κολακεύω ver κολάκων κόλακας nom κολάν κολάν nom κολάρα κολάρο nom κολάρο κολάρος nom κολάσεων κόλαση nom κολάσιμες κολάσιμος adj κολέγια κολέγιο nom κολίγοι κολίγος nom κολακεία κολακεία nom κολακευτικά κολακευτικά adv κολακευτικές κολακευτικός adj κολαούζοι κολαούζος nom κολασμένες κολασμένος adj κολασμού κολασμός nom κολαστήρια κολαστήριο nom κολατσιό κολατσιό nom κολεγιακά κολεγιακός adj κολεγιόπαιδο κολεγιόπαιδο nom κολεκτίβες κολεκτίβα nom κολεόπτερο κολεόπτερο nom κολιέ κολιός nom κολικοί κολικός nom κολλά κολλάω ver κολλάζ κολλάζ nom κολλέγια κολλέγια nom κολλήγα κολλήγας nom κολλήγοι κολλήγος nom κολλήματα κόλλημα nom κολλήσεις κόλληση nom κολλαγόνα κολλαγόνο nom κολλαριστό κολλαριστός adj κολλεκτιβισμού κολλεκτιβισμός nom κολλητά κολλητά adv κολλητέ κολλητός adj κολλητήρια κολλητήρι nom κολλητική κολλητικός adj κολλητών κολλητής nom κολλιτσίδας κολλιτσίδα nom κολλοειδή κολλοειδής adj κολλυβάδων κολλυβάδων nom κολλύριο κολλύριο nom κολλώδες κολλώδης adj κολοβή κολοβός adj κολοβακτηρίδια κολοβακτηρίδιο nom κολοκυθάκι κολοκυθάκι nom κολοκυθιά κολοκυθιά nom κολοκυθιού κολοκύθι nom κολοκύθα κολοκύθα nom κολομπίνα κολομπίνα nom κολονάκι κολονάκι nom κολονάτο κολονάτος adj κολοσσιαία κολοσσιαίος adj κολοσσοί κολοσσός nom κολοφώνα κολοφώνας nom κολπίσκο κολπίσκος nom κολπίτιδα κολπίτιδα nom κολπική κολπικός adj κολποσκόπιο κολποσκόπιο nom κολυμβήθρα κολυμβήθρα nom κολυμβήσεως κολύμβηση nom κολυμβήτρια κολυμβήτρια nom κολυμβητές κολυμβητής nom κολυμβητήρια κολυμβητήριο nom κολυμβητικά κολυμβητικός adj κολυμπά κολυμπάω ver κολυμπήθρα κολυμπήθρα nom κολχόζ κολχόζ nom κολόνα κολόνα nom κολόνια κολόνια nom κολύμπι κολύμπι nom κομάντο κομάντο nom κομάντος κομάντος nom κομήτες κομήτης nom κομίζει κομίζω ver κομίστρου κόμιστρο nom κομβικά κομβικός adj κομητεία κομητεία nom κομισάριο κομισάριος nom κομιστές κομιστής nom κομιτάτο κομιτάτο nom κομιτατζήδες κομιτατζής nom κομμάτι κομμάτι nom κομμάτιασαν κομματιάζω ver κομμάτων κόμμα nom κομμένα κομμένος adj κομματάκι κομματάκι nom κομματάρχες κομματάρχης nom κομματικά κομματικά adv κομματικές κομματικός adj κομματισμού κομματισμός nom κομμουνισμού κομμουνισμός nom κομμουνιστές κομμουνιστής nom κομμούνα κομμούνα nom κομμούς κομμός nom κομμωτές κομμωτής nom κομμωτήρια κομμωτήριο nom κομμωτική κομμωτικός adj κομμώσεις κόμμωση nom κομμώτρια κομμώτρια nom κομοδίνο κομοδίνο nom κομουνισμού κομουνισμός nom κομουνιστική κομουνιστικός adj κομπάζει κομπάζω ver κομπάρσο κομπάρσος nom κομπέρ κομπέρ nom κομπίνα κομπίνα nom κομπανία κομπανία nom κομπασμούς κομπασμός nom κομπιναδόροι κομπιναδόρος nom κομπινεζόν κομπινεζόν nom κομπιουτεράδες κομπιουτεράς nom κομπιουτεράκια κομπιουτεράκιας nom κομπιούτερ κομπιούτερ nom κομπλέ κομπλέ adj κομπλεξικοί κομπλεξικός adj κομπογιαννίτες κομπογιαννίτης nom κομπολογιού κομπολόγι|κομπολόι nom κομπολόι κομπολόι nom κομπορρημοσύνη κομπορρημοσύνη nom κομποσκοίνι κομποσκοίνι nom κομπρέσες κομπρέσα nom κομπρεσέρ κομπρεσέρ nom κομπόδεμα κομπόδεμα nom κομπόστα κομπόστα nom κομφετί κομφετί nom κομφορμισμού κομφορμισμός nom κομφορμιστική κομφορμιστικός adj κομψά κομψά adv κομψές κομψός adj κομψοτέχνημα κομψοτέχνημα nom κομψότητα κομψότητα nom κομό κομό nom κονάκι κονάκι nom κονίαμα κονίαμα nom κονίκλων κόνικλος nom κονίστρα κονίστρα nom κονδυλίου κονδύλιο nom κονδυλοφόρος κονδυλοφόρος adj κονδυλωμάτων κονδύλωμα nom κονδύλι κονδύλι nom κονδύλου κόνδυλος nom κονιάκ κονιάκ nom κονικλοτροφεία κονικλοτροφείο nom κονιοποιημένη κονιοποιώ ver κονιορτοποιείται κονιορτοποιώ ver κονιορτοποιημένο κονιορτοποιημένος adj κονιορτού κονιορτός nom κονκάρδα κονκάρδα nom κονκλάβια κονκλάβιο nom κονσέρβα κονσέρβα nom κονσέρτα κονσέρτο nom κονσερβατουάρ κονσερβατουάρ nom κονσερβοποίηση κονσερβοποίηση nom κονσερβοποιία κονσερβοποιία nom κονσερβοποιεία κονσερβοποιείο nom κονσομασιόν κονσομασιόν nom κονστρουκτιβισμού κονστρουκτιβισμός nom κονστρουκτιβιστικές κονστρουκτιβιστικός adj κονσόλα κονσόλα nom κονσόρτσιουμ κονσόρτσιουμ nom κοντά κοντά adv κοντάκι κοντάκι nom κοντάκια κοντάκι|κοντάκιο nom κοντάκτ κοντάκτ nom κοντάρι κοντάρι nom κοντό κοντός adj κοντέσα κοντέσα nom κοντέψει κοντεύω ver κονταίνει κονταίνω ver κονταρομαχία κονταρομαχία nom κονταροχτυπιούνται κονταροχτυπιέμαι ver κονταροχτύπημα κονταροχτύπημα nom κοντινά κοντινός adj κοντινότερα κοντινά adv κοντολογίς κοντολογίς adv κοντομάνικα κοντομάνικος adj κοντοπίθαρος κοντοπίθαρος adj κοντοστάθηκε κοντοστέκομαι ver κοντοχωριανούς κοντοχωριανός adj κοντράλτο κοντράλτο nom κοντράστ κοντράστ nom κοντραμπάντο κοντραμπάντο nom κοντραμπάσα κοντραμπάσο nom κοντραπλακέ κοντραπλακέ nom κοντραπούντο κοντραπούντο nom κοντρόλ κοντρόλ nom κοντσέρτα κοντσέρτο nom κοντόφθαλμα κοντόφθαλμος adj κοντόχοντρα κοντόχοντρος adj κοπάδι κοπάδι nom κοπάζει κοπάζω ver κοπάνα κοπάνα nom κοπέλα κοπέλα nom κοπέλι κοπέλι nom κοπές κοπή nom κοπίδι κοπίδι nom κοπανάς κοπανάω ver κοπανισμένα κοπανάω|κοπανίζω ver κοπανιστή κοπανιστή nom κοπανιστό κοπανιστός adj κοπελίτσα κοπελίτσα nom κοπελιά κοπελιά nom κοπιάζει κοπιάζω ver κοπιάσει κοπιάζω|κοπιώ ver κοπιαστικά κοπιαστικά adv κοπιαστικές κοπιαστικός adj κοπιώδεις κοπιώδης adj κοπλιμέντο κοπλιμέντο nom κοπράνων κόπρανα nom κοπρίτης κοπρίτης nom κοπριά κοπριά nom κοπρολαγνεία κοπρολαγνεία nom κοπτήρες κοπτήρας nom κοπτικά κοπτικός adj κοπτών κόπτης nom κοπώσεως κόπωση nom κοράκι κοράκι nom κοράκων κόρακας nom κοράλλια κοράλλι nom κοράσια κοράσι nom κορίτσαρος κορίτσαρος nom κορίτσι κορίτσι nom κορακίστικα κορακίστικα nom κοραλλιογενές κοραλλιογενής adj κορασίδα κορασίδα nom κορασιά κορασιά nom κορβέτα κορβέτα nom κορβανά κορβανάς nom κορδέλα κορδέλα nom κορδονιών κορδόνι nom κορεατικά κορεατικός adj κορεσμένα κορεσμένος adj κορεσμού κορεσμός nom κορινθιακά κορινθιακός adj κοριοί κοριός nom κοριτσάκι κοριτσάκι nom κοριτσίστικα κοριτσίστικα adv κοριτσίστικες κοριτσίστικος adj κορμί κορμί nom κορμοί κορμός nom κορμοράνο κορμοράνος nom κορμοστασιά κορμοστασιά nom κορνέτα κορνέτα nom κορνίζα κορνίζα nom κορναρίσματα κορνάρισμα nom κορνιζά κορνιζάς nom κορνιζάδικο κορνιζάδικο nom κορνιζαρισμένη κορνιζάρω ver κορομηλιά κορομηλιά nom κορονών κορόνα nom κορούνδιο κορούνδιο nom κορσέ κορσές nom κορτιζόνη κορτιζόνη nom κορτικοστεροειδή κορτικοστεροειδή nom κορυδαλλοί κορυδαλλός nom κορυνοβακτηριδίου κορυνοβακτηριδίου nom κορυφές κορυφή nom κορυφαία κορυφαίος adj κορυφογραμμές κορυφογραμμή nom κορυφωθεί κορυφώνω ver κορυφώσεις κορύφωση nom κορφές κορφή nom κορφοβούνια κορφοβούνι nom κορωνίδα κορωνίδα nom κορόιδα κορόιδο nom κορόιδευαν κοροϊδεύω ver κορόμηλα κορόμηλο nom κορύνες κορύνη nom κορύφωμα κορύφωμα nom κορών κόρη nom κορώνες κορώνα nom κος κος nom κοσκίνισμα κοσκίνισμα nom κοσκινίζουμε κοσκινίζω ver κοσκινού κοσκινού nom κοσμάκη κοσμάκης nom κοσμήθηκαν κοσμώ ver κοσμήματα κόσμημα nom κοσμήτορα κοσμήτορας nom κοσμίως κόσμια adv κοσμηματογραφίας κοσμηματογραφία nom κοσμηματοθήκη κοσμηματοθήκη nom κοσμηματοποιού κοσμηματοποιός nom κοσμηματοπωλεία κοσμηματοπωλείο nom κοσμηματοπωλών κοσμηματοπώλης nom κοσμητείας κοσμητεία nom κοσμητικά κοσμητικός adj κοσμικά κοσμικά adv κοσμικές κοσμικός adj κοσμικογράφο κοσμικογράφος nom κοσμικότητα κοσμικότητα nom κοσμιότητα κοσμιότητα nom κοσμογονία κοσμογονία nom κοσμογονικά κοσμογονικός adj κοσμογραφία κοσμογραφία nom κοσμογυρισμένη κοσμογυρισμένος adj κοσμοδρόμιο κοσμοδρόμιο nom κοσμοείδωλο κοσμοείδωλο nom κοσμοθεωρία κοσμοθεωρία nom κοσμοθεωρητικές κοσμοθεωρητικός adj κοσμοκαλόγερος κοσμοκαλόγερος nom κοσμοκράτειρα κοσμοκράτειρα nom κοσμοκράτορας κοσμοκράτορας nom κοσμολογία κοσμολογία nom κοσμολογικές κοσμολογικός adj κοσμοναυτών κοσμοναύτης nom κοσμοπολίτες κοσμοπολίτης nom κοσμοπολίτικα κοσμοπολίτικος adj κοσμοπολίτισσα κοσμοπολίτισσα nom κοσμοπολιτικά κοσμοπολίτικα adv κοσμοπολιτισμού κοσμοπολιτισμός nom κοσμοσυρροή κοσμοσυρροή nom κοστίζει κοστίζω ver κοστολογήθηκε κοστολογώ ver κοστολόγηση κοστολόγηση nom κοστουμιού κοστούμι nom κοτέτσι κοτέτσι nom κοτζάμ κοτζάμ adj κοτζάμπαση κοτζάμπασης nom κοτζαμπασισμού κοτζαμπασισμός nom κοτολέτες κοτολέτα nom κοτρόνα κοτρόνα nom κοτρόνια κοτρόνι nom κοτσάμπαση κοτσάμπασης nom κοτσάνα κοτσάνα nom κοτσάνι κοτσάνι nom κοτσίδα κοτσίδα nom κοτσύφι κοτσύφι nom κοτόπουλα κοτόπουλο nom κου κου nom κουακέρων κουακέρος nom κουαρτέτα κουαρτέτο nom κουβά κουβάς nom κουβάλαγε κουβαλάω ver κουβάλημα κουβάλημα nom κουβάρι κουβάρι nom κουβέντα κουβέντα nom κουβέντιαζαν κουβεντιάζω ver κουβέρτα κουβέρτα nom κουβαράς κουβαράς nom κουβαρίστρα κουβαρίστρα nom κουβεντολόι κουβεντολόι nom κουβεντούλα κουβεντούλα nom κουβερτούρα κουβερτούρα nom κουβουκλίου κουβούκλιο nom κουδουνίζει κουδουνίζω ver κουδουνίσματα κουδούνισμα nom κουδουνίστρα κουδουνίστρα nom κουδουνιού κουδούνι nom κουζίνα κουζίνα nom κουκέτα κουκέτα nom κουκί κουκί nom κουκίδα κουκίδα nom κουκίδες κουκίδες nom κουκιά κουκιά nom κουκκίδα κουκκίδα nom κουκλίτσα κουκλίτσα nom κουκλοθέατρα κουκλοθέατρο nom κουκλών κούκλα nom κουκουβάγια κουκουβάγια nom κουκουλιών κουκούλι nom κουκουλωθεί κουκουλώνω ver κουκουνάρα κουκουνάρα nom κουκουνάρι κουκουνάρι nom κουκουναριάς κουκουναριά nom κουκουτσιού κουκούτσι nom κουκούλα κουκούλα nom κουλά κουλός adj κουλάκους κουλάκος nom κουλουβάχατα κουλουβάχατα adv κουλουρά κουλουράς nom κουλουριάζεται κουλουριάζω ver κουλουριών κουλούρι nom κουλουρτζής κουλουρτζής nom κουλοχέρη κουλοχέρης adj κουλούρα κουλούρα nom κουλτουριάρηδων κουλτουριάρης nom κουλτουριάρικο κουλτουριάρικος adj κουλτούρα κουλτούρα nom κουμάντο κουμάντο nom κουμάρι κουμάρι nom κουμάσι κουμάσι nom κουμανταδόρος κουμανταδόρος nom κουμαριά κουμαριά nom κουμκουάτ κουμκουάτ nom κουμπάρα κουμπάρα nom κουμπάρε κουμπάρος nom κουμπί κουμπί nom κουμπαρά κουμπαράς nom κουμπαριά κουμπαριά nom κουμπούρα κουμπούρα nom κουμπούρες κουμπούρας nom κουμπότρυπα κουμπότρυπα nom κουμπώνει κουμπώνω ver κουνά κουνάω ver κουνάβι κουνάβι nom κουνέλι κουνέλι nom κουνήματα κούνημα nom κουνενές κουνενές nom κουνιάδα κουνιάδα nom κουνιάδο κουνιάδος nom κουνιστές κουνιστός adj κουνουπίδι κουνουπίδι nom κουνουπιέρα κουνουπιέρα nom κουνουπιού κουνούπι nom κουπάκι κουπάκι nom κουπέ κουπέ nom κουπί κουπί nom κουπαστές κουπαστή nom κουπιά κουπιά nom κουπονιού κουπόνι nom κουράγιο κουράγιο nom κουράζει κουράζω ver κουρέα κουρέας nom κουρέλι κουρέλι nom κουρέματα κούρεμα nom κουρέψει κουρεύω ver κουραμάνα κουραμάνα nom κουραμπιέ κουραμπιές nom κουρασάνι κουρασάνι nom κουραστικά κουραστικά adv κουραστικές κουραστικός adj κουραφέξαλα κουραφέξαλα nom κουρδίζει κουρδίζω ver κουρδικού κουρδικός adj κουρδιστά κουρδιστής nom κουρεία κουρείο nom κουρελής κουρελής nom κουρελιάζεται κουρελιάζω ver κουρελού κουρελού nom κουρευτική κουρευτικός adj κουρκουμάς κουρκουμάς nom κουρκούμη κουρκούμη nom κουρκούτας κουρκούτας nom κουρκούτι κουρκούτι nom κουρμπέτι κουρμπέτι nom κουρνιάζει κουρνιάζω ver κουρνιαχτό κουρνιαχτός nom κουρούνα κουρούνα nom κουρσάρικο κουρσάρικος adj κουρσάρο κουρσάρος nom κουρσεύουν κουρσεύω ver κουρτίνα κουρτίνα nom κουσούρι κουσούρι nom κουστουμιού κουστούμι nom κουστωδία κουστωδία nom κουτά κουτά adv κουτάβι κουτάβι nom κουτάκι κουτάκι nom κουτάλα κουτάλα nom κουτάλι κουτάλι nom κουτές κουτός adj κουτί κουτί nom κουταβάκι κουταβάκι nom κουταλάκι κουταλάκι nom κουταλιά κουταλιά nom κουταμάρες κουταμάρα nom κουτοπονηριά κουτοπονηριά nom κουτοπόνηρος κουτοπόνηρος adj κουτουλιά κουτουλιά nom κουτουρού κουτουρού adv κουτούκι κουτούκι nom κουτρούλη κουτρούλης nom κουτσά κουτσός adj κουτσαίνει κουτσαίνω ver κουτσαβάκηδες κουτσαβάκης nom κουτσομπολεύει κουτσομπολεύω ver κουτσομπολιά κουτσομπολιό nom κουτσομπόλα κουτσομπόλης adj κουτσουλιάς κουτσουλιά nom κουτσουρεμένη κουτσουρεύω ver κουτσοφλέβαρος κουτσοφλέβαρος nom κουτσούρεμα κουτσούρεμα nom κουτόφραγκοι κουτόφραγκος nom κουτόχορτο κουτόχορτο nom κουφά κουφά adv κουφάλα κουφάλα nom κουφάρι κουφάρι nom κουφέτα κουφέτο nom κουφή κουφός adj κουφαμάρα κουφαμάρα nom κουφωμάτων κούφωμα nom κουφότητα κουφότητα nom κοφίνι κοφίνι nom κοφτά κοφτά adv κοφτές κοφτός adj κοφτερά κοφτερός adj κοχλάζει κοχλάζω ver κοχλία κοχλίας nom κοχλιάριο κοχλιάριο nom κοχλιακά κοχλιακός adj κοχυλιών κοχύλι nom κοόρτες κοόρτες nom κούκκος κούκκος nom κούκλο κούκλος nom κούκο κούκος nom κούλουμα κούλουμα nom κούμαρα κούμαρο nom κούμπωμα κούμπωμα nom κούνια κούνια nom κούπα κούπα nom κούρα κούρα nom κούραση κούραση nom κούρο κούρος nom κούρσα κούρσα nom κούτα κούτα nom κούτελο κούτελο nom κούτρα κούτρα nom κούτσουρα κούτσουρο nom κούφια κούφιος adj κράδαινε κραδαίνω ver κράμα κράμα nom κράμβη κράμβη nom κράμματα κράμματα nom κράμπα κράμπα nom κράνη κράνος nom κράξιμο κράξιμο nom κράσεως κράση nom κράσπεδα κράσπεδο nom κράτα κρατώ ver κράτη κράτος nom κράτημα κράτημα nom κράτησή κράτηση nom κράχτες κράχτης nom κρέας κρέας nom κρέμα κρέμα nom κρέμαγε κρεμάω ver κρέμαση κρέμαση nom κρέμασμα κρέμασμα nom κρέμεται κρέμομαι ver κρέπι κρέπι nom κρήνες κρήνη nom κρίθινο κρίθινος adj κρίκετ κρίκετ nom κρίκο κρίκος nom κρίματα κρίμα nom κρίνα κρίνο nom κρίνο κρίνος nom κρίσεις κρίση nom κρίσιμα κρίσιμα adv κρίσιμες κρίσιμος adj κρίταμο κρίταμο adj κραγιόν κραγιόν nom κραγιόνι κραγιόνι nom κραδασμοί κραδασμός nom κραιπάλες κραιπάλα nom κρακ κρακ nom κρανάη κρανάη nom κρανία κρανίο nom κραναή κραναή nom κρανιακή κρανιακός adj κρανιοτομή κρανιοτομή nom κρανοφόρος κρανοφόρος adj κρασάτο κρασάτος adj κρασί κρασί nom κρασοβάρελα κρασοβάρελο nom κρασοπατέρων κρασοπατέρας nom κρασπεδοχελώνα κρασπεδοχελώνα nom κρατήρα κρατήρας nom κρατίδια κρατίδιο nom κραταιά κραταιός adj κρατητήρια κρατητήριο nom κρατικά κρατικός adj κρατικοδίαιτους κρατικοδίαιτος adj κρατικοποίησε κρατικοποιώ ver κρατικοποίηση κρατικοποίηση nom κρατουμένων κρατουμένη|κρατούμενη nom κρατούμενη κρατούμενη nom κρατούμενοι κρατούμενος nom κρατούμενων κρατούμενο nom κρατούντων κρατών adj κρατων κρατων adj κραυγάζει κραυγάζω ver κραυγές κραυγή nom κραυγαλέα κραυγαλέος adj κραχ κραχ nom κρεατίνη κρεατίνη nom κρεαταγορά κρεαταγορά nom κρεατοελιά κρεατοελιά nom κρεατομηχανή κρεατομηχανή nom κρεατοφαγία κρεατοφαγία nom κρεατόπιτα κρεατόπιτα nom κρεβάτι κρεβάτι nom κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρα nom κρεβατομουρμούρα κρεβατομουρμούρα nom κρεββατοκάμαρα κρεββατοκάμαρα adj κρεμ κρεμ adj κρεμάλα κρεμάλα nom κρεμάστηκαν κρέμομαι|κρεμάω ver κρεμάστρα κρεμάστρα nom κρεμασμένα κρεμασμένος adj κρεμαστά κρεμαστός adj κρεμαστάρια κρεμαστάρι nom κρεμαστεί κρεμάω|κρέμομαι ver κρεματορίου κρεματόριο nom κρεμμυδάκια κρεμμυδάκι nom κρεμμυδιού κρεμμύδι nom κρεολές κρεολή nom κρεοπωλεία κρεοπωλείο nom κρεοπωλών κρεοπώλης nom κρεοφαγία κρεοφαγία nom κρεπ κρεπ nom κρετίνος κρετίνος nom κρετινισμό κρετινισμός nom κρημνοί κρημνός nom κρημνώδη κρημνώδης adj κρηπίδα κρηπίδα nom κρηπίδωμα κρηπίδωμα nom κρησάρα κρησάρα nom κρησφύγετα κρησφύγετο nom κρητιδικής κρητιδικός adj κρητικά κρητικός adj κριάρι κριάρι nom κριθάρι κριθάρι nom κριθή κριθή nom κριθαράκι κριθαράκι nom κριθαρένιο κριθαρένιος adj κρινάκι κρινάκι nom κρινολίνα κρινολίνο nom κρινόμενα κρινόμενος adj κριού κριός nom κρισιμότητα κρισιμότητα nom κριτές κριτής nom κριτήρια κριτήριο nom κριτίκαραν κριτικάρω ver κριτικά κριτικά adv κριτικές κριτικός adj κροατικά κροατικός adj κροκάλα κροκάλα nom κροκέτες κροκέτα nom κροκοδείλια κροκοδείλιος adj κροκοδείλου κροκόδειλος nom κροκοδειλάκι κροκοδειλάκι nom κροκοσυλλέκτριες κροκοσυλλέκτριες nom κροντήρι κροντήρι nom κροσσωτές κροσσωτός adj κροτάλισμα κροτάλισμα nom κροτάφου κρόταφος nom κροτίδα κροτίδα nom κροταλία κροταλίας nom κροταλίζει κροταλίζω ver κροταφική κροταφικός adj κροτούσαν κροτώ ver κρουαζιέρα κρουαζιέρα nom κρουαζιερόπλοια κρουαζιερόπλοιο nom κρουνοί κρουνός nom κρουπιέρης κρουπιέρης nom κρουσμάτων κρούσμα nom κρουστά κρουστός adj κρουστικά κρουστικός adj κρούσεις κρούση nom κρούστα κρούστα nom κρυάδες κρυάδα nom κρυογονική κρυογονική nom κρυοθεραπεία κρυοθεραπεία nom κρυολογήματα κρυολόγημα nom κρυολόγησε κρυολογώ ver κρυοπαγήματα κρυοπάγημα nom κρυπτή κρυπτός adj κρυπτογράφημα κρυπτογράφημα nom κρυπτογράφηση κρυπτογράφηση nom κρυπτογράφο κρυπτογράφος nom κρυπτογραφήσει κρυπτογραφώ ver κρυπτογραφία κρυπτογραφία nom κρυπτογραφικά κρυπτογραφικά adv κρυπτογραφική κρυπτογραφικός adj κρυπτοχριστιανοί κρυπτοχριστιανός nom κρυστάλλινα κρυστάλλινος adj κρυστάλλου κρύσταλλος nom κρυσταλλική κρυσταλλικός adj κρυσταλλοειδής κρυσταλλοειδής adj κρυσταλλοσχιστώδη κρυσταλλοσχιστώδη adj κρυσταλλωμένος κρυσταλλώνω ver κρυφά κρυφά adv κρυφάκουγε κρυφακούω ver κρυφές κρυφός adj κρυφίως κρύφια adv κρυφοκοιτάζει κρυφοκοιτάζω ver κρυφτούλι κρυφτούλι nom κρυφτό κρυφτός adj κρυψίνοιας κρυψίνοια nom κρυψίνους κρυψίνους adj κρυψορχία κρυψορχία nom κρυψώνα κρυψώνα nom κρυώνει κρυώνω ver κρωγμούς κρωγμός nom κρόκο κρόκος nom κρόσσια κρόσσι nom κρόταλα κρόταλο nom κρότο κρότος nom κρύα κρύα adv κρύας κρύος adj κρύπτες κρύπτη nom κρύσταλλα κρύσταλλο nom κρύφια κρύφιος adj κρύψιμο κρύψιμο nom κρύωμα κρύωμα nom κρώζοντας κρώζω ver κρώξιμο κρώξιμο nom κτέρισμα κτέρισμα nom κτήμα κτήμα nom κτήνη κτήνος nom κτήρια κτήριο nom κτήσεις κτήση nom κτήτορα κτήτορας nom κτίρια κτίριο nom κτίσεις κτίση nom κτίσιμο κτίσιμο nom κτίσμα κτίσμα nom κτίστες κτίστης nom κτηματία κτηματίας nom κτηματαγορά κτηματαγορά nom κτηματικά κτηματικός adj κτηματολογίου κτηματολόγιο nom κτηματολογικά κτηματολογικός adj κτηματομεσίτες κτηματομεσίτης nom κτηματομεσιτικές κτηματομεσιτικός adj κτηνίατρο κτηνίατρος nom κτηνιατρικά κτηνιατρικός adj κτηνοβασία κτηνοβασία nom κτηνοτροφές κτηνοτροφή nom κτηνοτροφία κτηνοτροφία nom κτηνοτροφικά κτηνοτροφικός adj κτηνοτρόφο κτηνοτρόφος nom κτηνωδία κτηνωδία nom κτηνωδώς κτηνωδώς adv κτηνώδεις κτηνώδης adj κτηριακά κτηριακά adj κτητικές κτητικός adj κτιριακά κτιριακός adj κτιστά κτιστός adj κτλ κτλ nom κτυπά κτυπάω ver κτυπήματα κτύπημα nom κτύποι κτύπος nom κυάνιο κυάνιο nom κυήσεις κύηση nom κυανά κυανός adj κυανίδια κυανίδια nom κυανιδίων κυανιδίων nom κυανιούχα κυανιούχα adj κυανοπώγων κυανοπώγων nom κυανόλευκα κυανόλευκος adj κυβέρνα κυβερνάω ver κυβέρνησή κυβέρνηση nom κυβίστηση κυβίστηση nom κυβεία κυβεία nom κυβερνήτες κυβερνήτης nom κυβερνεία κυβερνείο nom κυβερνητικά κυβερνητικός adj κυβερνών κυβερνών adj κυβικά κυβικός adj κυβισμού κυβισμός nom κυβιστικά κυβιστικά adv κυβιστικές κυβιστικός adj κυδωνιάς κυδωνιά nom κυδώνι κυδώνι nom κυκεώνα κυκεώνας nom κυκλ κυκλ nom κυκλάμινα κυκλάμινο nom κυκλαδίτικα κυκλαδίτικος adj κυκλαδικά κυκλαδικός adj κυκλαδονήσι κυκλαδονήσι nom κυκλαδονήσια κυκλαδονήσια adj κυκλικά κυκλικά adv κυκλικές κυκλικός adj κυκλοθυμία κυκλοθυμία nom κυκλοθυμική κυκλοθυμικός adj κυκλος κυκλος nom κυκλοσπορίνη κυκλοσπορίνη nom κυκλοτερές κυκλοτερής adj κυκλοτερώς κυκλοτερώς adv κυκλοφορήθηκε κυκλοφορώ ver κυκλοφορία κυκλοφορία nom κυκλοφοριακά κυκλοφοριακός adj κυκλοφορικού κυκλοφορικού adj κυκλοφορικό κυκλοφορικό adj κυκλοφορούντα κυκλοφορών adj κυκλωθεί κυκλώνω ver κυκλωμάτων κύκλωμα nom κυκλωτικές κυκλωτικός adj κυκλώνα κυκλώνας nom κυκλώπεια κυκλώπειος adj κυλά κυλάω ver κυλίνδρου κύλινδρος nom κυλικεία κυλικείο nom κυλινδρικά κυλινδρικός adj κυλιόμενο κυλιόμενος adj κυλιόταν κυλάω|κυλίω ver κυμάνθηκαν κυμαίνομαι ver κυμάτια κυμάτιο nom κυμάτιζαν κυματίζω ver κυμάτων κύμα nom κυμαινόμενα κυμαινόμενος adj κυματισμοί κυματισμός nom κυματιστά κυματιστά adv κυματιστές κυματιστός adj κυματοειδές κυματοειδής adj κυματοθραυστών κυματοθραύστης nom κυματώδη κυματώδης adj κυνάγχη κυνάγχη nom κυνήγα κυνηγάω ver κυνήγι κυνήγι nom κυνηγίου κυνηγίου nom κυνηγετικά κυνηγετικός adj κυνηγητά κυνηγητό nom κυνηγητικών κυνηγητικών adj κυνηγοί κυνηγός nom κυνηγότοπο κυνηγότοπος nom κυνικά κυνικά adv κυνικές κυνικός adj κυνισμού κυνισμός nom κυνόδοντα κυνόδοντας nom κυοφορήσει κυοφορώ ver κυοφορία κυοφορία nom κυοφορούμενου κυοφορούμενος adj κυπέλλου κύπελλο nom κυπαρίσσι κυπαρίσσι nom κυπαρισσόξυλο κυπαρισσόξυλο nom κυπελλάκι κυπελλάκι nom κυπρίνοι κυπρίνος nom κυπριακά κυπραίικος adj κυπριακή κυπριακός adj κυρά κυρά nom κυρίους κύριος nom κυρίαρχα κυρίαρχος adj κυρίες κυρία nom κυρίευαν κυριεύω ver κυρίευση κυρίευση nom κυρίως κυρίως adv κυριάρχησαν κυριαρχώ ver κυρια κυρια nom κυριακάτικα κυριακάτικα adv κυριακάτικες κυριακάτικος adj κυριαρχία κυριαρχία nom κυριαρχικά κυριαρχικός adj κυριλέ κυριλέ adj κυριλλικά κυριλλικός adj κυριολεκτεί κυριολεκτώ ver κυριολεκτικά κυριολεκτικά adv κυριολεκτική κυριολεκτικός adj κυριολεξία κυριολεξία nom κυριότητά κυριότης nom κυρού κυρός nom κυρτά κυρτά adv κυρτές κυρτός adj κυρτοδάκτυλος κυρτοδάκτυλος nom κυρτωμένη κυρτώνω ver κυρωθεί κυρώνω ver κυρωτική κυρωτικός adj κυρώσεις κύρωση nom κυστικές κυστικές adj κυτοκινών κυτοκινών nom κυτοχρώματος κυτοχρώματος nom κυττάρου κύτταρο nom κυτταρίνη κυτταρίνη nom κυτταρίτιδα κυτταρίτιδα nom κυτταρικά κυτταρικός adj κυτταρο κυτταρο nom κυτταροκίνες κυτταροκίνες nom κυτταροκίνη κυτταροκίνη nom κυτταροκαλλιέργεια κυτταροκαλλιέργεια nom κυτταροκινών κυτταροκινών nom κυτταρολογία κυτταρολογία nom κυτταρολογικές κυτταρολογικός adj κυτταρομετρία κυτταρομετρία nom κυτταροτοξικών κυτταροτοξικών adj κυτών κύτος nom κυψέλες κυψέλη nom κυψελίδες κυψελίδα nom κυψελίτιδα κυψελίτιδα nom κυψελοειδές κυψελοειδής adj κωδίκων κώδιξ nom κωδικά κωδικός adj κωδικογράφο κωδικογράφος nom κωδικοποιημένους κωδικοποιώ ver κωδικοποίηση κωδικοποίηση nom κωδωνοκρουσίας κωδωνοκρουσία nom κωδωνοστάσια κωδωνοστάσιο nom κωθώνια κωθώνι nom κωλυμάτων κώλυμα nom κωλυσιεργία κωλυσιεργία nom κωλυσιεργεί κωλυσιεργώ ver κωλόπαιδα κωλόπαιδο nom κωλύει κωλύω ver κωματώδη κωματώδης adj κωμειδυλλίου κωμειδύλλιο nom κωμικά κωμικά adv κωμικές κωμικός adj κωμικοτραγικά κωμικοτραγικός adj κωμικότητα κωμικότητα nom κωμοπόλεις κωμόπολη nom κωμωδία κωμωδία nom κωμωδιογράφος κωμωδιογράφος nom κωμωδός κωμωδός nom κωνικά κωνικός adj κωνοειδή κωνοειδής adj κωνοφόρο κωνοφόρος nom κωπήλατα κωπήλατος adj κωπηλάτες κωπηλάτης nom κωπηλασία κωπηλασία nom κωπηλατεί κωπηλατώ ver κωπηλατικές κωπηλατικός adj κωσταντινάτο κωσταντινάτο nom κωφά κωφός adj κωφάλαλη κωφάλαλος adj κωφεύει κωφεύω ver κόκα κόκα nom κόκαλα κόκαλο nom κόκκινα κόκκινος adj κόκκο κόκκος nom κόκκορα κόκκορας nom κόκορα κόκορας nom κόλα κόλα nom κόλαφο κόλαφος nom κόλιανδρο κόλιανδρο nom κόλλα κόλλα nom κόλλυβα κόλλυβα nom κόλουρος κόλουρος adj κόλπα κόλπο nom κόλπο κόλπος nom κόμβο κόμβος nom κόμη κόμη nom κόμητα κόμης|κόμητας nom κόμητος κόμης nom κόμικς κόμικς nom κόμισσα κόμισσα nom κόμματο κόμματος nom κόμπλεξ κόμπλεξ nom κόμπρα κόμπρα nom κόνδορας κόνδορας nom κόντε κόντες nom κόντρα κόντρα adv κόπανο κόπανος nom κόπια κόπια nom κόπιτσα κόπιτσα nom κόπο κόπος nom κόπρο κόπρος nom κόρδακα κόρδακας nom κόρδωμα κόρδωμα nom κόρνα κόρνα nom κόρνερ κόρνερ nom κόρνο κόρνο nom κόρτε κόρτε nom κόρυμβος κόρυμβος nom κόρφο κόρφος nom κόσκινα κόσκινο nom κόσμε κόσμος nom κόσμιας κόσμιος adj κόστη κόστος nom κότα κότα nom κότερα κότερο nom κότινο κότινος nom κότσι κότσι nom κότσο κότσος nom κότσυφα κότσυφας nom κόφτες κόφτης nom κόχες κόχη nom κόψεις κόψη nom κύβο κύβος nom κύημα κύημα nom κύκλιος κύκλιος adj κύκλο κύκλος nom κύκλοτρο κύκλοτρο nom κύκλω κύκλω adv κύκνειο κύκνειος adj κύκνο κύκνος nom κύλικα κύλικας nom κύλισης κύλιση nom κύμβαλα κύμβαλο nom κύμινο κύμινο nom κύνες κύνες nom κύπριοι κύπριος adj κύρη κύρης nom κύρος κύρος nom κύστες κύστη nom κύφωση κύφωση nom κώδικας κώδικας nom κώδων κώδων nom κώδωνα κώδων|κώδωνας nom κώδωνας κώδωνας nom κώλο κώλος nom κώμα κώμα nom κώμες κώμη nom κώμο κώμος nom κώνειο κώνειο nom κώνο κώνος nom κώνωπα κώνωπας nom κώφωση κώφωση nom λ λ nom λάβα λάβα nom λάβαρα λάβαρο nom λάβδανο λάβδανο nom λάβρα λάβρα nom λάβρος λάβρος adj λάβωσε λαβώνω ver λάγνα λάγνα adv λάγνας λάγνος adj λάδι λάδι nom λάδωμα λάδωμα nom λάθε λανθάνω ver λάθη λάθος nom λάιν λάιν nom λάκα λάκα nom λάκκο λάκκος nom λάκτισμα λάκτισμα nom λάλημα λάλημα nom λάλησε λαλώ ver λάλο λάλος adj λάμα λάμα nom λάμδα λάμδα nom λάμπα λάμπα nom λάμπρυναν λαμπρύνω ver λάμψεις λάμψη nom λάνσαραν λανσάρω ver λάντζα λάντζα nom λάντσα λάντσα nom λαξευμένων λαξεύω nom λάξευση λάξευση nom λάπατα λάπατο nom λάρνακα λάρνακα nom λάρυγγα λάρυγγας nom λάσα λάσο nom λάσιο λάσιος adj λάσκα λάσκα adv λάσπες λάσπη nom λάστιχα λάστιχο nom λάτρεις λάτρης nom λάτρευα λατρεύω ver λάφυρά λάφυρο nom λάχανα λάχανο nom λέαινα λέαινα nom λέβητα λέβητας nom λέιζερ λέιζερ adj λέκτορα λέκτορας nom λέμβο λέμβος nom λέμφο λέμφος nom λέμφωμα λέμφωμα nom λέξεις λέξη nom λέοντα λέοντας|λέων nom λέοντας λέοντας nom λέοντες λέων nom λέπι λέπι nom λέπρα λέπρα nom λέπτυνση λέπτυνση nom λέρα λέρα nom λέρωνε λερώνω ver λέσβιο λέσβιος adj λέσι λέσι nom λέσχες λέσχη nom λέτσος λέτσος nom λήγουσα λήγουσα nom λήθαργο λήθαργος nom λήθη λήθη nom λήκυθο λήκυθος nom λήμμα λήμμα nom λήξαν λήξας adj λήξεις λήξη nom λήπτες λήπτης nom λήσταρχο λήσταρχος nom λήστευε ληστεύω ver λήψεις λήψη nom λίαν λίαν adv λίβα λίβας nom λίβανο λίβανος nom λίβελο λίβελος nom λίβρες λίβρα nom λίγδα λίγδα nom λίγκα λίγκα nom λίζινγκ λίζινγκ nom λίθινα λίθινος adj λίθο λίθος nom λίκνα λίκνο nom λίκνισμα λίκνισμα nom λίμα λίμα nom λίμναζαν λιμνάζω ver λίμνες λίμνη nom λίμπιντο λίμπιντο nom λίμπρα λίμπρα nom λίνου λίνο nom λίπανση λίπανση nom λίπασμα λίπασμα nom λίπη λίπος nom λίρα λίρα nom λίστα λίστα nom λίτρα λίτρα nom λίτρο λίτρο nom λίφτινγκ λίφτινγκ nom λίχνιζαν λιχνίζω ver λα λα nom λαέ λαός nom λαίδη λαίδη nom λαίλαπα λαίλαπα nom λαίμαργα λαίμαργα adv λαίμαργη λαίμαργος adj λαβές λαβή nom λαβίδα λαβίδα nom λαβείν λαβείν nom λαβράκι λαβράκι nom λαβυρίνθου λαβύρινθος nom λαβυρινθώδες λαβυρινθώδης adj λαγάνα λαγάνα nom λαγήνι λαγήνι nom λαγαρά λαγαρός adj λαγκάδια λαγκάδι nom λαγκαδιά λαγκαδιά nom λαγνεία λαγνεία nom λαγοί λαγός nom λαγουδάκι λαγουδάκι nom λαγούμι λαγούμι nom λαγούτα λαγούτο nom λαγωνικά λαγωνικό nom λαγόνια λαγόνιος adj λαγών λαγών nom λαδάδικα λαδάδικο nom λαδερά λαδερός adj λαδιά λαδιά nom λαδικό λαδικό nom λαδολέμονο λαδολέμονο nom λαδομπογιά λαδομπογιά nom λαδωμένα λαδώνω ver λαζάνια λαζάνια nom λαθεμένα λαθεύω ver λαθρέμπορο λαθρέμπορος nom λαθραία λαθραία adv λαθραίας λαθραίος adj λαθρεμπορία λαθρεμπορία nom λαθρεμπορίου λαθρεμπόριο nom λαθρεπιβάτες λαθρεπιβάτης nom λαθροθήρες λαθροθήρας nom λαθροθηρία λαθροθηρία nom λαθρομετανάστες λαθρομετανάστης nom λαθρομετανάστευση λαθρομετανάστευση nom λαθροχειρία λαθροχειρία nom λαικές λαικές adj λαιμαργία λαιμαργία nom λαιμητόμο λαιμητόμος nom λαιμοδέτη λαιμοδέτης nom λαιμού λαιμός nom λακέδες λακές nom λακέρδα λακέρδα nom λακκάκι λακκάκι nom λακκοειδή λακκοειδή nom λακκούβα λακκούβα nom λακριντί λακριντί nom λακτίζει λακτίζω ver λακτόζη λακτόζη nom λακωνικά λακωνικά adv λακωνικές λακωνικός adj λακωνικότητα λακωνικότητα nom λαλάς λαλάς nom λαλέ λαλές nom λαλιά λαλιά nom λαμέ λαμέ nom λαμαρίνα λαμαρίνα nom λαμβάνοντες λαμβάνων adj λαμβανομένης λαμβανόμενος adj λαμιβουδίνη λαμιβουδίνη nom λαμπάδα λαμπάδα nom λαμπάδιασε λαμπαδιάζω ver λαμπίκο λαμπίκος nom λαμπαδηδρομία λαμπαδηδρομία nom λαμπαδηδρόμο λαμπαδηδρόμος nom λαμπαδηφορία λαμπαδηφορία nom λαμπερά λαμπερός adj λαμπηδόνας λαμπηδόνα nom λαμπιόνια λαμπιόνι nom λαμπρά λαμπρά adv λαμπρές λαμπρός adj λαμπρότητά λαμπρότητα nom λαμπτήρα λαμπτήρας nom λαμπυρίδες λαμπυρίδα nom λαμπυρίζει λαμπυρίζω ver λανθάνουσα λανθάνων adj λανθασμένα λανθασμένα adv λανθασμένες λανθασμένος adj λανσάρισμα λανσάρισμα nom λαντζέρης λαντζέρης nom λαντό λαντό nom λαξευτά λαξευτά adv λαξευτές λαξευτός adj λαξεύματα λάξευμα nom λαογράφο λαογράφος nom λαογραφία λαογραφία nom λαογραφικά λαογραφικός adj λαοθάλασσα λαοθάλασσα nom λαοκρατία λαοκρατία nom λαοκρατικής λαοκρατικός adj λαομίσητος λαομίσητος adj λαοπλάνος λαοπλάνος nom λαοπρόβλητος λαοπρόβλητος adj λαοσύναξη λαοσύναξη nom λαουτζίκος λαουτζίκος nom λαουτιέρη λαουτιέρης nom λαοφιλές λαοφιλής adj λαούτα λαούτο nom λαπάς λαπάς nom λαπαροσκόπηση λαπαροσκόπηση nom λαπαροτομία λαπαροτομία nom λαπωνική λαπωνική adj λαρδί λαρδί nom λαρυγγίτιδα λαρυγγίτιδα nom λαρυγγισμούς λαρυγγισμός nom λαρύγγι λαρύγγι nom λασία λασία nom λασπολογία λασπολογία nom λασπολόγο λασπολόγος nom λασπωμένα λασπώνω ver λασπόλουτρα λασπόλουτρο nom λασπώδεις λασπώδης adj λαστιχένια λαστιχένιος adj λατέξ λατέξ nom λατέρνα λατέρνα nom λατερνατζής λατερνατζής nom λατινικά λατινικά adv λατινικές λατινικός adj λατινιστή λατινιστής nom λατινιστί λατινιστί adv λατινοαμερικάνικα λατινοαμερικάνικος adj λατινογενή λατινογενής adj λατομεία λατομείο nom λατομικές λατομικός adj λατρεία λατρεία nom λατρευτές λατρευτής nom λατρευτή λατρευτός adj λατρευτικά λατρευτικά adv λατρευτικές λατρευτικός adj λατόμους λατόμος nom λατύπη λατύπη nom λαφίτης λαφίτης nom λαφυραγωγία λαφυραγωγία nom λαφυραγωγοί λαφυραγωγός nom λαφυραγωγούν λαφυραγωγώ ver λαφυραγώγηση λαφυραγώγηση nom λαχάνιασμα λαχάνιασμα nom λαχανάκια λαχανάκι nom λαχανίδες λαχανίδα nom λαχαναγορά λαχαναγορά nom λαχανιάζει λαχανιάζω ver λαχανικά λαχανικό nom λαχανόκηποι λαχανόκηπος nom λαχεία λαχείο nom λαχειοφόρο λαχειοφόρος adj λαχνοί λαχνός nom λαχνών λάχνη nom λαχτάρα λαχτάρα nom λαχταρά λαχταράω ver λαχταριστά λαχταριστός adj λαύρα λαύρα nom λεία λείος adj λειασμένο λειαίνω adj λείανση λείανση nom λείψανό λείψανο adj λεβάντα λεβάντα nom λεβάντε λεβάντες nom λεβέντες λεβέντης nom λεβέντικο λεβέντικος adj λεβέτι λεβέτι nom λεβαντίνικη λεβαντίνικος adj λεβεντιά λεβεντιά nom λεβεντόπαιδο λεβεντόπαιδο nom λεβητοστάσια λεβητοστάσιο nom λεγεωνάριο λεγεωνάριος nom λεγεώνα λεγεώνα nom λεγόμενες λεγόμενος adj λεζάντα λεζάντα nom λεηλάτησαν λεηλατώ ver λεηλασία λεηλασία nom λειαντικό λειαντικός adj λειμώνας λειμώνας nom λειρί λειρί nom λειτουργήματα λειτούργημα nom λειτουργήσει λειτουργώ ver λειτουργία λειτουργία nom λειτουργικά λειτουργικά adv λειτουργικές λειτουργικός adj λειτουργικότητα λειτουργικότητα nom λειτουργοί λειτουργός nom λειτουργούντα λειτουργών adj λειχήνα λειχήνα nom λειψά λειψός adj λειψανδρία λειψανδρία nom λειψανοθήκες λειψανοθήκη nom λειψυδρία λειψυδρία nom λεκάνες λεκάνη nom λεκέ λεκές nom λεκανοπέδιο λεκανοπέδιο nom λεκιάζει λεκιάζω ver λεκιθίνη λεκιθίνη nom λεκτικά λεκτικά adv λεκτικές λεκτικός adj λελέκια λελέκι nom λελογισμένη λελογισμένος adj λεμβούχων λεμβούχος nom λεμονάδα λεμονάδα nom λεμονιά λεμονιά nom λεμονιού λεμόνι nom λεμονόκουπες λεμονόκουπα nom λεμπέσης λεμπέσης nom λεμφαδένα λεμφαδένας nom λεμφαδενίτιδα λεμφαδενίτιδα nom λεμφαδενοπάθεια λεμφαδενοπάθεια nom λεμφικού λεμφικός adj λεμφοκοκκίωμα λεμφοκοκκίωμα nom λεμφοκυττάρων λεμφοκύτταρο nom λενινισμό λενινισμός nom λενινιστικές λενινιστικός adj λενινιστών λενινιστής nom λεξικά λεξικός adj λεξικογράφο λεξικογράφος nom λεξικογραφία λεξικογραφία nom λεξικογραφικά λεξικογραφικά adv λεξικογραφική λεξικογραφικός adj λεξιλογίου λεξιλόγιο nom λεξιλογικές λεξιλογικός adj λεοντή λεοντή nom λεοντοκεφαλές λεοντοκεφαλή nom λεοντόκαρδο λεοντόκαρδος adj λεοντόμορφος λεοντόμορφος adj λεοπάρδαλη λεοπάρδαλη nom λεπίδα λεπίδα nom λεπίδι λεπίδι nom λεπιδοειδή λεπιδοειδή adj λεπιδοπτέρων λεπιδόπτερο nom λεπρή λεπρός adj λεπτά λεπτά adv λεπτές λεπτός adj λεπταίνει λεπταίνω ver λεπτεπίλεπτα λεπτεπίλεπτος adj λεπτοκαμωμένα λεπτοκαμωμένος adj λεπτολογία λεπτολογία nom λεπτολόγος λεπτολόγος adj λεπτομέρειές λεπτομέρεια nom λεπτομερές λεπτομερής adj λεπτομερέστατα λεπτομερώς adv λεπτομερειακά λεπτομερειακά adv λεπτομερειακές λεπτομερειακός adj λεπτουργήματα λεπτούργημα nom λεπτουργός λεπτουργός nom λεπτοφυή λεπτοφυής adj λεπτόκοκκη λεπτόκοκκος adj λεπτόν λεπτό nom λεπτότητα λεπτότητα nom λερά λερός adj λερναία λερναίος adj λεσβία λεσβία nom λεσβιακά λεσβιακός adj λετονικά λετονικά adj λετονικές λετονικές adj λετονική λετονική nom λετονικού λετονικού adj λετονικών λετονικών adj λεττονικά λεττονικά adj λεττονοί λεττονοί nom λευκά λευκός adj λευκαδίτικες λευκαδίτικος adj λευκαντικά λευκαντικός adj λευκοκυττάρων λευκοκύτταρο nom λευκοκυττάρωση λευκοκυττάρωση nom λευκοσίδηρο λευκοσίδηρος nom λευκοτσικνιάς λευκοτσικνιάς nom λευκωμάτων λεύκωμα nom λευκωματίνη λευκωματίνη adj λευκωματουρία λευκωματουρία nom λευκότητα λευκότητα nom λευκόχρυσο λευκόχρυσος nom λευτεριά λευτεριά nom λευτερωθεί λευτερώνω ver λευχαιμία λευχαιμία nom λεφτά λεφτάς nom λεχρίτης λεχρίτης nom λεχώνα λεχώνα nom λεωφορεία λεωφορείο nom λεωφορειακές λεωφορειακός adj λεωφόρο λεωφόρος nom λεόντεια λεόντειος adj λεύγες λεύγα nom λεύκα λεύκα nom λεύκανση λεύκανση nom λεύκες λεύκη nom ληθαργική ληθαργικός adj λημέρι λημέρι nom λημματογράφηση λημματογράφηση nom λημματολόγιο λημματολόγιο nom ληνό ληνός nom ληξίαρχος ληξίαρχος nom ληξιαρχεία ληξιαρχείο nom ληξιαρχικά ληξιαρχικός adj ληξιπρόθεσμα ληξιπρόθεσμος adj λησμονήθηκαν λησμονώ ver λησμονιά λησμονιά nom λησμοσύνης λησμοσύνη nom ληστές ληστής nom λησταρχίνα λησταρχίνα nom ληστεία ληστεία nom ληστοσυμμορία ληστοσυμμορία nom ληστρικά ληστρικός adj ληφθέν ληφθείς adj λιάζεται λιάζω ver λιακάδα λιακάδα nom λιακωτά λιακωτό nom λιανά λιανός adj λιανικά λιανικός adj λιανικό λιανικό adj λιανοπωλητές λιανοπωλητής nom λιανοτράγουδα λιανοτράγουδο nom λιαστά λιαστός adj λιβάδι λιβάδι nom λιβάνι λιβάνι nom λιβανέζικης λιβανέζικος adj λιβανιστήρι λιβανιστήρι nom λιβελογράφημα λιβελογράφημα nom λιβρέα λιβρέα nom λιγάκι λιγάκι adv λιγνίνη λιγνίνη nom λιγνίτες λιγνίτης nom λιγνιτωρυχεία λιγνιτωρυχείο nom λιγνιτωρύχοι λιγνιτωρύχος nom λιγνό λιγνός adj λιγοστά λιγοστός adj λιγοστέψει λιγοστεύω ver λιγουρεύεται λιγουρεύομαι ver λιγούρας λιγούρα nom λιγούρης λιγούρης adj λιγόλογος λιγόλογος adj λιθάνθρακα λιθάνθρακας nom λιθάρι λιθάρι nom λιθοβολήθηκαν λιθοβολώ ver λιθοβολία λιθοβολία nom λιθοβολισμού λιθοβολισμός nom λιθογράφο λιθογράφος nom λιθογραφία λιθογραφία nom λιθογραφείο λιθογραφείο nom λιθογραφικές λιθογραφικός adj λιθοδομές λιθοδομή nom λιθοξόους λιθοξόος nom λιθοτριψίας λιθοτριψία nom λιθουανικά λιθουανικός adj λιθόκτιστες λιθόκτιστος adj λιθόστρωτα λιθόστρωτος adj λιθόσφαιρα λιθόσφαιρα nom λικέρ λικέρ nom λικνίζει λικνίζω ver λιλά λιλά adj λιλιπούτεια λιλιπούτειος adj λιμάνι λιμάνι nom λιμένα λιμήν nom λιμένας λιμένας nom λιμανάκι λιμανάκι nom λιμενάρχες λιμενάρχης nom λιμενίσκο λιμενίσκος nom λιμεναρχεία λιμεναρχείο nom λιμενικά λιμενικός adj λιμενισμού λιμενισμού nom λιμενοβραχίονα λιμενοβραχίονας nom λιμενοφυλάκων λιμενοφύλακας nom λιμναία λιμναίος adj λιμνοθάλασσα λιμνοθάλασσα nom λιμνούλα λιμνούλα nom λιμνόφιδο λιμνόφιδο adj λιμοί λιμός nom λιμοκτονήσουν λιμοκτονώ ver λιμοκτονία λιμοκτονία nom λιμουζίνα λιμουζίνα nom λιμπεραλισμός λιμπεραλισμός nom λιμπρέτα λιμπρέτο nom λιμπρετίστα λιμπρετίστας nom λινά λινός adj λινάρι λινάρι nom λινάτσα λινάτσα nom λινέλαιο λινέλαιο nom λινοτυπικές λινοτυπικός adj λιντσάρει λιντσάρω ver λιντσάρισμα λιντσάρισμα nom λινόλεουμ λινόλεουμ nom λιομάζωμα λιομάζωμα nom λιοντάρι λιοντάρι nom λιονταρίνα λιονταρίνα nom λιονταρίσια λιονταρίσιος adj λιοπύρι λιοπύρι nom λιοτρίβι λιοτρίβι nom λιπαίνει λιπαίνω ver λιπαντής λιπαντής nom λιπαντικά λιπαντικός adj λιπαρά λιπαρός adj λιπιδίων λιπίδιο nom λιποθυμά λιποθυμάω ver λιποθυμία λιποθυμία nom λιποθυμικές λιποθυμικός adj λιποτάκτες λιποτάκτης nom λιποτάκτησαν λιποτακτώ ver λιποταξία λιποταξία nom λιποψυχία λιποψυχία nom λιποψύχησαν λιποψυχώ ver λιπόσαρκη λιπόσαρκος adj λιπώδεις λιπώδης adj λιρέτα λιρέτα nom λιστερίωση λιστερίωση nom λιτά λιτά adv λιτάνευση λιτάνευση nom λιτές λιτός adj λιτανεία λιτανεία nom λιτοδίαιτο λιτοδίαιτος adj λιτότητά λιτότης nom λιτότητας λιτότητα nom λιτών λιτή nom λιχουδιά λιχουδιά nom λιόγερμα λιόγερμα nom λιόδεντρα λιόδεντρο nom λιόφυτα λιόφυτος adj λιώμα λιώμα nom λιώσιμο λιώσιμο nom λοίμωξη λοίμωξη nom λοίσθια λοίσθιος adj λοβαστατίνη λοβαστατίνη adj λοβοί λοβός nom λοβοτομές λοβοτομή nom λογάδες λογάδας|λογάς nom λογάκια λογάκι nom λογάριαζαν λογαριάζω ver λογάριθμοι λογάριθμος nom λογής λογής nom λογίζεται λογίζομαι ver λογίου λόγιο nom λογίστρια λογίστρια nom λογαριασμοί λογαριασμός nom λογαριθμικές λογαριθμικός adj λογικά λογικά adv λογικές λογικός adj λογικευτεί λογικεύομαι ver λογικόν λογικό nom λογικότητα λογικότητα nom λογιοσύνη λογιοσύνη nom λογιοτατισμός λογιοτατισμός nom λογισμικά λογισμικό nom λογισμοί λογισμός nom λογιστές λογιστής nom λογιστήριο λογιστήριο nom λογιστικά λογιστικός adj λογιότατος λάγιος adj λογιότητα λογιότητα nom λογογράφο λογογράφος nom λογοδοσία λογοδοσία nom λογοδοτήσει λογοδοτώ ver λογοθέτης λογοθέτης nom λογοκλοπή λογοκλοπή nom λογοκλόπους λογοκλόπος nom λογοκρίθηκαν λογοκρίνω ver λογοκρισία λογοκρισία nom λογοκριτές λογοκριτής nom λογοκριτικά λογοκριτικός adj λογομάχησαν λογομαχώ ver λογομαχία λογομαχία nom λογοπαίγνια λογοπαίγνιο nom λογοτέχνες λογοτέχνης nom λογοτέχνημα λογοτέχνημα nom λογοτέχνιδα λογοτέχνις nom λογοτεχνία λογοτεχνία nom λογοτεχνικά λογοτεχνικά adv λογοτεχνικές λογοτεχνικός adj λογοτύπου λογότυπος nom λογχίζεται λογχίζω ver λογχοειδής λογχοειδής adj λογότυπα λογότυπο nom λογύδρια λογύδριο nom λοιδορία λοιδορία nom λοιμοί λοιμός nom λοιμογόνα λοιμογόνος adj λοιμωδών λοιμώδης adj λοιπά λοιπός adj λοιπόν λοιπόν adv λοκαντιέρα λοκαντιέρα nom λονδρέζικα λονδρέζικος adj λοξά λοξά adv λοξές λοξός adj λοξίας λοξίας nom λοξοδρομήσει λοξοδρομώ ver λοξοδρόμηση λοξοδρόμηση nom λοξότητα λοξότητα nom λοραταδίνη λοραταδίνη nom λοσιόν λοσιόν nom λοστούς λοστός nom λοστρόμοι λοστρόμος nom λοταρία λοταρία nom λουίζα λουίζα nom λουδοβίκεια λουδοβίκειος adj λουθηρανή λουθηρανός adj λουθηρανικής λουθηρανικός adj λουκάνικα λουκάνικο nom λουκέτα λουκέτο nom λουκουμάδες λουκουμάς nom λουκούμι λουκούμι nom λουλά λουλάς nom λουλάκι λουλάκι nom λουλακί λουλακής adj λουλουδάκι λουλουδάκι nom λουλουδάτα λουλουδάτος adj λουλουδένια λουλουδένιος adj λουλουδιού λουλούδι nom λουμπάγκο λουμπάγκο nom λουξεμβουργιανά λουξεμβουργιανός adj λουξεμβουργου λουξεμβουργου nom λουομένων λουόμενος adj λουρί λουρί nom λουρίδα λουρίδα nom λουσίματος λούσιμο nom λουστρίνι λουστρίνι nom λουστραρισμένη λουστράρω ver λουτήρα λουτήρας nom λουτρά λουτρό nom λουτρικές λουτρικός adj λουτροθεραπεία λουτροθεραπεία nom λουτροπόλεις λουτρόπολη nom λουτρού λουτρός nom λουφάζοντας λουφάζω ver λοφία λοφίας nom λοφίο λοφίο nom λοφίσκο λοφίσκος nom λοφοπλαγιές λοφοπλαγιά nom λοφώδες λοφώδης adj λοχία λοχίας nom λοχαγοί λοχαγός nom λοχεία λοχεία nom λούκι λούκι nom λούμπα λούμπα nom λούμπεν λούμπεν adj λούπα λούπα nom λούπινο λούπινο nom λούρες λούρα nom λούσα λούσο nom λούστρο λούστρος nom λούστρου λούστρο nom λούτσος λούτσος nom λούφα λούφα nom λυγίζει λυγίζω ver λυγίσει λυγάω|λυγίζω ver λυγαριά λυγαριά nom λυγερή λυγερός adj λυγισμένα λυγάω adj λυγισμό λυγισμός nom λυγμοί λυγμός nom λυθρίνι λυθρίνι nom λυκάνθρωπο λυκάνθρωπος nom λυκίσκο λυκίσκος nom λυκαυγές λυκαυγές nom λυκείου λύκειο nom λυκειάρχη λυκειάρχης nom λυκειακή λυκειακή adj λυκειακό λυκειακό adj λυκουρίνο λυκουρίνος nom λυκόπουλα λυκόπουλο nom λυκόσκυλα λυκόσκυλο nom λυκόφως λυκόφως nom λυμάτων λύμα nom λυμαίνεται λυμαίνομαι ver λυπάμαι λυπούμαι ver λυπήσει λυπώ ver λυπηρά λυπηρά adv λυπηρές λυπηρός adj λυπητερά λυπητερός adj λυράρη λυράρης nom λυρικά λυρικά adv λυρικές λυρικός adj λυρισμού λυρισμός nom λυσοσωμάτων λυσόσωμα nom λυσοσωματικής λυσοσωματικής adj λυσσαλέα λυσσαλέα adv λυσσαλέας λυσσαλέος adj λυσσασμένα λυσσάω ver λυσσομανούν λυσσομανώ ver λυσσωδώς λυσσωδώς adv λυσσώδεις λυσσώδης adj λυτά λυτός adj λυτρωθεί λυτρώνω ver λυτρωμού λυτρωμός nom λυτρωτές λυτρωτής nom λυτρωτικά λυτρωτικά adv λυτρωτική λυτρωτικός adj λυτρώσεως λύτρωση nom λυχνάρι λυχνάρι nom λυχνία λυχνία nom λυχνίτης λυχνίτης nom λυόμενα λυόμενο nom λωποδύτες λωποδύτης nom λωρίδα λωρίδα nom λωτοί λωτός nom λωτοφάγοι λωτοφάγος adj λόγγο λόγγος nom λόγια λόγος nom λόγιο λόγιος nom λόγκο λόγκος nom λόγχες λόγχη nom λόγω λόγω pre λόμπι λόμπι nom λόξα λόξα nom λόξυγγα λόξυγγας nom λόρδο λόρδος nom λότο λότος nom λόφο λόφος nom λόχμες λόχμη nom λόχο λόχος nom λύγισμα λύγισμα nom λύγκα λύγκας nom λύεται λύω ver λύκαινα λύκαινα nom λύκε λύκος nom λύπες λύπη nom λύπηση λύπηση nom λύρα λύρα nom λύσεις λύση nom λύσιμο λύσιμο nom λύσσα λύσσα nom λύτες λύτης nom λύτρα λύτρα nom λύχνο λύχνος nom λώρου λώρος nom μ με pre μάαστριχτ μάαστριχτ nom μάγειρα μάγειρας nom μάγειροι μάγειρος nom μαγεύουν μαγεύω ver μάγια μάγια nom μάγισσα μάγισσα nom μάγκα μάγκας nom μάγκικα μάγκικα adv μάγμα μάγμα nom μάγο μάγος nom μάγουλα μάγουλο nom μάδα μαδάω ver μάδημα μάδημα nom μάζα μάζα nom μάζεμα μάζεμα nom μάζευα μαζεύω ver μάζωμα μάζωμα nom μάζωξη μάζωξη nom μάθημά μάθημα nom μάθησή μάθηση nom μάθους μάθος nom μάκινα μάκινα nom μάκρος μάκρος nom μάκρυναν μακραίνω|μακρύνω ver μάλαμα μάλαμα nom μάλαξη μάλαξη nom μάλη μάλη nom μάλιστα μάλιστα adv μάλλινα μάλλινος adj μάλλον μάλλον adv μάλωναν μαλώνω ver μάμος μάμος nom μάνα μάνα nom μάνατζερ μάνατζερ nom μάνατζμεντ μάνατζμεντ nom μάνδρα μάνδρα nom μάνητα μάνητα nom μάνικα μάνικα nom μάνταλα μάνταλο nom μάνταλο μάνταλος nom μάντεις μάντης nom μάντεμα μάντεμα nom μάντευαν μαντεύω ver μάντισσα μάντισσα nom μάντρα μάντρα nom μάξι μάξη nom μάξιμουμ μάξιμουμ nom μάπα μάπα nom μάραθα μάραθο nom μάραθο μάραθος nom μάραναν μαραίνω ver μάργες μάργα nom μάρκα μάρκα nom μάρκαρα μαρκάρω ver μάρκετιγκ μάρκετιγκ nom μάρκετινγκ μάρκετινγκ nom μάρκο μάρκο nom μάρμαρα μάρμαρο nom μάρσιπο μάρσιπος nom μάρτυρα μάρτυρας nom μάσα μασάω ver μάσημα μάσημα nom μάσηση μάσηση nom μάσκα μάσκα nom μάστερ μάστερ nom μάστιγα μάστιγα nom μάστιζαν μαστίζω ver μάστορα μάστορης nom μάστορας μάστορας nom μάταια μάταια adv μάταιες μάταιος adj μάτην μάτην adv μάτι μάτι nom μάτιασμα μάτιασμα nom μάτσα μάτσο nom μάτωνε ματώνω ver μάχαιρα μάχαιρα nom μάχες μάχη nom μάχεσαι μάχομαι ver μάχιμα μάχιμος adj μέγα μέγας adj μέγαιρα μέγαιρα nom μέγαρα μέγαρο nom μέγεθος μέγεθος nom μέγιστη μεγάλος adj μέγκλα μέγκλα nom μέδουσα μέδουσα nom μέθεξη μέθεξη nom μέθη μέθη nom μέθοδο μέθοδος nom μέθυσα μεθάω ver μέθυσο μέθυσος nom μέλαθρο μέλαθρο nom μέλαινα μελαίνω ver μέλη μέλος nom μέλημα μέλημα nom μέλι μέλι nom μέλισσα μέλισσα nom μέλλον μέλλων adj μέλλοντας μέλλοντας nom μέλλοντος μέλλον nom μέλλος μέλλος nom μένεα μένεα nom μένης μένης ver μένος μένος nom μέντα μέντα nom μέντιουμ μέντιουμ nom μέντορα μέντορας nom μέρα μέρα nom μέραρχο μέραρχος nom μέρει μέρει nom μέρη μέρος nom μέριμνα μέριμνα nom μέρισμα μέρισμα nom μέρμηγκα μέρμηγκας nom μέσα μέσα adv μέσες μέσος adj μέσω μέσω pre μέταλλα μέταλλο nom μέτοικοι μέτοικος nom μέτοχο μέτοχος nom μέτρα μέτρο nom μέτραγε μετράω ver μέτρημα μέτρημα nom μέτρηση μέτρηση nom μέτρια μέτρια adv μέτριας μέτριος adj μέτρω μέτρω adv μέτωπα μέτωπο nom μέχρι μέχρι pre μή μή nom μήδισαν μηδίζω ver μήκη μήκος nom μήλα μήλο nom μήνα μήνας nom μήνες μήνη nom μήνιγγες μήνιγγα nom μήνις μήνις nom μήνυμα μήνυμα nom μήνυσαν μηνύω|μηνώ ver μήνυση μήνυση nom μήπως μήπως adv μήτε μήτε con μήτερ μητέρα nom μήτρα μήτρα nom μίασμα μίασμα nom μίγδην μίγδην adv μίγμα μίγμα nom μίζα μίζα nom μίζερα μίζερος adj μίκραινε μικραίνω ver μίλα μιλάω ver μίλι μίλι nom μίλια μίλιον nom μίμηση μίμηση nom μίμο μίμος nom μίνι μίνι adj μίνια μίνιο nom μίνιμουμ μίνιμουμ nom μίξεις μίξη nom μίξερ μίξερ nom μίσεψες μισεύω ver μίση μίσης nom μίσησα μισώ ver μίσθωμα μίσθωμα nom μισθώνονται μισθώνω ver μίσθωση μίσθωση nom μίσος μίσος nom μίσχο μίσχος nom μίτο μίτος nom μίτρα μίτρα nom μα μα con μαέστρο μαέστρος nom μαία μαία nom μαίανδρο μαίανδρος nom μαίνεται μαίνομαι ver μαβί μαβής adj μαγαζάτορα μαγαζάτορας nom μαγαζί μαγαζί nom μαγγάνιο μαγγάνιο nom μαγγανεία μαγγανεία nom μαγεία μαγεία nom μαγείρεμα μαγείρεμα nom μαγείρευαν μαγειρεύω ver μαγείρισσα μαγείρισσα nom μαγείρων μάγειρας|μάγειρος nom μαγειρίτσα μαγειρίτσα nom μαγειρεία μαγειρείο nom μαγειρευτά μαγειρευτός adj μαγειρικά μαγειρικός adj μαγευτικά μαγευτικός adj μαγιά μαγιά nom μαγιάτικα μαγιάτικος adj μαγικά μαγικά adv μαγικές μαγικός adj μαγιονέζα μαγιονέζα nom μαγιό μαγιό nom μαγκάλι μαγκάλι nom μαγκάνι μαγκάνι nom μαγκιά μαγκιά nom μαγκούρα μαγκούρα nom μαγματικά μαγματικός adj μαγνήσιο μαγνήσιο nom μαγνήτες μαγνήτης nom μαγνήτιζε μαγνητίζω ver μαγνητίτη μαγνητίτης nom μαγνητικά μαγνητικός adj μαγνητισμού μαγνητισμός nom μαγνητοσκοπήθηκαν μαγνητοσκοπώ ver μαγνητοσκοπήσεις μαγνητοσκόπηση nom μαγνητοταινία μαγνητοταινία nom μαγνητοφωνήθηκε μαγνητοφωνώ ver μαγνητοφώνου μαγνητόφωνο nom μαγνητόμετρο μαγνητόμετρο nom μαγουλάδες μαγουλάδες nom μαδέρια μαδέρι nom μαεστρία μαεστρία nom μαζί μαζί adv μαζικά μαζικά adv μαζικές μαζικός adj μαζορέτες μαζορέτες nom μαζοχισμού μαζοχισμός nom μαζοχιστές μαζοχιστής nom μαζοχιστική μαζοχιστικός adj μαζούρκα μαζούρκα nom μαζούτ μαζούτ nom μαθήτευαν μαθητεύω ver μαθήτρια μαθήτρια nom μαθευτεί μαθεύομαι ver μαθεύτηκαν μαθαίνω|μαθεύομαι ver μαθη μαθη ver μαθηματικά μαθηματικός adj μαθηματικώς μαθηματικώς adv μαθηση μαθηση nom μαθησιακά μαθησιακός adj μαθητές μαθητής nom μαθητεία μαθητεία nom μαθητευομένου μαθητευόμενος adj μαθητικά μαθητικός adj μαθητολόγια μαθητολόγιο nom μαθητούδια μαθητούδι nom μαθουσάλας μαθουσάλας nom μαθός μαθός nom μαιανδρική μαιανδρικός adj μαιευτήρα μαιευτήρας nom μαιευτήρια μαιευτήριο nom μαιευτικά μαιευτικός adj μαικήνα μαικήνας nom μαινάδα μαινάδα nom μαινόμενη μαινόμενος adj μαιτρ μαιτρ nom μαιτρέσα μαιτρέσα nom μακάβρια μακάβριος adj μακάρι μακάρι sw μακάρια μακάριος adj μακάριζαν μακαρίζω ver μακέτα μακέτα nom μακί μακί nom μακαρίτες μακαρίτης nom μακαρίτισσα μακαρίτισσα nom μακαρθισμού μακαρθισμός nom μακαριστού μακαριστός adj μακαριότητα μακαριότητα nom μακαρονάδα μακαρονάδα nom μακαρονάς μακαρονάς nom μακαρονιών μακαρόνι nom μακεδονίτικα μακεδονίτικος adj μακεδονικά μακεδονικός adj μακεδονομάχοι μακεδονομάχος nom μακελάρη μακελάρης nom μακελειού μακελειό nom μακιαβελική μακιαβελικός adj μακιαβελισμού μακιαβελισμός nom μακιγιάζ μακιγιάζ nom μακιγιάρει μακιγιάρω ver μακιγιέζ μακιγιέζ nom μακιγιέρ μακιγιέρ nom μακκίας μακκίας nom μακρών μακρύς nom μακράν μακράν adv μακραίνει μακραίνω ver μακραίωνα μακραίωνος adj μακρηγορήσω μακρηγορώ ver μακρηγορία μακρηγορία nom μακριά μακριά adv μακρινά μακρινός adj μακρο μακρο adj μακροβιότητα μακροβιότητα nom μακροβούτι μακροβούτι nom μακροζωία μακροζωία nom μακροημέρευση μακροημέρευση nom μακροημερεύσει μακροημερεύω ver μακροθυμία μακροθυμία nom μακρομορίων μακρομορίων nom μακρομόριο μακρομόριο nom μακροοικονομία μακροοικονομία nom μακροοικονομικά μακροοικονομικός adj μακροπρόθεσμα μακροπρόθεσμα adv μακροπρόθεσμες μακροπρόθεσμος adj μακροσκελές μακροσκελής adj μακροσκοπικά μακροσκοπικός adj μακρουλό μακρουλός adj μακροφάγα μακροφάγα adj μακροχρόνια μακροχρόνιος adj μακρόβια μακρόβιος adj μακρόθεν μακρόθεν adv μακρόθυμη μακρόθυμος adj μακρόκοσμο μακρόκοσμος nom μακρόπνοες μακρόπνοος adj μακρόστενα μακρόστενος adj μακρόσυρτα μακρόσυρτος adj μακό μακό nom μαλάκα μαλάκας nom μαλάκια μαλάκιο nom μαλάκυνση μαλάκυνση nom μαλάκωνε μαλακώνω ver μαλάρια μαλάρια nom μαλαγουζιά μαλαγουζιά nom μαλαθείο μαλαθείο nom μαλακά μαλακά adv μαλακές μαλακός adj μαλακία μαλακία nom μαλακτικά μαλακτικός adj μαλακόστρακα μαλακόστρακο nom μαλακότητα μαλακότητα nom μαλαματένιες μαλαματένιος adj μαλαχίτη μαλαχίτης nom μαλθακά μαλθακός adj μαλθακότητα μαλθακότητα nom μαλλί μαλλί nom μαλλιάσει μαλλιάζω ver μαλλιαρή μαλλιαρός adj μαλλιοτράβηγμα μαλλιοτράβηγμα nom μαλτέζικα μαλτέζικος adj μαλώματα μάλωμα nom μαμά μαμά nom μαμάκα μαμάκα nom μαμή μαμή nom μαμού μαμός nom μαμούθ μαμούθ nom μαμούνι μαμούνι nom μανά μανός adj μανάβη μανάβης nom μανάβικα μανάβικο nom μανάρι μανάρι nom μανέστρα μανέστρα nom μανία μανία nom μανίκι μανίκι nom μανδήλιο μανδήλιο nom μανδαρίνικα μανδαρίνικα nom μανδαρίνο μανδαρίνος nom μανδηλαριά μανδηλαριά nom μανδραγόρα μανδραγόρας nom μανδύα μανδύας nom μανεκέν μανεκέν nom μανιάτικα μανιάτικος adj μανιέρα μανιέρα nom μανιακά μανιακός adj μανιασμένα μανιασμένα adv μανιασμένη μανιάζω ver μανιβέλα μανιβέλα nom μανιερισμού μανιερισμός nom μανικέτια μανικέτι nom μανικετόκουμπα μανικετόκουμπο nom μανικιούρ μανικιούρ nom μανιοκατάθλιψη μανιοκατάθλιψη nom μανιοκαταθλιπτική μανιοκαταθλιπτικός adj μανιτάρι μανιτάρι nom μανιφέστα μανιφέστο nom μανιωδών μανιώδης adj μανιωδώς μανιωδώς adv μαννιτόλη μαννιτόλη nom μανουάλια μανουάλι nom μανουβράρει μανουβράρω ver μανούβρα μανούβρα nom μανούλι μανούλι nom μανούρι μανούρι nom μανσέτες μανσέτες nom μαντάμ μαντάμ nom μαντάτα μαντάτο nom μαντέκα μαντέκα nom μαντέμι μαντέμι nom μαντήλι μαντήλι nom μαντίλα μαντίλα nom μαντίλι μαντίλι nom μαντίλια μαντίλια nom μανταλάκι μανταλάκι nom μανταρίνι μανταρίνι nom μανταρινιές μανταρινιά nom μαντεία μαντεία nom μαντείο μαντείο nom μαντζουράνα μαντζουράνα nom μαντζούνι μαντζούνι nom μαντικές μαντικός adj μαντιλάκι μαντιλάκι nom μαντινάδα μαντινάδα nom μαντολάτα μαντολάτο nom μαντολίνα μαντολίνο nom μαντολινάτα μαντολινάτα nom μαντρί μαντρί nom μαντρόσκυλα μαντρόσκυλο nom μαντρώνει μαντρώνω ver μαντό μαντό nom μανόλια μανόλια nom μανόμετρα μανόμετρο nom μαξιλάρι μαξιλάρι nom μαξιλαράκι μαξιλαράκι nom μαξιλαροθήκες μαξιλαροθήκη nom μαξιμαλισμός μαξιμαλισμός nom μαξιμαλιστές μαξιμαλιστής nom μαξιμαλιστικές μαξιμαλιστικός adj μαονιού μαόνι nom μαουνιέρηδες μαουνιέρης nom μαούνα μαούνα nom μαράζι μαράζι nom μαράζωνε μαραζώνω ver μαρέγκα μαρέγκα nom μαρίδα μαρίδα nom μαρίνα μαρίνα nom μαραγκοί μαραγκός nom μαραθωνοδρόμο μαραθωνοδρόμος nom μαραθώνια μαραθώνιος adj μαραμπού μαραμπού nom μαρασμού μαρασμός nom μαραφέτια μαραφέτι nom μαργαρίνες μαργαρίνη nom μαργαρίτα μαργαρίτα nom μαργαριτάρι μαργαριτάρι nom μαργαριταρένια μαργαριταρένιος adj μαριδάκι μαριδάκι nom μαριναρισμένη μαρινάρω ver μαριονέτα μαριονέτα nom μαριχουάνα μαριχουάνα nom μαρκάρισμα μαρκάρισμα nom μαρκήσιο μαρκήσιος nom μαρκίζα μαρκίζα nom μαρκαδόρο μαρκαδόρος nom μαρκησία μαρκησία nom μαρκούτσι μαρκούτσι nom μαρμάγκα μαρμάγκα nom μαρμάρινα μαρμαρένιος adj μαρμάρωσε μαρμαρώνω ver μαρμίτα μαρμίτα nom μαρμαρά μαρμαράς nom μαρμαρογλυπτική μαρμαρογλυπτικός adj μαρμαρογλυπτικής μαρμαρογλυπτική nom μαρμαροθετήματα μαρμαροθέτημα nom μαρμαρυγή μαρμαρυγή nom μαρμαρυγιακούς μαρμαρυγιακούς adj μαρμελάδα μαρμελάδα nom μαρξίστρια μαρξίστρια nom μαρξισμού μαρξισμός nom μαρξιστές μαρξιστής nom μαρξιστικά μαρξιστικά adv μαρξιστικές μαρξιστικός adj μαροκινά μαροκινός adj μαρουλιού μαρούλι nom μαρουλόφυλλα μαρουλόφυλλο nom μαρς μαρς nom μαρσιποφόρα μαρσιποφόρο nom μαρτίνι μαρτίνι nom μαρτυρά μαρτυρώ ver μαρτυρία μαρτυρία nom μαρτυρίου μαρτύριο nom μαρτυρικά μαρτυρικά adv μαρτυρικές μαρτυρικός adj μαρτυριών μαρτυρία|μαρτυριά nom μαρτυρολόγιο μαρτυρολόγιο nom μαρωνίτη μαρωνίτης nom μασάζ μασάζ nom μασέλα μασέλα nom μασέρ μασέρ nom μασητήρες μασητήρας nom μασιά μασιά nom μασκάρεμα μασκάρεμα nom μασκέ μασκέ adj μασκαράδες μασκαράς nom μασκαράτα μασκαράτα nom μασκαρεμένες μασκαρεύω ver μασκότ μασκότ nom μασονία μασονία nom μασονικά μασονικός adj μασονισμό μασονισμός nom μασουλάει μασουλάω ver μασούρι μασούρι nom μαστέλο μαστέλο nom μαστίγια μαστίγιο nom μαστίγωμα μαστίγωμα nom μαστίγωναν μαστιγώνω ver μαστίγωση μαστίγωση nom μαστίτιδας μαστίτιδα nom μαστίχα μαστίχα nom μαστεκτομή μαστεκτομή nom μαστιγοφόρο μαστιγοφόρος adj μαστιγωτικές μαστιγωτικός adj μαστιχοφόρος μαστιχοφόρος adj μαστοί μαστός nom μαστογραφία μαστογραφία nom μαστοειδές μαστοειδής adj μαστοράντζα μαστοράντζα nom μαστορέματα μαστόρεμα nom μαστοριά μαστοριά nom μαστορική μαστορικός adj μαστουρωμένος μαστουρώνω ver μαστούρας μαστούρα nom μαστραπά μαστραπάς nom μαστροπεία μαστροπεία nom μαστροποί μαστροπός nom μαστόδοντες μαστόδους nom μασχάλες μασχάλα nom μασχαλιαίους μασχαλιαίος adj μασόνοι μασόνος nom ματ ματ nom ματάκι ματάκι nom ματάκια ματάκιας nom ματαίωνε ματαιώνω ver ματαίωση ματαίωση nom ματαιοδοξία ματαιοδοξία nom ματαιοπονία ματαιοπονία nom ματαιοπονεί ματαιοπονώ ver ματαιοτήτων ματαιότητα nom ματαιόδοξες ματαιόδοξος adj ματζόρε ματζόρε nom ματιά ματιά nom ματογυάλια ματογυάλια nom ματρόνα ματρόνα nom ματς ματς nom ματσάκι ματσάκι nom ματσούκι ματσούκι nom μαυρίζει μαυρίζω ver μαυρίλα μαυρίλα nom μαυρίσματος μαύρισμα nom μαυριδερά μαυριδερός adj μαυροδάφνη μαυροδάφνη nom μαυροδέλφινο μαυροδέλφινο adj μαυρομάλλα μαυρομάλλης adj μαυρομάτικα μαυρομάτης adj μαυροντυμένα μαυροντυμένος adj μαυροπίνακα μαυροπίνακας nom μαυροπελαργός μαυροπελαργός nom μαυροπετρίτες μαυροπετρίτες num μαυροτσούκαλο μαυροτσούκαλο nom μαυροφορεμένες μαυροφορώ ver μαυροφόροι μαυροφόρος nom μαυρόπευκα μαυρόπευκα nom μαυσωλεία μαυσωλείο nom μαφία μαφία nom μαφιόζικες μαφιόζικος adj μαφιόζο μαφιόζος nom μαφόριο μαφόριο nom μαχήτρια μαχήτρια nom μαχαίρας μαχαίρα nom μαχαίρι μαχαίρι nom μαχαίρωμα μαχαίρωμα nom μαχαίρωσαν μαχαιρώνω ver μαχαιράκι μαχαιράκι nom μαχαιρίδια μαχαιρίδιο nom μαχαιριά μαχαιριά nom μαχαιροβγάλτες μαχαιροβγάλτης nom μαχαιροπίρουνα μαχαιροπίρουνο nom μαχαλά μαχαλάς nom μαχαραγιά μαχαραγιάς nom μαχητές μαχητός adj μαχητικά μαχητικά adv μαχητικές μαχητικός adj μαχητικότητα μαχητικότητα nom μαύρα μαύρος adj μείγμα μείγμα nom μείξεις μείξη nom μείον μείον adv μείωναν μειώνω ver μείωσή μείωση nom μεγάθυμος μεγάθυμος adj μεγάλωμα μεγάλωμα nom μεγάλωνα μεγαλώνω ver μεγάλως μεγάλως adv μεγάφωνα μεγάφωνο nom μεγέθυνε μεγεθύνω ver μεγέθυνση μεγέθυνση nom μεγαβάτ μεγαβάτ nom μεγαθήρια μεγαθήριο nom μεγαλέμπορο μεγαλέμπορος nom μεγαλαυχία μεγαλαυχία nom μεγαλεία μεγαλείο nom μεγαλειότατε μεγαλειότατος adj μεγαλειότητα μεγαλειότητα nom μεγαλειώδεις μεγαλειώδης adj μεγαλεμπόρων μεγαλέμπορας|μεγαλέμπορος nom μεγαλεπήβολα μεγαλεπήβολος adj μεγαλιθικά μεγαλιθικός adj μεγαλοαπατεώνας μεγαλοαπατεώνας nom μεγαλοαστή μεγαλοαστή nom μεγαλοαστικές μεγαλοαστικός adj μεγαλοαστοί μεγαλοαστός nom μεγαλοβιομήχανο μεγαλοβιομήχανος nom μεγαλογιατρός μεγαλογιατρός nom μεγαλογράμματη μεγαλογράμματος adj μεγαλοδύναμε μεγαλοδύναμος adj μεγαλοεπιχειρηματία μεγαλοεπιχειρηματίας nom μεγαλοκαρχαρίας μεγαλοκαρχαρίας nom μεγαλοκτηματία μεγαλοκτηματίας nom μεγαλομάρτυρες μεγαλομάρτυρας nom μεγαλομανή μεγαλομανής adj μεγαλομανία μεγαλομανία nom μεγαλονήσου μεγαλόνησος nom μεγαλοποιήθηκε μεγαλοποιώ ver μεγαλοπρέπειά μεγαλοπρέπεια nom μεγαλοπρεπές μεγαλόπρεπος adj μεγαλοπρεπέστατα μεγαλόπρεπα adv μεγαλοστομία μεγαλοστομία nom μεγαλοσύνη μεγαλοσύνη nom μεγαλοτσιφλικά μεγαλοτσιφλικάς nom μεγαλουπόλεις μεγαλούπολη nom μεγαλουργήσει μεγαλουργώ ver μεγαλοφυές μεγαλοφυής adj μεγαλοφώνως μεγαλόφωνα adv μεγαλοψυχία μεγαλοψυχία nom μεγαλούργημα μεγαλούργημα nom μεγαλούτσικο μεγαλούτσικος adj μεγαλόκαρδος μεγαλόκαρδος adj μεγαλόπνοα μεγαλόπνοος adj μεγαλόσταυρο μεγαλόσταυρος nom μεγαλόστομα μεγαλόστομος adj μεγαλόσχημοι μεγαλόσχημος adj μεγαλόσωμα μεγαλόσωμος adj μεγαλόψυχα μεγαλόψυχα adv μεγαλόψυχη μεγαλόψυχος adj μεγανθής μεγανθής adj μεγατόνοι μεγατόνος nom μεγατόνους μεγάτονος|μεγατόνος nom μεγεθυντική μεγεθυντικός adj μεγιστάνα μεγιστάνας nom μεγιστοποίηση μεγιστοποίηση nom μεγιστοποιήθηκε μεγιστοποιώ ver μεδίμνους μέδιμνος nom μεδούλι μεδούλι nom μεζέ μεζές nom μεζεδάκια μεζεδάκι nom μεζούρα μεζούρα nom μεθάνιο μεθάνιο nom μεθαδόνη μεθαδόνη nom μεθαύριο μεθαύριο adv μεθεπόμενες μεθεπόμενος adj μεθερμηνεύεται μεθερμηνεύω ver μεθεόρτια μεθεόρτια nom μεθοδευμένα μεθοδεύω ver μεθοδεύσεις μεθόδευση nom μεθοδικά μεθοδικά adv μεθοδικές μεθοδικός adj μεθοδικότητα μεθοδικότητα nom μεθοδιστής μεθοδιστής nom μεθοδολογία μεθοδολογία nom μεθοδολογικά μεθοδολογικός adj μεθορίου μεθόριος adj μεθοριακά μεθοριακός adj μεθυσιού μεθύσι nom μεθυσμένα μεθυσμένος adj μεθυστικά μεθυστικός adj μεθόδο μεθόδο nom μεθύστακα μεθύστακας nom μειδίαμα μειδίαμα nom μειδιά μειδιώ ver μεικτά μικτά adv μεικτές μεικτός adj μειλίχια μειλίχια adv μειλίχιο μειλίχιος adj μειοδοσία μειοδοσία nom μειοδοτικό μειοδοτικός adj μειοδότες μειοδότης nom μειοδότησε μειοδοτώ ver μειοδότρια μειοδότρια nom μειονέκτημα μειονέκτημα nom μειονεκτεί μειονεκτώ ver μειονεκτικά μειονεκτικός adj μειονεκτούν μειονεκτών adj μειονεξία μειονεξία nom μειονοτήτων μειονότητα nom μειονοτικά μειονοτικός adj μειοψήφησε μειοψηφώ ver μειοψηφία μειοψηφία nom μειοψηφικές μειοψηφικός adj μειούμενα μειούμενος adj μειρακίων μειράκιο nom μειωμένα μειωμένος adj μειωτικά μειωτικά adv μειωτικές μειωτικός adj μελάνες μελάνη nom μελάνι μελάνι nom μελάνωμα μελάνωμα nom μελάτο μελάτος adj μελένια μελένιος adj μελέτα μελετώ ver μελέτες μελέτη nom μελέτημα μελέτημα nom μελή μελής adj μελίγκρα μελίγκρα nom μελίρρυτος μελίρρυτος adj μελίσσι μελίσσι nom μελαγχολήσω μελαγχολώ ver μελαγχολία μελαγχολία nom μελαγχολικά μελαγχολικά adv μελαγχολικές μελαγχολικός adj μελανά μελανός adj μελανίνη μελανίνη nom μελανιά μελανιά nom μελανιάζει μελανιάζω ver μελανιών μελανία|μελανιά nom μελανοδοχεία μελανοδοχείο nom μελανοχίτωνες μελανοχίτωνας nom μελανούρι μελανούρι nom μελανόμορφα μελανόμορφος adj μελαχρινά μελαχρινός adj μελαψή μελαψός adj μελετημένα μελετημένα adv μελετηρός μελετηρός adj μελετητές μελετητής nom μελετώμενα μελετώμενος adj μελιού μελιός nom μελισσοκομία μελισσοκομία nom μελισσοκομεία μελισσοκομείο nom μελισσοκομικά μελισσοκομικός adj μελισσοκόμο μελισσοκόμος nom μελισσουργός μελισσουργός nom μελισσοφάγοι μελισσοφάγος adj μελισσότοπο μελισσότοπο nom μελιταίο μελιταίος adj μελιτζάνα μελιτζάνα nom μελιτζανιά μελιτζανής adj μελλοθάνατη μελλοθάνατος adj μελλοντικά μελλοντικά adv μελλοντικές μελλοντικός adj μελλοντικώς μελλοντικώς adv μελλοντολογία μελλοντολογία nom μελλοντολόγο μελλοντολόγος nom μελλονύμφους μελλόνυμφος nom μελλονύμφων μελλόνυμφη nom μελλούμενα μελλούμενος adj μελοδράματα μελόδραμα nom μελοδραματικά μελοδραματικός adj μελοδραματισμό μελοδραματισμός nom μελομακάρονα μελομακάρονο nom μελοποίησαν μελοποιώ ver μελοποίηση μελοποίηση nom μελοποιός μελοποιός nom μελτέμι μελτέμι nom μελτεμάκι μελτεμάκι nom μελωδία μελωδία nom μελωδικά μελωδικά adv μελωδικές μελωδικός adj μελωδός μελωδός nom μελων μελων nom μελό μελό adj μεμβράνες μεμβράνα|μεμβράνη nom μεμβράνη μεμβράνη nom μεμβρανικών μεμβρανικών adj μεμιάς μεμιάς adv μεμονομένων μεμονομένων adj μεμονωμένα μεμονωμένα adv μεμονωμένες μονώνω ver μεμονωμένη μεμονωμένος adj μεμπτές μεμπτός adj μεμψιμοιρία μεμψιμοιρία nom μεν μεν adv μενεξέ μενεξές nom μενεξεδένια μενεξεδένιος adj μενεξεδί μενεξεδής adj μενθόλη μενθόλη nom μενουέτο μενουέτο nom μενού μενού nom μενσεβίκους μενσεβίκος nom μενταγιόν μενταγιόν nom μεντεσέδες μεντεσές nom μεξικάνικα μεξικάνικος adj μεξικανής μεξικανός adj μεράκι μεράκι nom μερί μερί nom μερίδα μερίς nom μερίδας μερίδα nom μερίδες μερίδα|μερίς nom μερίδια μερίδιο nom μερίμνη μερίμνη nom μερίμνησαν μεριμνώ ver μερακλή μερακλής nom μεραρχία μεραρχία nom μερεμέτια μερεμέτι nom μεριά μεριά nom μεριδιούχο μεριδιούχος adj μερικά μερικός adj μερικότητα μερικότητα nom μερικώς μερικώς adv μερισμού μερισμός nom μερκαντιλισμού μερκαντιλισμός nom μερκαντιλιστική μερκαντιλιστικός adj μεροκάματα μεροκάματο nom μεροκαματιάρηδες μεροκαματιάρης nom μεροληπτήσει μεροληπτώ ver μεροληπτικά μεροληπτικά adv μεροληπτικές μεροληπτικός adj μεροληψία μεροληψία nom μερτικό μερτικό nom μερόνυχτα μερόνυχτο nom μεσάζοντα μεσάζοντας nom μεσάνυχτα μεσάνυχτα nom μεσήλικα μεσήλικας nom μεσήλικη μεσήλικος adj μεσίστια μεσίστιος adj μεσίτες μεσίτης nom μεσαία μεσαίος adj μεσαίωνα μεσαίωνας nom μεσαιωνικά μεσαιωνικός adj μεσεγγυούχος μεσεγγυούχος nom μεσεγγύηση μεσεγγύηση nom μεσημέρι μεσημέρι nom μεσημβρία μεσημβρία nom μεσημβρινές μεσημβρινός adj μεσημεράκι μεσημεράκι nom μεσημεριάσει μεσημεριάζω ver μεσημεριάτικα μεσημεριάτικα adv μεσημεριάτικη μεσημεριάτικος adj μεσημεριανά μεσημεριανός adj μεσιανή μεσιανός adj μεσιτεία μεσιτεία nom μεσιτεύει μεσιτεύω ver μεσιτικά μεσιτικός adj μεσοβέζικα μεσοβέζικος adj μεσοβασιλεία μεσοβασιλεία nom μεσογειακά μεσογειακός adj μεσοδιαστήματα μεσοδιάστημα nom μεσοκαλόκαιρο μεσοκαλόκαιρο nom μεσολάβησαν μεσολαβώ ver μεσολάβηση μεσολάβηση nom μεσολαβητές μεσολαβητής nom μεσολαβητικές μεσολαβητικός adj μεσολαβούν μεσολαβών adj μεσοπολέμου μεσοπόλεμος nom μεσοπολεμικά μεσοπολεμικός adj μεσοπρόθεσμα μεσοπρόθεσμος adj μεσοσπονδύλιο μεσοσπονδύλιος adj μεσοτοιχία μεσοτοιχία nom μεσουράνημα μεσουράνημα nom μεσουράνησαν μεσουρανώ ver μεσουράνησης μεσουράνηση nom μεσοφόρια μεσοφόρι nom μεσοχώρι μεσοχώρι nom μεσσία μεσσίας nom μεσσηνιακά μεσσηνιακός adj μεσσιανικές μεσσιανικός adj μεσσιανισμού μεσσιανισμός nom μεστά μεστά adv μεστές μεστός adj μεστότητα μεστότητα nom μεσω μεσω pre μεσόγειες μεσόγειος adj μεσόκοπη μεσόκοπος adj μεσότητα μεσότητα nom μεσότιτλους μεσότιτλος nom μεσότοιχο μεσότοιχος nom μεσόφωνο μεσόφωνος nom μεσώ μεσώ ver μεσών μέση nom μετ μετά pre μετάβασή μετάβαση nom μετάγγιση μετάγγιση nom μετάδοσή μετάδοση nom μετάδωσε μεταδίδω ver μετάθεση μετάθεση nom μετάκληση μετάκληση nom μετάληψη μετάληψη nom μετάλλαξε μεταλλάζω ver μετάλλαξη μετάλλαξη nom μετάλλευμα μετάλλευμα nom μετάλλια μετάλλιο nom μετάλλινα μετάλλινος adj μετάνιωνε μετανιώνω ver μετάνοια μετάνοια nom μετάξι μετάξι nom μετάπλαση μετάπλαση nom μετάπτωση μετάπτωση nom μετάσταση μετάσταση nom μετάσχει μετέχω ver μετάταξη μετάταξη nom μετάφερε μεταφέρω ver μετάφραζε μεταφράζω ver μετάφρασή μετάφραση nom μετάφρασμα μετάφρασμα nom μετέβαιναν μεταβαίνω ver μετέβαλαν μεταβάλλω ver μετέγραψαν μεταγράφω ver μετέθεσαν μεταθέτω ver μετέπεισε μεταπείθω ver μετέπειτα μετέπειτα adv μετέπεσε μεταπίπτω ver μετέρχεται μετέρχομαι ver μετέστρεψαν μεταστρέφω ver μετέσχε μετέσχε ver μετέτρεπαν μετατρέπω ver μετέχοντα μετέχων adj μετέωρα μετέωρος adj μετήχθη μετάγω ver μετα μετα pre μεταίχμιο μεταίχμιο nom μεταβάλονται μεταβάλονται ver μεταβίβαζαν μεταβιβάζω ver μεταβίβαση μεταβίβαση nom μεταβαλλόμενα μεταβαλλόμενος adj μεταβατικά μεταβατικός adj μεταβατικότητα μεταβατικότητα nom μεταβιβάσιμες μεταβιβάσιμος adj μεταβιβαζόμενο μεταβιβαζόμενος adj μεταβιβαστικό μεταβιβαστικός adj μεταβιομηχανικές μεταβιομηχανικός adj μεταβλητά μεταβλητός adj μεταβλητότητα μεταβλητότητα nom μεταβολές μεταβολή nom μεταβολίζεται μεταβολίζεται ver μεταβολίζονται μεταβολίζονται ver μεταβολίζουν μεταβολίζουν ver μεταβολίσουν μεταβολίσουν ver μεταβολίτες μεταβολίτες nom μεταβολίτη μεταβολίτη nom μεταβολίτης μεταβολίτης nom μεταβολικά μεταβολικός adj μεταβολισμού μεταβολισμός nom μεταβολιτών μεταβολιτών nom μεταβυζαντινά μεταβυζαντινός adj μεταγγίζει μεταγγίζω ver μεταγενέστερα μεταγενέστερα adv μεταγενέστερες μεταγενέστερος adj μεταγεννητική μεταγεννητική adj μεταγλωττίζει μεταγλωττίζω ver μεταγλωττίσεις μεταγλώττιση nom μεταγνώση μεταγνώση nom μεταγραμματισμός μεταγραμματισμός nom μεταγραφάσης μεταγραφάσης nom μεταγραφές μεταγραφή nom μεταγωγές μεταγωγή nom μεταγωγικά μεταγωγικός adj μεταδευτεροβάθμια μεταδευτεροβάθμια adj μεταδευτεροβάθμιας μεταδευτεροβάθμιας adj μεταδευτεροβάθμιο μεταδευτεροβάθμιο adj μεταδιδακτορικές μεταδιδακτορικός adj μεταδιδομένων μεταδιδόμενος adj μεταδοσης μεταδοσης nom μεταδοτικά μεταδοτικός adj μεταδοτικότητα μεταδοτικότητα nom μεταδότες μεταδότης nom μεταθανάτια μεταθανάτιος adj μετακάλεσε μετακαλώ ver μετακάρπια μετακάρπιο nom μετακίνησή μετακίνηση nom μετακίνησαν μετακινώ ver μετακινηθέντων μετακινηθείς adj μετακινούμενα μετακινούμενος adj μετακλασικής μετακλασικός adj μετακομίζει μετακομίζω ver μετακομίσεις μετακόμιση nom μετακρεσόλη μετακρεσόλη nom μετακύλιση μετακύλιση nom μεταλάβει μεταλαβαίνω ver μεταλαμπάδευσαν μεταλαμπαδεύω ver μεταλαμπάδευση μεταλαμπάδευση nom μεταλλάκτες μεταλλάκτης nom μεταλλάχθηκε μεταλλάσσω ver μεταλλαγές μεταλλαγή nom μεταλλαξιογόνες μεταλλαξιογόνες nom μεταλλαξιογόνο μεταλλαξιογόνο adv μεταλλεία μεταλλεία nom μεταλλείο μεταλλείο nom μεταλλειολόγοι μεταλλειολόγος nom μεταλλευτικά μεταλλευτικός adj μεταλλικά μεταλλικός adj μεταλλοβιομηχανία μεταλλοβιομηχανία nom μεταλλοθειονίνη μεταλλοθειονίνη nom μεταλλοτεχνία μεταλλοτεχνία nom μεταλλουργία μεταλλουργία nom μεταλλουργεία μεταλλουργείο nom μεταλλουργικά μεταλλουργικός adj μεταλλουργοί μεταλλουργός nom μεταλλωρύχοι μεταλλωρύχος nom μεταλογική μεταλογική nom μεταλυκειακά μεταλυκειακός adj μεταμέλεια μεταμέλεια nom μεταμελήθηκε μεταμελούμαι ver μεταμεσονύχτια μεταμεσονύχτιος adj μεταμορφισμό μεταμορφισμός nom μεταμορφωθεί μεταμορφώνω ver μεταμορφωτικές μεταμορφωτικός adj μεταμορφώσεις μεταμόρφωση nom μεταμοσχευμένη μεταμοσχεύω ver μεταμοσχεύσεις μεταμόσχευση nom μεταμφίεσε μεταμφιέζομαι ver μεταμφίεση μεταμφίεση nom μεταμφιεσμένα μεταμφιεσμένος adj μετανάστες μετανάστης nom μετανάστευαν μεταναστεύω ver μετανάστευσής μετανάστευση nom μετανάστρια μετανάστρια nom μεταναστευτικά μεταναστευτικός adj μετανοήσει μετανοώ ver μετανομάστηκε μετανομάστηκε ver μεταξένια μεταξένιος adj μεταξονίου μεταξόνιο nom μεταξοσκώληκα μεταξοσκώληκας nom μεταξοτυπία μεταξοτυπία nom μεταξουργίας μεταξουργία nom μεταξουργείο μεταξουργείο nom μεταξωτά μεταξωτός adj μεταξύ μεταξύ adv μεταπήδησαν μεταπηδάω ver μεταπήδηση μεταπήδηση nom μεταπλάθει μεταπλάθω ver μεταποίησή μεταποίηση nom μεταποιήθηκε μεταποιώ ver μεταποιητικές μεταποιητικός adj μεταποιητών μεταποιητών nom μεταπολίτευση μεταπολίτευση nom μεταπολεμικά μεταπολεμικά adv μεταπολεμικές μεταπολεμικός adj μεταπολιτευτικά μεταπολιτευτικός adj μεταπολιτική μεταπολιτική nom μεταπουλούν μεταπουλάω ver μεταπρατικής μεταπρατικός adj μεταπτυχιακά μεταπτυχιακό adv μεταπτυχιακές μεταπτυχιακός adj μεταπωλητές μεταπωλητής nom μεταπωλούσε μεταπωλώ ver μεταπώληση μεταπώληση nom μεταρρυθμίζει μεταρρυθμίζω ver μεταρρυθμίσεις μεταρρύθμιση nom μεταρρυθμίστρια μεταρρυθμίστρια nom μεταρρυθμιστές μεταρρυθμιστής nom μεταρρυθμιστικά μεταρρυθμιστικά adv μεταρρυθμιστικές μεταρρυθμιστικός adj μετασεισμικά μετασεισμικός adj μετασεισμοί μετασεισμός nom μετασκευάζει μετασκευάζω ver μετασκευές μετασκευή nom μεταστάθμευση μεταστάθμευση nom μετασταθμεύει μετασταθμεύω ver μεταστατική μεταστατικός adj μεταστοιχείωση μεταστοιχείωση nom μεταστροφές μεταστροφή nom μετασχημάτιζε μετασχηματίζω ver μετασχηματισμοί μετασχηματισμός nom μετασχηματιστές μετασχηματιστής nom μετατάρσιο μετατάρσιο nom μετατάχθηκαν μετατάσσω ver μετατοπίζει μετατοπίζω ver μετατοπίσεις μετατόπιση nom μετατρέψιμα μετατρέψιμος adj μετατρεπτικού μετατρεπτικού adj μετατρεπόμενες μετατρεπόμενος adj μετατρεψιμότητα μετατρεψιμότητα nom μετατροπέα μετατροπέας nom μετατροπές μετατροπή nom μετατροπιών μετατροπία nom μετατρόχιο μετατρόχιο nom μεταφερθέντων μεταφερθείς adj μεταφερομένων μεταφερόμενος adj μεταφορά μεταφορά nom μεταφορέα μεταφορέας nom μεταφορικά μεταφορικά adv μεταφορικές μεταφορικός adj μεταφορτώθηκε μεταφορτώνω ver μεταφράστρια μεταφράστρια nom μεταφραζόμενες μεταφραζόμενος adj μεταφραστές μεταφραστής nom μεταφραστικά μεταφραστικά adv μεταφραστικές μεταφραστικός adj μεταφυσικά μεταφυσικός adj μεταφυσικήν μεταφυσική nom μεταφυτεύθηκε μεταφυτεύω ver μεταφυτεύσεις μεταφύτευση nom μεταφόρτωση μεταφόρτωση nom μεταχείρισή μεταχείριση nom μεταχειρίζεσαι μεταχειρίζομαι ver μεταχειρισμένα μεταχειρισμένος adj μετείκασμα μετείκασμα nom μετεγγράφεται μετεγγράφω ver μετεγγραφές μετεγγραφή nom μετεγκατάσταση μετεγκατάσταση nom μετεκλογικά μετεκλογικά adv μετεκλογικές μετεκλογικός adj μετεκπαίδευση μετεκπαίδευση nom μετεκπαιδευτεί μετεκπαιδεύω ver μετεκπαιδευόμενους μετεκπαιδευόμενος adj μετεμψύχωση μετεμψύχωση nom μετενσάρκωση μετενσάρκωση nom μετενσαρκωθεί μετενσαρκώνω ver μετεξέλιξη μετεξέλιξη nom μετεξελίσσεται μετεξελίσσομαι ver μετεξεταστέος μετεξεταστέος adj μετεπαναστατική μετεπαναστατική adj μετερίζι μετερίζι nom μετεωρίζεται μετεωρίζω ver μετεωρίτες μετεωρίτης nom μετεωρική μετεωρικός adj μετεωρισμό μετεωρισμός nom μετεωρολογία μετεωρολογία nom μετεωρολογικά μετεωρολογικός adj μετεωρολόγο μετεωρολόγος nom μετεώρων μετέωρο nom μετοίκησαν μετοικώ ver μετοίκηση μετοίκηση nom μετοίκισαν μετοικίζω ver μετοικεσία μετοικεσία nom μετονομάζει μετονομάζω ver μετονομασία μετονομασία nom μετοπών μετόπη nom μετουσίωσε μετουσιώνω ver μετουσίωση μετουσίωση nom μετοχές μετοχή nom μετοχίων μετοχίων nom μετοχικά μετοχικά adv μετοχικές μετοχικός adj μετρ μετρ nom μετρήθηκαν μετρούμαι ver μετρήσιμα μετρήσιμος adj μετρίαζε μετριάζω ver μετρηθούμε μετράω|μετρούμαι ver μετρημένα μετρημένα adv μετρημένες μετρημένος adj μετρητά μετρητά nom μετρητές μετρητής nom μετρητή μετρητός adj μετρητική μετρητικός adj μετρητοίς μετρητοίς nom μετριασμό μετριασμός nom μετρικά μετρικά adv μετρικές μετρικός adj μετριοπάθεια μετριοπάθεια nom μετριοπαθές μετριοπαθής adj μετριοπαθώς μετριοπαθώς adv μετριοφροσύνη μετριοφροσύνη nom μετριότητα μετριότητα nom μετριόφρονα μετριόφρων adj μετρολογία μετρολογία nom μετρονιδαζόλη μετρονιδαζόλη nom μετρονόμο μετρονόμος nom μετρούμενα μετρούμενος adj μετρό μετρό nom μετφορμίνη μετφορμίνη nom μετφορμίνης μετφορμίνης nom μετωνυμία μετωνυμία nom μετωνυμική μετωνυμικός adj μετωπιαίας μετωπιαίος adj μετωπικά μετωπικά adv μετωπικές μετωπικός adj μετωπικότητα μετωπικότητα nom μετόπισθεν μετόπισθεν nom μετόχι μετόχι nom μη μην sw μηδέ μηδέ con μηδενός μηδέν nom μηδένιζε μηδενίζω ver μηδέποτε μηδέποτε adv μηδαμινά μηδαμινός adj μηδαμινότητα μηδαμινότητα nom μηδενικά μηδενικός adj μηδενισμοί μηδενισμός nom μηδενιστές μηδενιστής nom μηδενιστικές μηδενιστικός adj μηδική μηδικός adj μηλιά μηλιά nom μηλόκρασο μηλόκρασο nom μηλόπιτα μηλόπιτα nom μηνά μηνώ ver μηνίγγια μηνίγγι nom μηνίσκο μηνίσκος nom μηναία μηναίο nom μηνιάτικα μηνιάτικο nom μηνιαία μηνιαίος adj μηνιαίως μηνιαίως adv μηνιγγίτιδα μηνιγγίτιδα nom μηνιγγιτιδοκοκκικής μηνιγγιτιδοκοκκικής adj μηνιγγιτιδόκοκκου μηνιγγιτιδόκοκκου nom μηνολόγιο μηνολόγιο nom μηνυθεί μηνύω ver μηνυτή μηνυτής nom μηνυτήρια μηνυτήριος adj μηριαία μηριαίος adj μηροί μηρός nom μηρυκάζουν μηρυκάζω ver μηρυκαστικά μηρυκαστικός adj μητάτα μητάτο nom μητριά μητριά nom μητριαρχίας μητριαρχία nom μητριαρχική μητριαρχικός adj μητρικά μητρικά adv μητρικές μητρικός adj μητροκτονία μητροκτονία nom μητροκτόνο μητροκτόνος adj μητροπολίτες μητροπολίτης nom μητροπολιτικά μητροπολιτικός adj μητροπόλεις μητρόπολη nom μητρότητα μητρότητα nom μητρώα μητρώο nom μητρώο μητρώος adj μηχάνημα μηχάνημα nom μηχανάκι μηχανάκι nom μηχανές μηχανή nom μηχανεύεται μηχανεύομαι ver μηχανικά μηχανικά adv μηχανικό μηχανικός adj μηχανικώς μηχανικώς adv μηχανισμοί μηχανισμός nom μηχανιστικά μηχανιστικός adj μηχανογράφηση μηχανογράφηση nom μηχανογραφηθεί μηχανογραφώ ver μηχανογραφικά μηχανογραφικός adj μηχανοδηγοί μηχανοδηγός nom μηχανοκίνητα μηχανοκίνητος adj μηχανολογία μηχανολογία nom μηχανολογικά μηχανολογικός adj μηχανολόγο μηχανολόγος nom μηχανοποίηση μηχανοποίηση nom μηχανοποιημένες μηχανοποιώ ver μηχανοργάνωση μηχανοργάνωση nom μηχανορράφοι μηχανορράφος nom μηχανορραφία μηχανορραφία nom μηχανορραφεί μηχανορραφώ ver μηχανοστάσια μηχανοστάσιο nom μηχανουργεία μηχανουργείο nom μηχανουργός μηχανουργός nom μηχανόβιο μηχανόβιος adj μηχανότρατα μηχανότρατα nom μι μι nom μιά μιά nom μιάς μιάς pro_dem μιαρά μιαρά adv μιαρούς μιαρός adj μιγάδα μιγάδα nom μιγάς μιγάς nom μιγαδικοί μιγαδικός adj μιδαζολάμη μιδαζολάμη nom μιζέρια μιζέρια nom μιθριδατισμός μιθριδατισμός nom μικρά μικρόν adv μικράν μικρός adj μικρέμποροι μικρέμπορος nom μικρανεψιός μικρανεψιός nom μικρασιατικά μικρασιατικός adj μικροαντικείμενα μικροαντικείμενο nom μικροαπατεώνα μικροαπατεώνας nom μικροαστή μικροαστή nom μικροαστικά μικροαστικός adj μικροαστοί μικροαστός nom μικροατυχήματα μικροατύχημα nom μικροβίου μικρόβιο nom μικροβαρύτητα μικροβαρύτητα nom μικροβιακά μικροβιακός adj μικροβιοκτόνα μικροβιοκτόνος adj μικροβιολογία μικροβιολογία nom μικροβιολογικά μικροβιολογικός adj μικροβιολόγο μικροβιολόγος nom μικρογράμματη μικρογράμματος adj μικρογράφοι μικρογράφος nom μικρογραμμάρια μικρογραμμάριο nom μικρογραφία μικρογραφία nom μικρογραφική μικρογραφικός adj μικροδιαφορές μικροδιαφορά nom μικροδουλειές μικροδουλειά nom μικροεπαγγελματίες μικροεπαγγελματίας nom μικροεπεξεργαστές μικροεπεξεργαστής nom μικροεπισκευές μικροεπισκευή nom μικροεπιχειρηματίας μικροεπιχειρηματίας nom μικροηλεκτρονικά μικροηλεκτρονικός adj μικροκαμωμένη μικροκαμωμένος adj μικροκεφαλία μικροκεφαλία nom μικροκλίματα μικρόκλιμα nom μικροκλοπές μικροκλοπή nom μικροκρυσταλλική μικροκρυσταλλική adj μικροκυκλωμάτων μικροκύκλωμα nom μικροκυμάτων μικροκύματα nom μικρομάγαζα μικρομάγαζο nom μικρομεσαία μικρομεσαίος adj μικροοικονομία μικροοικονομία nom μικροοικονομικά μικροοικονομικός adj μικροοργανισμοί μικροοργανισμός nom μικροπεριβάλλον μικροπεριβάλλον nom μικροπιστώσεις μικροπιστώσεις nom μικροπολιτικές μικροπολιτικός adj μικροποσότητα μικροποσότητα nom μικροπράγματα μικροπράγματα nom μικροπρέπεια μικροπρέπεια nom μικροπρεπή μικροπρεπής adj μικροπυρήνα μικροπυρήνας nom μικροπωλητές μικροπωλητής nom μικροσεισμούς μικροσεισμός nom μικροσκοπίου μικροσκόπιο nom μικροσκοπικά μικροσκοπικός adj μικροσκόπηση μικροσκόπηση nom μικροσυμπλοκές μικροσυμπλοκή nom μικροσυμφερόντων μικροσυμφέροντα nom μικροτεχνήματα μικροτέχνημα nom μικροτεχνία μικροτεχνία nom μικροτραυματισμοί μικροτραυματισμός nom μικροτσίπ μικροτσίπ nom μικροφίλμ μικροφίλμ nom μικροφώνου μικρόφωνο nom μικροχειρουργική μικροχειρουργική nom μικροψυχία μικροψυχία nom μικρούλα μικρούλης adj μικρούτσικο μικρούτσικος adj μικρόβια μικρόβιος adj μικρόκοσμο μικρόκοσμος nom μικρόσχημος μικρόσχημος adj μικρόσωμα μικρόσωμος adj μικρότητα μικρότητα nom μικρόφωνα μικρόφωνος adj μικρόψυχα μικρόψυχα adv μικρόψυχο μικρόψυχος adj μικτές μικτός adj μιλανέζικη μιλανέζικος adj μιλιά μιλιά nom μιλιούνια μιλιούνι nom μιλιταρισμού μιλιταρισμός nom μιλιταριστές μιλιταριστής nom μιλιταριστικές μιλιταριστικός adj μιμήθηκαν μιμούμαι ver μιμητές μιμητής nom μιμητικά μιμητικά adv μιμητικές μιμητικός adj μιμητισμού μιμητισμός nom μιμική μιμικός adj μιναρέ μιναρές nom μινιατούρα μινιατούρα nom μινκ μινκ nom μιντέρι μιντέρι nom μινωικά μινωικός adj μινόρε μινόρε nom μιούζικαλ μιούζικαλ nom μις μις nom μισά μισός adj μισάνθρωπο μισάνθρωπος adj μισάνοιχτα μισάνοιχτος adj μισέλληνα μισέλληνας nom μισαλλοδοξία μισαλλοδοξία nom μισαλλόδοξα μισαλλόδοξα adv μισαλλόδοξες μισαλλόδοξος adj μισανθρωπία μισανθρωπία nom μισελληνισμός μισελληνισμός nom μισητά μισητός adj μισθίου μίσθιος adj μισθοί μισθός nom μισθοδοσία μισθοδοσία nom μισθοδοτεί μισθοδοτώ ver μισθολογίου μισθολόγιο nom μισθολογικά μισθολογικός adj μισθοφορικές μισθοφορικός adj μισθοφόρο μισθοφόρος nom μισθωτές μισθωτός adj μισθωτής μισθωτή nom μισθωτικής μισθωτικός adj μισθώτρια μισθώτρια nom μισογεμάτη μισογεμάτος adj μισογκρεμισμένα μισογκρεμίζω adj μισογυνισμού μισογυνισμός nom μισογύνη μισογύνης nom μισοπεθαμένο μισοπεθαμένος adj μισοτελειωμένα μισοτελειώνω ver μισοφέγγαρο μισοφέγγαρο nom μισοφόρι μισοφόρι nom μισόγυμνες μισόγυμνος adj μισόκλειστα μισόκλειστος adj μισότρελο μισότρελος adj μιτοχονδρίων μιτοχόνδριο nom μιτοχονδριακές μιτοχονδριακός adj μιτροειδούς μιτροειδής adj μμ μμ nom μνήμα μνήμα nom μνήμες μνήμη nom μνήμονα μνήμων adj μνα μνα nom μνεία μνεία nom μνημεία μνημείο nom μνημειακά μνημειακός adj μνημειωδών μνημειώδης adj μνημονίου μνημόνιο nom μνημονευτεί μνημονεύω ver μνημονευόμενα μνημονευόμενα adj μνημονευόμενη μνημονευόμενη adj μνημονεύσεις μνημόνευση nom μνημονικά μνημονικός adj μνημοσύνου μνημόσυνο nom μνησίκακο μνησίκακος adj μνησικακία μνησικακία nom μνηστή μνηστή nom μνηστήρα μνηστήρας nom μνηστείας μνηστεία nom μνηστευμένη μνηστεύω ver μοίρα μοίρα nom μοίραζαν μοιράζω ver μοίραρχο μοίραρχος nom μοίρασμα μοίρασμα nom μοβ μοβ adj μογγολικά μογγολικός adj μογγολισμός μογγολισμός nom μοδίστρα μοδίστρα nom μοδιστρούλα μοδιστρούλα nom μοιραία μοιραία adv μοιραίας μοιραίος adj μοιρασιά μοιρασιά nom μοιρογνωμόνια μοιρογνωμόνιο nom μοιρολάτρης μοιρολάτρης nom μοιρολατρία μοιρολατρία nom μοιρολατρικά μοιρολατρικά adv μοιρολατρική μοιρολατρικός adj μοιρολογάει μοιρολογάω ver μοιρολογίστρες μοιρολογίστρα nom μοιρολογιού μοιρολόι nom μοιρολογιών μοιρολόγι|μοιρολόι nom μοιρολόγι μοιρολόγι nom μοιχαλίδα μοιχαλίδα nom μοιχεία μοιχεία nom μοιχεύσεις μοιχεύω ver μοιχοί μοιχός nom μολαταύτα μολαταύτα nom μολδαβικό μολδαβικό adj μολογήσω μολογάω ver μολονότι μολονότι con μολοσσοί μολοσσός nom μολυβένια μολυβένιος adj μολυβί μολυβής adj μολυβδίαση μολυβδίαση nom μολυβδόβουλα μολυβδόβουλο nom μολυβιές μολυβιά nom μολύνονται μολύνω ver μολυσματικά μολυσματικός adj μολυσματικότητα μολυσματικότητα nom μολότοφ μολότοφ nom μολόχα μολόχα nom μολύβδινη μολύβδινος adj μολύβδου μόλυβδος nom μολύβι μολύβι nom μολύνσεις μόλυνση nom μομφές μομφή nom μονά μονός adj μονάδα μονάδα nom μονάζουν μονάζω ver μονάκριβη μονάκριβος adj μονάρχες μονάρχης nom μονάχα μονάχα adv μονάχη μονάχος adj μονέδα μονέδα nom μονήρες μονήρης adj μονίμου μόνιμος adj μονίμως μόνιμα adv μοναδιαία μοναδιαίος adj μοναδικά μοναδικός adj μοναδικότητάς μοναδικότητα nom μοναξιά μοναξιά nom μοναρχία μοναρχία nom μοναρχικά μοναρχικά adv μοναρχικές μοναρχικός adj μοναρχισμού μοναρχισμός nom μοναρχοφασίστες μοναρχοφασίστας nom μοναστήρι μοναστήρι nom μοναστηρίου μοναστηρίου nom μοναστηριακά μοναστηριακός adj μοναστικά μοναστικός adj μοναχικά μοναχικός adj μοναχισμού μοναχισμός nom μοναχογιού μοναχογιός nom μοναχοκόρη μοναχοκόρη nom μοναχοπαίδι μοναχοπαίδι nom μονεμβασιά μονεμβασιά nom μονεταρισμού μονεταρισμός nom μονεταριστές μονεταριστής nom μονεταριστικές μονεταριστικός adj μονιμοποίηση μονιμοποίηση nom μονιμοποιήθηκαν μονιμοποιώ ver μονιμότητα μονιμότητα nom μονοήμερες μονοήμερος adj μονοαμινοξειδάσης μονοαμινοξειδάσης nom μονογαμία μονογαμία nom μονογαμικά μονογαμικός adj μονογενή μονογενής adj μονογράμματα μονόγραμμα nom μονογραφή μονογραφή nom μονογραφία μονογραφία nom μονοδιάστατα μονοδιάστατα adv μονοδιάστατες μονοδιάστατος adj μονοετές μονοετής adj μονοθεραπεία μονοθεραπεία nom μονοκαλλιέργεια μονοκαλλιέργεια nom μονοκατοικία μονοκατοικία nom μονοκινητήρια μονοκινητήριος adj μονοκλινούς μονοκλινούς adj μονοκλωνικά μονοκλωνικός adj μονοκλωνικότητας μονοκλωνικότητας nom μονοκομματικά μονοκομματικός adj μονοκομματισμού μονοκομματισμός nom μονοκονδυλιά μονοκονδυλιά nom μονοκοντυλιά μονοκοντυλιά nom μονοκοπανιά μονοκοπανιά nom μονοκράτορα μονοκράτορας nom μονοκρατορία μονοκρατορία nom μονοκόμματες μονοκόμματος adj μονοκύτταρα μονοκύτταρος adj μονολεκτικά μονολεκτικά adv μονολεκτικές μονολεκτικός adj μονολιθικά μονολιθικός adj μονολογεί μονολογώ ver μονολόγου μονόλογος nom μονομάχησαν μονομαχώ ver μονομάχο μονομάχος nom μονομέρεια μονομέρεια nom μονομανή μονομανής adj μονομανία μονομανία nom μονομαχία μονομαχία nom μονομελές μονομελής adj μονομερές μονομερής adj μονομερώς μονομερώς adv μονομιάς μονομιάς adv μονοξείδιο μονοξείδιο nom μονοπάτι μονοπάτι nom μονοπλάνα μονοπλάνο nom μονοπυρήνωση μονοπυρήνωση nom μονοπωλήθηκε μονοπωλώ ver μονοπωλίου μονοπώλιο nom μονοπωλιακά μονοπωλιακά adv μονοπωλιακές μονοπωλιακός adj μονοπώλησή μονοπώληση nom μονορούφι μονορούφι nom μονοσάνδαλος μονοσάνδαλος adj μονοσήμαντα μονοσήμαντα adv μονοσήμαντη μονοσήμαντος adj μονοσύλλαβα μονοσύλλαβος adj μονοτάξια μονοτάξιος adj μονοτονία μονοτονία nom μονοτονικά μονοτονικός adj μονοτυπία μονοτυπία nom μονοφυσίτες μονοφυσίτης nom μονοφυσιτική μονοφυσιτικός adj μονοφωνία μονοφωνία nom μονοφωνικά μονοφωνικός adj μονοχρωμία μονοχρωμία nom μονοχρωματική μονοχρωματικός adj μονοψήφια μονοψήφιος adj μοντάζ μοντάζ nom μοντάρει μοντάρω ver μοντάρισμα μοντάρισμα nom μοντέλα μοντέλο nom μοντέρνα μοντέρνος adj μοντελισμού μοντελισμός nom μοντελοποίηση μοντελοποίηση nom μοντεράτο μοντεράτο nom μοντερνισμού μοντερνισμός nom μονωδία μονωδία nom μονωτικά μονωτικός adj μονωτών μονωτής nom μονόγλωσση μονόγλωσσος adj μονόδρομο μονόδρομος nom μονόζυγο μονόζυγο nom μονόκλ μονόκλ nom μονόκλινα μονόκλινο nom μονόκλιτη μονόκλιτος adj μονόκλωνο μονόκλωνος adj μονόλιθο μονόλιθος nom μονόξυλο μονόξυλο nom μονόπλευρα μονόπλευρα adv μονόπλευρες μονόπλευρος adj μονόπρακτα μονόπρακτος adj μονόστηλα μονόστηλος adj μονόστιχα μονόστιχος adj μονότονα μονότονα adv μονότονες μονότονος adj μονότοξο μονότοξο adj μονόφθαλμα μονόφθαλμος adj μονόφυλλα μονόφυλλο nom μονόχειρα μονόχειρας nom μονόχορδο μονόχορδος adj μονόχρωμα μονόχρωμος adj μονόχωρα μονόχωρα adj μονώροφα μονώροφος adj μονώσεις μόνωση nom μορίου μόριο nom μορατόριουμ μορατόριουμ nom μοριακά μοριακός adj μορμόνος μορμόνος nom μορς μορς nom μορτάκια μορτάκι nom μορταδέλα μορταδέλα nom μορφάζει μορφάζω ver μορφές μορφή nom μορφήματα μόρφημα nom μορφίνη μορφίνη nom μορφασμοί μορφασμός nom μορφικά μορφικά adv μορφικές μορφικός adj μορφινομανής μορφινομανής adj μορφογένεση μορφογένεση nom μορφολογία μορφολογία nom μορφολογικά μορφολογικά adv μορφολογικές μορφολογικός adj μορφονιό μορφονιός nom μορφοποίηση μορφοποίηση nom μορφωθεί μορφώνω ver μορφωμάτων μόρφωμα nom μορφωμένα μορφωμένος adj μορφωτικά μορφωτικός adj μορφότυπο μορφότυπο nom μορφώσεως μόρφωση nom μοσάσαυροι μοσάσαυρος nom μοστράρει μοστράρω ver μοσχάρι μοσχάρι nom μοσχάτο μοσχάτος adj μοσχευμάτων μόσχευμα nom μοσχοβίτικη μοσχοβίτικος adj μοσχοκάρυδο μοσχοκάρυδο nom μοσχομπίζελο μοσχομπίζελο nom μοτέλ μοτέλ nom μοτέρ μοτέρ nom μοτέτα μοτέτο nom μοτίβα μοτίβο nom μοτοποδήλατα μοτοποδήλατο nom μοτοσικλέτα μοτοσικλέτα nom μοτοσικλετιστές μοτοσικλετιστής nom μοτοσυκλέτα μοτοσυκλέτα nom μοτό μοτός nom μουγκά μουγκός adj μουγκρίζει μουγκρίζω ver μουγκρητά μουγκρητό nom μουδιάζει μουδιάζω ver μουδιάσματος μούδιασμα nom μουεζίνη μουεζίνης nom μουζίκο μουζίκος nom μουλά μουλάς nom μουλάρι μουλάρι nom μουλιάζει μουλιάζω ver μουλωχτά μουλωχτά adv μουλωχτός μουλωχτός adj μουμιοποίηση μουμιοποίηση nom μουνί μουνί nom μουντά μουντός adj μουντζούρα μουντζούρα nom μουράγιο μουράγιο nom μουριά μουριά nom μουρλά μουρλός adj μουρμουρίζει μουρμουρίζω ver μουρμουρητά μουρμουρητό nom μουρμούρα μουρμούρης adj μουρμούρας μουρμούρα nom μουρμούρισμα μουρμούρισμα nom μουσίτσα μουσίτσα nom μουσακά μουσακάς nom μουσαμά μουσαμάς nom μουσαφίρη μουσαφίρης nom μουσεία μουσείο nom μουσειακά μουσειακός adj μουσελίνα μουσελίνα nom μουσικά μουσικά adv μουσικό μουσικός adj μουσικοδιδάσκαλο μουσικοδιδάσκαλος nom μουσικοθεραπεία μουσικοθεραπεία nom μουσικοκριτική μουσικοκριτικός adj μουσικολογία μουσικολογία nom μουσικολογικά μουσικολογικά adv μουσικολογικές μουσικολογικός adj μουσικολόγο μουσικολόγος nom μουσικοσυνθέτες μουσικοσυνθέτης nom μουσικοσυνθέτρια μουσικοσυνθέτρια nom μουσικότητα μουσικότητα nom μουσκέτα μουσκέτο nom μουσκέψει μουσκεύω ver μουσουλμάνα μουσουλμάνα nom μουσουλμάνο μουσουλμάνος nom μουσουλμανικά μουσουλμανικός adj μουσουλμανισμό μουσουλμανισμός nom μουσουργοί μουσουργός nom μουσούδα μουσούδα nom μουστάκα μουστάκα nom μουστάκι μουστάκι nom μουστάρδα μουστάρδα nom μουστακαλής μουστακαλής nom μουστακοτσιροβάκος μουστακοτσιροβάκος nom μουσταλευριά μουσταλευριά nom μουσών μούσα nom μουσώνες μουσώνας nom μουτζουρωμένο μουντζουρώνω ver μουτράκι μουτράκι nom μουτρωμένος μουτρώνω ver μουτσούνα μουτσούνα nom μουφτή μουφτής nom μουχλιάσει μουχλιάζω ver μοχθήσει μοχθώ ver μοχθηρά μοχθηρά adv μοχθηρές μοχθηρός adj μοχθηρία μοχθηρία nom μοχλοί μοχλός nom μούγκα μούγκα nom μούλα μούλος adj μούλας μούλα nom μούλιασμα μούλιασμα nom μούμια μούμια nom μούντζα μούντζα nom μούρα μούρο nom μούργα μούργα nom μούργος μούργος nom μούρες μούρη nom μούρλια μούρλια nom μούσι μούσι nom μούσκεμα μούσκεμα nom μούσμουλο μούσμουλο nom μούστο μούστος nom μούτρα μούτρο nom μούτσο μούτσος nom μούχλα μούχλα nom μπάγκα μπάγκα nom μπάγκο μπάγκος nom μπάζα μπάζα nom μπάζωμα μπάζωμα nom μπάζωσαν μπαζώνω ver μπάκα μπάκα nom μπάλα μπάλα nom μπάλο μπάλος nom μπάλσαμο μπάλσαμο nom μπάλωμα μπάλωμα nom μπάμιες μπάμια nom μπάνια μπάνιο nom μπάνκα μπάνκα nom μπάνκο μπάνκος nom μπάντα μπάντα nom μπάντζο μπάντζο nom μπάρα μπάρα nom μπάρκαραν μπαρκάρω ver μπάρκο μπάρκος nom μπάρμαν μπάρμαν nom μπάρμπα μπάρμπας nom μπάσα μπάσος adj μπάσκετ μπάσκετ nom μπάσταρδη μπάσταρδη nom μπάσταρδο μπάσταρδο nom μπάτη μπάτης nom μπάτλερ μπάτλερ nom μπάτσελορ μπάτσελορ nom μπάτσο μπάτσος nom μπάχαλο μπάχαλο nom μπέη μπέης nom μπέιζμπολ μπέιζμπολ nom μπέικον μπέικος adj μπέλφαστ μπέλφαστ nom μπέμπα μπέμπα nom μπέμπη μπέμπης nom μπέρδεμα μπέρδεμα nom μπέρδευαν μπερδεύω ver μπέρτα μπέρτα nom μπέσα μπέσα nom μπίζνες μπίζνες nom μπίζνεσμαν μπίζνεσμαν nom μπίλια μπίλια nom μπίρα μπίρα nom μπα μπα sw μπαγάσα μπαγάσας nom μπαγιάτικα μπαγιάτικος adj μπαγιαντέρα μπαγιαντέρα nom μπαγιατέψει μπαγιατεύω ver μπαγκέτα μπαγκέτα nom μπαγκατέλα μπαγκατέλα nom μπαγλαμά μπαγλαμάς nom μπαινοβγαίνει μπαινοβγαίνω ver μπακ μπακ nom μπακάλη μπακάλης nom μπακάλικα μπακάλικο nom μπακαλιάρο μπακαλιάρος nom μπακαλική μπακαλική nom μπακαλόγατος μπακαλόγατος nom μπακαρά μπακαράς nom μπακλαβά μπακλαβάς nom μπαλάκι μπαλάκι nom μπαλάντα μπαλάντα nom μπαλένες μπαλένα nom μπαλέτα μπαλέτο nom μπαλίτσα μπαλίτσα nom μπαλαδόρος μπαλαδόρος nom μπαλαλάικα μπαλαλάικα nom μπαλαρίνα μπαλαρίνα nom μπαλιά μπαλιά nom μπαλκονιού μπαλκόνι nom μπαλονιού μπαλόνι nom μπαλτά μπαλτάς nom μπαλωμένο μπαλώνω ver μπαλωματή μπαλωματής nom μπαμπά μπαμπάς nom μπαμπάκας μπαμπάκας nom μπαμπάκι μπαμπάκι nom μπαμπέσα μπαμπέσα nom μπαμπέσης μπαμπέσης nom μπαμπουίνοι μπαμπουίνος nom μπαμπού μπαμπού nom μπαμπούλα μπαμπούλας nom μπανάλ μπανάλ adj μπανάνα μπανάνα nom μπανανιά μπανανιά nom μπανγκαλόου μπανγκαλόου nom μπανιέρα μπανιέρα nom μπαξέ μπαξές nom μπαξίσι μπαξίσι nom μπαούλα μπαούλο nom μπαρ μπαρ nom μπαράζ μπαράζ nom μπαράκι μπαράκι nom μπαργούμαν μπαργούμαν nom μπαρμπέρη μπαρμπέρης nom μπαρμπουνιού μπαρμπούνι nom μπαρμπούτι μπαρμπούτι nom μπαρουτιού μπαρούτι nom μπαρούτη μπαρούτη nom μπαρούφα μπαρούφα nom μπαρόκ μπαρόκ adj μπασκέτα μπασκέτα nom μπασκετμπολίστα μπασκετμπολίστας nom μπασκετμπολίστρια μπασκετμπολίστρια nom μπασμά μπασμάς nom μπαστουνιού μπαστούνι nom μπαστουνιών μπαστουνιά nom μπατάρει μπατάρω ver μπατίκ μπατίκ nom μπατίρης μπατίρης nom μπαταρία μπαταρία nom μπαταριά μπαταριά nom μπαταριών μπαταρία|μπαταριά nom μπατζάκια μπατζάκι nom μπατζανάκη μπατζανάκης nom μπαχάρι μπαχάρι nom μπαχαρικά μπαχαρικό nom μπαχτσέ μπαχτσές nom μπεγλέρι μπεγλέρι nom μπεζ μπεζ adj μπεκάτσα μπεκάτσα nom μπεκατσίνι μπεκατσίνι nom μπεκιάρης μπεκιάρης nom μπεκρή μπεκρής nom μπελά μπελάς nom μπελαντόνα μπελαντόνα nom μπεμπέ μπεμπές nom μπεμπέκα μπεμπέκα nom μπενγκαλί μπενγκαλί nom μπεντένια μπεντένι nom μπερέ μπερές nom μπερλίνα μπερλίνα nom μπερμπάντικα μπερμπάντικος adj μπερντέ μπερντές nom μπετά μπετό nom μπετονιέρα μπετονιέρα nom μπηχτές μπηχτός adj μπηχτή μπηχτή nom μπιγκόνια μπιγκόνια nom μπιενάλε μπιενάλε nom μπιζέλι μπιζέλι nom μπιζελιών μπιζελιά nom μπιζού μπιζού nom μπικίνι μπικίνι nom μπιλιάρδο μπιλιάρδο nom μπιλιέτο μπιλιέτο nom μπιμπίλας μπιμπίλα nom μπιμπελό μπιμπελό nom μπιμπερό μπιμπερό nom μπινελίκια μπινελίκι nom μπιντές μπιντές nom μπιραρία μπιραρία nom μπισκότα μπισκότο nom μπιστικός μπιστικός adj μπιφ μπιφ nom μπιφτέκι μπιφτέκι nom μπιχλιμπίδια μπιχλιμπίδι nom μπλέκει μπλέκω ver μπλέντερ μπλέντερ nom μπλέξιμο μπλέξιμο nom μπλε μπλε adj μπλοκ μπλοκ nom μπλοκάρει μπλοκάρω ver μπλοκάρισμα μπλοκάρισμα nom μπλου μπλου adj μπλουζ μπλουζ nom μπλουζάκι μπλουζάκι nom μπλοφάρει μπλοφάρω ver μπλοφατζής μπλοφατζής nom μπλούζα μπλούζα nom μπλόκα μπλόκο nom μπλόκο μπλόκος nom μπλόφα μπλόφα nom μποά μποά nom μποέμικα μποέμικα adv μποέμικη μποέμικος adj μπογιά μπογιά nom μπογιατζή μπογιατζής nom μπολ μπολ nom μπολάκι μπολάκι nom μπολερό μπολερό nom μπολιάζει μπολιάζω ver μπολσεβίκικη μπολσεβικικός adj μπολσεβίκο μπολσεβίκος nom μπολσεβίκων μπολσεβίκα nom μπολσεβικισμού μπολσεβικισμός nom μπομπίνα μπομπίνα nom μπομπονιέρα μπομπονιέρα nom μπομπότα μπομπότα nom μπονάτσα μπονάτσα nom μποξ μποξ nom μποξέρ μποξέρ nom μπορέσαμε μπορώ ver μπορντέλο μπορντέλο nom μπορντούρα μπορντούρα nom μποστάνια μποστάνι nom μποτίλια μποτίλια nom μποτίνι μποτίνι nom μποτιλιάρισμα μποτιλιάρισμα nom μποτιλιαρισμένων μποτιλιάρω ver μπουγάδα μπουγάδα nom μπουγάζι μπουγάζι nom μπουγάτσα μπουγάτσα nom μπουγαρίνι μπουγαρίνι nom μπουγιαμπέσα μπουγιαμπέσα nom μπουζί μπουζί nom μπουζουκάκι μπουζουκάκι nom μπουζουκιού μπουζούκι nom μπουζουξήδες μπουζουξής nom μπουκάλα μπουκάλα nom μπουκάλι μπουκάλι nom μπουκέτα μπουκέτο nom μπουκαλάκι μπουκαλάκι nom μπουκαμβίλιες μπουκαμβίλιες num μπουκαπόρτα μπουκαπόρτα nom μπουκιά μπουκιά nom μπουκώνει μπουκώνω ver μπουλντόγκ μπουλντόγκ nom μπουλντόζα μπουλντόζα nom μπουλουκιού μπουλούκι nom μπουλούκο μπουλούκος nom μπουλόνια μπουλόνι nom μπουμ μπουμ nom μπουμπουνητό μπουμπουνητό nom μπουμπού μπουμπού nom μπουμπούκι μπουμπούκι nom μπουμπούνας μπουμπούνας nom μπουνάτσα μπουνάτσα nom μπουνιά μπουνιά nom μπουντί μπουντί nom μπουνταλά μπουνταλάς nom μπουντουάρ μπουντουάρ nom μπουντρουμιών μπουντρούμι nom μπουρέκι μπουρέκι nom μπουρί μπουρί nom μπουρίνι μπουρίνι nom μπουρδολογία μπουρδολογία nom μπουρζουά μπουρζουάς nom μπουρζουαζία μπουρζουαζία nom μπουρλέσκ μπουρλέσκ nom μπουρλοτιέρη μπουρλοτιέρης nom μπουρλότα μπουρλότο nom μπουρμπουλήθρες μπουρμπουλήθρα nom μπουρνούζι μπουρνούζι nom μπουρού μπουρού nom μπουφάν μπουφάν nom μπουφέ μπουφές nom μπουχτίσει μπουχτίζω ver μπουχός μπουχός nom μποφόρ μποφόρ nom μπούας μπούας nom μπούγιο μπούγιο nom μπούζι μπούζι nom μπούκα μπούκα nom μπούκλα μπούκλα nom μπούκωμα μπούκωμα nom μπούμαν μπούμα nom μπούμερανγκ μπούμερανγκ nom μπούνια μπούνια nom μπούρδα μπούρδα nom μπούρτζι μπούρτζι nom μπούσουλα μπούσουλας nom μπούστο μπούστος nom μπούστου μπούστο nom μπούτι μπούτι nom μπούφο μπούφος nom μπράβο μπράβο sw μπράβοι μπράβος nom μπράιγ μπράιγ nom μπράσκα μπράσκα nom μπράτσα μπράτσο nom μπρίκι μπρίκι nom μπρίο μπρίο nom μπρατισλάβα μπρατισλάβα ver μπρελόκ μπρελόκ nom μπριγιάν μπριγιάν nom μπριγιαντίνη μπριγιαντίνη nom μπριζόλα μπριζόλα nom μπρικ μπρικ nom μπριτζ μπριτζ nom μπροσούρα μπροσούρα nom μπροστά μπροστά adv μπροστάρη μπροστάρης nom μπροστινά μπροστινός adj μπρούμυτα μπρούμυτα adv μπρούντζινα μπρούντζινος adj μπρούντζο μπρούντζος nom μπρούσκο μπρούσκος adj μπρούτζινο μπρούτζινο adj μπρούτζος μπρούτζος nom μπρόκολα μπρόκολο nom μπυραρία μπυραρία nom μπόγια μπόγιας nom μπόι μπόι nom μπόλια μπόλια nom μπόλιασμα μπόλιασμα nom μπόλικα μπόλικος adj μπόμπα μπόμπα nom μπόμπιρας μπόμπιρας nom μπόρες μπόρα nom μπότα μπότα nom μπόχα μπόχα nom μπύρα μπύρα nom μυ μυς nom μυήθηκε μυώ ver μυαλά μυαλό nom μυαλγία μυαλγία nom μυαλού μυαλός nom μυαλωμένο μυαλωμένος adj μυασθένεια μυασθένεια nom μυατροφική μυατροφικός adj μυγδαλιά μυγδαλιά nom μυγιάζεται μυγιάζομαι ver μυγοχάφτης μυγοχάφτης nom μυγών μύγα nom μυδιών μύδι nom μυδράλια μυδράλιο nom μυδρίαση μυδρίαση nom μυελίνης μυελίνης nom μυελίτιδας μυελίτιδα nom μυελού μυελός nom μυελώδη μυελώδης adj μυζήθρα μυζήθρα nom μυζηθρόπιτα μυζηθρόπιτα nom μυθεύματα μύθευμα nom μυθικά μυθικός adj μυθιστορήματα μυθιστόρημα nom μυθιστορία μυθιστορία nom μυθιστορηματικά μυθιστορηματικός adj μυθιστοριογράφο μυθιστοριογράφος nom μυθιστοριογραφία μυθιστοριογραφία nom μυθογράφοι μυθογράφος nom μυθολογήματα μυθολόγημα nom μυθολογία μυθολογία nom μυθολογικά μυθολογικός adj μυθολόγοι μυθολόγος nom μυθομανής μυθομανής adj μυθομανίας μυθομανία nom μυθοπλάστης μυθοπλάστης nom μυθοπλαστικά μυθοπλαστικός adj μυθοποιός μυθοποιός nom μυθώδη μυθώδης adj μυκήτων μύκητας nom μυκηθμούς μυκηθμός nom μυκητίαση μυκητίαση nom μυκητιακή μυκητιακή adj μυκητιακής μυκητιακής adj μυκητοκτόνα μυκητοκτόνος adj μυκονιάτικα μυκονιάτικος adj μυλωνά μυλωνάς nom μυλωνού μυλωνού nom μυλόπετρα μυλόπετρα nom μυοκάρδιο μυοκάρδιο nom μυοκαρδίτιδα μυοκαρδίτιδα nom μυοκαρδιοπάθεια μυοκαρδιοπάθεια nom μυοπάθεια μυοπάθεια nom μυοσκελετικές μυοσκελετικός adj μυρίζει μυρίζω ver μυρίων μύριοι adj μυριάδες μυριάδα adj μυριστική μυριστικός adj μυρμήγκι μυρμήγκι nom μυρμηγκιών μυρμηγκιά nom μυρμηγκοφωλιάς μυρμηγκοφωλιά nom μυρμηκίαση μυρμηκίαση nom μυροβλύτης μυροβλύτης nom μυροβόλα μυροβόλος adj μυροδοχεία μυροδοχείο nom μυρουδιά μυρουδιά nom μυροφόρα μυροφόρος adj μυρσίνη μυρσίνη nom μυρτιά μυρτιά nom μυρωδάτα μυρωδάτος adj μυρωδιά μυρωδιά nom μυρωδικά μυρωδικό nom μυρωμένα μυρωμένος adj μυρώνια μυρώνια adj μυστήριά μυστήριο nom μυστήρια μυστήριος adj μυσταγωγία μυσταγωγία nom μυσταγωγική μυσταγωγικός adj μυσταγωγός μυσταγωγός nom μυστακοφόρος μυστακοφόρος adj μυστηριακά μυστηριακός adj μυστηριωδών μυστηριώδης adj μυστηριωδώς μυστηριωδώς adv μυστικά μυστικά adv μυστικές μυστικός adj μυστικισμού μυστικισμός nom μυστικιστές μυστικιστής nom μυστικιστικά μυστικιστικός adj μυστικοπάθεια μυστικοπάθεια nom μυστικοπαθές μυστικοπαθής adj μυστικοσυμβούλου μυστικοσύμβουλος nom μυστικότητα μυστικότητα nom μυστρί μυστρί nom μυστών μύστης nom μυταράς μυταράς nom μυτερά μυτερός adj μυτζήθρα μυτζήθρα nom μυχούς μυχός nom μυωπία μυωπία nom μυωπική μυωπικός adj μυώδεις μυώδης adj μυώνων μυώνας nom μωαμεθανική μωαμεθανικός adj μωαμεθανισμού μωαμεθανισμός nom μωαμεθανοί μωαμεθανός nom μωαμεθανών μωαμεθανή nom μωλωπισμούς μωλωπισμός nom μωρά μωρός adj μωράκι μωράκι nom μωρία μωρία nom μωρού μωρό nom μόδα μόδα nom μόδια μόδι nom μόδιον μόδιος nom μόδιστρο μόδιστρος nom μόκα μόκα nom μόλις μόλις adv μόλο μόλος nom μόνα μόνος adj μόνιππο μόνιππο nom μόνιτορ μόνιτορ nom μόνο μόνο adv μόρτες μόρτης nom μόστρα μόστρα nom μόσχο μόσχος nom μότο μότο nom μότορσιπ μότορσιπ nom μόχθο μόχθος nom μόχλευσης μόχλευση nom μύδρους μύδρος nom μύηση μύηση nom μύθο μύθος nom μύλο μύλος nom μύρα μύρο nom μύστακα μύστακας nom μύτες μύτη nom μύχια μύχιος adj μύχος μύχος nom μύωπα μύωπας nom μώλο μώλος nom μώλωπα μώλωπας nom ν να sw νάζι νάζι nom νάμα νάμα nom νάνι νάνι nom νάνο νάνος nom νάρδος νάρδος nom νάρθηκα νάρθηκας nom νάρκες νάρκη nom νάρκισσο νάρκισσος nom νάρκωσε ναρκώνω ver νάρκωση νάρκωση nom νάτριο νάτριο nom νάφθα νάφθα nom νέα νέος adj νέγρα νέγρα nom νέγρικα νέγρικος adj νέγρο νέγρος nom νέκρωσαν νεκρώνω ver νέκρωση νέκρωση nom νέκταρ νέκταρ nom νέμεση νέμεση nom νέμεται νέμω ver νέτα νέτος adj νέφη νέφος nom νέφτι νέφτι nom νέφωση νέφωση nom νήμα νήμα nom νήματος νήματος nom νήπια νήπιο nom νήσο νήσος nom νήσσα νήσσα nom νήστευε νηστεύω ver νίκελ νίκελ nom νίκες νίκη nom νικιούνται νικάω ver νίλα νίλα nom νίπτει νίπτω ver νίτρο νίτρο nom νίψει νίβω|νίπτω ver ναδίρ ναδίρ nom ναζί ναζί nom ναζιάρα ναζιάρης adj ναζισμού ναζισμός nom ναζιστές ναζιστής nom ναζιστικά ναζιστικά adv ναζιστικές ναζιστικός adj ναι ναι adv νανισμού νανισμός nom νανοεπιστήμες νανοεπιστήμες nom νανομηχανές νανομηχανές nom νανουρίσματα νανούρισμα nom ναξίας ναξίας nom ναξιακά ναξιακός adj ναξιώτικο ναξιώτικος adj ναοί ναός nom ναοδομία ναοδομία nom ναπολεόντεια ναπολεόντειος adj ναπολιτάνικα ναπολιτάνικος adj ναργιλέ ναργιλές nom ναρκαλιείας ναρκαλιεία nom ναρκαλιευτικά ναρκαλιευτικό nom ναρκισσισμού ναρκισσισμός nom ναρκοθέτηση ναρκοθέτηση nom ναρκοθετήσει ναρκοθετώ ver ναρκομανή ναρκομανής adj ναρκοπέδια ναρκοπέδιο nom ναρκωτικά ναρκωτικός adj νατουραλισμού νατουραλισμός nom νατουραλιστές νατουραλιστής nom νατουραλιστικά νατουραλιστικός adj νατριούχος νατριούχος nom ναυάγησαν ναυαγώ ver ναυάγια ναυάγιο nom ναυάρχου ναύαρχος nom ναυαγιαίρεση ναυαγιαίρεση nom ναυαγοί ναυαγός nom ναυαγοσωστικά ναυαγοσωστικός adj ναυαγοσωστών ναυαγοσώστης nom ναυαρχίδα ναυαρχίδα nom ναυλαγορά ναυλαγορά nom ναυλολόγιο ναυλολόγιο nom ναυλομεσίτη ναυλομεσίτης nom ναυλοσυμφώνου ναυλοσύμφωνο nom ναυλοχεί ναυλοχώ ver ναυλωθεί ναυλώνω ver ναυλωτή ναυλωτής nom ναυλώσεις ναύλωση nom ναυμάχησε ναυμαχώ ver ναυμάχος ναυμάχος nom ναυμαχία ναυμαχία nom ναυπήγησαν ναυπηγώ ver ναυπήγηση ναυπήγηση nom ναυπηγεία ναυπηγείο nom ναυπηγημάτων ναυπήγημα nom ναυπηγικά ναυπηγικός adj ναυπηγοί ναυπηγός nom ναυστάθμου ναύσταθμος nom ναυτάκι ναυτάκι nom ναυτία ναυτία nom ναυτίλοι ναυτίλος nom ναυταθλητικός ναυταθλητικός adj ναυτεργάτες ναυτεργάτης nom ναυτεργατικά ναυτεργατικός adj ναυτικά ναυτικός adj ναυτιλία ναυτιλία nom ναυτιλιακά ναυτιλιακός adj ναυτιλλομένους ναυτιλλόμενος adj ναυτολογήθηκαν ναυτολογώ ver ναυτολογίου ναυτολόγιο nom ναυτοσύνη ναυτοσύνη nom ναυτόπουλο ναυτόπουλο nom ναυτών ναύτης nom ναφθαλίνιο ναφθαλίνιο nom ναύκληρος ναύκληρος nom ναύλα ναύλος nom νεάνιδα νεάνιδα|νεάνις nom νεανία νεανίας nom νεανίσκοι νεανίσκος nom νεανικά νεανικά adv νεανικές νεανικός adj νεανικότητα νεανικότητα nom νεαρά νεαρός adj νεβιραπίνη νεβιραπίνη nom νεκρά νεκρός adj νεκρανάσταση νεκρανάσταση nom νεκρανάστησε νεκρανασταίνω ver νεκρικά νεκρικός adj νεκροθάφτες νεκροθάφτης nom νεκροκεφαλές νεκροκεφαλή nom νεκροκρέβατο νεκροκρέβατο nom νεκρολογία νεκρολογία nom νεκροπούλι νεκροπούλι nom νεκροταφεία νεκροταφείο nom νεκροτομές νεκροτομή nom νεκροτομεία νεκροτομείο nom νεκροφάνεια νεκροφάνεια nom νεκροφιλία νεκροφιλία nom νεκροφόρα νεκροφόρα nom νεκροψία νεκροψία nom νεκρωτική νεκρωτικός adj νεκρόδειπνο νεκρόδειπνο nom νεκρόπολη νεκρόπολη nom νεκρόφιλος νεκρόφιλος adj νεκρώσιμες νεκρώσιμος adj νεοανακτορική νεοανακτορική adj νεογέννητα νεογέννητος adj νεογνά νεογνό nom νεογνική νεογνικός adj νεογοτθική νεογοτθικός adj νεοδιορισμένος νεοδιορισμένος adj νεοεισαχθέντες νεοεισαχθείς nom νεοεισερχομένων νεοεισερχόμενος adj νεοελληνίστρια νεοελληνίστρια nom νεοελληνικά νεοελληνικός adj νεοελληνιστή νεοελληνιστής nom νεοεμφανιζόμενες νεοεμφανιζόμενος adj νεοζηλανδικής νεοζηλανδικός adj νεοκαντιανή νεοκαντιανός adj νεοκαπιταλισμός νεοκαπιταλισμός nom νεοκλασικά νεοκλασικός adj νεοκλασικισμού νεοκλασικισμός nom νεοκλασικιστές νεοκλασικιστής nom νεολαία νεολαία nom νεολαίοι νεολαίος nom νεολαιίστικη νεολαιίστικος adj νεολιθικά νεολιθικός adj νεολογισμοί νεολογισμός nom νεομάρτυρας νεομάρτυρας nom νεομαρξιστές νεομαρξιστής nom νεοναζί νεοναζί nom νεοναζισμού νεοναζισμός nom νεοναζιστές νεοναζιστής nom νεοναζιστικά νεοναζιστικός adj νεοπαγές νεοπαγής adj νεοπλάσματα νεόπλασμα nom νεοπλασία νεοπλασία nom νεοπλαστικών νεοπλαστικών adj νεοπλατωνικές νεοπλατωνικός adj νεοπλατωνισμού νεοπλατωνισμός nom νεοπλουτισμού νεοπλουτισμός nom νεορεαλισμού νεορεαλισμός nom νεορεαλιστική νεορεαλιστικός adj νεορομαντική νεορομαντικός adj νεορομαντισμό νεορομαντισμός nom νεοσσοί νεοσσός nom νεοσυλλέκτους νεοσύλλεκτος nom νεοσύστατα νεοσύστατος adj νεοτουρκικό νεοτουρκικός adj νεοτούρκων νεότουρκος nom νεοφανή νεοφανής adj νεοφασίστας νεοφασίστας nom νεοφασισμού νεοφασισμός nom νεοφασιστικά νεοφασιστικός adj νεοφερμένη νεοφερμένος adj νεοφιλελευθερισμού νεοφιλελευθερισμός nom νεοφιλελεύθερα νεοφιλελεύθερος adj νεοφυείς νεοφυής adj νεοφώτιστες νεοφώτιστος adj νεποτισμού νεποτισμός nom νερά νερό nom νεράιδα νεράιδα nom νεράκι νεράκι nom νεράντζι νεράντζι nom νεραγκούλες νεραγκούλα nom νεραντζιά νεραντζιά nom νεροκολοκύθας νεροκολοκύθα nom νεροκοτσέλες νεροκοτσέλες nom νεροκουβαλητές νεροκουβαλητής nom νερομάνα νερομάνα nom νερομπογιά νερομπογιά nom νεροποντές νεροποντή nom νεροτριβή νεροτριβή nom νερουλάδες νερουλάς nom νερουλό νερουλός adj νεροχελώνα νεροχελώνα nom νεροχύτες νεροχύτης nom νερόβραστα νερόβραστος adj νερόκοτα νερόκοτα nom νερόλακκοι νερόλακκος nom νερόμυλο νερόμυλος nom νερόφιδα νερόφιδο nom νεστοριανούς νεστοριανός nom νετρονίου νετρόνιο nom νευρίασα νευριάζω ver νευρίτιδα νευρίτιδα nom νευραλγίας νευραλγία nom νευραλγικά νευραλγικός adj νευρασθένεια νευρασθένεια nom νευρικά νευρικά adv νευρικές νευρικός adj νευρικότητα νευρικότητα nom νευροβιολογία νευροβιολογία nom νευρογένεση νευρογένεση nom νευρογένεσης νευρογένεσης nom νευροδιαβιβαστών νευροδιαβιβαστών nom νευροεκφυλιστικές νευροεκφυλιστικές adj νευροεκφυλιστικών νευροεκφυλιστικών adj νευροεπιστήμη νευροεπιστήμη nom νευροεπιστήμης νευροεπιστήμης nom νευρολογία νευρολογία nom νευρολογικά νευρολογικός adj νευρολόγο νευρολόγος nom νευροπάθεια νευροπάθεια nom νευροπαθείς νευροπαθής adj νευροπροστασία νευροπροστασία nom νευροφυσιολογία νευροφυσιολογία nom νευροχειρουργικές νευροχειρουργικός adj νευροχειρουργοί νευροχειρουργός nom νευροψυχιατρική νευροψυχιατρική adj νευρωνικής νευρωνικός adj νευρωσική νευρωσικός adj νευρωτικά νευρωτικός adj νευρόσπαστα νευρόσπαστο nom νευρώδεις νευρώδης adj νευρώνα νευρώνας nom νευρώσεις νεύρωση nom νευτώνειας νευτώνειος adj νεφέλες νεφέλη nom νεφέλωμα νεφέλωμα nom νεφεληγερέτης νεφεληγερέτης nom νεφελοκοκκυγία νεφελοκοκκυγία nom νεφελώδεις νεφελώδης adj νεφοσκεπής νεφελοσκεπής adj νεφρά νεφρό nom νεφρίτιδα νεφρίτιδα nom νεφρικά νεφρικός adj νεφροί νεφρός nom νεφρολογίας νεφρολογία nom νεφρολογική νεφρολογικός adj νεφρολόγο νεφρολόγος nom νεφροπάθεια νεφροπάθεια nom νεφροπαθή νεφροπαθής adj νεωκόρο νεωκόρος nom νεωρίου νεώριο nom νεωσοίκους νεώσοικος nom νεωστί νεωστί adv νεωτερικής νεωτερικής adj νεωτερισμοί νεωτερισμός nom νεωτεριστές νεωτεριστής nom νεωτεριστικά νεωτεριστικός adj νεόδμητα νεόδμητος adj νεόνυμφη νεόνυμφος adj νεόπλουτη νεόπλουτος adj νεότευκτα νεότευκτος adj νεότης νεότητα nom νεόφερτους νεόφερτος adj νεόχτιστα νεόχτιστος adj νεύμα νεύμα nom νεύρα νεύρο nom νεύρωμα νεύρωμα nom νηματοειδούς νηματοειδής adj νηματουργίας νηματουργία nom νηματώδεις νηματώδης adj νηνεμία νηνεμία nom νηογνώμονα νηογνώμονας nom νηολογημένα νηολογώ adv νηολογίου νηολόγιο nom νηολόγηση νηολόγηση nom νηοπομπές νηοπομπή nom νηοψία νηοψία nom νηπενθή νηπενθής adj νηπιαγωγεία νηπιαγωγείο nom νηπιαγωγοί νηπιαγωγός nom νηπιακά νηπιακός adj νηπιοβαπτισμός νηπιοβαπτισμός nom νηπτικής νηπτικός adj νησάκι νησάκι nom νησί νησί nom νησίδα νησίδα nom νησίδια νησίδιο nom νησιωτικά νησιωτικός adj νησιωτών νησιώτης nom νησιώτικα νησιώτικος adj νησιώτισσα νησιώτισσα nom νηστίσιμα νηστίσιμος adj νηστεία νηστεία nom νηστικά νηστικός adj νηφάλια νηφάλια adv νηφάλιας νηφάλιος adj νηφαλιότητα νηφαλιότητα nom νι νι nom νιάτα νιάτα nom νιαουρίσματα νιαούρισμα nom νικέλιο νικέλιο nom νικήσαντος νικήσαντος adj νικήτρια νικήτρια nom νικητές νικητής nom νικητήρια νικητήριος adj νικηφόρα νικηφόρα adv νικηφόρας νικηφόρος adj νικοτίνη νικοτίνη nom νικοτινικοί νικοτινικός adj νιπτήρα νιπτήρας nom νιρβάνα νιρβάνα nom νισάφι νισάφι nom νιτρικά νιτρικός adj νιτρογλυκερίνη νιτρογλυκερίνη nom νιτροζαμίνες νιτροζαμίνες nom νιτρώδεις νιτρώδης adj νιφάδα νιφάδα nom νιφεδιπίνη νιφεδιπίνη nom νιόπαντρα νιόπαντρος adj νιότη νιότη nom νοήμα νοήμα nom νοήματα νόημα nom νοήμον νοήμων adj νοήσεως νόηση nom νοίκι νοίκι nom νοίκιαζαν νοικιάζω ver νοίκιασμα νοίκιασμα nom νοδάρος νοδάρος nom νοεί νοώ ver νοείτο νοούμαι|νοώ ver νοερά νοερά adv νοερές νοερός adj νοηματικά νοηματικός adj νοημοσύνη νοημοσύνη nom νοησιαρχίας νοησιαρχία nom νοητά νοητά adv νοητέ νοητός adj νοητικά νοητικός adj νοθεία νοθεία nom νοθευμένα νοθεύω ver νοθεύσεις νόθευση nom νοιάζεσαι νοιάζομαι ver νοικάρη νοικάρης nom νοικοκυρά νοικοκυρά nom νοικοκυρέψει νοικοκυρεύω ver νοικοκυρεμένα νοικοκυρεμένος adj νοικοκυριά νοικοκυριό nom νοικοκυροσύνη νοικοκυροσύνη nom νοικοκύρη νοικοκύρης nom νομάδα νομάδας|νομός nom νομάδας νομάδας nom νομάρχες νομάρχης nom νομάς νομός nom νομές νομή nom νομίατρος νομίατρος nom νομίζαμε νομίζω ver νομίμου νόμιμος adj νομίμως νόμιμα adv νομίσματα νόμισμα nom νομαδικά νομαδικά adv νομαδικές νομαδικός adj νομαρχία νομαρχία nom νομαρχιακά νομαρχιακός adj νοματαίοι νοματαίοι nom νομείς νομέας|νομεύς nom νομενκλατούρα νομενκλατούρα nom νομικά νομικά adv νομικές νομικός adj νομικίστικα νομικίστικος adj νομικισμού νομικισμός nom νομιμοποίησαν νομιμοποιώ ver νομιμοποίηση νομιμοποίηση nom νομιμοφανές νομιμοφανής adj νομιμοφροσύνη νομιμοφροσύνη nom νομιμότητάς νομιμότητα nom νομιμόφρονα νομιμόφρων adj νομιναλισμός νομιναλισμός nom νομιναλιστές νομιναλιστής nom νομισματικά νομισματικός adj νομισματοκοπία νομισματοκοπία nom νομισματοκοπείο νομισματοκοπείο nom νομισματολογία νομισματολογία nom νομοδιδάσκαλος νομοδιδάσκαλος nom νομοθέτες νομοθέτης nom νομοθέτημα νομοθέτημα nom νομοθέτησε νομοθετώ ver νομοθέτηση νομοθέτηση nom νομοθεσία νομοθεσία nom νομοθετικά νομοθετικός adj νομοθετικων νομοθετικων adj νομοθετούν νομοθετών adj νομολογία νομολογία nom νομομαθής νομομαθής adj νομοπαρασκευαστικές νομοπαρασκευαστικός adj νομοσχέδια νομοσχέδιο nom νομοτέλεια νομοτέλεια nom νομοταγής νομοταγής adj νομοτελειακά νομοτελειακός adj νομοτεχνικής νομοτεχνικός adj νομοτύπως νομοτύπως adv νομπελίστα νομπελίστας nom νομπελίστρια νομπελίστρια nom νομότυπα νομότυπα adv νομότυπες νομότυπος adj νονά νονά nom νονοί νονός nom νοοτροπία νοοτροπία nom νορβηγικά νορβηγικός adj νορβηγοί νορβηγοί nom νορμανδική νορμανδικός adj νοσήματα νόσημα nom νοσήσει νοσώ ver νοσηλεία νοσηλεία nom νοσηλευθεί νοσηλεύω ver νοσηλευομένους νοσηλευόμενος adj νοσηλευτή νοσηλευτής nom νοσηλευτήρια νοσηλευτήριο nom νοσηλευτικά νοσηλευτικός adj νοσηλευτριών νοσηλεύτρια nom νοσηρά νοσηρά adv νοσηρές νοσηρός adj νοσηρότητα νοσηρότητα nom νοσογόνου νοσογόνος adj νοσοκομεία νοσοκομείο nom νοσοκομειακά νοσοκομειακά adv νοσοκομειακές νοσοκομειακός adj νοσοκόμα νοσοκόμα nom νοσοκόμο νοσοκόμος nom νοσολογία νοσολογία nom νοσολογικές νοσολογικός adj νοστάλγησε νοσταλγώ ver νοσταλγία νοσταλγία nom νοσταλγικά νοσταλγικά adv νοσταλγικές νοσταλγικός adj νοσταλγοί νοσταλγός nom νοστιμιά νοστιμιά nom νοστιμότατα νόστιμα adv νοστιμότατο νόστιμος adj νότιας νότιος adj νοταρίων νοτάριος nom νοτιά νοτιά nom νοτιάδες νοτιάς nom νοτιοανατολικά νοτιοανατολικά adv νοτιοανατολικές νοτιοανατολικός adj νοτιοδυτικά νοτιοδυτικά adv νοτιοδυτικές νοτιοδυτικός adj νοτισμένο νοτίζω ver νοτιότερα νότια adv νου νους nom νουβέλα νουβέλα nom νουθεσία νουθεσία nom νουθετήσει νουθετώ ver νουκλεοσιδίων νουκλεοσιδίων nom νουκλεοσιδικοί νουκλεοσιδικοί adj νουκλεοσιδικών νουκλεοσιδικών adj νουκλεοτίδια νουκλεοτίδια nom νουκλεοτιδίου νουκλεοτιδίου nom νουκλεοτιδίων νουκλεοτιδίων nom νουκλιδίων νουκλιδίων nom νουνεχή νουνεχής adj νους νούς nom νούλες νούλα nom νούμερα νούμερο nom νούντσιο νούντσιος nom νούφαρα νούφαρο nom ντ ντ nom ντάλια ντάλια nom ντάμα ντάμα nom ντάμι ντάμι nom ντάμια ντάμια nom ντάμπινγκ ντάμπινγκ nom ντάνα ντάνα nom ντάνσινγκ ντάνσινγκ nom ντέρμπι ντέρμπι nom ντέρτι ντέρτι nom ντέφι ντέφι nom ντίβα ντίβα nom ντίζελ ντίζελ nom ντίσκο ντίσκο nom ντα ντα nom νταή νταής nom νταβατζή νταβατζής nom νταβατζιλίκι νταβατζιλίκι nom νταηλίκι νταηλίκι nom νταλίκα νταλίκα nom νταλαβέρι νταλαβέρι nom νταλγκά νταλγκάς nom νταλικέρη νταλικέρης nom νταλκάς νταλκάς nom νταμάρι νταμάρι nom νταμπλ νταμπλ nom νταμπλάς νταμπλάς nom νταντά νταντά nom νταντεύει νταντεύω ver νταουλιού νταούλι nom νταρντάνα νταρντάνα nom ντε ντε nom ντεκολτέ ντεκολτέ nom ντεκορατέρ ντεκορατέρ nom ντεκόρ ντεκόρ nom ντελάληδες ντελάλης nom ντελίριο ντελίριο nom ντελικάτα ντελικάτος adj ντεμοντέ ντεμοντέ adj ντεπόζιτα ντεπόζιτο nom ντερμπεντέρισσα ντερμπεντέρης adj ντεσιμπέλ ντεσιμπέλ nom ντετέκτιβ ντετέκτιβ nom ντετερμινισμού ντετερμινισμός nom ντετερμινιστικής ντετερμινιστικός adj ντεφάκτο ντεφάκτο adv ντιβάνι ντιβάνι nom ντιζέζ ντιζέζ nom ντιζέρ ντιζέρ nom ντιζελοκίνητα ντιζελοκίνητος adj ντιπ ντιπ adv ντιρεκτίβα ντιρεκτίβα nom ντισκοτέκ ντισκοτέκ nom ντο ντο nom ντοκ ντοκ nom ντοκιμαντέρ ντοκιμαντέρ nom ντοκουμέντα ντοκουμέντο nom ντολμά ντολμάς nom ντομάτα ντομάτα nom ντοματάκια ντοματάκι nom ντοπάρει ντοπάρω ver ντοπάρισμα ντοπάρισμα nom ντοπαρισμένη ντοπαρισμένος adj ντοπιολαλιά ντοπιολαλιά nom ντορβά ντορβάς nom ντοσιέ ντοσιέ nom ντοτόρε ντοτόρος nom ντου ντου nom ντουέτα ντουέτο nom ντουβάρι ντουβάρι nom ντουζίνα ντουζίνα nom ντουλάπα ντουλάπα nom ντουλάπι ντουλάπι nom ντουμάνι ντουμάνι nom ντουμπλάρει ντουμπλάρω ver ντουμπλάρισμα ντουμπλάρισμα nom ντουνιά ντουνιάς nom ντους ντους nom ντουφέκι ντουφέκι nom ντούκου ντούκου adv ντούρο ντούρος adj ντράπηκαν ντρέπομαι ver ντροπές ντροπή nom ντροπαλά ντροπαλά adv ντροπαλές ντροπαλός adj ντροπιάζει ντροπιάζω ver ντυσίματος ντύσιμο nom ντόμινο ντόμινο nom ντόμπρα ντόμπρα adv ντόμπρο ντόμπρος adj ντόπιων ντόπιος nom ντόπινγκ ντόπινγκ nom ντόρο ντόρος nom ντόρτια ντόρτια nom νυκτερίδες νυχτερίδα nom νυκτερινά νυκτερινός adj νυκτοφύλακας νυκτοφύλακας nom νυμφίδιο νυμφίδιο nom νυμφίο νυμφίος nom νυμφευμένο νυμφεύω ver νυμφομανή νυμφομανής adj νυμφών νύμφη nom νυμφώνα νυμφώνας nom νυν νυν adv νυστάζει νυστάζω ver νυστέρι νυστέρι nom νυφίτσα νυφίτσα nom νυφιάτικα νυφιάτικος adj νυφικά νυφικός adj νυφών νύφη nom νυχάκι νυχάκι nom νυχθημερόν νυχθημερόν adv νυχιές νυχιά nom νυχιού νύχι nom νυχτέρι νυχτέρι nom νυχτιά νυχτιά nom νυχτιάτικα νυχτιάτικα adv νυχτικά νυχτικό nom νυχτολούλουδα νυχτολούλουδο nom νυχτοπερπατήματα νυχτοπερπάτημα nom νυχτοπούλι νυχτοπούλι nom νυχτοφύλακα νυχτοφύλακας nom νυχτωμένος νυχτώνομαι ver νυχτόβιο νυχτόβιος adj νωθρή νωθρός adj νωθρότητα νωθρότητα nom νωματάρχης νωματάρχης nom νωπά νωπός adj νωπογραφία νωπογραφία nom νωρίτερη νωρίτερος adj νωτιαία νωτιαίος adj νωχέλεια νωχέλεια nom νωχελικά νωχελικά adv νωχελική νωχελικός adj νόθα νόθος adj νόμο νόμος nom νόμω νόμω adv νόνα νόνα nom νόρμα νόρμα nom νόσο νόσος nom νόστο νόστος nom νότα νότα nom νότο νότος nom νύκτα νύκτα nom νύξεις νύξη nom νύστα νύστα nom νώτα νώτα nom ξ ξ adv ξάγναντο ξάγναντο nom ξάδελφε ξάδελφος nom ξάδερφο ξάδερφος nom ξάπλα ξάπλα adv ξάπλωναν ξαπλώνω ver ξάρτια ξάρτι nom ξάστερα ξάστερα adv ξάστερη ξάστερος adj ξάφνιαζε ξαφνιάζω ver ξάφνιασμα ξάφνιασμα nom ξάφνου ξάφνου adv ξέβγαλμα ξέβγαλμα nom ξέβρασαν ξεβράζω ver ξέγνοιαστα ξένοιαστος adj ξέθαψαν ξεθάβω ver ξέκανε ξεκάνω ver ξέκοψε ξεκόβω ver ξέμειναν ξεμένω ver ξέμπλεξε ξεμπλέκω ver ξένα ξένος adj ξένιζε ξενίζω ver ξέπεσαν ξεπέφτω ver ξέπλεκα ξέπλεκος adj ξέπλεναν ξεπλένω ver ξέπλυμα ξέπλυμα nom ξέρα ξέρα nom ξέρες ξέρα|ξέρη nom ξέρη ξέρη nom ξέσκιζε ξεσκίζω ver ξέσπαγαν ξεσπώ ver ξέσπασμα ξέσπασμα nom ξέστρα ξέστρα nom ξέφευγαν ξεφεύγω ver ξέφραγο ξέφραγος adj ξέφρενα ξέφρενα adv ξέφρενες ξέφρενος adj ξέφτισμα ξέφτισμα nom ξέφωτα ξέφωτος adj ξέφωτου ξέφωτο nom ξεχασμένος ξεχνάω ver ξέχειλο ξέχειλος adj ξέχωρα ξέχωρα adv ξέχωρες ξέχωρος adj ξήλωμα ξήλωμα nom ξήλωνε ξηλώνω ver ξήρανση ξήρανση nom ξίγκι ξίγκι nom ξίδι ξίδι nom ξίφη ξίφος nom ξαγρυπνά ξαγρυπνάω ver ξαδέρφη ξαδέρφη nom ξαδέρφια ξαδέρφι nom ξακουστά ξακουστός adj ξαλαφρώνει ξαλαφρώνω ver ξανά ξανά adv ξανάβλεπαν ξαναβλέπω ver ξανάγιναν ξαναγίνομαι ver ξανάκανα ξανακάνω ver ξανάλεγε ξαναλέω ver ξανάνιωσε ξανανιώνω ver ξανάπεσε ξαναπέφτω ver ξανάπιασε ξαναπιάνω ver ξανάρθε ξαναέρχομαι ver ξανάρχιζε ξαναρχίζω ver ξανάσμιξαν ξανασμίγω ver ξανάχτισαν ξαναχτίζω ver ξαναέβαλα ξαναβάζω ver ξαναέστειλαν ξαναέστειλαν ver ξαναβγάλει ξαναβγάζω ver ξαναβρέθηκαν ξαναβρίσκω ver ξαναγέμισαν ξαναγεμίζω ver ξαναγεμίζεται ξαναγεμίζεται ver ξαναγεννήθηκε ξαναγεννιέμαι ver ξαναγυρίζει ξαναγυρίζω ver ξαναγύρισμα ξαναγύρισμα nom ξαναδημιουργήσει ξαναδημιουργώ ver ξαναδιαβάσετε ξαναδιαβάζω ver ξαναδοκίμασε ξαναδοκιμάζω ver ξαναδώσει ξαναδίνω ver ξαναεμφανίστηκε ξαναεμφανίστηκε ver ξαναζήσουν ξαναζώ ver ξαναζωντάνεμα ξαναζωντάνεμα nom ξαναζωντάνεψαν ξαναζωντανεύω ver ξαναθυμάται ξαναθυμάμαι ver ξαναθύμισε ξαναθυμίζω ver ξανακάλεσε ξανακαλώ ver ξανακέρδισαν ξανακερδίζω ver ξανακουστεί ξανακούω ver ξανακυλήσει ξανακυλάω ver ξαναλάβει ξαναλάβει ver ξαναλειτούργησε ξαναλειτούργησε ver ξαναμίλησε ξαναμιλώ ver ξαναπάρει ξαναπαίρνω ver ξαναπάτησαν ξαναπατώ ver ξαναπέρασε ξαναπερνάω ver ξαναπαντρευτεί ξαναπαντρεύω ver ξαναρίξει ξαναρίχνω ver ξαναρωτάω ξαναρωτάω ver ξανασμίξιμο ξανασμίξιμο nom ξανασυζητηθεί ξανασυζητώ ver ξανατεθεί ξαναθέτω ver ξανατυπώθηκε ξανατυπώνω ver ξαναφάνηκε ξαναφαίνομαι ver ξαναχρησιμοποίησε ξαναχρησιμοποιώ ver ξαναχτυπά ξαναχτυπάω ver ξανθά ξανθός adj ξανθομάλλη ξανθομάλλης adj ξανθούλα ξανθούλα nom ξανθωπό ξανθωπός adj ξανοίγεται ξανοίγω ver ξαπλώστρα ξαπλώστρα nom ξαποστάσει ξαποσταίνω ver ξαποστείλει ξαποστέλνω ver ξαστεριά ξαστεριά nom ξαφνικά ξαφνικά adv ξαφνικές ξαφνικός adj ξείπα ξελέω ver ξεβάφουν ξεβάφω ver ξεβουλώσει ξεβουλώνω ver ξεβράκωτοι ξεβράκωτος adj ξεγέλασαν ξεγελάω ver ξεγέλασμα ξεγέλασμα nom ξεγέννησε ξεγεννάω ver ξεγλίστρημα ξεγλίστρημα nom ξεγλίστρησε ξεγλιστράω ver ξεγνοιασιά ξεγνοιασιά nom ξεγράφει ξεγράφω ver ξεγυμνωθεί ξεγυμνώνω ver ξεγυμνώματα ξεγύμνωμα nom ξεγυρισμένες ξεγυρίζω ver ξεδίνει ξεδίνω ver ξεδίπλωμα ξεδίπλωμα nom ξεδίπλωνε ξεδιπλώνω ver ξεδίψασαν ξεδιψάω ver ξεδιάλεγμα ξεδιάλεγμα nom ξεδιάλυνε ξεδιαλύνω ver ξεδιάντροπα ξεδιάντροπος adj ξεδιαλέγουν ξεδιαλέγω ver ξεθαρρέψει ξεθαρρεύω ver ξεθεμελιώθηκε ξεθεμελιώνω ver ξεθυμάνει ξεθυμαίνω ver ξεθωριάζει ξεθωριάζω ver ξεθώριασμα ξεθώριασμα nom ξεκάθαρα ξεκάθαρα adv ξεκάθαρες ξεκάθαρος adj ξεκάρφωτα ξεκάρφωτος adj ξεκίνα ξεκινάω ver ξεκίνημα ξεκίνημα nom ξεκαθάριζαν ξεκαθαρίζω ver ξεκαθάρισμα ξεκαθάρισμα nom ξεκαλοκαίριαζαν ξεκαλοκαιριάζω ver ξεκαρδίζονται ξεκαρδίζομαι ver ξεκαρδιστικά ξεκαρδιστικά adv ξεκαρδιστικές ξεκαρδιστικός adj ξεκαρφώνει ξεκαρφώνω ver ξεκατίνιασμα ξεκατίνιασμα nom ξεκλήρισε ξεκληρίζω ver ξεκλήρισμα ξεκλήρισμα nom ξεκλείδωμα ξεκλείδωμα nom ξεκλείδωνε ξεκλειδώνω ver ξεκλείδωτα ξεκλείδωτος adj ξεκοιλιάζει ξεκοιλιάζω ver ξεκολλά ξεκολλάω ver ξεκομμένη ξεκομμένος adj ξεκουμπιστείτε ξεκουμπίζομαι ver ξεκουράζει ξεκουράζω ver ξεκούραση ξεκούραση nom ξεκούραστα ξεκούραστα adv ξεκούραστες ξεκούραστος adj ξεκούρδιστες ξεκούρδιστος adj ξεκρέμασε ξεκρεμάω ver ξεκρέμαστα ξεκρέμαστος adj ξελασπώνει ξελασπώνω ver ξελογιάζει ξελογιάζω ver ξελογιάστρα ξελογιάστρα nom ξεμακραίνει ξεμακραίνω ver ξεματιάσει ξεματιάζω ver ξεμπάρκαρε ξεμπαρκάρω ver ξεμπέρδευε ξεμπερδεύω ver ξεμπερδέματα ξεμπέρδεμα nom ξεμπλοκάρει ξεμπλοκάρω ver ξεμπλοκάρισμα ξεμπλοκάρισμα nom ξεμπροστιάζει ξεμπροστιάζω ver ξεμπρόστιασμα ξεμπρόστιασμα nom ξεμυαλίζει ξεμυαλίζω ver ξεμυτίσει ξεμυτίζω ver ξενάγησαν ξεναγώ ver ξενάγηση ξενάγηση nom ξενία ξενία nom ξεναγοί ξεναγός nom ξενηλασία ξενηλασία nom ξενικά ξενικά adv ξενικές ξενικός adj ξενισμούς ξενισμός nom ξενιστές ξενιστής nom ξενιτεμένο ξενιτεμένος adj ξενιτεμός ξενιτεμός nom ξενιτευτεί ξενιτεύομαι ver ξενιτιά ξενιτιά nom ξενοδουλεύει ξενοδουλεύω ver ξενοδοχεία ξενοδοχείο nom ξενοδοχειακά ξενοδοχειακός adj ξενοδόχο ξενοδόχος nom ξενοιάζουμε ξενοιάζω ver ξενοιασιά ξενοιασιά nom ξενοκρατίας ξενοκρατία nom ξενομανία ξενομανία nom ξενοφοβία ξενοφοβία nom ξενυχτάδικα ξενυχτάδικο nom ξενυχτάει ξενυχτάω ver ξενόγλωσσα ξενόγλωσσος adj ξενόφερτα ξενόφερτος adj ξενύχτηδες ξενύχτης nom ξενύχτι ξενύχτι nom ξενώνα ξενώνας nom ξεπάγωσαν ξεπαγώνω ver ξεπάτωμα ξεπάτωμα nom ξεπερασμένη ξεπερνάω ver ξεπέρασμα ξεπέρασμα nom ξεπέταγμα ξεπέταγμα nom ξεπήδησαν ξεπηδάω ver ξεπεσμένη ξεπεσμένος adj ξεπεσμού ξεπεσμός nom ξεπετάχτηκαν ξεπετάω ver ξεπλήρωνε ξεπληρώνω ver ξεπλυμένα ξεπλυμένος adj ξεπορτίζουν ξεπορτίζω ver ξεπουλά ξεπουλάω ver ξεπουπουλιασμένη ξεπουπουλιάζω ver ξεπούλημα ξεπούλημα nom ξεπροβάλει ξεπροβάλλω ver ξεπροβοδίζει ξεπροβοδίζω ver ξερά ξερά adv ξεράδι ξεράδι nom ξεράθηκαν ξεραίνω ver ξεράσει ξερνάω ver ξερές ξερός adj ξερίζωμα ξερίζωμα nom ξερίζωναν ξεριζώνω ver ξερακιανό ξερακιανός adj ξεριζωμένα ξεριζωμένος adj ξεριζωμού ξεριζωμός nom ξερικές ξερικός adj ξεροκέφαλο ξεροκέφαλος adj ξεροκεφαλιά ξεροκεφαλιά nom ξερολιθιά ξερολιθιά nom ξερονήσι ξερονήσι nom ξεροπήγαδο ξεροπήγαδο nom ξεροπόταμο ξεροπόταμος nom ξερότοπος ξερότοπος nom ξεσήκωμα ξεσήκωμα nom ξεσήκωναν ξεσηκώνω ver ξεσηκωμού ξεσηκωμός nom ξεσκάσουμε ξεσκάζω ver ξεσκέπαζε ξεσκεπάζω ver ξεσκέπασμα ξεσκέπασμα nom ξεσκέπαστο ξεσκέπαστος adj ξεσκαρτάρει ξεσκαρτάρω ver ξεσκαρτάρισμα ξεσκαρτάρισμα nom ξεσκονίζοντας ξεσκονίζω ver ξεσκόνισμα ξεσκόνισμα nom ξεσπάθωσε ξεσπαθώνω ver ξεσπιτωθεί ξεσπιτώνω ver ξεστές ξυστός adj ξεστομίζει ξεστομίζω ver ξεστραβωθούμε ξεστραβώνω ver ξετίναξε ξετινάζω ver ξετρελάθηκε ξετρελαίνω ver ξετρυπώνει ξετρυπώνω ver ξετσιπωσιά ξετσιπωσιά nom ξετυλίγει ξετυλίγω ver ξετύλιγμα ξετύλιγμα nom ξεφάντωμα ξεφάντωμα nom ξεφάντωναν ξεφαντώνω ver ξεφλουδίζονται ξεφλουδίζω ver ξεφλουδίσματος ξεφλούδισμα nom ξεφορτωθεί ξεφορτώνω ver ξεφουσκώνει ξεφουσκώνω ver ξεφούσκωμα ξεφούσκωμα nom ξεφράξει ξεφράζω ver ξεφτέρι ξεφτέρι nom ξεφτίζει ξεφτίζω ver ξεφτίλα ξεφτίλα nom ξεφτίλας ξεφτίλας nom ξεφτίλισαν ξεφτιλίζω ver ξεφτισμένο ξεφτάω|ξεφτίζω ver ξεφυλλίζει ξεφυλλίζω ver ξεφυλλίσματος ξεφύλλισμα nom ξεφυτρώνει ξεφυτρώνω ver ξεφωνίζει ξεφωνίζω ver ξεφωνητά ξεφωνητό nom ξεχαρβαλωμένη ξεχαρβαλώνω ver ξεχασιάρηδες ξεχασιάρης adj ξεχείλιζαν ξεχειλίζω ver ξεχείλισμα ξεχείλισμα nom ξεχείλωμα ξεχείλωμα nom ξεχειλωμένο ξεχειλώνω ver ξεχειμωνιάζει ξεχειμωνιάζω ver ξεχρέωσε ξεχρεώνω ver ξεχυθεί ξεχύνω ver ξεχωρίζει ξεχωρίζω ver ξεχωριστά ξεχωριστά adv ξεχωριστές ξεχωριστός adj ξεψυχά ξεψυχάω ver ξηγημένα ξηγάω ver ξημέρωμα ξημέρωμα nom ξημέρωνε ξημερώνω ver ξημεροβραδιάζεται ξημεροβραδιάζομαι ver ξημερώματα ξημερώματα adv ξηρά ξηρός adj ξηράν ξηρά nom ξηραίνεται ξηραίνω ver ξηρασία ξηρασία nom ξηρογραφία ξηρογραφία nom ξηροδερμία ξηροδερμία nom ξηροστομία ξηροστομία nom ξηρότητα ξηρότητα nom ξιδάτο ξιδάτος adj ξινά ξινά adv ξινές ξινός adj ξινίζει ξινίζω ver ξινίλα ξινίλα nom ξινόγαλο ξινόγαλο nom ξινόμηλο ξινόμηλο nom ξιπασιά ξιπασιά nom ξιπασμένη ξιπάζομαι ver ξιφία ξιφίας nom ξιφίδιο ξιφίδιο nom ξιφασκία ξιφασκία nom ξιφολόγχες ξιφολόγχη nom ξιφομάχοι ξιφομάχος nom ξιφομαχία ξιφομαχία nom ξιφουλκεί ξιφουλκώ ver ξοδέψαμε ξοδεύω ver ξορκίζοντας ξορκίζω ver ξουράφι ξουράφι nom ξοφλήσει ξοφλάω ver ξυλά ξυλάς nom ξυλάγγουρο ξυλάγγουρο nom ξυλάδικα ξυλάδικο nom ξυλάνθρακα ξυλάνθρακας nom ξυλέμπορο ξυλέμπορος nom ξυλένια ξυλένιος adj ξυλεία ξυλεία nom ξυλιές ξυλιά nom ξυλογλυπτική ξυλογλυπτική nom ξυλογλύπτες ξυλογλύπτης nom ξυλογραφία ξυλογραφία nom ξυλοδαρμοί ξυλοδαρμός nom ξυλοδεσιές ξυλοδεσιά nom ξυλοθραύστης ξυλοθραύστης nom ξυλοκάρβουνα ξυλοκάρβουνο nom ξυλοκοπήθηκαν ξυλοκοπώ ver ξυλοκόπημα ξυλοκόπημα nom ξυλοκόπο ξυλοκόπος nom ξυλοπάπουτσα ξυλοπάπουτσο nom ξυλοπολτού ξυλοπολτού nom ξυλοπόδαρα ξυλοπόδαρος adj ξυλοπόδαρου ξυλοπόδαρο nom ξυλουργεία ξυλουργείο nom ξυλουργικές ξυλουργικός adj ξυλουργοί ξυλουργός nom ξυλοφορτώνει ξυλοφορτώνω ver ξυλόγλυπτα ξυλόγλυπτος adj ξυλόστεγοι ξυλόστεγοι nom ξυλόφωνα ξυλόφωνο nom ξυλώδες ξυλώδης adj ξυνόγαλα ξυνόγαλα nom ξυπνά ξύπνιος adj ξυπνάει ξυπνάω ver ξυπνήματα ξύπνημα nom ξυπνητήρι ξυπνητήρι nom ξυπνητός ξυπνητός adj ξυπόλυτα ξυπόλυτος adj ξυράφι ξυράφι nom ξυρίζει ξυρίζω ver ξυρίσματος ξύρισμα nom ξυραφάκι ξυραφάκι nom ξυριστικές ξυριστικός adj ξυρού ξυρό nom ξωκκλήσι ξωκλήσι nom ξωμάχο ξωμάχος nom ξωτικά ξωτικός adj ξόανα ξόανο nom ξόβεργα ξόβεργα nom ξόδεμα ξόδεμα nom ξόδι ξόδι nom ξόρκι ξόρκι nom ξύγκι ξύγκι nom ξύδι ξύδι nom ξύλα ξύλο nom ξύλευση ξύλευση nom οάσεις όαση nom οίδημα οίδημα nom οίηση οίηση nom οίκαδε οίκαδε adv οίκημα οίκημα nom οίκηση οίκηση nom οίκο οίκος nom οίκοθεν οίκοθεν adv οίκοι οίκοι adv οίκτιρε οικτίρω ver οίκτο οίκτος nom οίνο οίνος nom οίστρο οίστρος nom οβάλ οβάλ adj οβίδα οβίδα nom οβελία οβελίας nom οβελίσκο οβελίσκος nom οβελοί οβελός nom οβιδοβόλα οβιδοβόλο nom οβολοί οβολός nom ογδοηκοστή ογδοηκοστός num όγδοης όγδοος num ογδόντα ογδόντα num ογδόου όγδοο nom ογκίδια ογκίδιο nom ογκογονίδια ογκογονίδια nom ογκολίθων ογκόλιθος nom ογκολογία ογκολογία nom ογκολογικά ογκολογικά adv ογκολογικές ογκολογικός adj ογκομέτρηση ογκομέτρηση nom ογκομετρική ογκομετρική nom ογκομετρικός ογκομετρικός adj ογκωδέστατη ογκώδης adj οδήγημα οδήγημα nom οδήγησα οδηγώ ver οδήγηση οδήγηση nom οδαλίσκες οδαλίσκη nom οδεύει οδεύω ver οδηγέ οδηγός nom οδηγήτρια οδηγήτρια nom οδηγία οδηγία nom οδηγητή οδηγητής nom οδικά οδικός adj οδικώς οδικώς adv οδοί οδός nom οδογέφυρα οδογέφυρα nom οδοδείκτες οδοδείκτης nom οδοιπορία οδοιπορία nom οδοιπορεί οδοιπορώ ver οδοιπορικού οδοιπορικός adj οδοιπόρο οδοιπόρος nom οδοκαθαριστές οδοκαθαριστής nom οδομαχίες οδομαχία nom οδοντίατρο οδοντίατρος nom οδοντιατρεία οδοντιατρείο nom οδοντιατρικά οδοντιατρικός adj οδοντιατρικής οδοντιατρική nom οδοντικά οδοντικός adj οδοντογιατρούς οδοντογιατρός nom οδοντογλυφίδα οδοντογλυφίδα nom οδοντοστοιχία οδοντοστοιχία nom οδοντοτεχνίτες οδοντοτεχνίτης nom οδοντωτές οδοντωτός adj οδοντόβουρτσα οδοντόβουρτσα nom οδοντόκρεμα οδοντόκρεμα nom οδοντόπαστα οδοντόπαστα nom οδοποιία οδοποιία nom οδοστρωμάτων οδόστρωμα nom οδοστρωτήρα οδοστρωτήρας nom οδοφράγματα οδόφραγμα nom οδυνηρά οδυνηρά adv οδυνηρές οδυνηρός adj οδυνών οδύνη nom οδυρμούς οδυρμός nom οδόμετρο οδόμετρο nom οδόντα οδούς nom οδύρεται οδύρομαι ver οδύσσεια οδύσσεια nom οζώδους οζώδης adj οθονών οθόνη nom οθωμανικά οθωμανικός adj οθωνική οθωνικός adj οιονδήποτε οιοσδήποτε pro_dem οιδιπόδεια οιδιπόδειος adj οικία οικία nom οικίσκο οικίσκος nom οικεία οικείος adj οικειοθελή οικειοθελής adj οικειοθελώς οικειοθελώς adv οικειοποίηση οικειοποίηση nom οικειοποιήθηκαν οικειοποιούμαι ver οικειότητα οικειότητα nom οικιακά οικιακός adj οικισμοί οικισμός nom οικιστές οικιστής nom οικιστικά οικιστικός adj οικογένειά οικογένεια nom οικογενή οικογενή adj οικογενειάρχες οικογενειάρχης nom οικογενειακά οικογενειακά adv οικογενειακές οικογενειακός adj οικοδέσποινα οικοδέσποινα nom οικοδεσποτών οικοδεσπότης nom οικοδιδάσκαλος οικοδιδάσκαλος nom οικοδομές οικοδομή nom οικοδομήθηκαν οικοδομώ ver οικοδομήματα οικοδόμημα nom οικοδομήσεως οικοδόμηση nom οικοδομήσιμα οικοδομήσιμος adj οικοδομικά οικοδομικός adj οικοδομούν οικοδομών adj οικοδόμο οικοδόμος nom οικοκυρά οικοκυρά nom οικολογία οικολογία nom οικολογικά οικολογικός adj οικολόγο οικολόγος nom οικονομία οικονομία nom οικονομετρία οικονομετρία nom οικονομετρικών οικονομετρικός adj οικονομικά οικονομικά adv οικονομικές οικονομικός adj οικονομικότητα οικονομικότητα nom οικονομισμού οικονομισμός nom οικονομολογίας οικονομολογία nom οικονομολογικές οικονομολογικός adj οικονομολόγο οικονομολόγος nom οικονόμο οικονόμος nom οικοπέδου οικόπεδο nom οικοπεδοποίηση οικοπεδοποίηση nom οικοπεδοποιήθηκε οικοπεδοποιώ ver οικοπεδούχους οικοπεδούχος nom οικοσήμου οικόσημο nom οικοσημολογία οικοσημολογία nom οικοσκευές οικοσκευή nom οικοσυστήματά οικοσύστημα nom οικοτεχνία οικοτεχνία nom οικοτεχνική οικοτεχνικός adj οικοτουρισμού οικοτουρισμού nom οικοτουρισμό οικοτουρισμό nom οικοτουρισμός οικοτουρισμός nom οικοτουριστικές οικοτουριστικές adj οικοτροφεία οικοτροφείο nom οικοτρόφους οικότροφος nom οικοτόπου οικότοπος nom οικουμένη οικουμένη nom οικουμενικά οικουμενικός adj οικουμενικότητα οικουμενικότητα nom οικουμενισμού οικουμενισμός nom οικτίρμονα οικτίρμων adj οικτρά οικτρά adv οικτρή οικτρός adj οικόσιτα οικόσιτος adj οιμωγές οιμωγή nom οινολάσπης οινολάσπη nom οινολογία οινολογία nom οινολόγος οινολόγος nom οινομαγειρεία οινομαγειρείο nom οινοπαραγωγής οινοπαραγωγή nom οινοπαραγωγοί οινοπαραγωγός adj οινοπνευματωδών οινοπνευματώδης adj οινοπνεύματος οινόπνευμα nom οινοποίηση οινοποίηση nom οινοποιήσιμων οινοποιήσιμος adj οινοποιία οινοποιία nom οινοποιεία οινοποιείο nom οινοποιητική οινοποιητικός adj οινοποιού οινοποιός nom οινοποσία οινοποσία nom οινοχόες οινοχόη nom οινοχόοι οινοχόος nom οιονεί οιονεί adv οισοφάγο οισοφάγος nom οιστραδιόλη οιστραδιόλη nom οιστραδιόλης οιστραδιόλης nom οιστρογόνα οιστρογόνο nom οιωνεί οιωνεί ver οιωνοί οιωνός nom οιωνοσκοπία οιωνοσκοπία nom οιωνοσκόπο οιωνοσκόπος nom οκά οκά nom οκαρίνα οκαρίνα nom οκλαδόν οκλαδόν nom οκνηρία οκνηρία nom οκνηροί οκνηρός adj οκνό οκνός adj οκρεοτίδη οκρεοτίδη nom οκτάβα οκτάβα nom οκτάγωνο οκτάγωνος adj οκτάδα οκτάδα num οκτάκις οκτάκις num οκτάμηνη οκτάμηνος adj οκτάνια οκτάνιο nom οκτάπους οκτάπους nom οκτάστιχο οκτάστιχος adj οκτάχρονο οχτάχρονος adj οκτάωρη οκτάωρος adj οκτέτο οκτέτο nom οκταήμερες οκταήμερος adj οκταγωνικού οκταγωνικού adj οκταγωνικούς οκταγωνικούς adj οκταγωνικό οκταγωνικό adj οκταγωνικών οκταγωνικών adj οκταετές οκταετής adj οκταετία οκταετία nom οκτακόσια οκτακόσιοι num οκταπλάσια οκταπλάσιος num οκταπλής οκταπλός num οκτασέλιδη οκτασέλιδος adj οκταψήφιο οκταψήφιος adj οκταώρου οκτάωρο nom οκτωβριανό οκτωβριανός adj οκτώ οκτώ num οκτώμισι οκτώμισι num ολάκερη ολάκερος adj ολέθρια ολέθρια adv ολέθριας ολέθριος adj ολέθρου όλεθρος nom ολίγα ολίγος adj ολίγιστοι ολίγιστος adj ολίγοις ολίγοις adj ολίσθημα ολίσθημα nom ολίσθηση ολίσθηση nom ολιγάνθρωπη ολιγάνθρωπος adj ολιγάριθμες ολιγάριθμος adj ολιγάρκεια ολιγάρκεια nom ολιγαρκής ολιγαρκής adj ολιγαρχία ολιγαρχία nom ολιγαρχική ολιγαρχικός adj ολιγοήμερα ολιγοήμερος adj ολιγοδάπανη ολιγοδάπανος adj ολιγομελές ολιγομελής adj ολιγοπωλίου ολιγοπώλιο nom ολιγοπωλιακή ολιγοπωλιακός adj ολιγοσέλιδο ολιγοσέλιδος adj ολιγωρία ολιγωρία nom ολιγόλεπτα ολιγόλεπτος adj ολιγόλογη ολιγόλογος adj ολιγόστιχα ολιγόστιχος adj ολιγόχρονη ολιγοχρόνιος adj ολιγόωρη ολιγόωρος adj ολιγώρησε ολιγωρώ ver ολικά ολικά adv ολικές ολικός adj ολισθήσει ολισθαίνω ver ολισθηρά ολισθηρός adj ολισθηρότητα ολισθηρότητα nom ολιστική ολιστική adj ολιστικών ολιστικών adj ολκής ολκή nom ολκιμότητα ολκιμότητα nom ολλανδικά ολλανδικός adj ολλανδόφωνες ολλανδόφωνες adj ολλανδόφωνη ολλανδόφωνη adj ολλανδόφωνους ολλανδόφωνους adj ολλανδόφωνων ολλανδόφωνων adj ολοένα ολοένα adv ολοήμερα ολοήμερα adv ολοήμερη ολοήμερος adj ολογράμματα ολόγραμμα nom ολογράφως ολογράφως adv ολογραφίας ολογραφία nom ολογραφικός ολογραφικός adj ολοζώντανα ολοζώντανος adj ολοκάθαρα ολοκάθαρα adv ολοκαίνουργια ολοκαίνουργος adj ολοκαυτωμάτων ολοκαύτωμα nom ολοκλήρου ολόκληρος adj ολοκλήρωμα ολοκλήρωμα nom ολοκληρωμένη ολοκληρώνω ver ολοκλήρωσή ολοκλήρωση nom ολοκληρία ολοκληρία nom ολοκληρωτικά ολοκληρωτικά adv ολοκληρωτικές ολοκληρωτικός adj ολοκληρωτισμού ολοκληρωτισμός nom ολομέλειάς ολομέλεια nom ολομέτωπη ολομέτωπος adj ολομόναχη ολομόναχος adj ολονυχτία ολονυχτία nom ολονυχτίς ολονυχτίς adv ολονύχτια ολονύχτιος adj ολοστρόγγυλη ολοστρόγγυλος adj ολοσχερή ολοσχερής adj ολοσχερώς ολοσχερώς adv ολοταχώς ολοταχώς adv ολοφάνερα ολοφάνερα adv ολοφάνερες ολοφάνερος adj ολυμπιάδα ολυμπιάδα nom ολυμπιακά ολυμπιακός adj ολυμπιονίκες ολυμπιονίκης nom ολυμπισμού ολυμπισμός nom ολόγιομο ολόγιομος adj ολόγλυφο ολόγλυφος adj ολόγυμνες ολόγυμνος adj ολόγυρα ολόγυρα adv ολόδροσο ολόδροσος adj ολόιδια ολόιδια adv ολόιδιες ολόιδιος adj ολόλευκα ολόλευκος adj ολόμαυρα ολόμαυρος adj ολόπλευρα ολόπλευρος adj ολόρθο ολόρθος adj ολόσωμα ολόσωμος adj ολότελα ολότελα adv ολότητα ολότητα nom ολόφωτα ολόφωτος adj ολόχρυσα ολόχρυσος adj ολόψυχα ολόψυχα adv ολύμπια ολύμπιος adj ομάδα ομάδα nom ομήγυρη ομήγυρη nom ομήρου όμηρος nom ομίλησε ομιλώ ver ομίλου όμιλος nom ομίχλες ομίχλη nom ομαδάρχες ομαδάρχης nom ομαδικά ομαδικά adv ομαδικές ομαδικός adj ομαδοποίηση ομαδοποίηση nom ομαδοποιήθηκαν ομαδοποιώ ver ομαδόν ομαδόν adv ομαλά ομαλά adv ομαλές ομαλός adj ομαλοποίησε ομαλοποιώ ver ομαλοποίηση ομαλοποίηση nom ομαλότητα ομαλότητα nom ομβρίων όμβριος adj ομελέτα ομελέτα nom ομηρία ομηρία nom ομηρικά ομηρικός adj ομηριστής ομηριστής nom ομιλήματα ομίλημα nom ομιλήτρια ομιλήτρια nom ομιλία ομιλία nom ομιλητές ομιλητής nom ομιλητικά ομιλητικά adv ομιλητική ομιλητικός adj ομιλούμενες ομιλούμενος adj ομιλούντες ομιλών adj ομιχλώδεις ομιχλώδης adj ομοία όμοιος adj ομοίωμα ομοίωμα nom ομοίως όμοια adv ομοίωση ομοίωση nom ομοβροντία ομοβροντία nom ομογάλακτη ομογάλακτος adj ομογένεια ομογένεια nom ομογενές ομογενής adj ομογενοποίηση ομογενοποίηση nom ομογενοποιήσει ομογενοποιώ ver ομοεθνή ομοεθνής adj ομοειδές ομοειδής adj ομοθρήσκων ομόθρησκος adj ομοθυμία ομοθυμία nom ομοθυμαδόν ομοθυμαδόν adv ομοιάζουν ομοιάζω ver ομοιογένεια ομοιογένεια nom ομοιογενές ομοιογενής adj ομοιογενώς ομοιογενώς adv ομοιοκατάληκτα ομοιοκατάληκτος adj ομοιοκαταληξία ομοιοκαταληξία nom ομοιομορφία ομοιομορφία nom ομοιομορφισμό ομοιομορφισμός nom ομοιοπαθητικά ομοιοπαθητικός adj ομοιοπολικό ομοιοπολικό adj ομοιοστασία ομοιοστασία nom ομοιοτήτων ομοιότητα nom ομοιοτυπίας ομοιοτυπία nom ομοιούσιος ομοιούσιος adj ομοιόμορφα ομοιόμορφα adv ομοιόμορφες ομοιόμορφος adj ομοιόστασης ομοιόσταση nom ομοιότυπη ομοιότυπος adj ομοιόχρωμα ομοιόχρωμος adj ομοιώθηκα ομοιώνω ver ομολογήθηκε ομολογώ ver ομολογία ομολογία nom ομολογητές ομολογητής nom ομολογιακά ομολογιακός adj ομολογιούχοι ομολογιούχος adj ομολογουμένως ομολογουμένως adv ομολογούμενη ομολογούμενος adj ομολογούσαν ομολογών adj ομόλογες ομόλογος adj ομολόγων ομόλογο nom ομονοήσει ομονοώ ver ομοούσια ομοούσιος adj ομορφαίνει ομορφαίνω ver ομορφιά ομορφιά nom ομορφότερα όμορφος adj ομοσπονδία ομοσπονδία nom ομοσπονδιακά ομοσπονδιακά adv ομοσπονδιακές ομοσπονδιακός adj ομοσπονδιοποίησης ομοσπονδιοποίησης nom ομοτίμους ομότιμος adj ομοταξίας ομοταξία nom ομοφυλοφιλία ομοφυλοφιλία nom ομοφυλοφιλικά ομοφυλοφιλικός adj ομοφυλόφιλα ομοφυλόφιλος adj ομοφωνία ομοφωνία nom ομοφωνούν ομοφωνώ ver ομοφώνως ομόφωνα adv ομοψυχία ομοψυχία nom ομού ομού nom ομπρέλα ομπρέλα nom ομφάλιο ομφάλιος adj ομφαλού ομφαλός nom ομώνυμες ομώνυμος adj ομόδοξες ομόδοξος adj ομόζυγη ομόζυγος adj ομόθυμα ομόθυμα adv ομόθυμη ομόθυμος adj ομόκεντρες ομόκεντρος adj ομόνοια ομόνοια nom ομόρρυθμη ομόρρυθμος adj ομόσπονδα ομόσπονδος adj ομότεχνο ομότεχνος adj ομότιτλα ομότιτλος adj ομόφρονες ομόφρων adj ομόφυλα ομόφυλος adj ομόφωνες ομόφωνος adj ομόψυχα ομόψυχα adv ομώνυμα ομώνυμα adv ον ων adj ονείρεμα ονείρεμα nom ονείρου όνειρο nom ονείρωξη ονείρωξη nom ονειρεμένα ονειρεμένος adj ονειρευτεί ονειρεύομαι ver ονειρικά ονειρικός adj ονειροκρίτες ονειροκρίτης nom ονειροπαρμένο ονειροπαρμένος adj ονειροπολήσεις ονειροπόληση nom ονειροπολεί ονειροπολώ ver ονειροπόλα ονειροπόλος adj ονειρόδραμα ονειρόδραμα nom ονειρώδες ονειρώδης adj ονομάζαμε ονομάζω ver ονομάτιζαν ονοματίζω ver ονομάτων όνομα nom ονομαζομένη ονομαζόμενος adj ονομασία ονομασία nom ονομαστά ονομαστός adj ονομαστικά ονομαστικά adv ονομαστικές ονομαστικός adj ονοματάκι ονοματάκι nom ονοματεπωνύμων ονοματεπώνυμο nom ονοματικά ονοματικά adv ονοματικής ονοματικός adj ονοματοθεσία ονοματοθεσία nom ονοματολογία ονοματολογία nom ονοματολογικά ονοματολογικά adv ονοματολογικές ονοματολογικός adj ονοματολόγιο ονοματολόγιο nom ονοματοποιία ονοματοποιία nom οντά οντάς nom οντάριο οντάριο nom ονται ονται ver οντογενετική οντογενετικός adj οντολογία οντολογία nom οντολογικά οντολογικά adv οντολογικές οντολογικός adj οντοτήτων οντότητα nom ονόματι ονόματι nom ονύχων όνυχας nom οξέα οξύς adj οξέως οξέως adv οξέωση οξέωση nom οξαλικά οξαλικός adj οξεάντοχους οξεάντοχους nom οξεάντοχων οξεάντοχων nom οξείδια οξείδιο nom οξείδωση οξείδωση nom οξειδοαναγωγής οξειδοαναγωγή nom οξειδωθεί οξειδώνομαι ver οξειδωτικά οξειδωτικός adj οξεοβασικών οξεοβασικών adj οξιά οξιά nom οξικού οξικός adj οξυγονοκολλητής οξυγονοκολλητής nom οξυγονοκόλληση οξυγονοκόλληση nom οξυγονωθεί οξυγονώνω ver οξυγόνο οξυγόνο nom οξυγόνωση οξυγόνωση nom οξυδέρκεια οξυδέρκεια nom οξυδερκές οξυδερκής adj οξυζενέ οξυζενέ nom οξυθυμία οξυθυμία nom οξυκόρυφες οξυκόρυφος adj οξυμένα οξύνω ver οξυτενή οξυτενή adj οξύθυμη οξύθυμος adj οξύμετρο οξύμετρο nom οξύμωρα οξύμωρος adj οξύνοια οξύνοια nom οξύνους οξύνους adj οξύρρυγχο οξύρρυγχος adj οξύτητα οξύτητα nom οπ οπ nom οπάλια οπάλιο nom οπές οπή nom οπίου άπιο nom οπίσθια οπίσθιος adj οπίσω πίσω adv οπαδοί οπαδός nom οπερέτα οπερέτα nom οπερατέρ οπερατέρ nom οπερετικά οπερετικός adj οπερών όπερα nom οπιοειδή οπιοειδή nom οπιοειδών οπιοειδών nom οπιούχα οπιούχος adj οπισθογράφηση οπισθογράφηση nom οπισθοδρομήσεις οπισθοδρόμηση nom οπισθοδρομεί οπισθοδρομώ ver οπισθοδρομικά οπισθοδρομικός adj οπισθοδρομικότητας οπισθοδρομικότητα nom οπισθοφυλακή οπισθοφυλακή nom οπισθοφύλακα οπισθοφύλακας nom οπισθοχωρήσει οπισθοχωρώ ver οπισθοχώρηση οπισθοχώρηση nom οπισθόδομο οπισθόδομος nom οπισθόφυλλα οπισθόφυλλο nom οπλές οπλή nom οπλίζει οπλίζω ver οπλίτες οπλίτης nom οπλαρχηγοί οπλαρχηγός nom οπληφόρων οπληφόρο nom οπλισμοί οπλισμός nom οπλοπολυβόλα οπλοπολυβόλο nom οπλοπωλεία οπλοπωλείο nom οπλοστάσια οπλοστάσιο nom οπλοφορία οπλοφορία nom οπλοφορεί οπλοφορώ ver οπλοφόροι οπλοφόρος adj οπλοχρησία οπλοχρησία nom οποί οπός nom οποία οποίος pro_dem οποίω οποίω ver οποιές οποιές nom οποιαδήποτε οποιοσδήποτε pro_dem οπορτουνισμού οπορτουνισμός nom οπορτουνιστή οπορτουνιστής nom οπορτουνιστική οπορτουνιστικός adj οποτεδήποτε οποτεδήποτε adv οπουδήποτε οπουδήποτε adv οπτάνθρακα οπτάνθρακας nom οπτασία οπτασία nom οπτικά οπτικά adv οπτικές οπτικός adj οπτικο οπτικο nom οπτικοακουστικά οπτικοακουστικός adj οπτομετρία οπτομετρία nom οπωρικά οπωρικό nom οπωροκηπευτικά οπωροκηπευτικός adj οπωρολαχανικά οπωρολαχανικό nom οπωροπωλεία οπωροπωλείο nom οπωροφόρα οπωροφόρος adj οπωρώνες οπωρώνας nom οπως οπως adv οπωσδήποτε οπωσδήποτε adv οπωσούν οπωσούν adv οπόθεν οπόθεν adv οπότε οπότε con οπώρα οπώρα nom οράματα όραμα nom οράσεως όραση nom ορέγονται ορέγομαι ver ορέξεις όρεξη nom ορέων ορέων nom ορίζει ορίζω ver ορίζοντές ορίζοντας nom ορίου όριο nom οραματίζεσαι οραματίζομαι ver οραματικά οραματικός adj οραματισμοί οραματισμός nom οραματιστές οραματιστής nom ορατά ορατός adj ορατορίου ορατόριο nom ορατότητα ορατότητα nom οργάνου όργανο nom οργάνωναν οργανώνω ver οργάνωσή οργάνωση nom οργή οργή nom οργίαζαν οργιάζω ver οργίλη οργίλος adj οργίου όργιο nom οργίστηκε οργίζω ver οργανάκι οργανάκι nom οργανέτο οργανέτο nom οργανίδια οργανίδιο nom οργανίστα οργανίστας nom οργανικά οργανικά adv οργανικές οργανικός adj οργανισμοί οργανισμός nom οργανογράμματα οργανόγραμμα nom οργανοληπτικών οργανοληπτικός adj οργανοπαίκτες οργανοπαίκτης nom οργανοπαίχτες οργανοπαίχτης nom οργανοποιείο οργανοποιείο nom οργανοποιούς οργανοποιός nom οργανοφωσφορικών οργανοφωσφορικών adj οργανωσιακή οργανωσιακή adj οργανωτές οργανωτής nom οργανωτικά οργανωτικός adj οργανώτρια οργανώτρια nom οργασμού οργασμός nom οργιά οργιά nom οργιαστικά οργιαστικός adj οργιώδεις οργιώδης adj οργωθεί οργώνω ver οργώματος όργωμα nom ορδές ορδή nom ορείχαλκο ορείχαλκος nom ορείων ορείων adj ορειβάτες ορειβάτης nom ορειβασία ορειβασία nom ορειβατικά ορειβατικός adj ορεινά ορεινός adj ορειχάλκινα ορειχάλκινος adj ορεκτικά ορεκτικός adj ορεξάτοι ορεξάτος adj ορεσίβια ορεσίβιος adj ορθά ορθά adv ορθάνοιχτα ορθάνοιχτος adj ορθές ορθός adj ορθική ορθική adj ορθογράφο ορθογράφος nom ορθογραφία ορθογραφία nom ορθογραφικά ορθογραφικά adv ορθογραφικές ορθογραφικός adj ορθογώνια ορθογώνια adv ορθογώνιες ορθογώνιος adj ορθοδοντική ορθοδοντικός adj ορθοδοξία ορθοδοξία nom ορθοδόξου ορθόδοξος adj ορθολογικά ορθολογικά adv ορθολογικές ορθολογικός adj ορθολογικότητα ορθολογικότητα nom ορθολογισμού ορθολογισμός nom ορθολογιστές ορθολογιστής nom ορθολογιστικά ορθολογιστικά adv ορθολογιστικές ορθολογιστικός adj ορθομαρμάρωση ορθομαρμάρωση nom ορθοπεδικά ορθοπεδικός adj ορθοποδήσει ορθοποδώ ver ορθοστάτες ορθοστάτης nom ορθοστασία ορθοστασία nom ορθοφωνία ορθοφωνία nom ορθωθεί ορθώνω ver ορθωτικά ορθωτικά adj ορθόδοξα ορθόδοξα adv ορθότητά ορθότητα nom οριακά οριακά adv οριακές οριακός adj οριζομένη οριζόμενος adj οριζόντιος οριζόντιος adj οριζοντίως οριζόντια adv οριζοντίωση οριζοντίωση nom οριζοντιώνεται οριζοντιώνω ver οριοθέτησαν οριοθετώ ver οριοθέτηση οριοθέτηση nom ορισθέν ορισθείς adj ορισμένες ορισμένος adj ορισμοί ορισμός nom οριστικά οριστικά adv οριστικές οριστικός adj οριστικοποίησαν οριστικοποιώ ver οριστικοποίηση οριστικοποίηση nom ορκίζει ορκίζω ver ορκοδοσία ορκοδοσία nom ορκωμοσία ορκωμοσία nom ορκωτά ορκωτός adj ορμά ορμάω ver ορμές ορμή nom ορμίσκο ορμίσκος nom ορμητήριά ορμητήριο nom ορμητικά ορμητικά adv ορμητικές ορμητικός adj ορμητικότητα ορμητικότητα nom ορμονικά ορμονικός adj ορμονοθεραπεία ορμονοθεραπεία nom ορμονών ορμόνη nom ορνίθων όρνιθα nom ορνιθολογία ορνιθολογία nom ορνιθολόγο ορνιθολόγος nom ορνιθοπανίδα ορνιθοπανίδα nom ορνιθοπανίδας ορνιθοπανίδας nom ορνιθοσκαλίσματα ορνιθοσκαλίσματα nom ορνιθοτροφία ορνιθοτροφία nom ορνιθοτροφεία ορνιθοτροφείο nom ορνιθώνα ορνιθώνας nom ορντέβρ ορντέβρ nom ορντινάντσα ορντινάντσα nom οροί ορός nom ορογένεσης ορογένεση nom οροθέτηση οροθέτηση nom οροθεσία οροθεσία nom οροθετεί οροθετώ ver οροθετικά οροθετικός adj ορολογία ορολογία nom ορολογική ορολογικός adj ορομετατροπή ορομετατροπή nom οροπέδια οροπέδιο nom οροσειρά οροσειρά nom οροφές οροφή nom οροφοκτησίας οροφοκτησίας nom ορρού ορρού adj ορρωδεί ορρωδώ ver ορτανσία ορτανσία nom ορτυκιού ορτύκι nom ορυγμάτων όρυγμα nom ορυζώνα ορυζώνας nom ορυκτός ορυκτός adj ορυκτέλαια ορυκτέλαιο nom ορυκτολογία ορυκτολογία nom ορυκτολόγο ορυκτολόγος nom ορυμαγδό ορυμαγδός nom ορυχεία ορυχείο nom ορφάνεψαν ορφανεύω ver ορφάνια ορφάνια nom ορφανά ορφανός adj ορφανοτροφεία ορφανοτροφείο nom ορφικά ορφικός adj ορχήστρα ορχήστρα nom ορχηστική ορχηστικός adj ορχηστρίδες ορχηστρίδα nom ορχιδέα ορχιδέα nom ορόσημα ορόσημο nom ορόφου όροφος nom όρη όρος nom οσάκις οσάκις con οσαδήποτε οσοσδήποτε pro_dem οσιομάρτυρας οσιομάρτυρας nom οσμές οσμή nom οσμίζεται οσμίζομαι ver οσμίου όσμιο nom οσμανική οσμανικός adj οσοδήποτε οσοδήποτε adv οσπρίων όσπριο nom οστά οστό nom οστάρια οστάριο nom οστέινα οστέινος adj οστεοαρθρίτιδα οστεοαρθρίτιδα nom οστεολογίας οστεολογία nom οστεομυελίτιδα οστεομυελίτιδα nom οστεοπόρωση οστεοπόρωση nom οστεοσάρκωμα οστεοσάρκωμα nom οστεοφυλάκια οστεοφυλάκιο nom οστεόφυτα οστεόφυτο nom οστεώδες οστεώδης adj οστική οστικός adj οστπολιτίκ οστπολιτίκ nom οστράκων όστρακο nom οστρέων όστρεο nom οστρακισμού οστρακισμός nom οστρακοειδές οστρακοειδής adj οστρακόδερμα οστρακόδερμος adj οσφρήσεως όσφρηση nom οσφραίνεται οσφραίνομαι ver οσφρητικές οσφρητικός adj οσφυαλγία οσφυαλγία nom οσφύ οσφύς nom οταν οταν con οτι οτι con οτιδήποτε οτιδήποτε pro_dem οτοστόπ οτοστόπ nom οτυ οτυ nom ου ου sw ουίσκι ουίσκι nom ουαλικά ουαλικός adj ουγγαρέζικα ουγγαρέζικος adj ουγγρικά ουγγρικός adj ουγκιά ουγκιά nom ουδέ ουδέ con ουδεμίας ουδείς pro_dem ουδέποτε ουδέποτε adv ουδέτερα ουδέτερα adv ουδέτερες ουδέτερος adj ουδαμού ουδαμού adv ουδαμόθεν ουδαμόθεν adv ουδαμώς ουδαμώς adv ουδετεροποίηση ουδετεροποίηση nom ουδετερόνια ουδετερόνιο nom ουδετερότητά ουδετερότητα nom ουδόλως ουδόλως adv ουδών ουδός nom ουζάκι ουζάκι nom ουζερί ουζερί nom ουκ ουκ sw ουκέτι ουκέτι adv ουκρανικά ουκρανικός adj ουλές ουλή nom ουλίτιδα ουλίτιδα nom ουλαμός ουλαμός nom ουλεμά ουλεμάς nom ουμανισμού ουμανισμός nom ουμανιστές ουμανιστής nom ουμανιστικά ουμανιστικός adj ουν ουν ver ουνίτες ουνίτης nom ουνιβερσαλισμός ουνιβερσαλισμός nom ουρά ουρά nom ουράνια ουράνιος adj ουρήθρα ουρήθρα nom ουρήσει ουρώ ver ουρήσεως ούρηση nom ουρί ουρί nom ουρία ουρία nom ουραίες ουραίος adj ουραγκοτάγκοι ουραγκοτάγκος nom ουραγού ουραγός nom ουραιμικό ουραιμικό adj ουρακίλης ουρακίλης nom ουρανέ ουρανός nom ουρανί ουρανής adj ουρανίου ουράνιο nom ουρανίσκο ουρανίσκος nom ουρανίων ουράνια nom ουρανοκατέβατα ουρανοκατέβατος adj ουρανομήκεις ουρανομήκης adj ουρανοξυστών ουρανοξύστης nom ουρηθρίτιδα ουρηθρίτιδα nom ουρηθρικό ουρηθρικός adj ουρητήρες ουρητήρας nom ουρητήρια ουρητήριο nom ουρική ουρικός adj ουρλιάζει ουρλιάζω ver ουρλιάσματα ούρλιασμα nom ουρλιαχτά ουρλιαχτό nom ουρμπανισμό ουρμπανισμός nom ουρογεννητική ουρογεννητικός adj ουροδοχείο ουροδοχείο nom ουροδόχο ουροδόχος adj ουρολοίμωξη ουρολοίμωξη nom ουρολογία ουρολογία nom ουρολογικές ουρολογικός adj ουρολόγο ουρολόγος nom ουροποιητικού ουροποιητικός adj ους ους nom ουσάρος ουσάρος nom ουσία ουσία nom ουσιαστικά ουσιαστικά adv ουσιαστικές ουσιαστικός adj ουσιωδέστατα ουσιώδης adj ουσιωδώς ουσιωδώς adv ουτοπία ουτοπία nom ουτοπικά ουτοπικά adv ουτοπικές ουτοπικός adj ουτοπισμού ουτοπισμός nom ουτοπιστές ουτοπιστής nom ουτοπιστικές ουτοπιστικός adj ουφ ουφ sw όφελός όφελος adj οφίτσιο οφίτσιο nom οφείλατε οφείλω ver οφειλές οφειλή nom οφειλέτες οφειλέτης nom οφειλομένων οφειλόμενος adj οφθαλμίατρο οφθαλμίατρος nom οφθαλμαπάτες οφθαλμαπάτη nom οφθαλμιατρείο οφθαλμιατρείο nom οφθαλμικές οφθαλμικός adj οφθαλμοί οφθαλμός nom οφθαλμολογία οφθαλμολογία nom οφθαλμολογικά οφθαλμολογικός adj οφθαλμοφανές οφθαλμοφανής adj οφθαλμοφανώς οφθαλμοφανώς adv οχήματα όχημα nom οχετοί οχετός nom οχηματαγωγά οχηματαγωγό adj οχιά οχιά nom οχλήσεις όχληση nom οχλαγωγία οχλαγωγία nom οχλοβοή οχλοβοή nom οχλοκρατικές οχλοκρατικός adj οχτάωρο οχτάωρο nom οχτροί οχτρός nom οχυρά οχυρός adj οχυρώνονταν οχυρώνω ver οχυρωματικά οχυρωματικός adj οχυρώματα οχύρωμα nom οχυρώσεις οχύρωση nom οψιανού οψιανού adj οψιανό οψιανό nom οψιδιανού οψιδιανός nom ούγια ούγια nom ούζα ούζο nom ούλα ούλος adj ούλτιμο ούλτιμο nom ούρα ούρο nom ούριο ούριος adj ούτε ούτε con ούτι ούτι nom ούτω ούτως adv ούφο ούφο nom π π nom πάγια πάγιος adj πάγκα πάγκα nom πάγκο πάγκος nom πάγκρεας πάγκρεας nom πάγο πάγος nom πάγωμα πάγωμα nom πάγωναν παγώνω ver πάει πηγαίνω ver πάθαιναν παθαίνω ver πάθη πάθος nom πάθημα πάθημα nom πάθηση πάθηση nom πάκα πάκο nom πάλαι πάλαι adv πάλε πάλε adv πάλεμα πάλεμα nom πάλευα παλεύω ver πάλη πάλη nom πάλι πάλι adv πάλιωσε παλιώνω ver πάλλεται πάλλω ver πάλλευκο πάλλευκος adj πάμπλουτη πάμπλουτος adj πάμπολλα πάμπολλος adj πάμπτωχη πάμπτωχος adj πάν πάν nom πάνα πάνα nom πάνδεινα πάνδεινα nom πάνδημα πάνδημος adj πάνελ πάνελ nom πάνθεο πάνθεο nom πάνθηρα πάνθηρας nom πάνινα πάνινος adj πάνοπλη πάνοπλος adj πάνσεπτος πάνσεπτος adj πάνσοφος πάνσοφος adj πάντα πάντα adv πάντες πας adj πάντοτε πάντοτε adv πάντρεμα πάντρεμα nom παντρεμένο παντρεύω ver πάντως πάντως adv πάνυ πάνυ adv πάνω πάνω adv πάπα πάπας nom πάπια πάπια nom πάπισσα πάπισσα nom πάπλωμα πάπλωμα nom πάππο πάππος nom πάπρικα πάπρικα nom πάπυρο πάπυρος nom πάρα πάρα adv πάραυτα πάραυτα adv πάρεδρο πάρεδρος nom πάρεργα πάρεργος adj πάρεση πάρεση nom πάριο πάριος adj πάρκα πάρκο nom πάρκαραν παρκάρω ver πάρκινγκ πάρκινγκ nom πάρλα πάρλα nom πάροδο πάροδος nom πάροχο πάροχο adj πάροχοι πάροχοι adj πάροχος πάροχος adj πάροχους πάροχους nom πάρσιμο πάρσιμο nom πάρτες πάρτη nom πάρτι πάρτι nom πάσαρε πασάρω ver πάσες πάσα nom πάσο πάσο nom πάσσαλο πάσσαλος nom πάστα πάστα nom πάστορα πάστορας nom πάστρα πάστρα nom πάσχιζαν πασχίζω ver πάσχον πάσχων adj πάτα πατάω ver πάταγο πάταγος nom πάταξη πάταξη nom πάτερ πατέρας nom πάτημα πάτημα nom πάτησα πατάω|πατώ ver πάτο πάτος nom πάτρια πάτριος adj πάτρωνα πάτρωνας nom πάτσι πάτσι adv πάτωμα πάτωμα nom πάτωσαν πατώνω ver πάχαινα παχαίνω ver πάχη πάχος nom πάχνη πάχνη nom πάχυνση πάχυνση nom πάω πάω|πηγαίνω ver πέδη πέδη nom πέδηση πέδηση nom πέδιλα πέδιλο nom πέη πέος nom πέθαινα πεθαίνω ver πέλαγα πέλαγο nom πέλαγος πέλαγος nom πέλεκυ πέλεκυς nom πέλμα πέλμα nom πέμπει πέμπω ver πέμπτος πέμπτος adj πένα πένα nom πέναλτι πέναλτι nom πένης πένης nom πένθη πένθος nom πένθησαν πενθώ ver πένθιμα πένθιμα adv πένθιμες πένθιμος adj πένταθλο πένταθλο nom πέντε πέντε num πέπλα πέπλο nom πέπρωται πέπρωται ver πέρα πέρα adv πέραμα πέραμα nom πέραν πέραν adv πέρας πέρας nom πέρασα περνάω ver πέραση πέραση nom πέρασμα πέρασμα nom πέργκολα πέργκολα nom πέργολες πέργολα nom πέρδικα πέρδικα nom πέριξ πέριξ adv πέρκα πέρκα nom πέρλα πέρλα nom πέρνουν πέρνουν ver πέρσι πέρυσι adv πέσιμο πέσιμο nom πέστροφα πέστροφα nom πέτα πετάω ver πέταγμα πέταγμα nom πέταλα πέταλο nom πέταμα πέταμα nom πέτρα πέτρα nom πέτρινα πέτρινος adj πέτρωμα πέτρωμα nom πέτρωνε πετρώνω ver πέτσα πέτσα nom πέτσινα πέτσινος adj πέτυχα πετυχαίνω ver πέψη πέψη nom πήγαζε πηγάζω ver πήδα πηδάω ver πήδημα πήδημα nom πήλινα πήλινος adj πήξεως πήξις nom πήξιμο πήξιμο nom πήρα πήρα nom πής πής nom πήχεις πήχης nom πήχες πήχη nom πίδακα πίδακας nom πίεζαν πιέζω ver πίεση πίεση nom πίθηκε πίθηκος nom πίθο πίθος nom πίκα πίκα nom πίκολο πίκολο nom πίκρα πίκρα nom πίκρανα πικραίνω ver πίλο πίλος nom πίνα πίνα nom πίνακα πίνακας nom πίνακος πίνακος nom πίπα πίπα nom πίπεδο πίπεδο nom πίπιζα πίπιζα nom πίρος πίρος nom πίσσα πίσσα nom πίστα πίστα nom πίστει πίστει ver πίστεις πίστη nom πίστευα πιστεύω ver πίστομα πίστομα adv πιστώσει πιστώνω nom πίστωση πίστωση nom πίτα πίτα nom πίτουρα πίτουρο nom πίτσα πίτσα nom πίτσικα πίτσικος adj πίτυρα πίτυρο nom πα πα nom παίγνια παίγνιο nom παίδαρος παίδαρος nom παίδες παις nom παίδευε παιδεύω ver παίδευσιν παίδευση nom παίκτες παίκτης nom παίκτρια παίκτρια nom παίνεψε παινεύω ver παίξιμο παίξιμο nom παίχτες παίχτης nom παγίδα παγίδα nom παγίδευαν παγιδεύω ver παγίδευση παγίδευση nom παγίως πάγια adv παγίωσαν παγιώνω ver παγίωση παγίωση nom παγανά παγανό nom παγανιά παγανιά nom παγανισμού παγανισμός nom παγανιστές παγανιστής nom παγανιστικά παγανιστικός adj παγγερμανικές παγγερμανικός adj παγερά παγερά adv παγερές παγερός adj παγετοί παγετός nom παγετώδεις παγετώδης adj παγετώνα παγετώνας nom παγιοποίηση παγιοποίηση nom παγκάκι παγκάκι nom παγκάρι παγκάρι nom παγκοίνως παγκοίνως adv παγκοσμίου παγκόσμιος adj παγκοσμίως παγκόσμια adv παγκοσμιοποίηση παγκοσμιοποίηση nom παγκοσμιοποιημένο παγκοσμιοποιημένος adj παγκοσμιότητα παγκοσμιότητα nom παγκράτιον παγκράτιο nom παγκρεατίτιδα παγκρεατίτιδα nom παγκρεατικά παγκρεατικός adj παγοδρομία παγοδρομία nom παγοδρόμια παγοδρόμιο nom παγοδρόμοι παγοδρόμος nom παγοθραυστικά παγοθραυστικός adj παγοκρυστάλλους παγοκρύσταλλος nom παγοπέδιλα παγοπέδιλο nom παγοποιεία παγοποιείο nom παγοπώλης παγοπώλης nom παγούρι παγούρι nom παγωνιά παγωνιά nom παγωτά παγωτό nom παγόβουνα παγόβουνο nom παγόδας παγόδα nom παγόνι παγόνι nom παδιά παδιά nom παζάρι παζάρι nom παζαρέματα παζάρεμα nom παζαρέψει παζαρεύω ver παζλ παζλ nom παθητικά παθητικά adv παθητικές παθητικός adj παθητικότητα παθητικότητα nom παθιάζεται παθιάζω ver παθιασμένα παθιασμένα adv παθογένεια παθογένεια nom παθογένεση παθογένεση nom παθογόνα παθογόνος adj παθολογία παθολογία nom παθολογικά παθολογικά adv παθολογικές παθολογικός adj παθολογοανατομίας παθολογοανατομία nom παθολογοανατόμο παθολογοανατόμος nom παθολόγο παθολόγος nom παθούσα παθών adj παθός παθός nom παιάνα παιάνας nom παιάνιζε παιανίζω ver παιγνίδι παιγνίδι nom παιγνιόχαρτα παιγνιόχαρτο nom παιγνιώδεις παιγνιώδης adj παιδάκι παιδάκι nom παιδάριο παιδάριο nom παιδί παιδί nom παιδίατρο παιδίατρος nom παιδίσκη παιδίσκη nom παιδαγωγία παιδαγωγία nom παιδαγωγεί παιδαγωγώ ver παιδαγωγικά παιδαγωγικά adv παιδαγωγικές παιδαγωγικός adj παιδαγωγοί παιδαγωγός nom παιδαγώγηση παιδαγώγηση nom παιδαρέλια παιδαρέλι nom παιδαριώδεις παιδαριώδης adj παιδεία παιδεία nom παιδεραστές παιδεραστής nom παιδεραστία παιδεραστία nom παιδευτικά παιδευτικός adj παιδιάς παιδιά nom παιδιάστικα παιδιάστικος adj παιδιαρίζει παιδιαρίζω ver παιδιαρίσματα παιδιάρισμα nom παιδιατρικά παιδιατρικά adj παιδιατρικές παιδιατρική nom παιδιατρικούς παιδιατρικούς adj παιδιατρικό παιδιατρικό adj παιδικά παιδικά adv παιδικές παιδικός adj παιδικότητα παιδικότητα nom παιδισμό παιδισμός nom παιδιόθεν παιδιόθεν adv παιδοκτονία παιδοκτονία nom παιδοκτόνο παιδοκτόνος adj παιδομάζωμα παιδομάζωμα nom παιδονόμος παιδονόμος nom παιδοχειρουργική παιδοχειρουργική nom παιδοψυχιατρικής παιδοψυχιατρική nom παιδοψυχολόγος παιδοψυχολόγος nom παιδούλα παιδούλα nom παιδόπουλα παιδόπουλο nom παιδότοπο παιδότοπος nom παινέματα παίνεμα nom παινεμένα παινάω|παινεύω ver παιχνίδι παιχνίδι nom παιχνίδισμα παιχνίδισμα nom παιχνιδιάρικα παιχνιδιάρικος adj παιχταράς παιχταράς nom πακέτα πακέτο nom πακετάρει πακετάρω ver πακετάρισμα πακετάρισμα nom πακτωλού πακτωλός nom παλάμες παλάμη nom παλάσκες παλάσκα nom παλάτι παλάτι nom παλέτα παλέτα nom παλίμψηστα παλίμψηστος adj παλίνδρομο παλίνδρομος adj παλίρροια παλίρροια nom παλαίμαχο παλαίμαχος nom παλαίστρα παλαίστρα nom παλαίστρια παλαίστρια nom παλαίωση παλαίωση nom παλαβά παλαβά adv παλαβές παλαβός adj παλαιά παλαιός adj παλαιοί παλαιός|παλιός adj παλαιοβιβλιοπώλης παλαιοβιβλιοπώλης nom παλαιοβυζαντινή παλαιοβυζαντινή adj παλαιογράφο παλαιογράφος nom παλαιογραφία παλαιογραφία nom παλαιογραφικές παλαιογραφικός adj παλαιοημερολογίτες παλαιοημερολογίτης nom παλαιοημερολογίτικη παλαιοημερολογίτικος adj παλαιοκομματισμό παλαιοκομματισμός nom παλαιολιθικά παλαιολιθικός adj παλαιοντολογία παλαιοντολογία nom παλαιοντολογικά παλαιοντολογικός adj παλαιοντολόγο παλαιοντολόγος nom παλαιοπωλεία παλαιοπωλείο nom παλαιοπωλών παλαιοπώλης nom παλαιοχριστιανικά παλαιοχριστιανικός adj παλαιστές παλαιστής nom παλαιστικός παλαιστικός adj παλαιστινιακά παλαιστινιακός adj παλαιότερους παλιός adj παλαιότητα παλαιότητα nom παλαιώνουν παλαιώνω ver παλαμάκια παλαμάκια nom παλαμική παλαμικός adj παλατιανού παλατιανός adj παλιάνθρωποι παλιάνθρωπος nom παλιάτσο παλιάτσος nom παλιατζή παλιατζής nom παλιατζίδικα παλιατζίδικο nom παλιγγενεσία παλιγγενεσία nom παλικάρι παλικάρι nom παλικαρά παλικαράς nom παλικαράκι παλικαράκι nom παλικαρίσια παλικαρίσιος adj παλικαριά παλικαριά nom παλινδρομήσεις παλινδρόμηση nom παλινδρομεί παλινδρομώ ver παλινδρομικά παλινδρομικά adv παλινδρομική παλινδρομικός adj παλιννοστούντες παλιννοστών nom παλιννόστησαν παλιννοστώ ver παλιννόστηση παλιννόστηση nom παλινωδία παλινωδία nom παλινόρθωση παλινόρθωση nom παλιοζωή παλιοζωή nom παλιοκόριτσο παλιοκόριτσο nom παλιοπαρέα παλιοπαρέα nom παλιρροιογράφους παλιρροιογράφος nom παλιόγρια παλιόγρια nom παλιόκαιρος παλιόκαιρος nom παλιόκοσμε παλιόκοσμος nom παλιόπαιδα παλιόπαιδο nom παλιόφιλος παλιόφιλος nom παλιόχαρτα παλιόχαρτο nom παλλάδιο παλλάδιο nom παλλακίδα παλλακίδα nom παλμικά παλμικός adj παλμοί παλμός nom παλμογράφο παλμογράφος nom παλουκιού παλούκι nom παλούκωσαν παλουκώνω ver παλτά παλτό nom παμβαλκανική παμβαλκανικός adj παμπάλαια παμπάλαιος adj παμπόνηρο παμπόνηρος adj παμφάγα παμφάγος adj παμψηφία παμψηφία nom πανάγαθος πανάγαθος adj πανάδες πανάδα nom πανάκεια πανάκεια nom πανάκριβα πανάκριβα adv πανάκριβες πανάκριβος adj πανάρχαια πανάρχαιος adj πανέμορφα πανέμορφος adj πανέρι πανέρι nom πανέτοιμη πανέτοιμος adj πανήγυρης πανήγυρη nom πανί πανί nom πανίδα πανίδα nom πανίσχυρα πανίσχυρος adj παναμερικανικά παναμερικανικός adj πανανθρώπινες πανανθρώπινος adj παναραβικά παναραβικός adj παναραβισμό παναραβισμός nom πανδέκτη πανδέκτης nom πανδαιμόνιο πανδαιμόνιο nom πανδαισία πανδαισία nom πανδαμάτωρ πανδαμάτωρ nom πανδημία πανδημία nom πανδοχέας πανδοχέας nom πανδοχεία πανδοχείο nom πανελλήνια πανελλήνιος adj πανελλαδικά πανελλαδικά adv πανελλαδικές πανελλαδικός adj πανελληνιονίκες πανελληνιονίκης nom πανεπιστήμια πανεπιστήμιο nom πανεπιστημιακά πανεπιστημιακός adj πανεπιστημιουπόλεις πανεπιστημιούπολη nom πανευτυχής πανευτυχής adj πανζουρλισμό πανζουρλισμός nom πανηγυρίζαμε πανηγυρίζω ver πανηγυρικά πανηγυρικά adv πανηγυρικές πανηγυρικός adj πανηγυριού πανηγύρι nom πανηγυρισμοί πανηγυρισμός nom πανθομολογείται πανθομολογούμαι ver πανικοβάλει πανικοβάλλω ver πανικού πανικός nom πανικόβλητα πανικόβλητος adj πανικών πανικά nom πανισλαμισμό πανισλαμισμός nom πανιώνιας πανιώνιος adj πανκ πανκ nom πανομοιότυπα πανομοιότυπος adj πανοπλία πανοπλία nom πανοράματα πανόραμα nom πανοραμικά πανοραμικά adv πανοραμικές πανοραμικός adj πανοσιολογιότατος πανοσιολογιότατος adj πανουργία πανουργία nom πανούκλα πανούκλα nom πανούργα πανούργος adj πανσέδες πανσές nom πανσέληνο πανσέληνος nom πανσιόν πανσιόν nom πανσλαβισμού πανσλαβισμός nom πανσοφία πανσοφία nom πανσπερμία πανσπερμία nom πανστρατιά πανστρατιά nom πανταλόνι πανταλόνι nom παντατίφ παντατίφ nom πανταχού πανταχού adv πανταχόθεν πανταχόθεν adv παντελή παντελής adj παντελονιού παντελόνι nom παντελώς παντελώς adv παντεσπάνι παντεσπάνι nom παντζάρι παντζάρι nom παντζούρι παντζούρι nom παντιέρα παντιέρα nom παντοία παντοίος adj παντογνωσία παντογνωσία nom παντογνώστες παντογνώστης nom παντογράφους παντογράφος nom παντοδυναμία παντοδυναμία nom παντοδύναμα παντοδύναμος adj παντοειδής παντοειδής adj παντοιοτρόπως παντοιοτρόπως adv παντοκράτορα παντοκράτορας nom παντοκρατορία παντοκρατορία nom παντομίμα παντομίμα nom παντοπωλεία παντοπωλείο nom παντοπώλες παντοπώλης nom παντοτινά παντοτινά adv παντοτινές παντοτινός adj παντού παντού adv παντούφλες παντούφλα nom παντρειά παντρειά nom παντρολογήματα παντρολόγημα nom παντόφλα παντόφλα nom πανωλεθρία πανωλεθρία nom πανωτόκια πανωτόκι nom πανωφοριού πανωφόρι nom πανό πανό nom πανόδετο πανόδετος adj πανύψηλα πανύψηλος adj πανώλη πανώλη nom πανώλους πανώλους adj πανώρια πανώρια adv παξιμάδι παξιμάδι nom παπά παπάς nom παπάκι παπάκι nom παπάρα παπάρα nom παπί παπί nom παπαγάλο παπαγάλος nom παπαγαλάκι παπαγαλάκι nom παπαγαλίζουμε παπαγαλίζω ver παπαδάκι παπαδάκι nom παπαδιά παπαδιά nom παπαδοπαίδι παπαδοπαίδι nom παπαρδέλα παπαρδέλα nom παπαρδέλες παπαρδέλας nom παπαρούνα παπαρούνα nom παπατζή παπατζής nom παπατρέχα παπατρέχας nom παπιγιόν παπιγιόν nom παπικά παπικός adj παπισμού παπισμός nom παπουτσής παπουτσής nom παπουτσιού παπούτσι nom παπουτσωμένη παπουτσώνω ver παππά παππάς nom παππαδιά παππαδιά nom παππού παππούς nom παππούλη παππούλης nom παπυρικού παπυρικός adj παπυρολογία παπυρολογία nom παπυρολόγο παπυρολόγος nom παρ παρά pre παράβασή παράβαση nom παράβλεψαν παραβλέπω|παρορώ ver παράβλεψη παράβλεψη nom παράβολα παράβολος adj παράβολο παράβολο nom παράγ παράγ nom παράγγειλαν παραγγέλλω ver παράγγελμα παράγγελμα nom παράγει παράγω ver παράγινε παραγίνομαι ver παράγκα παράγκα nom παράγοντές παράγοντας nom παράγρ παράγρ nom παράγραφο παράγραφος nom παράγωγη παράγωγος adj παράδειγμά παράδειγμα nom παράδεισο παράδεισος nom παράδες παράς nom παράδοξα παράδοξα adv παράδοξες παράδοξος adj παράδοσή παράδοση nom παράδωσε παραδίνω ver παράθεμα παράθεμα nom παράθεσε παραθέτω ver παράθεση παράθεση nom παράθυρα παράθυρο nom παράκαιρα παράκαιρος adj παράκαμψη παράκαμψη nom παράκανα παρακάνω ver παράκεντρο παράκεντρος adj παράκληση παράκληση nom παράκλητος παράκλητος adj παράκουσαν παρακούω ver παράκτια παράκτιος adj παράλειψή παράλειψη nom παράλειψε παραλείπω ver παράλια παράλιος adj παράλλαξαν παραλλάζω ver παράλλαξη παράλλαξη nom παράλληλα παράλληλα adv παράλληλες παράλληλος adj παράλογα παράλογα adv παράλογες παράλογος adj παράλυση παράλυση nom παράλυτα παράλυτος adj παράμειναν παραμένω ver παράμερα παράμερα adv παράμερο παράμερος adj παράμετρο παράμετρος nom παράνοια παράνοια nom παράνομα παράνομα adv παράνομες παράνομος adj παράνυμφος παράνυμφος nom παράξενα παράξενα adv παράξενες παράξενος adj παράπαιε παραπαίω ver παράπεσε παραπέφτω ver παράπηγμα παράπηγμα nom παράπλευρα παράπλευρα adv παράπλευρες παράπλευρος adj παράπλου παράπλους nom παράπονα παράπονο nom παράπτωμα παράπτωμα nom παράρριζα παράρριζο nom παράρτημά παράρτημα nom παράσημα παράσημο nom παράσιτα παράσιτο nom παράσιτου παράσιτος adj παράσπιτα παράσπιτο nom παράστασή παράσταση nom παράστημα παράστημα nom παριστά παριστάνω adv παράσχει παρέχω ver παράτα παράτα nom παράταιρα παράταιρα adv παράταιρες παράταιρος adj παράταξη παράταξη nom παράτασή παράταση nom παρατεταμένο παρατείνω adj παράτησα παρατάω ver παράτολμα παράτολμα adv παράτολμες παράτολμος adj παράτυπα παράτυπα adv παράτυπες παράτυπος adj παράφορα παράφορα adv παράφορη παράφορος adj παράφρασαν παραφράζω ver παράφραση παράφραση nom παράφωνα παράφωνος adj παρέα παρέα nom παρέβαιναν παραβαίνω ver παρέβλεπαν παραβλέπω ver παρέβλεψε παρορώ ver παρέδοσε παρέδοσε ver παρέκαμπταν παρακάμπτω ver παρέκβαση παρέκβαση nom παρέκει παρακεί adv παρέκκλιναν παρεκκλίνω ver παρέκκλιση παρέκκλιση nom παρέκταση παρέκταση nom παρέλαβα παραλαβαίνω ver παρέλασαν παρελαύνω ver παρέλαση παρέλαση nom παρέλευση παρέλευση nom παρέλθει παρέρχομαι ver παρέλκυση παρέλκυση nom παρέλυε παραλέω ver παρέμβασή παρέμβαση nom παρέμβει παρεμβαίνω ver παρένθεση παρένθεση nom παρένθετη παρένθετος adj παρέπεμπα παραπέμπω ver παρέσερναν παρασέρνω ver παρέστη παρίσταμαι ver παρέσχαν παρέσχαν ver παρέσχε παρέσχε ver παρέσχον παρέσχον adj παρέταξαν παρατάσσω ver παρέχοντα παρέχων adj παρήκμασε παρήκμασε ver παρήλθαν παρήλθα ver παρήχηση παρήχηση nom παρία παρίας nom παρα παρα pre παραέξω παραέξω adv παραήταν παραείμαι ver παραίνεση παραίνεση nom παραίσθηση παραίσθηση nom παραίτησή παραίτηση nom παραίτιος παραίτιος adj παραβάλλει παραβάλλω ver παραβάν παραβάν nom παραβάσει παραβάσει ver παραβάτες παραβάτης nom παραβίαζαν παραβιάζω ver παραβίασής παραβίαση nom παραβατικά παραβατικά adj παραβατικότητα παραβατικότητα nom παραβλάπτει παραβλάπτω ver παραβλάψη παραβλάψη ver παραβολές παραβολή nom παραβολικά παραβολικός adj παραβρέθηκαν παραβρίσκομαι ver παραγ παραγ nom παραγάδι παραγάδι nom παραγέμισμα παραγέμισμα nom παραγγελία παραγγελία nom παραγγελιά παραγγελιά nom παραγγελιοδότη παραγγελιοδότης nom παραγεμισμένα παραγεμίζω ver παραγιοί παραγιός nom παραγκωνίζει παραγκωνίζω ver παραγκωνισμού παραγκωνισμός nom παραγνωρίζει παραγνωρίζω ver παραγνώριση παραγνώριση nom παραγομένου παραγόμενος adj παραγοντισμό παραγοντισμός nom παραγρ παραγρ nom παραγράφεται παραγράφω ver παραγραφή παραγραφή nom παραγωγές παραγωγή nom παραγωγικά παραγωγικός adj παραγωγικότητά παραγωγικότητα nom παραγωγοί παραγωγός nom παραγωγών παραγωγή|παραγωγός nom παραγόντες παραγόντες adj παραδάκι παραδάκι nom παραδέξου παραδέχομαι ver παραδέρνει παραδέρνω ver παραδείγματι παραδείγματι nom παραδείσια παραδείσιος adj παραδειγματίζονται παραδειγματίζω ver παραδειγματικά παραδειγματικά adv παραδειγματικές παραδειγματικός adj παραδειγματισμού παραδειγματισμός nom παραδεισένια παραδεισένιος adj παραδεκτά παραδεκτός adj παραδοθείς παραδοθείς adj παραδοξολογήματα παραδοξολόγημα nom παραδοξολογία παραδοξολογία nom παραδοξοτήτων παραδοξότητα nom παραδοσιακά παραδοσιακά adv παραδοσιακές παραδοσιακός adj παραδοσιακώς παραδοσιακώς adv παραδοτέα παραδοτέος adj παραδουλεύτρα παραδουλεύτρα nom παραδουνάβια παραδουνάβιος adj παραδοχές παραδοχή nom παραδρομή παραδρομή nom παραδόσουν παραδόσουν ver παραεξουσία παραεξουσία nom παραζάλη παραζάλη nom παραθέριζαν παραθερίζω ver παραθέριση παραθέριση nom παραθαλάσσια παραθαλάσσιος adj παραθείο παραθείο nom παραθερισμού παραθερισμός nom παραθεριστές παραθεριστής nom παραθεριστικά παραθεριστικός adj παραθετικά παραθετικός adj παραθυράκι παραθυράκι nom παραθυρόφυλλα παραθυρόφυλλο nom παραθύρι παραθύρι nom παραινετικός παραινετικός adj παραισθησία παραισθησία nom παραιτήθηκα παραιτούμαι ver παραιτηθείς παραιτηθείς adj παρακάθισε παρακάθομαι ver παρακάλεσα παρακαλώ ver παρακάλεσαν παρακάλεσαν ver παρακάλεσε παρακάλεσε ver παρακάλια παρακάλι|παρακάλιο nom παρακάτω παρακάτω adv παρακέντηση παρακέντηση nom παρακίνησαν παρακινώ ver παρακίνηση παρακίνηση nom παρακαλέσουμε παρακαλέσουμε ver παρακαμπτήρια παρακαμπτήριος adj παρακαταθήκες παρακαταθήκη nom παρακατιανή παρακατιανός adj παρακείμενα παρακείμενος adj παρακειμένων παρακειμένων nom παρακεταμόλη παρακεταμόλη nom παρακινδυνευμένες παρακινδυνεύω ver παρακλάδι παρακλάδι nom παρακλητικά παρακλητικά adv παρακλητική παρακλητικός adj παρακμάζει παρακμάζω ver παρακμή παρακμή nom παρακοή παρακοή nom παρακοιμώμενο παρακοιμώμενος nom παρακολουθήθηκαν παρακολουθώ ver παρακολουθήσεις παρακολούθηση nom παρακολούθημα παρακολούθημα nom παρακράτησε παρακρατώ ver παρακράτηση παρακράτηση nom παρακράτος παρακράτος nom παρακρατηθέντα παρακρατηθείς adj παρακρατουμένων παρακρατούμενος adj παρακωλύει παρακωλύω ver παρακώλυση παρακώλυση nom παραλήγουσα παραλήγουσα nom παραλήπτες παραλήπτης nom παραλήπτρια παραλήπτρια nom παραλήρημα παραλήρημα nom παραλήψεις παράληψη nom παραλία παραλία nom παραλίγο παραλίγο adv παραλίμνια παραλίμνιος adj παραλίων παράλια nom παραλαβές παραλαβή nom παραλειπόμενα παραλειπόμενα nom παραλειπόμενο παραλειπόμενος adj παραληρεί παραληρώ ver παραλιακά παραλιακός adj παραλλάσσει παραλλάσσει ver παραλλήλισε παραλληλίζω ver παραλλαγές παραλλαγή nom παραλληλία παραλληλία nom παραλληλεπίπεδα παραλληλεπίπεδος adj παραλληλισμοί παραλληλισμός nom παραλληλόγραμμα παραλληλόγραμμος adj παραλογές παραλογή nom παραλογίζεται παραλογίζομαι ver παραλογισμοί παραλογισμός nom παραλυσία παραλυσία nom παραλυτικά παραλυτικός adj παραμάνα παραμάνα nom παραμέλησαν παραμελώ ver παραμέληση παραμέληση nom παραμένον παραμένων adj παραμέριζαν παραμερίζω ver παραμεθορίου παραμεθόριος adj παραμερισμό παραμερισμός nom παραμετρική παραμετρικός adj παραμικρές παραμικρός adj παραμιλά παραμιλάω ver παραμιλητό παραμιλητό nom παραμονές παραμονή nom παραμονεύει παραμονεύω ver παραμορφωθεί παραμορφώνω ver παραμορφωτικά παραμορφωτικός adj παραμορφώσεις παραμόρφωση nom παραμυθά παραμυθάς nom παραμυθένια παραμυθένιος adj παραμυθία παραμυθία nom παραμυθητικός παραμυθητικός adj παραμυθιού παραμύθι nom παραμυθού παραμυθού nom παρανάλωμα παρανάλωμα nom παρανοήσει παρανοώ ver παρανοήσεις παρανόηση nom παρανομήσει παρανομώ ver παρανομία παρανομία nom παρανομούν παρανομών adj παρανόμι παρανόμι nom παραξένευε παραξενεύω ver παραξενιά παραξενιά nom παραοικονομία παραοικονομία nom παραπάνω παραπάνω adv παραπάτημα παραπάτημα nom παραπάτησε παραπατάω ver παραπέρα παραπέρα adv παραπέτα παραπέτο nom παραπέτασμα παραπέτασμα nom παραπανίσια παραπανίσιος adj παραπειστικές παραπειστικός adj παραπεμπτικά παραπεμπτικός adj παραπεμφθή παραπεμφθή adj παραπεταμένο παραπετάω ver παραπλάνησα παραπλανώ ver παραπλάνηση παραπλάνηση nom παραπλήσια παραπλήσια adv παραπλήσιας παραπλήσιος adj παραπλανητικά παραπλανητικά adv παραπλανητικές παραπλανητικός adj παραπλεύρως παραπλεύρως adv παραπληγία παραπληγία nom παραπληγική παραπληγικός adj παραπληροφορεί παραπληροφορώ ver παραπληροφόρηση παραπληροφόρηση nom παραπληρωματικά παραπληρωματικός adj παραποίησε παραποιώ ver παραποίηση παραποίηση nom παραπομπές παραπομπή nom παραπονέθηκα παραπονιέμαι ver παραπονιάρη παραπονιάρης adj παραποτάμια παραποτάμιος adj παραποτάμου παραπόταμος nom παραπούλια παραπούλι nom παρασάγγες παρασάγγης nom παρασημαντική παρασημαντικός adj παρασημοφορήθηκαν παρασημοφορώ ver παρασημοφορήσεις παρασημοφόρηση nom παρασημοφορία παρασημοφορία nom παρασιτικά παρασιτικά adv παρασιτικές παρασιτικός adj παρασιτισμού παρασιτισμός nom παρασιτοκτόνα παρασιτοκτόνος adj παρασιώπηση παρασιώπηση nom παρασκήνια παρασκήνιο nom παρασκευάζει παρασκευάζω ver παρασκευάσματα παρασκεύασμα nom παρασκευάστρια παρασκευάστρια nom παρασκευές παρασκευή nom παρασκευαστές παρασκευαστής nom παρασκευαστικής παρασκευαστικός adj παρασκηνιακά παρασκηνιακά adv παρασκηνιακές παρασκηνιακός adj παρασκιά παρασκιά nom παρασπονδία παρασπονδία nom παραστάδα παραστάδα nom παραστάθηκαν παραστέκω|παρίσταμαι ver παραστάτες παραστάτης nom παραστέκει παραστέκω ver παραστατικά παραστατικά adv παραστατικές παραστατικός adj παραστράτημα παραστράτημα nom παραστράτησα παραστρατώ ver παραστρατιωτικές παραστρατιωτικός adj παρασυρθεί παρασύρω ver παρασυρόμενα παρασυρόμενος adj παρασχεθείσα παρασχεθείς adj παρασύνθημα παρασύνθημα nom παρατήματος παράτημα nom παρατήρησή παρατήρηση nom παρατήρησα παρατηρώ ver παρατατικός παρατατικός adj παρατεθείσα παρατεθείσα adj παρατεινόμενη παρατεινόμενος adj παρατηρήσιμα παρατηρήσιμος adj παρατηρήτρια παρατηρήτρια nom παρατηρηθέν παρατηρηθέν adj παρατηρηθέντων παρατηρηθέντων adj παρατηρηθείσα παρατηρηθείσα adj παρατηρητές παρατηρητής nom παρατηρητήρια παρατηρητήριο nom παρατηρητική παρατηρητικός adj παρατηρητικότητα παρατηρητικότητα nom παρατηρούμενα παρατηρούμενος adj παρατηρούν παρατηρών adj παρατιθέμενα παρατιθέμενα adj παρατιθέμενη παρατιθέμενη adj παρατράβηξα παρατραβάω ver παρατράγουδα παρατράγουδο nom παρατσούκλι παρατσούκλι nom παρατυπία παρατυπία nom παραφέρεται παραφέρομαι ver παραφίνες παραφίνη nom παραφθαρεί παραφθείρω ver παραφθορά παραφθορά nom παραφιλολογία παραφιλολογία nom παραφορά παραφορά nom παραφορτωμένη παραφορτώνω ver παραφουσκωμένες παραφουσκώνω ver παραφραστική παραφραστικός adj παραφρονήσει παραφρονώ ver παραφροσύνη παραφροσύνη nom παραφυάδα παραφυάδα nom παραφυλάει παραφυλάω ver παραφωνία παραφωνία nom παραχάραξη παραχάραξη nom παραχαράκτες παραχαράκτης nom παραχαράξει παραχαράζω ver παραχθέν παραχθείς adj παραχωρήθηκαν παραχωρώ ver παραχωρήσεις παραχώρηση nom παραχωρηθέντα παραχωρηθείς adj παραχωρητήρια παραχωρητήριο nom παραχωρούν παραχωρών adj παραψυχολογία παραψυχολογία nom παραψυχολογικών παραψυχολογικός adj παρδαλά παρδαλά adv παρδαλές παρδαλός adj παρείσακτη παρείσακτος adj παρείσφρηση παρείσφρηση nom παρεγκεφαλίδα παρεγκεφαλίδα nom παρεγκεφαλιδική παρεγκεφαλιδικός adj παρεγχύματος παρέγχυμα nom παρειά παρειά nom παρεισφρέουν παρεισφρέω ver παρεκκλήσι παρεκκλήσι nom παρεκκλήσια παρεκκλήσιο nom παρεκκλίνουσες παρεκκλίνων adj παρεκκλησιαστικών παρεκκλησιαστικός adj παρεκτράπηκαν παρεκτρέπομαι ver παρεκτροπές παρεκτροπή nom παρεκτός παρεκτός adv παρελθοντικών παρελθοντικός adj παρελθουσών παρελθών adj παρεμβάλει παρεμβάλλω ver παρεμβάλλεται παρεμβάλλεται ver παρεμβάλλονται παρεμβάλλονται ver παρεμβαίνοντες παρεμβαίνων nom παρεμβατικά παρεμβατικός adj παρεμβατισμού παρεμβατισμός nom παρεμβολές παρεμβολή nom παρεμπίπτοντα παρεμπίπτων adj παρεμπιπτόντως παρεμπιπτόντως adv παρεμποδίζει παρεμποδίζω ver παρεμπόδισή παρεμπόδιση nom παρεμφερές παρεμφερής adj παρενέργεια παρενέργεια nom παρενθετικά παρενθετικά adv παρενθετικές παρενθετικός adj παρενοχλήθηκαν παρενοχλώ ver παρενοχλήσεις παρενόχληση nom παρενοχλούν παρενοχλών adj παρεντερικά παρεντερικός adj παρεξήγησα παρεξηγώ ver παρεξήγηση παρεξήγηση nom παρεπιδημούν παρεπιδημώ ver παρεπιδημούντες παρεπιδημών adj παρεπόμενα παρεπόμενος adj παρεπόμενο παρεπόμενο nom παρερμήνευσε παρερμηνεύω ver παρερμηνεία παρερμηνεία nom παρερμηνευτής παρερμηνευτής nom παρερμηνεύσιμη παρερμηνεύσιμη adj παρεστιγμένο παρεστιγμένος adj παρευθύς παρευθύς adv παρευρέθη παρευρίσκομαι ver παρεχομένη παρεχόμενος adj παρηγορήθηκε παρηγορώ ver παρηγορητής παρηγορητής nom παρηγορητικά παρηγορητικός adj παρηγοριά παρηγοριά nom παρθένα παρθένος adj παρθένιο παρθένιος adj παρθεναγωγεία παρθεναγωγείο nom παρθενιά παρθενιά nom παρθενικά παρθενικά adv παρθενικές παρθενικός adj παρθενικότητα παρθενικότητα nom παρθενογένεση παρθενογένεση nom παριανή παριανός adj παριζιάνικα παριζιάνικος adj παριζιάνους παριζιάνος nom παρισινά παρισινός adj παριστάμενο παριστάμενος adj παρκάρισμα παρκάρισμα nom παρκέ παρκέ nom παρκόμετρο παρκόμετρο nom παρλαπίπας παρλαπίπα nom παρλαπίπες παρλαπίπας nom παρμένα παρμένος adj παρμεζάνα παρμεζάνα nom παρμπρίζ παρμπρίζ nom παρνασσισμό παρνασσισμός nom παροίκους πάροικος nom παροδικά παροδικά adv παροδικές παροδικός adj παροδικότητα παροδικότητα nom παροικία παροικία nom παροιμία παροιμία nom παροιμιακή παροιμιακός adj παροιμιωδώς παροιμιωδώς adv παροιμιώδεις παροιμιώδης adj παρομοίαζα παρομοιάζω ver παρομοίου παρόμοιος adj παρομοίως παρόμοια adv παρομοίωσε παρομοιώνω ver παρομοίωση παρομοίωση nom παρονομαστές παρονομαστής nom παροντικό παροντικός adj παροξυσμικό παροξυσμικό nom παροξυσμοί παροξυσμός nom παροξύνει παροξύνω ver παροπλίζεται παροπλίζω ver παροπλισμού παροπλισμός nom παροράματα παρόραμα nom παρορμήσεις παρόρμηση nom παρορμητικά παρορμητικός adj παροτρυνθούν παροτρύνω ver παροτρύνσεις παρότρυνση nom παρουσία παρουσία nom παρουσίαζαν παρουσιάζω ver παρουσίαζουν παρουσίαζουν ver παρουσίασή παρουσίαση nom παρουσιαστικού παρουσιαστικό nom παροχέα παροχέας nom παροχές παροχή nom παροχέτευε παροχετεύω ver παροχέτευση παροχέτευση nom παρούσα παρών adj παρρησία παρρησία nom παρτέρι παρτέρι nom παρτίδα παρτίδα nom παρτενέρ παρτενέρ nom παρτιζάνο παρτιζάνος nom παρτιτούρα παρτιτούρα nom παρυδάτια παρυδάτιος adj παρυφές παρυφή nom παρωδήσει παρωδώ ver παρωδία παρωδία nom παρωθεί παρωθώ ver παρωνύμιο παρωνύμιο nom παρωπίδες παρωπίδα nom παρωτίδας παρωτίδα nom παρωτίτιδας παρωτίτιδα nom παρωχημένα παρωχημένος adj παρόδιο παρόδιος adj παρόδω παρόδω nom παρόλο παρόλο adv παρότι παρότι con παρόχθια παρόχθιος adj παρόχου παρόχου nom παρόχους παρόχους nom παρόχων παρόχων adj πασά πασάς nom πασάλειμμα πασάλειμμα nom πασίγνωστα πασίγνωστος adj πασίχαρος πασίχαρος adj πασαλίκια πασαλίκι nom πασατέμπο πασατέμπος nom πασιφανές πασιφανής adj πασιφανώς πασιφανώς adv πασιφισμού πασιφισμός nom πασιφιστές πασιφιστής nom πασούμια πασούμι nom πασπάλη πασπάλη nom πασπάλισμα πασπάλισμα nom πασπαλίζουμε πασπαλίζω ver πασπαρτού πασπαρτού nom πασσαλόπηκτα πασσαλόπηκτος adj παστά παστός adj παστάδα παστάδα nom παστέλ παστέλ nom παστέλι παστέλι nom παστίλια παστίλια nom παστίτσιο παστίτσιο nom παστερίωση παστερίωση nom παστεριωθεί παστεριώνω ver παστουρμά παστουρμάς nom παστωμένα παστώνω ver πασχάλια πασχάλια nom πασχάλιον πασχάλιο nom πασχαλίτσες πασχαλίτσα nom πασχαλιά πασχαλιά nom πασχαλιάτικα πασχαλιάτικος adj πασχαλινά πασχαλινός adj πατάκι πατάκι nom πατάρι πατάρι nom πατάτα πατάτα nom πατέντα πατέντα nom πατήσει πατώ ver πατίνι πατίνι nom παταγωδώς παταγωδώς adv παταγώδη παταγώδης adj πατατάκια πατατάκια nom πατερίτσα πατερίτσα nom πατερικά πατερικός adj πατερναλισμού πατερναλισμός nom πατερναλιστικές πατερναλιστικός adj πατημασιά πατημασιά nom πατητήρι πατητήρι nom πατινάδα πατινάδα nom πατινάζ πατινάζ nom πατούσα πατούσα nom πατρίδα πατρίς nom πατρίδαν πατρίδα nom πατρίκιο πατρίκιος nom πατρίων πάτρια nom πατριάρχες πατριάρχης nom πατριάς πατριά nom πατριαρχία πατριαρχία nom πατριαρχείο πατριαρχείο nom πατριαρχικά πατριαρχικός adj πατριδογνωσία πατριδογνωσία nom πατριδολάτρης πατριδολάτρης nom πατριδολατρία πατριδολατρία nom πατρικά πατρικά adv πατρικές πατρικός adj πατρικία πατρικία nom πατριού πατριός nom πατριωτικά πατριωτικά adv πατριωτικές πατριωτικός adj πατριωτισμού πατριωτισμός nom πατριωτών πατριώτης nom πατριώτισσα πατριώτισσα nom πατρογονικά πατρογονικός adj πατροκτονία πατροκτονία nom πατροκτόνος πατροκτόνος adj πατρονάρει πατρονάρω ver πατρονάρισμα πατρονάρισμα nom πατροπαράδοτα πατροπαράδοτος adj πατροτήτων πατρότητα nom πατρωνία πατρωνία nom πατρωνύμου πατρώνυμο nom πατρόν πατρόν nom πατρώα πατρώος adj πατσά πατσάς nom πατσίσουν πατσίζω ver πατσαβούρα πατσαβούρα nom παυσίπονα παυσίπονος adj παφλάζουν παφλάζω ver παφλασμός παφλασμός nom παχέος παχύς adj παχνί παχνί nom παχουλά παχουλός adj παχυλές παχυλός adj παχυσαρκία παχυσαρκία nom παχύδερμα παχύδερμος adj παχύρρευστη παχύρρευστος adj παχύσαρκα παχύσαρκος adj παύλα παύλα nom παύσεις παύση nom πβλ πβλ nom πείνα πείνα nom πείνασε πεινάω ver πείρα πείρα nom πείραγμα πείραγμα nom πείραζαν πειράζω ver πείραμα πείραμα nom πείρους πείρος nom πείσμα πείσμα nom πείσμωσε πεισμώνω ver πεδία πεδίο nom πεδιάδα πεδιάδα nom πεδινά πεδινός adj πεζά πεζά adv πεζές πεζός adj πεζή πεζή adv πεζικού πεζικός adj πεζογέφυρα πεζογέφυρα nom πεζογράφημα πεζογράφημα nom πεζογράφο πεζογράφος nom πεζογραφία πεζογραφία nom πεζογραφικά πεζογραφικός adj πεζοδρομήθηκαν πεζοδρομώ ver πεζοδρομήσεις πεζοδρόμηση nom πεζοδρομίου πεζοδρόμιο nom πεζοδρόμου πεζοδρόμος nom πεζοναυτών πεζοναύτης nom πεζοπορία πεζοπορία nom πεζοπορικές πεζοπορικός adj πεζοπορούν πεζοπορώ ver πεζοπόρο πεζοπόρος nom πεζούλας πεζούλα nom πεζούλι πεζούλι nom πεζόδρομο πεζόδρομος nom πεζότητα πεζότητα nom πεθερά πεθερά nom πεθερικά πεθερικός adj πεθερού πεθερός nom πεθύμησα πεθυμώ ver πειθάρχησε πειθαρχώ ver πειθάρχηση πειθάρχηση nom πειθήνια πειθήνια adv πειθήνιο πειθήνιος adj πειθαναγκασμού πειθαναγκασμός nom πειθαρχία πειθαρχία nom πειθαρχεία πειθαρχείο nom πειθαρχικά πειθαρχικά adv πειθαρχικές πειθαρχικός adj πειθούς πειθώ nom πειραιώτικη πειραιώτικος adj πειρακτικό πειραχτικός adj πειραματίζεσαι πειραματίζομαι ver πειραματικά πειραματικά adv πειραματικές πειραματικός adj πειραματισμοί πειραματισμός nom πειραματιστές πειραματιστής nom πειραματοζώων πειραματοζώων nom πειραματόζωα πειραματόζωο nom πειρασμοί πειρασμός nom πειρατές πειρατής nom πειρατεία πειρατεία nom πειρατικά πειρατικός adj πειραχτήρι πειραχτήρι nom πεισιθάνατος πεισιθάνατος adj πεισματάρα πεισματάρης adj πεισματάρικο πεισματάρικος adj πεισματικά πεισματικά adv πεισματική πεισματικός adj πεισματώδη πεισματώδης adj πειστήρια πειστήριος adj πειστήριο πειστήριο nom πειστικά πειστικά adv πειστικές πειστικός adj πειστικότητα πειστικότητα nom πεκινουά πεκινουά nom πελάτες πελάτης nom πελάτισσα πελάτισσα nom πελέκημα πελέκημα nom πελέκι πελέκι nom πελαγίσια πελαγίσιος adj πελαγικά πελαγικός adj πελαγοδρομεί πελαγοδρομώ ver πελαγώσει πελαγώνω ver πελαργοί πελαργός nom πελαργόνι πελαργόνι nom πελασγικού πελασγικού adj πελατεία πελατεία nom πελεκάνο πελεκάνος nom πελεκήσει πελεκώ ver πελεκητά πελεκητός adj πελεκητών πελεκητής nom πελιδνή πελιδνός adj πελοποννησιακά πελοποννησιακός adj πελτέ πελτές nom πελώρια πελώριος adj πεμπτουσία πεμπτουσία nom πενήντα πενήντα num πενία πενία nom πενηνταένα πενηνταένα ver πενηνταριά πενηνταριά num πενθήμερες πενθήμερος adj πενθημέρου πενθήμερο nom πενιάς πενιά nom πενικιλίνη πενικιλίνη nom πενικιλλίνη πενικιλλίνη nom πενιχρά πενιχρά adv πενιχρές πενιχρός adj πενιχρότητας πενιχρότητα nom πεντάγραμμα πεντάγραμμος adj πεντάδα πεντάδα num πεντάδυμα πεντάδυμος adj πεντάκις πεντάκις num πεντάλ πεντάλ nom πεντάλεπτα πεντάλεπτος adj πεντάλφα πεντάλφα nom πεντάμετρο πεντάμετρος adj πεντάμηνη πεντάμηνος adj πεντάμορφη πεντάμορφος adj πεντάπρακτη πεντάπρακτος adj πεντάρα πεντάρα nom πεντάρια πεντάρι nom πεντάρφανο πεντάρφανος adj πεντάτομη πεντάτομος adj πεντάχρονα πεντάχρονος adj πεντάωρη πεντάωρος adj πεντέμισι πεντέμισι num πενταγράμμου πεντάγραμμο nom πενταγωνική πενταγωνικός adj πενταγώνου πεντάγωνο nom πενταετές πενταετής adj πενταετία πενταετία nom πενταθλητής πενταθλητής nom πεντακάθαρα πεντακάθαρος adj πεντακοσίων πεντακόσιοι adj πεντακοσαριά πεντακοσαριά num πενταμελές πενταμελής adj πενταμερή πενταμερής adj πενταπλά πενταπλά num πενταπλάσιο πενταπλάσιος num πενταπλή πενταπλός num πενταπλασίασε πενταπλασιάζω ver πενταπλασιασμό πενταπλασιασμός nom πενταροδεκάρες πενταροδεκάρες nom πενταώροφα πενταώροφος adj πεντελικά πεντελικός adj πεντηκονταετή πεντηκονταετής adj πεντηκονταετία πεντηκονταετία nom πεντηκοστά πεντηκοστός num πεντικιούρ πεντικιούρ nom πεντοζάλη πεντοζάλης nom πεντοξειδίου πεντοξειδίου nom πεντοχίλιαρο πεντοχίλιαρο nom πεντόβολα πεντόβολα nom πεντόλιρα πεντόλιρο nom πεολειξία πεολειξία nom πεπατημένη πεπατημένη nom πεπειραμένα πεπειραμένος adj πεπερασμένος περαίνω ver πεπλανημένες πλανώ ver πεπλατυσμένη πεπλατυσμένη adj πεποίθησή πεποίθηση nom πεπονιού πεπόνι nom πεπονιών πεπονιά nom πεπρωμένα πεπρωμένο nom πεπτίδια πεπτίδιο nom πεπτικές πεπτικός adj περ περ nom περάτωσε περατώνω ver περάτωση περάτωση nom περέχει περέχει ver περήφανα περήφανα adv περήφανες υπερήφανος adj περί περί pre περίαπτα περίαπτος adj περίαπτο περίαπτο nom περίβλεπτη περίβλεπτος adj περίβλημα περίβλημα nom περίβολο περίβολος nom περίγειο περίγειος adj περίγελο περίγελος nom περίγραμμα περίγραμμα nom περίγυρο περίγυρος nom περίεργα περίεργα adv περίεργες περίεργος adj περίζωμα περίζωμα nom περίθαλψη περίθαλψη nom περίθλαση περίθλαση nom περίκλειστες περίκλειστος adj περίλαμπρα περίλαμπρα adv περίλαμπρες περίλαμπρος adj περίληψη περίληψη nom περίλυπη περίλυπος adj περίμενα περιμένω ver περίμετρο περίμετρος nom περίοδο περίοδος nom περίοικοι περίοικος nom περίοπτες περίοπτος adj περίπατο περίπατος nom περίπλοκα περίπλοκα adv περίπλοκες περίπλοκος adj περίπλου περίπλους nom περίπολο περίπολος nom περίπου περίπου adv περίπτερα περίπτερος adj περίπτυξη περίπτυξη nom περίπτωσή περίπτωση nom περίσκεψη περίσκεψη nom περίσσεια περίσσειος adj περίσσευαν περισσεύω ver περίσσευμα περίσσευμα nom περίσσια περίσσια adv περίσσιο περίσσιος adj περίσταση περίσταση nom περίστροφα περίστροφο nom περίστροφο περίστροφος adj περίστυλη περίστυλος adj περίσφιγξη περίσφιγξη nom περίτεχνα περίτεχνα adv περίτεχνες περίτεχνος adj περίτρανα περίτρανα adv περίτρανη περίτρανος adj περίφημα περίφημα adv περίφημες περίφημος adj περίφραξη περίφραξη nom περίφραση περίφραση nom περίχωρα περίχωρα nom περαίωση περαίωση nom περαιτέρω περαιτέρω adv περαιωθεί περαιώνω ver περαματάρης περαματάρης nom περασμένα περασμένος adj περαστικά περαστικός adj περβάζι περβάζι nom περβόλια περβόλι nom περγαμηνές περγαμηνός adj περγαμόντο περγαμόντο nom περδικάκι περδικάκι nom περεστρόικα περεστρόικα nom περηφάνια περηφάνια nom περηφανευτεί περηφανεύομαι ver περιέβαλαν περιβάλλω ver περιέγραφα περιγράφω ver περιέθαλπε περιθάλπω ver περικλείουν περικλείω ver περιέκλεισαν περικλείνω ver περιέκοψαν περικόβω ver περιέκτες περιέκτης nom περιέλαβα περιλαβαίνω|περιλαμβάνω ver περιέλαβε περιλαμβάνω ver περιέλθει περιέρχομαι ver περιέλιξη περιέλιξη nom περιέλουσαν περιλούζω ver περιέπαιζαν περιπαίζω ver περιέπεσαν περιπίπτω ver περιέπλεκε περιπλέκω ver περιέργεια περιέργεια nom περιέστρεφαν περιστρέφω ver περιέσφιξε περισφίγγω ver περιέσωσε περισώζω ver περιέτρεχαν περιτρέχω ver περιέφεραν περιφέρω ver περιέφραξαν περιφράζω ver περιέχει περιέχω ver περιέχον περιέχων adj περιήγησή περιήγηση nom περιήλιο περιήλιο nom περιαγωγή περιαγωγή nom περιαυτολογία περιαυτολογία nom περιαυτολογούν περιαυτολογώ ver περιβάλλον περιβάλλων adj περιβάλλοντά περιβάλλον nom περιβαλλοντικά περιβαλλοντικός adj περιβαλλοντολογική περιβαλλοντολογικός adj περιβαλλοντολόγο περιβαλλοντολόγος nom περιβαντολλογικής περιβαντολλογικής adj περιβολάκι περιβολάκι nom περιβολή περιβολή nom περιβολιού περιβόλι nom περιβρέχεται περιβρέχω ver περιβραχιόνια περιβραχιόνιο nom περιβόητα περιβόητος adj περιγέλασε περιγελώ ver περιγεγραμμένα περιγεγραμμένος adj περιγιάλι περιγιάλι nom περιγραφές περιγραφή nom περιγραφικά περιγραφικά adv περιγραφικές περιγραφικός adj περιγραφικότητα περιγραφικότητα nom περιγραφομένων περιγραφόμενος adj περιδέραια περιδέραιος adj περιδέραιου περιδέραιο nom περιδίνηση περιδίνηση nom περιδιάβαιναν περιδιαβαίνω ver περιδιάβαση περιδιάβαση nom περιδιαβάζοντας περιδιαβάζω ver περιεκτικά περιεκτικά adv περιεκτικές περιεκτικός adj περιεκτικοτήτων περιεκτικότητα nom περιεκτικότερο περιεκτικότερο adj περιεργάζεται περιεργάζομαι ver περιεχομένης περιεχόμενος adj περιεχομένου περιεχόμενο nom περιζήτητα περιζήτητος adj περιζώνει περιζώνω ver περιηγήθηκαν περιηγούμαι ver περιηγήτρια περιηγήτρια nom περιηγητές περιηγητής nom περιηγητικά περιηγητικός adj περιθυρώματα περιθυρώματα nom περιθωρίου περιθώριο nom περιθωριακά περιθωριακός adj περιθωριοποίησε περιθωριοποιώ ver περιθωριοποίηση περιθωριοποίηση nom περικάλυμμα περικάλυμμα nom περικάρπια περικάρπιο nom περικαλλές περικαλλής adj περικεφαλαία περικεφαλαία nom περικνημίδες περικνημίδα nom περικοκλάδα περικοκλάδα nom περικοπές περικοπή nom περικυκλωθεί περικυκλώνω ver περικύκλωση περικύκλωση nom περιλάλητη περιλάλητος adj περιλήφθησαν περιλήφθησαν ver περιλαίμια περιλαίμιο nom περιλαμβάνοντα περιλαμβάνων adj περιλαμβανομένου περιλαμβανόμενος adj περιληπτικά περιληπτικά adv περιληπτικές περιληπτικός adj περιληψη περιληψη nom περιμάζεψαν περιμαζεύω ver περιμετρικά περιμετρικά adv περιμετρικές περιμετρικός adj περιοδεία περιοδεία nom περιοδευόντων περιοδεύων adj περιοδεύει περιοδεύω ver περιοδικά περιοδικά adv περιοδικός περιοδικός adj περιοδικότητα περιοδικότητα nom περιοδοντικών περιοδοντικών adj περιορίζαμε περιορίζω ver περιοριζόμενα περιοριζόμενος adj περιορισμένες περιορισμένος adj περιορισμοί περιορισμός nom περιοριστικά περιοριστικά adv περιοριστικές περιοριστικός adj περιουσία περιουσία nom περιουσιακά περιουσιακός adj περιοχές περιοχή nom περιούσια περιούσιος adj περιπάθεια περιπάθεια nom περιπέτεια περιπέτεια nom περιπαικτικά περιπαικτικός adj περιπατητές περιπατητής nom περιπατητικά περιπατητικός adj περιπετειωδών περιπετειώδης adj περιπλάνησή περιπλάνηση nom περιπλέει περιπλέω ver περιπλανάται περιπλανιέμαι ver περιπλοκές περιπλοκή nom περιπλοκότητα περιπλοκότητα nom περιποίηση περιποίηση nom περιποιήθηκαν περιποιούμαι ver περιπολία περιπολία nom περιπολεί περιπολώ ver περιπολικά περιπολικό nom περιπρωκτικής περιπρωκτικός adj περιπτέρου περίπτερο nom περιπτερά περιπτεράς nom περιπτερού περιπτερού nom περιπτωσιακά περιπτωσιακός adj περιπτωσιολογία περιπτωσιολογία nom περιπτωσιολογικές περιπτωσιολογικές adj περιπτώσει περιπτώσει nom περιπόθητη περιπόθητος adj περισκελίδες περισκελίδα nom περισκοπίου περισκόπιο nom περισπάται περισπώ ver περισπασμού περισπασμός nom περισπούδαστα περισπούδαστος adj περισπωμένες περισπωμένη nom περισσοτέρων πολύς adj περισσότερο πολύ adv περιστέλλεται περιστέλλω ver περιστέρα περιστέρα nom περιστέρι περιστέρι nom περιστασιακά περιστασιακά adv περιστασιακές περιστασιακός adj περιστατικά περιστατικός adj περιστατικού περιστατικό nom περιστερά περιστερά nom περιστεράκι περιστεράκι nom περιστεριώνα περιστεριώνας nom περιστερώνα περιστερώνας nom περιστοίχιζαν περιστοιχίζω ver περιστοιχιζόμενος περιστοιχιζόμενος adj περιστολή περιστολή nom περιστρεφόμενα περιστρεφόμενος adj περιστροφές περιστροφή nom περιστροφικές περιστροφικός adj περιστυλίου περιστύλιο nom περιστόμιο περιστόμιο nom περισυλλέγει περισυλλέγω ver περισυλλογή περισυλλογή nom περιτειχισμένα περιτειχίζω ver περιτμηθούν περιτέμνω ver περιτοίχιση περιτοίχιση nom περιτοίχισμα περιτοίχισμα nom περιτομή περιτομή nom περιτονίτιδα περιτονίτιδα nom περιτριγυρισμένη περιτριγυρίζω ver περιτροπής περιτροπή nom περιττά περιττός adj περιττεύει περιττεύω ver περιττολογία περιττολογία nom περιττωμάτων περίττωμα nom περιτυλίγματα περιτύλιγμα nom περιτυλίξει περιτυλίγω ver περιτόναιο περιτόναιο nom περιτύλιξη περιτύλιξη nom περιφέρειά περιφέρεια nom περιφανή περιφανής adj περιφερειακά περιφερειακά adv περιφερειακές περιφερειακός adj περιφερειοποίηση περιφερειοποίηση nom περιφερικά περιφερικά adv περιφερικές περιφερικός adj περιφορά περιφορά nom περιφραστικά περιφραστικά adv περιφραστικές περιφραστικός adj περιφρονήθηκαν περιφρονώ ver περιφρονητικά περιφρονητικά adv περιφρονητική περιφρονητικός adj περιφρουρήσει περιφρουρώ ver περιφρούρηση περιφρούρηση nom περιφρόνηση περιφρόνηση nom περιχαράκωση περιχαράκωση nom περιχαρής περιχαρής adj περιχαρακωθεί περιχαρακώνω ver περιχειρίδα περιχειρίς nom περιχυμένα περιχέω|περιχύνω ver περιωπή περιωπή nom περιύβριση περιύβριση nom περιώνυμες περιώνυμος adj περλαμβάνει περλαμβάνει ver περμανάντ περμανάντ nom περονιαίου περονιαίος adj περονόσπορο περονόσπορος nom περουβιανές περουβιανός adj περουκών περούκα nom περπάτα περπατάω ver περπάτημα περπάτημα nom περσικά περσικός adj περσινά περσινός adj περόνες περόνη nom πεσέτα πεσέτα nom πεσιμισμό πεσιμισμός nom πεσιμιστή πεσιμιστής nom πεσιμιστική πεσιμιστικός adj πεσκέσι πεσκέσι nom πεσσοί πεσσός nom πεσόντα πεσών nom πετάλι πετάλι nom πετάλια πετάλι|πετάλιο nom πεταλίδα πεταλίδα nom πεταλούδα πεταλούδα nom πεταλωτές πεταλωτής nom πεταλωτή πεταλωτός adj πεταμένα πεταμένος adj πεταρίζει πεταρίζω ver πεταχτά πεταχτός adj πετεινάρι πετεινάρι nom πετεινοί πετεινός nom πετιμέζι πετιμέζι nom πετονιά πετονιά nom πετούμενα πετούμενος adj πετράδες πετράς nom πετράδι πετράδι nom πετρέλαια πετρέλαιο nom πετρίτες πετρίτης nom πετραδάκι πετραδάκι nom πετραχήλι πετραχήλι nom πετρελαιαγωγοί πετρελαιαγωγός nom πετρελαιοειδή πετρελαιοειδής adj πετρελαιοκίνητα πετρελαιοκίνητος adj πετρελαιοκηλίδα πετρελαιοκηλίδα nom πετρελαιοκινητήρα πετρελαιοκινητήρας nom πετρελαιοφόρα πετρελαιοφόρος adj πετριά πετριά nom πετροβολήσουν πετροβολώ ver πετροβολισμό πετροβολισμός nom πετροπόλεμο πετροπόλεμος nom πετροχελίδονα πετροχελίδονο nom πετροχημικά πετροχημικά adj πετροχημικών πετροχημικών adj πετρωμένο πετρωμένο ver πετρωτά πετρωτός adj πετρόψαρων πετρόψαρο nom πετρώδεις πετρώδης adj πετσέτα πετσέτα nom πετσί πετσί nom πετσοκόψει πετσοκόβω ver πετυχημένα πετυχημένος adj πευκάκι πευκάκι nom πευκοβελόνες πευκοβελόνα nom πευκοδάση πευκόδασος nom πευκόφυτα πευκόφυτος adj πευκώνα πευκώνας nom πεφταστέρι πεφταστέρι nom πεφωτισμένες πεφωτισμένος adj πεχλιβάνηδες πεχλιβάνης nom πεύκα πεύκο nom πεύκη πεύκη nom πεύκης πεύκης nom πεύκο πεύκος nom πηγάδα πηγάδα nom πηγάδι πηγάδι nom πηγές πηγή nom πηγαία πηγαίος adj πηγαδάκι πηγαδάκι nom πηγαιμό πηγαιμός nom πηγαινέλα πηγαινέλα nom πηγαινοέρχεται πηγαινοέρχομαι ver πηγουνιού πηγούνι nom πηδάλια πηδάλιο nom πηδαλιούχο πηδαλιούχος nom πηδηχτό πηδηχτός adj πηκτή πηκτός adj πηκτικότητας πηκτικότητα nom πηλήκια πηλήκιο nom πηλίκο πηλίκο nom πηλοφόρι πηλοφόρι nom πηλού πηλός nom πηνία πηνίο nom πι πι nom πιάνα πιάνο nom πιάσιμο πιάσιμο nom πιάτα πιάτο nom πιάτσα πιάτσα nom πιέτα πιέτα nom πια πια adv πιανίστα πιανίστα nom πιανίστρια πιανίστρια nom πιανιστών πιανίστας nom πιασμένα πιασμένος adj πιατάκι πιατάκι nom πιατέλα πιατέλα nom πιατικά πιατικό nom πιγκουίνο πιγκουίνος nom πιγούνι πιγούνι nom πιερίς πιερίς nom πιεστήρια πιεστήριος adj πιεστής πιεστής nom πιεστηρίου πιεστήριο nom πιεστικά πιεστικά adv πιεστικές πιεστικός adj πιεσόμετρο πιεσόμετρο nom πιετά πιετά nom πιζάμας πιζάμα nom πιθάρι πιθάρι nom πιθαμή πιθαμή nom πιθαμφορέας πιθαμφορέας nom πιθανά πιθανός adj πιθανολογήθηκε πιθανολογώ ver πιθανολογίες πιθανολογία nom πιθανολογική πιθανολογικός adj πιθανολογούμενες πιθανολογούμενος adj πιθανολόγηση πιθανολόγηση nom πιθανοτήτων πιθανότητα nom πιθανόν πιθανώς adv πιθηκάνθρωπο πιθηκάνθρωπος nom πιθηκοειδή πιθηκοειδής adj πικάντικα πικάντικος adj πικάρει πικάρω ver πικετοφορίες πικετοφορία nom πικνίκ πικνίκ nom πικρά πικρός adj πικράδα πικράδα nom πικρία πικρία nom πικρίζουν πικρίζω ver πικραγγουριά πικραγγουριά nom πικραλίδας πικραλίδα nom πικραμύγδαλα πικραμύγδαλο nom πικροδάφνες πικροδάφνη nom πικρότατα πικρά adv πικρόχολα πικρόχολα adv πικρόχολη πικρόχολος adj πιλάλα πιλάλα adv πιλάφι πιλάφι nom πιλοτάρει πιλοτάρω ver πιλοτή πιλοτή nom πιλοτικά πιλοτικά adv πιλοτικές πιλοτικός adj πιλότο πιλότος nom πινάκι πινάκι nom πινάκια πινάκιο nom πινάκλ πινάκλ nom πινάκων πινάκα adj πινέζα πινέζα nom πινέλα πινέλο nom πινακίδα πινακίδα nom πινακίδια πινακίδιο nom πινακοθήκες πινακοθήκη nom πινακωτές πινακωτή nom πινελιά πινελιά nom πιο πιο adv πιονέρους πιονέρος nom πιονιού πιόνι nom πιοτό πιοτό nom πιπέρι πιπέρι nom πιπί πιπί nom πιπίλα πιπίλα nom πιπίλισμα πιπίλισμα nom πιπεράτη πιπεράτος adj πιπεριά πιπεριά nom πιπεριέρες πιπεριέρα nom πιπερονάλη πιπερονάλη adj πιπερόριζα πιπερόριζα nom πιπιλίζουν πιπιλίζω ver πιράνχα πιράνχα nom πιρουνιού πιρούνι nom πιρόγα πιρόγα nom πισίνα πισίνα nom πισθάγκωνα πισθάγκωνα adv πισινά πισινός adj πιστά πιστά adv πιστές πιστός adj πιστευτά πιστευτός adj πιστευόταν πιστεύεται ver πιστεύονταν πιστεύονταν ver πιστολάκι πιστολάκι nom πιστολίδι πιστολίδι nom πιστολιά πιστολιά nom πιστολιού πιστόλι nom πιστοποιημένων πιστοποιώ ver πιστοποίηση πιστοποίηση nom πιστοποιητικά πιστοποιητικό nom πιστοποιητικού πιστοποιητικός adj πιστωτές πιστωτής nom πιστωτικά πιστωτικός adj πιστόλα πιστόλα nom πιστότητά πιστότητα nom πιστώτριες πιστώτρια nom πισωγυρίσματα πισωγύρισμα nom πισώπλατα πισώπλατα adv πισώπλατη πισώπλατος adj πιτζάμα πιτζάμα nom πιτσαρία πιτσαρία nom πιτσικάτο πιτσικάτο nom πιτσιλιές πιτσιλιά nom πιτσιρίκα πιτσιρίκα nom πιτσιρίκο πιτσιρίκος nom πιτσιρικάδες πιτσιρικάς nom πιτσούνια πιτσούνι nom πιτυρίδα πιτυρίδα nom πιτυρούχο πιτυρούχος adj πιωμένος πιωμένος adj πιό πιό nom πλάγια πλάγια adv πλάγιας πλάγιος adj πλάγιασε πλαγιάζω ver πλάγιασμα πλάγιασμα nom πλάι πλάι nom πλάκα πλάκα nom πλάκωσαν πλακώνω ver πλάνα πλάνος adj πλάνη πλάνη nom πλάσαραν πλασάρω ver πλάση πλάση nom πλάσιμο πλάσιμο nom πλάσμα πλάσμα nom πλάστες πλάστης nom πλάστιγγα πλάστιγγα nom πλάτανο πλάτανος nom πλάτες πλάτη nom πλάτος πλάτος nom πλάτυνε πλαταίνω ver πλάτωμα πλάτωμα nom πλέγμα πλέγμα nom πλέμπα πλέμπα nom πλέξη πλέξη nom πλέξιμο πλέξιμο nom πλέον πλέον adv πλέρια πλέρια adv πλήγμα πλήγμα nom πλήγωναν πληγώνω ver πλήθαιναν πληθαίνω ver πλήθη πλήθος nom πλήθυναν πληθύνω ver πλήκτρα πλήκτρο nom πλήν πλήν nom πλήξη πλήξη nom πλήρεις πλήρης adj πλήρωμα πλήρωμα nom πλήρωνα πληρώνω ver πλήρως πλήρως adv πλήρωσα πληρώ|πληρώνω ver πλήρωση πλήρωση nom πλίθες πλίθα nom πλίνθινα πλίθινος adj πλίνθοι πλίνθος nom πλαίσια πλαίσιο nom πλαγίαυλο πλαγίαυλος nom πλαγγόνα πλαγγόνα nom πλαγιά πλαγιά nom πλαγιοδρομία πλαγιοδρομία nom πλαγιομετωπικά πλαγιομετωπικά adv πλαγκτονικούς πλαγκτονικός adj πλαγκτού πλαγκτόν nom πλαδαρά πλαδαρά adv πλαδαρές πλαδαρός adj πλαζ πλαζ nom πλαισίωναν πλαισιώνω ver πλαισίωσή πλαισίωση nom πλαισιο πλαισιο nom πλακάκι πλακάκι nom πλακάτ πλακάτ nom πλακέ πλακέ adj πλακέτα πλακέτα nom πλακί πλακί nom πλακίδια πλακίδιο nom πλακοστρωμένη πλακοστρώνω ver πλακοστρώσεις πλακόστρωση nom πλακουτσωτή πλακουτσωτός adj πλακούντα πλακούντας nom πλακωτό πλακωτός adj πλακόστρωτα πλακόστρωτος adj πλανήθηκε πλανιέμαι ver πλανήτες πλανήτης nom πλανεύτρα πλανεύτρα nom πλανητικά πλανητικός adj πλανόδια πλανόδιος adj πλασάρισμα πλασάρισμα nom πλασέμπο πλασέμπο nom πλασιέ πλασιέ nom πλασμίδια πλασμίδια nom πλασματικά πλασματικά adv πλασματικές πλασματικός adj πλασμαφαίρεση πλασμαφαίρεση nom πλασμιδίου πλασμιδίου nom πλασμιδίων πλασμιδίων nom πλασμώδια πλασμώδιο nom πλαστά πλαστά adv πλαστές πλαστός adj πλαστελίνες πλαστελίνα nom πλαστικά πλαστικά adv πλαστικές πλαστικός adj πλαστικοποίηση πλαστικοποίηση nom πλαστικοποιημένα πλαστικοποιώ ver πλαστικοποιητές πλαστικοποιητής nom πλαστικότητα πλαστικότητα nom πλαστογράφησαν πλαστογραφώ ver πλαστογράφηση πλαστογράφηση nom πλαστογράφο πλαστογράφος nom πλαστογραφία πλαστογραφία nom πλαστοπροσωπία πλαστοπροσωπία nom πλαστότητα πλαστότητα nom πλατάνι πλατάνι nom πλατίνα πλατίνα nom πλατανιάς πλατανιάς nom πλατεία πλατεία nom πλατείς πλατύς adj πλατειά πλατειά nom πλατιά πλατιά adv πλατινένια πλατινένιος adj πλατυποδία πλατυποδία nom πλατφόρμα πλατφόρμα nom πλατφόρμων πλατφόρμων nom πλατωνικά πλατωνικά adv πλατωνικές πλατωνικός adj πλατωνισμού πλατωνισμός nom πλατό πλατό nom πλατύγυρο πλατύγυρος adj πλατύσκαλα πλατύσκαλο nom πλατύστομα πλατύστομος adj πλατύφυλλα πλατύφυλλος adj πλαφόν πλαφόν nom πλείονα πλείονα nom πλείονες πλείονες nom πλείστα πλείστος adj πλειάδα πλειάδα nom πλειοδοσία πλειοδοσία nom πλειοδοτεί πλειοδοτώ ver πλειοδοτική πλειοδοτικός adj πλειοδότες πλειοδότης nom πλειονοψηφία πλειονοψηφία nom πλειονότητά πλειονότητα nom πλειοψήφησε πλειοψηφώ ver πλειοψηφία πλειοψηφία nom πλειοψηφικά πλειοψηφικός adj πλειστηριασμοί πλειστηριασμός nom πλειστόκαινο πλειστόκαινος adj πλειόνων πλειόνων nom πλεκτά πλεκτός adj πλεκτάνες πλεκτάνη nom πλεκτικής πλεκτικός adj πλεξίδα πλεξίδα nom πλεξιγκλάς πλεξιγκλάς nom πλεξούδα πλεξούδα nom πλεονάζει πλεονάζω ver πλεονάζον πλεονάζων adj πλεονάσματα πλεόνασμα nom πλεονέκτες πλεονέκτης nom πλεονέκτημα πλεονέκτημα nom πλεονασματικά πλεονασματικός adj πλεονασμοί πλεονασμός nom πλεονεκτεί πλεονεκτώ ver πλεονεκτικά πλεονεκτικός adj πλεονεξία πλεονεξία nom πλεούμενα πλεούμενο nom πλευρά πλευρά nom πλευρίτιδα πλευρίτιδα nom πλευρα πλευρα nom πλευρικά πλευρικά adv πλευρικές πλευρικός adj πλευροκοπούν πλευροκοπάω ver πλευρού πλευρό nom πλευστότητα πλευστότητα nom πλεύσεις πλεύση nom πληβείο πληβείος nom πληβείων πληβεία nom πληγέν πληγείς adj πληγές πληγή nom πληθυντική πληθυντικός adj πληθυσμιακά πληθυσμιακός adj πληθυσμοί πληθυσμός nom πληθωρικότητα πληθωρικότητα nom πληθωρισμού πληθωρισμός nom πληθύς πληθύς nom πληθώρα πληθώρα nom πληκτικές πληκτικός adj πληκτρολογήσεις πληκτρολόγηση nom πληκτρολογίου πληκτρολόγιο nom πληκτροφόρα πληκτροφόρος adj πλημμέλειες πλημμέλεια nom πλημμέλημα πλημμέλημα nom πλημμελή πλημμελής adj πλημμελειοδικεία πλημμελειοδικείο nom πλημμελειοδικών πλημμελειοδίκης nom πλημμελώς πλημμελώς adv πλημμυρίδα πλημμυρίδα nom πλημμυρίζει πλημμυρίζω ver πλημμυροπαθείς πλημμυροπαθής adj πλημμυρών πλημμύρα nom πλημμύρων πλημμύρων nom πλην πλην pre πληρεί πληρώ ver πληρεξούσιος πληρεξούσιος nom πληρεξουσιότητα πληρεξουσιότητα nom πληροφορούμαι πληροφορώ ver πληροφορία πληροφορία nom πληροφορίων πληροφορίων nom πληροφοριακά πληροφοριακά adv πληροφοριακές πληροφοριακός adj πληροφορικά πληροφορικός adj πληροφορικές πληροφορική nom πληροφοριοδοτών πληροφοριοδότης nom πληροφόρηση πληροφόρηση nom πληρούσαν πληρών adj πληρούται πληρούται ver πληρωμές πληρωμή nom πληρωτέα πληρωτέος adj πληρωτή πληρωτής nom πληρότητα πληρότητα nom πλησίαζαν πλησιάζω ver πλησίασμα πλησίασμα nom πλησίον πλησίον adv πλησιέστερες πλησιέστερος adj πλησιόχωρους πλησιόχωρος adj πλησμονή πλησμονή nom πλιάτσικο πλιάτσικο nom πλιατσικολόγους πλιατσικολόγος nom πλιγούρι πλιγούρι nom πλινθοπερίβλητο πλινθοπερίβλητο adj πλινθόκτιστα πλινθόκτιστος adj πλισέ πλισές nom πλοήγηση πλοήγηση nom πλοία πλοίο nom πλοίαρχο πλοίαρχος nom πλοηγήσεις πλοηγώ ver πλοηγικής πλοηγικός adj πλοηγοί πλοηγός nom πλοιάρια πλοιάριο nom πλοιοκτήτες πλοιοκτήτης nom πλοιοκτήτρια πλοιοκτήτρια nom πλοιοκτησία πλοιοκτησία nom πλοκάμι πλοκάμι nom πλοκάμους πλόκαμος nom πλοκές πλοκή nom πλου πλους nom πλουμίδια πλουμίδι nom πλουμιστά πλουμιστός adj πλουραλισμού πλουραλισμός nom πλουραλιστικές πλουραλιστικός adj πλουσιότατη πλούσιος adj πλουσιοπάροχα πλουσιοπάροχα adv πλουσιοπάροχες πλουσιοπάροχος adj πλουσιότατα πλούσια adv πλουτίζει πλουτίζω ver πλουτισμού πλουτισμός nom πλουτοκράτες πλουτοκράτης nom πλουτοκρατία πλουτοκρατία nom πλουτοκρατικής πλουτοκρατικός adj πλουτοπαραγωγικές πλουτοπαραγωγικός adj πλουτωνίου πλουτώνιο nom πλουτώνιο πλουτώνιος adj πλούτη πλούτος nom πλυντήρια πλυντήριο nom πλυντρίδες πλυντρίδες nom πλυσίματος πλύσιμο nom πλυσταριά πλυσταριό nom πλωριό πλωριός adj πλωτά πλωτός adj πλωτάρχη πλωτάρχης nom πλωτήρα πλωτήρας nom πλύσεις πλύση nom πλύστρα πλύστρα nom πλώρη πλώρη nom πνίγει πνίγω ver πνίξιμο πνίξιμο nom πνευμάτων πνεύμα nom πνευματίστρια πνευματίστρια nom πνευματικά πνευματικά adv πνευματικές πνευματικός adj πνευματικότητα πνευματικότητα nom πνευματισμού πνευματισμός nom πνευματιστή πνευματιστής nom πνευματιστικές πνευματιστικός adj πνευματώδεις πνευματώδης adj πνευμονία πνευμονία nom πνευμονίτιδα πνευμονίτιδα nom πνευμονικά πνευμονικός adj πνευμονιόκοκκο πνευμονιόκοκκο nom πνευμονογαστρικό πνευμονογαστρικός adj πνευμονολογία πνευμονολογία nom πνευμονολογικά πνευμονολογικός adj πνευμονολόγο πνευμονολόγος nom πνευμονοπάθεια πνευμονοπάθεια nom πνευμόνι πνευμόνι nom πνευμόνων πνεύμονας nom πνευστά πνευστός adj πνιγηρά πνιγηρός adj πνιγμοί πνιγμός nom πνιγμονή πνιγμονή nom πνοές πνοή nom ποιανού ποιος pro_dem ποίημα ποίημα nom ποίηση ποίηση nom ποίκιλαν ποικίλλω ver ποίμνη ποίμνη nom ποίμνιο ποίμνιο nom πογκρόμ πογκρόμ nom ποδάγρα ποδάγρα nom ποδάρα ποδάρας nom ποδάρι ποδάρι nom ποδήλατα ποδήλατο nom ποδήρη ποδήρης adj ποδαράδες ποδαράς nom ποδαράκι ποδαράκι nom ποδαρικά ποδαρικό nom ποδηγέτηση ποδηγέτηση nom ποδηλάτες ποδηλάτης nom ποδηλασία ποδηλασία nom ποδηλατεί ποδηλατώ ver ποδηλατικές ποδηλατικός adj ποδηλατιστών ποδηλατιστής nom ποδηλατοδρομία ποδηλατοδρομία nom ποδηλατοδρομίου ποδηλατοδρόμιο nom ποδηλατοδρόμων ποδηλατοδρόμος nom ποδιά ποδιά nom ποδιού πόδι nom ποδοπάτημα ποδοπάτημα nom ποδοπάτησαν ποδοπατάω ver ποδοσφαίρου ποδόσφαιρο nom ποδοσφαιρικά ποδοσφαιρικός adj ποδοσφαιριστές ποδοσφαιριστής nom ποδόγυρο ποδόγυρος nom ποδός πους nom ποδών πόδας|πους nom ποζάρει ποζάρω ver ποζιτρονίων ποζιτρόνιο nom ποθεί ποθώ ver ποθητά ποθητός adj ποιήσει ποιώ ver ποιήτρια ποιήτρια nom ποιηματάκια ποιηματάκι nom ποιητές ποιητής nom ποιητικά ποιητικά adv ποιητικές ποιητικός adj ποιητικότητα ποιητικότητα nom ποικίλα ποικίλος adj ποικίλλων ποικίλλων adj ποικίλματα ποίκιλμα nom ποικίλως ποικίλως adv ποικιλία ποικιλία nom ποικιλομορφία ποικιλομορφία nom ποικιλοτρόπως ποικιλοτρόπως adv ποικιλόμορφα ποικιλόμορφα adv ποικιλόμορφες ποικιλόμορφος adj ποικιλότητά ποικιλότητα nom ποικιλότροπα ποικιλότροπος adj ποικιλόχρωμες ποικιλόχρωμος adj ποιμάνει ποιμαίνω ver ποιμένα ποιμένας|ποιμήν nom ποιμένας ποιμένας nom ποιμένος ποιμήν nom ποιμαντικά ποιμαντικός adj ποιμαντορία ποιμαντορία nom ποιμαντορική ποιμαντορικός adj ποιμενάρχη ποιμενάρχης nom ποιμενικά ποιμενικός adj ποιμνιοστάσια ποιμνιοστάσιο nom ποινές ποινή nom ποινικά ποινικά adv ποινικές ποινικός adj ποινικολόγο ποινικολόγος nom ποινικοποίηση ποινικοποίηση nom ποινικώς ποινικώς adv ποινολογίου ποινολόγιο nom ποιοτητα ποιοτητα nom ποιοτικά ποιοτικά adv ποιοτικές ποιοτικός adj ποιού ποιόν nom ποιούς ποιούς adj ποιό ποιό pro_dem ποιός ποιός pro_dem ποιότητά ποιότητα nom ποιών ποιών adj πολέμαρχο πολέμαρχος nom πολέμησαν πολεμώ ver πολέμια πολέμιος adj πολέμου πόλεμος nom πολίτα πολίτης nom πολίτευμα πολίτευμα nom πολίτικα πολίτικος adj πολίτις πολίτις nom πολίχνες πολίχνη nom πολεμάρχου πολεμάρχης|πολέμαρχος|πολεμάρχος nom πολεμάρχους πολέμαρχος|πολεμάρχος nom πολεμίστρα πολεμίστρα nom πολεμίστρια πολεμίστρια nom πολεμικά πολεμικά adv πολεμικές πολεμικός adj πολεμιστές πολεμιστής nom πολεμοφοδίων πολεμοφόδιο nom πολεμοχαρές πολεμόχαρος adj πολεοδομία πολεοδομία nom πολεοδομικά πολεοδομικά adv πολεοδομικές πολεοδομικός adj πολεοδόμο πολεοδόμος nom πολικά πολικός adj πολικότητα πολικότητα nom πολιομυελίτιδα πολιομυελίτιδα nom πολιορκήθηκαν πολιορκώ ver πολιορκία πολιορκία nom πολιορκητές πολιορκητής nom πολιορκητική πολιορκητικός adj πολιορκούσαν πολιορκών adj πολιούχος πολιούχος adj πολιτεία πολιτεία nom πολιτειακά πολιτειακά adv πολιτειακές πολιτειακός adj πολιτευθεί πολιτεύομαι ver πολιτευτές πολιτευτής nom πολιτικά πολιτικά adv πολιτικάντη πολιτικάντης nom πολιτικές πολιτικός adj πολιτικοκοινωνικές πολιτικοκοινωνικός adj πολιτικολογία πολιτικολογία nom πολιτικοποίηση πολιτικοποίηση nom πολιτικοστρατιωτικό πολιτικοστρατιωτικό adj πολιτικων πολιτικων adj πολιτισμένη πολιτισμένος adj πολιτισμικά πολιτισμικά adv πολιτισμικές πολιτισμικός adj πολιτισμοί πολιτισμός nom πολιτιστικά πολιτιστικός adj πολιτογράφηση πολιτογράφηση nom πολιτογραφήθηκαν πολιτογραφώ ver πολιτοφυλάκων πολιτοφύλακας nom πολιτοφυλακές πολιτοφυλακή nom πολιός πολιός adj πολλά πολλά adv πολλάκις πολλάκις adv πολλαπλά πολλαπλά adv πολλαπλάσιας πολλαπλάσιος adj πολλαπλές πολλαπλός adj πολλαπλασίαζαν πολλαπλασιάζω ver πολλαπλασιαζόμενα πολλαπλασιαζόμενος adj πολλαπλασιαμός πολλαπλασιαμός nom πολλαπλασιασμοί πολλαπλασιασμός nom πολλαπλασιαστές πολλαπλασιαστής nom πολλαπλασιαστικά πολλαπλασιαστικός adj πολλαπλότητά πολλαπλότητα nom πολλαχού πολλαχού adv πολλαχώς πολλαχώς adv πολλοίς πολλοίς adj πολλοστή πολλοστός adj πολτοποίηση πολτοποίηση nom πολτοποιεί πολτοποιώ ver πολτού πολτός nom πολυ πολυ adv πολυάνδριο πολυάνδριο nom πολυάνθρωπες πολυάνθρωπος adj πολυάριθμα πολυάριθμος adj πολυάσχολα πολυάσχολος adj πολυέλαιο πολυέλαιος nom πολυέξοδα πολυέξοδος adj πολυήμερα πολυήμερος adj πολυαγαπημένη πολυαγαπημένος adj πολυαιθυλένιο πολυαιθυλένιο nom πολυανδρία πολυανδρία nom πολυανθές πολυανθής adj πολυαρχία πολυαρχία nom πολυβασανισμένο πολυβασανισμένος adj πολυβολητής πολυβολητής nom πολυβολισμούς πολυβολισμός nom πολυβόλα πολυβόλο nom πολυγαμία πολυγαμία nom πολυγαμικές πολυγαμικός adj πολυγλωσσία πολυγλωσσία nom πολυγλωσσικά πολυγλωσσικός adj πολυγράφου πολυγράφος adj πολυγραφημένη πολυγραφώ ver πολυγωνικά πολυγωνικός adj πολυγώνων πολύγωνο nom πολυδάπανα πολυδάπανος adj πολυδιάσπαση πολυδιάσπαση nom πολυδιάστατη πολυδιάστατος adj πολυδιψία πολυδιψία nom πολυδύναμα πολυδύναμος adj πολυεδρικές πολυεδρικός adj πολυεθνικές πολυεθνικός adj πολυεθυλένιο πολυεθυλένιο adj πολυεπιστημονικές πολυεπιστημονικές adj πολυεπιστημονική πολυεπιστημονική adj πολυεπιστημονικής πολυεπιστημονικής adj πολυεπιστημονικό πολυεπιστημονικό adj πολυεστέρα πολυεστέρας nom πολυετές πολυετής adj πολυθεματική πολυθεματική adj πολυθεματικό πολυθεματικό adj πολυθεσίας πολυθεσία nom πολυθρόνα πολυθρόνα nom πολυθρύλητη πολυθρύλητος adj πολυκαιρία πολυκαιρία nom πολυκαλλιέργειες πολυκαλλιέργεια nom πολυκατάστημα πολυκατάστημα nom πολυκατοικία πολυκατοικία nom πολυκεντρική πολυκεντρική adj πολυκεντρικό πολυκεντρικό adj πολυκλαδικά πολυκλαδικός adj πολυκλινική πολυκλινική nom πολυκομματισμού πολυκομματισμός nom πολυκοσμία πολυκοσμία nom πολυκυκλικοί πολυκυκλικοί adj πολυκυστικών πολυκυστικών adj πολυκύμαντη πολυκύμαντος adj πολυκύτταρους πολυκύτταρος adj πολυλειτουργικά πολυλειτουργικά adj πολυλογάς πολυλογάς adj πολυλογία πολυλογία nom πολυλογού πολυλογού nom πολυλογούμε πολυλογώ ver πολυμέρεια πολυμέρεια nom πολυμέσα πολυμέσα nom πολυμήχανα πολυμήχανος adj πολυμαθής πολυμαθής adj πολυμελές πολυμελής adj πολυμεράσης πολυμεράσης nom πολυμερούς πολυμερής nom πολυμερισμού πολυμερισμός nom πολυμορφία πολυμορφία nom πολυμορφισμών πολυμορφισμός nom πολυνίκες πολυνίκης nom πολυνησιακά πολυνησιακός adj πολυνομία πολυνομία nom πολυουρία πολυουρία nom πολυπαθές πολύπαθος adj πολυπαραμετρικών πολυπαραμετρικών adj πολυπληθές πολυπληθής adj πολυπλοκότερα πολύπλοκος adj πολυπλοκότητα πολυπλοκότητα nom πολυποίκιλα πολυποίκιλος adj πολυποδίαση πολυποδίαση nom πολυπολιτισμικές πολυπολιτισμικός adj πολυπράγμονες πολυπράγμων adj πολυπραγμοσύνη πολυπραγμοσύνη nom πολυπροπυλένιο πολυπροπυλένιο nom πολυπρόσωπα πολυπρόσωπος adj πολυπόδων πολύποδας nom πολυπόθητα πολυπόθητος adj πολυσέλιδα πολυσέλιδος adj πολυσήμαντη πολυσήμαντος adj πολυσημία πολυσημία nom πολυστυρένιο πολυστυρένιο adj πολυσχιδές πολυσχιδής adj πολυσύνθετα πολυσύνθετος adj πολυσύχναστα πολυσύχναστος adj πολυτάλαντη πολυτάλαντος adj πολυτάραχα πολυτάραχος adj πολυτέκνων πολύτεκνος adj πολυτέλεια πολυτέλεια nom πολυτίμων πολύτιμος adj πολυτεκνία πολυτεκνία nom πολυτελές πολυτελής adj πολυτελέστατα πολυτελώς adv πολυτεχνίτης πολυτεχνίτης nom πολυτεχνίτισσα πολυτεχνίτισσα nom πολυτεχνεία πολυτεχνείο nom πολυτεχνικά πολυτεχνικός adj πολυφαγία πολυφαγία nom πολυφυλετικές πολυφυλετικός adj πολυφωνία πολυφωνία nom πολυφωνικά πολυφωνικός adj πολυχλωριωμένα πολυχλωριωμένα ver πολυχλωριωμένων πολυχλωριωμένων adj πολυχρωμία πολυχρωμία nom πολυχρόνιος πολυχρόνιος adj πολυώνυμα πολυώνυμος adj πολυώροφα πολυώροφος adj πολφό πολφός nom πολωθεί πολώνω ver πολωνέζικα πολωνέζικος adj πολωνικά πολωνικός adj πολωνών πολωνών nom πολωτικά πολωτικός adj πολύβοη πολύβοος adj πολύγλωσσα πολύγλωσσος adj πολύγραφο πολύγραφος nom πολύγωνα πολύγωνος adj πολύεδρα πολύεδρος adj πολύζηλο πολύζηλος adj πολύθυρα πολύθυρος adj πολύκλαδο πολύκλαδος adj πολύκροτες πολύκροτος adj πολύμηνες πολύμηνος adj πολύμορφα πολύμορφα adv πολύμορφες πολύμορφος adj πολύμοχθε πολύμοχθος adj πολύξερος πολύξερος adj πολύπειρο πολύπειρος adj πολύπλευρα πολύπλευρος adj πολύπλοκα πολύπλοκα adv πολύπρακτα πολύπρακτος adj πολύπτυχα πολύπτυχος adj πολύσημη πολύσημος adj πολύσπορο πολύσπορος adj πολύστηλα πολύστηλος adj πολύτιμα πολύτιμα adv πολύτομα πολύτομος adj πολύτροπη πολύτροπος adj πολύφερνη πολύφερνος adj πολύφωτα πολύφωτο nom πολύχρωμα πολύχρωμος adj πολύωρα πολύωρος adj πολώνιο πολώνιο nom πολώσεις πόλωση nom πομπές πομπή nom πομπική πομπικός adj πομποί πομπός nom πομπωδώς πομπωδώς adv πομπώδεις πομπώδης adj πομφοί πομφός nom πομφόλυγα πομφόλυγα nom πονώ πονάω ver πονήματα πόνημα nom πονηρά πονηρός adj πονηράδα πονηράδα nom πονηρία πονηρία nom πονηρεύομαι πονηρεύω ver πονηριά πονηριά nom πονοκέφαλο πονοκέφαλος nom ποντάρει ποντάρω ver ποντάρισμα ποντάρισμα nom ποντίζει ποντίζω ver ποντίκι ποντίκι nom ποντίφικα ποντίφικας nom ποντιακά ποντιακός adj ποντικάκι ποντικάκι nom ποντικοί ποντικός nom ποντικοπαγίδα ποντικοπαγίδα nom ποντικοφάρμακα ποντικοφάρμακο nom ποντοπόρα ποντοπόρος adj πονόδοντο πονόδοντος nom πονόλαιμο πονόλαιμος nom πονόψυχη πονόψυχος adj ποπολάρο ποπολάρος nom πορίσματά πόρισμα nom πορδές πορδή nom πορεία πορεία nom πορευθεί πορεύομαι ver πορθητή πορθητής nom πορθμέα πορθμέας nom πορθμεία πορθμείο nom πορθμού πορθμός nom πορνεία πορνεία nom πορνείο πορνείο nom πορνικές πορνικός adj πορνογράφημα πορνογράφημα nom πορνογράφο πορνογράφος nom πορνογραφία πορνογραφία nom πορνογραφικά πορνογραφικός adj πορνό πορνό adj πορνών πόρνη nom πορσελάνες πορσελάνη nom πορσελάνινα πορσελάνινος adj πορτάκι πορτάκι nom πορτί πορτί nom πορτίτσα πορτίτσα nom πορτατίφ πορτατίφ nom πορτιέρη πορτιέρης nom πορτμπαγκάζ πορτμπαγκάζ nom πορτογάλος πορτογάλος adj πορτογάλων πορτογάλων adj πορτογαλικά πορτογαλικός adj πορτογαλόφωνες πορτογαλόφωνες adj πορτογαλόφωνων πορτογαλόφωνων adj πορτοκάλι πορτοκάλι nom πορτοκαλάδα πορτοκαλάδα nom πορτοκαλή πορτοκαλής adj πορτοκαλεώνες πορτοκαλεώνας nom πορτολάνους πορτολάνος nom πορτοπαράθυρα πορτοπαράθυρα nom πορτοφολάδων πορτοφολάς nom πορτοφολιού πορτοφόλι nom πορτρέτα πορτρέτο nom πορτραίτα πορτραίτο nom πορτρετίστα πορτρετίστας nom πορφυρά πορφυρός adj πορφυρογέννητη πορφυρογέννητος adj πορφυροτσικνιάς πορφυροτσικνιάς nom πορφύρα πορφύρα nom πορων πορων nom πορώδεις πορώδης adj ποσά ποσό nom ποσοστά ποσοστό nom ποσοστιαία ποσοστιαίος adj ποσοστώσεις ποσόστωση nom ποσοτήτων ποσότητα nom ποσοτικά ποσοτικά adv ποσοτικές ποσοτικός adj ποσοτικώς ποσοτικώς adv ποσώς ποσώς adv ποτά ποτό nom ποτάμι ποτάμι nom ποτάμια ποτάμιος adj ποτάσας ποτάσα nom ποτέ ποτέ adv ποτήρι ποτήρι nom ποτίζει ποτίζω ver ποτίσματα πότισμα nom ποτίστρα ποτίστρα nom ποταμάκι ποταμάκι nom ποταμίσια ποταμίσιος adj ποταμιά ποταμιά nom ποταμοί ποταμός nom ποταμοσφυριχτές ποταμοσφυριχτές adj ποταμόπλοια ποταμόπλοιο nom ποταπά ποταπός adj ποταπότητα ποταπότητα nom ποτηριών ποτηριά nom ποτιστήρι ποτιστήρι nom ποτιστικά ποτιστικός adj ποτοαπαγόρευση ποτοαπαγόρευση nom ποτοποιία ποτοποιία nom ποτών πότης nom που που pro_dem πουγκί πουγκί nom πουθενά πουθενά adv πουκάμισα πουκάμισο nom πουκαμίσα πουκαμίσα nom πουλά πουλάω ver πουλάδα πουλάδα nom πουλάκι πουλάκι nom πουλάρι πουλάρι nom πουλήσεις πούληση nom πουλί πουλί nom πουλερικά πουλερικό nom πουλιού πούλι|πουλί nom πουλιών πούλι nom πουλόβερ πουλόβερ nom πουπουλένια πουπουλένιος adj πουρέ πουρές nom πουρί πουρί nom πουρίνες πουρίνες nom πουρίνης πουρίνης nom πουρινών πουρινών adj πουριτανισμού πουριτανισμός nom πουριτανοί πουριτανός nom πουρμπουάρ πουρμπουάρ nom πουρνάρι πουρνάρι nom πουρνό πουρνό nom πουτάνα πουτάνα nom πουτίγκα πουτίγκα nom πουφ πουφ sw ποωδών ποώδης adj πού πού adv πούδρα πούδρα nom πούθε πούθε adv πούλημα πούλημα nom πούλια πούλια nom πούλμαν πούλμαν nom πούμα πούμα nom πούντα πούντα nom πούπουλα πούπουλο nom πούρα πούρο nom πούσι πούσι nom πούστης πούστης nom πράγμα πράγμα nom πράγματι πράγματι adv πράκτορά πράκτωρ nom πράκτορας πράκτορας nom πράμα πράμα nom πράξεις πράξη nom πράο πράος adj πράσα πράσο nom πράσινα πράσινος adj πρέζα πρέζα nom πρέπι πρέπι nom πρέπον πρέπων adj πρέσα πρέσα nom πρέσβειρα πρέσβειρα nom πρέσβεις πρέσβης nom πρέσβευαν πρεσβεύω ver πρέστο πρέστο nom πρέφα πρέφα nom πρήζεται πρήζω ver πρήξιμο πρήξιμο nom πρίγκηπα πρίγκηπας nom πρίγκιπα πρίγκιπας nom πρίζα πρίζα nom πρίμα πρίμα adv πρίμο πρίμο nom πρίν πρίν nom πρίνους πρίνος nom πρίσμα πρίσμα nom πραίτορες πραίτορας nom πραγμάτωσε πραγματώνω ver πραγμάτωση πραγμάτωση nom πραγματεία πραγματεία nom πραγματευθούν πραγματεύομαι ver πραγματικά πραγματικά adv πραγματικές πραγματικός adj πραγματικοτήτων πραγματικότητα nom πραγματισμού πραγματισμός nom πραγματιστές πραγματιστής nom πραγματιστικές πραγματιστικός adj πραγματογνωμοσύνες πραγματογνωμοσύνη nom πραγματογνωμόνων πραγματογνώμων nom πραγματογνώμονας πραγματογνώμονας nom πραγματολογία πραγματολογία nom πραγματολογικά πραγματολογικός adj πραγματοποίησή πραγματοποίηση nom πραγματοποίησα πραγματοποιώ ver πραγματοποιήσιμες πραγματοποιήσιμος adj πραγματοποιηθέντα πραγματοποιηθείς adj πραγματοποιούμενες πραγματοποιούμενος adj πραγματοποιούταν πραγματοποιούταν ver πραιτωριανής πραιτωριανός adj πρακτέου πρακτέος nom πρακτικά πρακτικά adv πρακτικές πρακτικός adj πρακτικογράφος πρακτικογράφος nom πρακτικότητα πρακτικότητα nom πρακτορεία πρακτορεία nom πρακτορείο πρακτορείο nom πρακτορεύει πρακτορεύω ver πρακτόρευση πρακτόρευση nom πραμάτεια πραμάτεια nom πραματευτάδες πραματευτής nom πρανές πρανής adj πραξεων πραξεων nom πραξικοπήματα πραξικόπημα nom πραξικοπηματία πραξικοπηματίας nom πραξικοπηματικά πραξικοπηματικός adj πρασίνισε πρασινίζω ver πρασιά πρασιά nom πρασινάδα πρασινάδα nom πρασινογάλαζο πρασινογάλαζος adj πρασινοκίτρινα πρασινοκίτρινος adj πρασινωπά πρασινωπός adj πρατήρια πρατήριο nom πρατηριούχων πρατηριούχος nom πραότητα πραότητα nom πρβλ πρβλ nom πρεζάκια πρεζάκιας nom πρελουδίων πρελούδιο nom πρεμιέρα πρεμιέρα nom πρεμνοφυή πρεμνοφυής adj πρεμούρα πρεμούρα nom πρεπει πρεπει ver πρεσάρισμα πρεσάρισμα nom πρεσβεία πρεσβεία nom πρεσβευτές πρεσβευτής nom πρεσβευτικές πρεσβευτικός adj πρεσβυτέρα πρεσβυτέρα nom πρεσβυτέριο πρεσβυτέριο nom πρεσβυτεριανού πρεσβυτεριανός nom πρεσβυωπία πρεσβυωπία nom πρεσβύτερη πρεσβύτερος adj πρεσβύτης πρεσβύτης nom πρηνή πρηνής adj πρηνηδόν πρηνηδόν adv πριγκίπισσα πριγκίπισσα nom πριγκηπικό πριγκηπικός adj πριγκιπάτα πριγκιπάτο nom πριγκιποπούλα πριγκιποπούλα nom πριμ πριμ nom πριμάτος πριμάτος nom πριμαντόνα πριμαντόνα nom πριμιτιβισμός πριμιτιβισμός nom πριμοδοτήθηκαν πριμοδοτώ ver πριμοδοτήσεις πριμοδότηση nom πριν πριν adv πριονίδι πριονίδι nom πριονίζει πριονίζω ver πριονίσματος πριόνισμα nom πριονιού πριόνι nom πριονιστήριο πριονιστήριο nom πρισματικά πρισματικός adj προ προ pre προάγγελμα προάγγελμα nom προάγγελο προάγγελος nom προάγει προάγω ver προάσπιζε προασπίζω ver προάσπιση προάσπιση nom προάστια προάστιο nom προέβαιναν προβαίνω ver προέβαλα προβάλλω ver προέβλεπαν προβλέπω ver προέγκριση προέγκριση nom προέδρευε προεδρεύω ver προέδρου πρόεδρος nom προέκριναν προκρίνω ver προέκτασή προέκταση nom προέκτειναν προεκτείνω ver προέκυπταν προκύπτω ver προέλασαν προελαύνω ver προέλαση προέλαση nom προέλεγαν προλέγω ver προέλευσή προέλευση nom προέλθει προέρχομαι ver προέτεινε προτείνω ver προέτρεπα προτρέπω ver προέχει προέχω ver προέχονται προέχονται ver προήδρευε προήδρευε ver προήδρευσε προήδρευσε ver προίκα προίκα nom προίκιζε προικίζω ver προαίρεση προαίρεση nom προαίσθημα προαίσθημα nom προαίσθηση προαίσθηση nom προαγγελία προαγγελία nom προαγορά προαγορά nom προαγοράζοντας προαγοράζω ver προαγωγές προαγωγή nom προαγωγικές προαγωγικός adj προαγωγοί προαγωγός nom προαιρείσθε προαιρούμαι ver προαιρετικά προαιρετικά adv προαιρετικές προαιρετικός adj προαισθάνεται προαισθάνομαι ver προαιώνια προαιώνιος adj προαλείφεται προαλείφω ver προανάκριση προανάκριση nom προανάκρουσμα προανάκρουσμα nom προανέφερα προαναφέρω ver προανήγγειλαν προαναγγέλλω ver προαναγγελία προαναγγελία nom προανακριτικά προανακριτικός adj προαναφερθέν προαναφερθείς adj προαναφερομένων προαναφερόμενος adj προαπαιτήσεις προαπαίτηση nom προαπαιτεί προαπαιτώ ver προαπαιτούμενες προαπαιτούμεν adj προαποφασίσει προαποφασίζω ver προασπίστρια προασπίστρια nom προασπιστές προασπιστής nom προαστιακού προαστιακός adj προαυλίου προαύλιο nom προβάδισμα προβάδισμα nom προβάρει προβάρω ver προβάτου πρόβατο nom προβίβασαν προβιβάζω ver προβαίνων προβαίνων adj προβαλλομένων προβαλλόμενος adj προβατάκι προβατάκι nom προβατίνα προβατίνα nom προβατοειδή προβατοειδής adj προβιά προβιά nom προβιβασμού προβιβασμός nom προβιομηχανικά προβιομηχανικά adj προβιομηχανικής προβιομηχανικής adj προβλέψεις πρόβλεψη nom προβλέψιμα προβλέψιμος adj προβλήματά πρόβλημα nom προβλήτα προβλήτα nom προβλεπομένης προβλεπόμενος adj προβλεπτική προβλεπτικός adj προβλεφθείσες προβλεφθείς adj προβλεψιμότητα προβλεψιμότητα nom προβλημάτιζαν προβληματίζω ver προβληματάκι προβληματάκι nom προβληματα προβληματα nom προβληματικά προβληματικά adv προβληματικές προβληματικός adj προβληματικότητα προβληματικότητα nom προβληματισμένο προβληματισμένος adj προβληματισμοί προβληματισμός nom προβοκάρει προβοκάρω ver προβοκάτορα προβοκάτορας nom προβοκάτσια προβοκάτσια nom προβοκατόρικα προβοκατόρικος adj προβολέα προβολέας nom προβολές προβολή nom προβοσκίδα προβοσκίδα nom προβοσκιδωτό προβοσκιδωτό nom προβόλων πρόβολος nom προβών πρόβα nom προγαμιαία προγαμιαίος adj προγεμισμένη προγεμισμένη ver προγενέστερα προγενέστερα adv προγενέστερες προγενέστερος adj προγεννητικού προγεννητικός adj προγεστερόνη προγεστερόνη nom προγεφυρωμάτων προγεφύρωμα nom προγεύματος πρόγευμα nom προγεύονται προγεύομαι ver προγιαγιά προγιαγιά nom προγναθισμό προγναθισμός nom προγνωστικά προγνωστικός adj προγνώσεις πρόγνωση nom προγονή προγονή nom προγονικά προγονικός adj προγονοί προγονός nom προγονολατρεία προγονολατρεία nom προγούλι προγούλι nom προγράματα προγράματα nom προγράμματά πρόγραμμα nom προγράφει προγράφω ver προγραμμάτα προγραμμάτα nom προγραμματιστεί προγραμματίζω ver προγραμματίστρια προγραμματίστρια nom προγραμματιζόμενα προγραμματιζόμενος adj προγραμματικά προγραμματικά adv προγραμματικές προγραμματικός adj προγραμματισμού προγραμματισμός nom προγραμματιστές προγραμματιστής nom προγραφές προγραφή nom προγυμναστές προγυμναστής nom πρόγονό πρόγονος adj προδήλως προδήλως adv προδίδει προδίδω ver προδίκαζε προδικάζω ver προδίνει προδίνω ver προδημοσίευση προδημοσίευση nom προδιάθεση προδιάθεση nom προδιέγραφαν προδιαγράφω ver προδιαγεγραμμένες προδιαγεγραμμένος adj προδιαγραφές προδιαγραφή nom προδιαθέσει προδιαθέτω ver προδικασία προδικασία nom προδικαστική προδικαστικός adj προδοθεί προδίδω|προδίνω ver προδοσίες προδοσία nom προδοτικές προδοτικός adj προδοτών προδότης nom προδρομικά προδρομικός adj προδρόμους πρόδρομος nom προδότρια προδότρια nom προείδε προορώ ver προεδρία προεδρία nom προεδρίνα προεδρίνα nom προεδρεία προεδρείο nom προεδρευόμενη προεδρευόμενος adj προεδρεύοντα προεδρεύων adj προεδρικά προεδρικός adj προειδοποίησα προειδοποιώ ver προειδοποίηση προειδοποίηση nom προειδοποιητικά προειδοποιητικά adv προειδοποιητικές προειδοποιητικός adj προεισαγωγή προεισαγωγή nom προεισαγωγικά προεισαγωγικά adv προεισαγωγική προεισαγωγικός adj προεκλογικά προεκλογικός adj προελληνικά προελληνικός adj προενταξιακή προενταξιακή adj προενταξιακής προενταξιακής adj προενταξιακό προενταξιακό adj προεξάρχει προεξάρχω ver προεξέχει προεξέχω ver προεξέχουσες προεξέχων adj προεξοφλήσει προεξοφλώ ver προεξοφλητικό προεξοφλητικός adj προεξοχές προεξοχή nom προεξόφληση προεξόφληση nom προεπεξεργασίας προεπεξεργασίας nom προεπιλογής προεπιλογή nom προεπιστημονικής προεπιστημονικής adj προεραιτικά προεραιτικά nom προεργασία προεργασία nom προερχομένη προερχόμενος adj προεστοί προεστός nom προετοιμασμένος προετοιμάζω ver προετοιμασία προετοιμασία nom προεφηβικής προεφηβικής adj προεόρτια προεόρτιος adj προζύμι προζύμι nom προηγ προηγ nom προηγήθηκαν προηγούμαι ver προηγηθείσας προηγηθείς adj προηγμένα προηγμένος adj προηγουμένη προηγούμενος adj προηγουμένως προηγουμένως adv προθάλαμο προθάλαμος nom προθέματα πρόθεμα nom προθέρμανση προθέρμανση nom προθέσεις πρόθεση nom προθήκες προθήκη nom προθερμαίνεται προθερμαίνω ver προθεσμία προθεσμία nom προθεσμιακά προθεσμιακός adj προθυμία προθυμία nom προθυμοποιήθηκαν προθυμοποιούμαι ver προθυμότατα πρόθυμα adv προικιά προικιό nom προικοδοτήθηκε προικοδοτώ ver προικοδότηση προικοδότηση nom προικοθήρα προικοθήρας nom προικοσυμφώνου προικοσύμφωνο nom προικώα προικώος adj προιόντων προιόντων nom προκάλεσα προκαλώ ver προκάλυμμα προκάλυμμα nom προκάλυψη προκάλυψη nom προκάτ προκάτ adj προκατόχου προκάτοχος nom προκήρυξαν προκηρύσσω ver προκήρυξη προκήρυξη nom προκαθήμενο προκαθήμενος nom προκαθορισμένοι προκαθορίζω ver προκαθορισμού προκαθορισμός nom προκαλούμενες προκαλούμενος adj προκαλούσαν προκαλών adj προκατάληψη προκατάληψη nom προκατέβαλε προκαταβάλλω ver προκατέλαβε προκαταλαμβάνω ver προκαταβολές προκαταβολή nom προκαταβολικά προκαταβολικά adv προκαταβολική προκαταβολικός adj προκατακλυσμιαία προκατακλυσμιαίος adj προκαταρκτικά προκαταρκτικά adv προκαταρκτικές προκαταρκτικός adj προκατασκευή προκατασκευή nom προκατασκευασμένα προκατασκευάζω ver προκατειλημμένα προκατειλημμένος adj προκείμενες προκείμενος adj προκειμένου προκειμένου adv προκειμένω προκειμένω nom προκεχωρημένη προκεχωρημένη ver προκηρυχθείσα προκηρυχθείς adj προκλήσεις πρόκληση nom προκληθείσα προκληθείς adj προκληση προκληση nom προκλητικά προκλητικά adv προκλητικές προκλητικός adj προκλητικότητα προκλητικότητα nom προκλινικές προκλινικές adj προκομμένα προκομμένος adj προκοπή προκοπή nom προκρίσεις πρόκριση nom προκρίτους πρόκριτος nom προκριματικά προκριματικός adj προκρούστεια προκρούστειος adj προκυμαία προκυμαία nom προκόψει προκόβω ver προκύπτον προκύπτων adj προκύψασα προκύψας adj προλάβαινα προλαβαίνω ver προλάβαμε προλαβαίνω|προλαμβάνω ver προλάβει προλαμβάνω ver προλήψεως πρόληψη nom προλείανε προλειαίνω ver προλεγόμενα προλεγόμενο nom προλετάριο προλετάριος nom προλεταριάτο προλεταριάτο nom προλεταριακές προλεταριακός adj προλεταριοποίηση προλεταριοποίηση nom προληπτικά προληπτικός adj προλιμένα προλιμένας nom προλογίζει προλογίζω ver προλογικά προλογικός adj προλόγου πρόλογος nom προμάμμη προμάμμη nom προμάχους πρόμαχος nom προμήθεια προμήθεια nom προμήθευαν προμηθεύω ver προμήνυμα προμήνυμα nom προμήνυσε προμηνώ ver προμαχώνα προμαχώνας nom προμελέτη προμελέτη nom προμελετημένες προμελετώ ver προμετωπίδα προμετωπίδα nom προμηθείας προμηθείας nom προμηθευτές προμηθευτής nom προμηθευτικές προμηθευτικός adj προμηθεύτρια προμηθεύτρια nom προμηνύει προμηνύω ver προνοήσει προνοώ ver προνοητικές προνοητικός adj προνοητικότητα προνοητικότητα nom προνοιών πρόνοια nom προνομίες προνομία nom προνομίου προνόμιο nom προνομιακά προνομιακά adv προνομιακές προνομιακός adj προνομιούχα προνομιούχος adj προνυμφών προνύμφη nom προξένευε προξενεύω ver προξένησαν προξενώ ver προξένου πρόξενος nom προξενήτρα προξενήτρα nom προξενεία προξενείο nom προξενητής προξενητής nom προξενιά προξενιά nom προξενικά προξενικός adj προξενιού προξενιό nom προοίμια προοίμιο nom προοδευμένη προοδεύω ver προοδευτικά προοδευτικά adv προοδευτικές προοδευτικός adj προοδευτικότητα προοδευτικότητα nom προοιωνίζει προοιωνίζει ver προοιωνίζεται προοιωνίζομαι ver προοπτικά προοπτικός adj προοπτικές προοπτική nom προοπτικη προοπτικη nom προορισμένου προορίζω adj προοριζόμενα προοριζόμενος adj προορισμοί προορισμός nom προπάνιο προπάνιο nom προπάντων προπάντων adv προπάππο προπάππος nom προπάτορας προπάτορας nom προπέλα προπέλα nom προπέρσινη προπέρσινος adj προπέτασμα προπέτασμα nom προπέτεια προπέτεια nom προπαίδεια προπαίδεια nom προπαίδευσης προπαίδευση nom προπαγάνδα προπαγάνδα nom προπαγάνδιζαν προπαγανδίζω ver προπαγανδιστές προπαγανδιστής nom προπαγανδιστικά προπαγανδιστικά adv προπαγανδιστικές προπαγανδιστικός adj προπαιδεία προπαιδεία nom προπαιδευτικό προπαιδευτικός adj προπαντός προπαντός adv προπαραλήγουσα προπαραλήγουσα nom προπαραμονή προπαραμονή nom προπαρασκευάζει προπαρασκευάζω ver προπαρασκευές προπαρασκευή nom προπαρασκευαστικά προπαρασκευαστικός adj προπαρατεθείσα προπαρατεθείσα adj προπατορική προπατορικός adj προπερασμένο προπερασμένος adj προπηλάκιζαν προπηλακίζω ver προπηλακισμοί προπηλακισμός nom προπλάσματα πρόπλασμα nom προπληρωμένες προπληρώνω ver προπολεμικά προπολεμικά adv προπολεμικές προπολεμικός adj προπομποί προπομπός nom προπονήθηκα προπονώ ver προπονήσεις προπόνηση nom προπονήτρια προπονήτρια nom προπονητές προπονητής nom προπονητικά προπονητικός adj προπορευόταν προπορεύομαι ver προπτυχιακά προπτυχιακός adj προπυλαίων προπύλαια nom προπυλενογλυκόλη προπυλενογλυκόλη nom προπυργίου προπύργιο nom προπωλήθηκαν προπωλώ ver προπόσεις πρόποση nom προπώληση προπώληση nom προς προς pre προσάγει προσάγω ver προσάναμμα προσάναμμα nom προσάπτει προσάπτω ver προσάπτεται προσάπτεται ver προσάραξαν προσαράζω ver προσάραξη προσάραξη nom προσαρμοστεί προσαρμόζω ver προσάρτημα προσάρτημα nom προσάρτησή προσάρτηση nom προσάρτησαν προσαρτώ ver προσβληθήκατε προσβάλλω ver προσέβλεπαν προσβλέπω ver προσέγγιζαν προσεγγίζω ver προσέγγισή προσέγγιση nom προσέδενε προσδένω ver προσέδιδαν προσδίδω ver προσέδωσαν προσδίδω|προσδίνω ver προσέδωσε προσδίνω ver προσέθεσα προσθέτω ver προσέκρουαν προσκρούω ver προσέλαβα προσλαβαίνω|προσλαμβάνω ver προσέλαβαν προσλαμβάνω ver προσέλευση προσέλευση nom προσέλθει προσέρχομαι ver προσέλκυαν προσελκύω ver προσέλκυση προσέλκυση nom προσέξαμε προσέχω ver προσέτι προσέτι adv προσέτρεξαν προστρέχω ver προσέφερα προσφέρω ver προσέφευγαν προσφεύγω ver προσήκει προσήκει ver προσήκοντα προσήκων adj προσήλιο προσήλιος adj προσήλκυσε προσήλκυσε ver προσήλυτος προσήλυτος adj προσήλωσή προσήλωση nom προσήνεια προσήνεια nom προσήνεμα προσήνεμος adj προσήψε προσήψε ver προσαγορεύεται προσαγορεύω ver προσαγωγές προσαγωγή nom προσαγωγοί προσαγωγός adj προσαγόρευση προσαγόρευση nom προσανατολιστούν προσανατολίζω ver προσανατολισμοί προσανατολισμός nom προσαρμογές προσαρμογή nom προσαρμοζόμενα προσαρμοζόμενος adj προσαρμοστικές προσαρμοστικός adj προσαρμοστικότητα προσαρμοστικότητα nom προσαρμόσιμα προσαρμόσιμος adj προσαυξάνει προσαυξάνω ver προσαυξήσεις προσαύξηση nom προσαφθεί προσαφθεί ver προσβάλλοντα προσβάλλοντα nom προσβάσεις πρόσβαση nom προσβάσιμα προσβάσιμος adj προσβαλλομένης προσβαλλομένης ver προσβαλλόμενη προσβαλλόμενη adj προσβασιμότητα προσβασιμότητα nom προσβασιμότητας προσβασιμότητας nom προσβλητικά προσβλητικά adv προσβλητικές προσβλητικός adj προσβολές προσβολή nom προσγείωσαν προσγειώνω ver προσγείωση προσγείωση nom προσδιορίζει προσδιορίζω ver προσδιορίσιμο προσδιορίσιμο adj προσδιοριζόμενα προσδιοριζόμενος adj προσδιορισθέντος προσδιορισθείς adj προσδιορισμοί προσδιορισμός nom προσδιοριστικά προσδιοριστικός adj προσδοκά προσδοκώ ver προσδοκία προσδοκία nom προσδοκεί προσδοκεί adv προσδοκώμενα προσδοκώμενος adj προσδόκιμο προσδόκιμος adj προσεγγιστικές προσεγγιστικός adj προσεδάφισε προσεδαφίζω ver προσεδάφιση προσεδάφιση nom προσεκτικά προσεκτικά adv προσεκτικές προσεκτικός adj προσεταιρίζεται προσεταιρίζομαι ver προσεταιρισμού προσεταιρισμός nom προσευχές προσευχή nom προσευχήθηκαν προσεύχομαι ver προσευχόμενοι προσευχόμενοι adj προσεχές προσεχής adj προσεχώρησε προσεχώρησε ver προσεχώς προσεχώς adv προσηκόντως προσηκόντως adv προσηλυτίζει προσηλυτίζω ver προσηλυτισμοί προσηλυτισμός nom προσηλυτιστική προσηλυτιστικός adj προσηλωθεί προσηλώνω ver προσημείωση προσημείωση nom προσημειωμένα προσημειώνω ver προσηνή προσηνής adj προσθέσεις πρόσθεση nom προσθέτου πρόσθετος adj προσθέτως προσθέτως adv προσθήκες προσθήκη nom προσθαλάσσωση προσθαλάσσωση nom προσθαλασσωθεί προσθαλασσώνω ver προσθαφαίρεση προσθαφαίρεση nom προσθαφαιρώντας προσθαφαιρώ ver προσθετέο προσθετέος adj προσθετικά προσθετικός adj προσιδιάζει προσιδιάζω ver προσιτά προσιτός adj προσιτότητα προσιτότητα nom προσκάλεσαν προσκαλώ ver προσκέφαλο προσκέφαλο nom προσκήνιο προσκήνιο nom προσκαλούν προσκαλών adj προσκείμενα προσκείμενος adj προσκλήσεις πρόσκληση nom προσκλητήρια προσκλητήριο nom προσκολλάται προσκολλώ ver προσκολλήσεις προσκόλληση nom προσκομίζει προσκομίζω ver προσκομιδή προσκομιδή nom προσκομισθέντων προσκομισθέντων adj προσκομμάτων πρόσκομμα nom προσκοπίνα προσκοπίνα nom προσκοπικά προσκοπικός adj προσκοπισμού προσκοπισμός nom προσκρούσεις πρόσκρουση nom προσκτίσματα προσκτίσματα nom προσκυνήματα προσκύνημα nom προσκυνήσει προσκυνώ ver προσκυνήσεις προσκύνηση nom προσκυνήτρια προσκυνήτρια nom προσκυνητάρι προσκυνητάρι nom προσκυνητές προσκυνητής nom προσκυνοχάρτι προσκυνοχάρτι nom προσκόμισή προσκόμιση nom προσκόπους πρόσκοπος nom προσλήψεις πρόσληψη nom προσλαλιά προσλαλιά nom προσληφθέντες προσληφθείς adj προσμένει προσμένω ver προσμέτρηση προσμέτρηση nom προσμίξεις πρόσμειξη nom προσμετρά προσμετρώ ver προσμονή προσμονή nom προσοδοφόρα προσοδοφόρος adj προσομοίαζε προσομοιάζω ver προσομοίωση προσομοίωση nom προσορμίστηκε προσορμίζω ver προσοχή προσοχή nom προσπάθεια προσπάθεια nom προσπάθησα προσπαθώ ver προσπέλαση προσπέλαση nom προσπέρασα προσπερνάω ver προσπέρασμα προσπέρασμα nom προσπίπτει προσπίπτω ver προσπελάζεται προσπελάζω ver προσπελάσιμα προσπελάσιμος adj προσπελασιμότητας προσπελασιμότητας nom προσποίηση προσποίηση nom προσποιήθηκαν προσποιούμαι ver προσποιητά προσποιητά adv προσποιητή προσποιητός adj προσπορίζεται προσπορίζω ver προσπορισμού προσπορισμός nom προσροφηθεί προσροφηθεί ver προσρόφηση προσρόφηση nom προσσελήνωση προσσελήνωση nom προστάγματα πρόσταγμα nom προστάδιο προστάδιο nom προστάζει προστάζω ver προστάτες προστάτης nom προστάτευαν προστατεύω ver προστάτιδα προστάτιδα nom προστέθηκαν προστίθεμαι ver προστίθεντο προσθέτω|προστίθεμαι ver προστίμου πρόστιμο nom προσταγές προσταγή nom προστακτικά προστακτικά adv προστακτική προστακτικός adj προστασία προστασία nom προστατευτικά προστατευτικά adv προστατευτικές προστατευτικός adj προστατευτισμού προστατευτισμός nom προστατευόμενα προστατευόμενος adj προστατική προστατικός adj προστιθέμενα προστιθέμενος adj προστριβές προστριβή nom προστριβή προστριβής adj προστυχιά προστυχιά nom προστώο προστώο nom προσυμπτωματικού προσυμπτωματικού adj προσυμπτωματικό προσυμπτωματικό adj προσυμπτωματικός προσυμπτωματικός adj προσυμφωνημένους προσυμφωνώ adj προσυμφώνου προσύμφωνο nom προσυπέγραφαν προσυπογράφω ver προσυπογραφή προσυπογραφή nom προσφάι προσφάι nom προσφάτως πρόσφατα adv προσφερθείς προσφερθείς adj προσφερομένων προσφερόμενος adj προσφεύγοντος προσφεύγων nom προσφιλές προσφιλής adj προσφορά προσφορά nom προσφορότερα πρόσφορος adj προσφυγάκι προσφυγάκι nom προσφυγές προσφυγή nom προσφυγιά προσφυγιά nom προσφυγικά προσφυγικός adj προσφυγοπούλα προσφυγοπούλα nom προσφυγόπουλα προσφυγόπουλο nom προσφυώς προσφυώς adv προσφωνήσει προσφωνώ ver προσφωνήσεις προσφώνηση nom προσφύγων πρόσφυγα nom προσφύσεις πρόσφυση nom προσχέδια προσχέδιο nom προσχήματα πρόσχημα nom προσχεδίασε προσχεδιάζω ver προσχηματικά προσχηματικά adv προσχηματικές προσχηματικός adj προσχολικά προσχολικός adj προσχωματικού προσχωματικός adj προσχωρήσει προσχωρώ ver προσχωρήσεις προσχώρηση nom προσχωρούν προσχωρών adj προσχώσεις πρόσχωση nom προσωδία προσωδία nom προσωδιακά προσωδιακά adv προσωκρατική προσωκρατικός adj προσωνυμία προσωνυμία nom προσωπάρχη προσωπάρχης nom προσωπίδα προσωπίδα nom προσωπεία προσωπείο nom προσωπικά προσωπικά adv προσωπικές προσωπικός adj προσωπικοτήτων προσωπικότητα nom προσωπογράφο προσωπογράφος nom προσωπογραφία προσωπογραφία nom προσωπογραφικές προσωπογραφικός adj προσωποκεντρικό προσωποκεντρικός adj προσωποκράτηση προσωποκράτηση nom προσωπολατρία προσωπολατρία nom προσωποπαγές προσωποπαγής adj προσωποποίησαν προσωποποιώ ver προσωποποίηση προσωποποίηση nom προσωρινά προσωρινά adv προσωρινών προσωρινός nom προσωρινότητα προσωρινότητα nom προσόδου πρόσοδος nom προσόν προσόν nom προσόρμισης προσόρμιση nom προσόψεις πρόσοψη nom πρόσωπο πρόσωπο nom προτάξει προτάσσω ver προτάσεις πρόταση nom προτέρα πρότερος adj προτέρημα προτέρημα nom προτίθεμαι προτίθεμαι ver προτίμησή προτίμηση nom προτίμησα προτιμώ ver προταθέντα προταθείς adj προταση προταση nom προτείχισμα προτείχισμα nom προτεινομένων προτεινόμενος adj προτεκτοράτα προτεκτοράτο nom προτελευταία προτελευταία adv προτελευταίας προτελευταίος adj προτεραιοτήτων προτεραιότητα nom προτεστάντες προτεστάντης nom προτεστάντισσα προτεστάντισσα nom προτεσταντικά προτεσταντικός adj προτεσταντισμού προτεσταντισμός nom προτιθέμενη προτιθέμενη adj προτιμησιακή προτιμησιακός adj προτιμητέα προτιμητέος adj προτιμότερα προτιμότερο adv προτιμότερες προτιμότερος adj προτομές προτομή nom προτού προτού con προτρεπτικό προτρεπτικός adj προτροπάδην προτροπάδην adv προτροπές προτροπή nom προτσές προτσές nom προτυποποίηση προτυποποίηση nom προτύπου πρότυπο nom προτύπων πρότυπος adj προυχόντων προύχοντας nom προφάσεις πρόφαση nom προφέρει προφέρω ver προφέσορας προφέσορας nom προφήτες προφήτης nom προφήτευαν προφητεύω ver προφίλ προφίλ nom προφανές προφανής adj προφανώς προφανώς adv προφασίζεται προφασίζομαι ver προφεσόρε προφεσόρος nom προφητεία προφητεία nom προφητικά προφητικά adv προφητικές προφητικός adj προφθάσει προφθαίνω ver προφλεγμονωδών προφλεγμονωδών adj προφλεγμονώδη προφλεγμονώδη adj προφορά προφορά nom προφορικά προφορικός adj προφορικώς προφορικά adv προφυλάγουν προφυλάγω ver προφυλάκιση προφυλάκιση nom προφυλάξεις προφύλαξη nom προφυλάσσεται προφυλάσσω ver προφυλακές προφυλακή nom προφυλακίζεται προφυλακίζω ver προφυλακτήρα προφυλακτήρας nom προφυλακτικά προφυλακτικά adv προφυλακτικό προφυλακτικός nom προχείρου πρόχειρο nom προχειρότητα προχειρότητα nom προχθές προχθές adv προχθεσινές προχθεσινός adj προχριστιανικής προχριστιανικός adj προχωρημένης προχωρώ ver προψές προψές adv προωθήθηκαν προωθώ ver προωθήσεις προώθηση nom προωθητές προωθητές nom προωθητικά προωθητικός adj προόδου πρόοδος nom προώρου πρόωρος adj πρυμναίο πρυμναίος adj πρυτάνεις πρύτανις nom πρυτάνευε πρυτανεύω ver πρυτανεία πρυτανεία nom πρυτανείο πρυτανείο nom πρυτανικές πρυτανικός adj πρωί πρωί nom πρωία πρωία nom πρωθιερέα πρωθιερέας|πρωθιερεύς nom πρωθιερέας πρωθιερέας nom πρωθυπουργέ πρωθυπουργός nom πρωθυπουργία πρωθυπουργία nom πρωθυπουργίνα πρωθυπουργίνα nom πρωθυπουργικά πρωθυπουργικός adj πρωθύστερα πρωθύστερος adj πρωιμότερα πρώιμος adj πρωινά πρωινός adj πρωκτική πρωκτικός adj πρωκτού πρωκτός nom πρωραίο πρωραίος adj πρωσικά πρωσικός adj πρωτάθλημα πρωτάθλημα nom πρωτάκουστα πρωτάκουστος adj πρωτάρχισε πρωταρχίζω ver πρωτάτου πρωτάτο nom πρωτίστως πρώτιστα adv πρωταίτιοι πρωταίτιος adj πρωταγωνίστησαν πρωταγωνιστώ ver πρωταγωνίστρια πρωταγωνίστρια nom πρωταγωνιστές πρωταγωνιστής nom πρωταγωνιστικής πρωταγωνιστικός adj πρωταθλήτρια πρωταθλήτρια nom πρωταθλητές πρωταθλητής nom πρωταθλητισμού πρωταθλητισμός nom πρωταπριλιά πρωταπριλιά nom πρωταπριλιάτικη πρωταπριλιάτικος adj πρωταρχικά πρωταρχικά adv πρωταρχικές πρωταρχικός adj πρωτεάση πρωτεάση nom πρωτεάσης πρωτεάσης nom πρωτεία πρωτείο nom πρωτείνες πρωτείνες nom πρωτεασών πρωτεασών nom πρωτεργάτες πρωτεργάτης nom πρωτεργάτρια πρωτεργάτρια nom πρωτευουσιάνος πρωτευουσιάνος adj πρωτευουσών πρωτεύουσα nom πρωτεύει πρωτεύω ver πρωτεύον πρωτεύων adj πρωτιά πρωτιά nom πρωτοαναφέρεται πρωτοαναφέρεται ver πρωτοαστικό πρωτοαστικό adj πρωτοβάθμια πρωτοβάθμιος adj πρωτοβγήκε πρωτοβγαίνω ver πρωτοβιομηχανικής πρωτοβιομηχανικής adj πρωτοβουλία πρωτοβουλία nom πρωτοβρόχι πρωτοβρόχι nom πρωτοβυζαντινή πρωτοβυζαντινή adj πρωτοβυζαντινής πρωτοβυζαντινής adj πρωτοβυζαντινούς πρωτοβυζαντινούς nom πρωτοβυζαντινών πρωτοβυζαντινών nom πρωτογενών πρωτογενής nom πρωτογενώς πρωτογενώς adv πρωτογνωρίσει πρωτογνωρίζω ver πρωτογονισμού πρωτογονισμός nom πρωτογράμματα πρωτόγραμμα nom πρωτοδίκες πρωτοδίκης nom πρωτοδίκως πρωτοδίκως adv πρωτοδικεία πρωτοδικείο nom πρωτοείδα πρωτοβλέπω ver πρωτοείπε πρωτολέω ver πρωτοελλαδικά πρωτοελλαδικός adj πρωτοεμφανίστηκε πρωτοεμφανίζω ver πρωτοετή πρωτοετής adj πρωτοζώων πρωτόζωο nom πρωτοθυμηθούμε πρωτοθυμάμαι ver πρωτοκαθεδρία πρωτοκαθεδρία nom πρωτοκαπετάνιος πρωτοκαπετάνιος nom πρωτοκολλήθηκε πρωτοκολλώ ver πρωτοκυκλαδικά πρωτοκυκλαδικά adj πρωτοκυκλαδική πρωτοκυκλαδική adj πρωτοκυκλαδικής πρωτοκυκλαδικής adj πρωτοκυκλαδικού πρωτοκυκλαδικού adj πρωτοκόλλου πρωτόκολλο nom πρωτομάρτυρα πρωτομάρτυρας nom πρωτομάστορα πρωτομάστορας nom πρωτομάστορες πρωτομάστορας|πρωτομάστορης nom πρωτομαγιά πρωτομαγιά nom πρωτομαγιάτικη πρωτομαγιάτικος adj πρωτομηνιά πρωτομηνιά nom πρωτονίου πρωτόνιο nom πρωτοπήγα πρωτοπηγαίνω ver πρωτοπαθή πρωτοπαθής adj πρωτοπαλίκαρα πρωτοπαλίκαρο nom πρωτοπλάσματος πρωτόπλασμα nom πρωτοπορία πρωτοπορία nom πρωτοποριακά πρωτοποριακά adv πρωτοποριακές πρωτοποριακός adj πρωτοπρεσβυτέρου πρωτοπρεσβύτερος nom πρωτοπόρα πρωτοπόρος adj πρωτοσπαθάριοι πρωτοσπαθάριος nom πρωτοστάτες πρωτοστάτης nom πρωτοστάτησαν πρωτοστατώ ver πρωτοσύγκελο πρωτοσύγκελος nom πρωτοταγούς πρωτοταγούς adj πρωτοτυπήσει πρωτοτυπώ ver πρωτοτυπία πρωτοτυπία nom πρωτοτόκια πρωτοτόκια nom πρωτοτύπου πρωτότυπο nom πρωτουβουλία πρωτουβουλία nom πρωτοφανέρωτου πρωτοφανέρωτος adj πρωτοφανές πρωτοφανής adj πρωτοφόρεσε πρωτοφοράω ver πρωτοχριστιανικά πρωτοχριστιανικά adj πρωτοχριστιανική πρωτοχριστιανική adj πρωτοχρονιά πρωτοχρονιά nom πρωτοχρονιάτικα πρωτοχρονιάτικος adj πρωτοψάλτες πρωτοψάλτης nom πρωτόγονα πρωτόγονα adv πρωτόγονες πρωτόγονος adj πρωτόδικα πρωτόδικος adj πρωτόθρονη πρωτόθρονος adj πρωτόλεια πρωτόλειο nom πρωτόπαπας πρωτόπαπας nom πρωτόπλαστους πρωτόπλαστος adj πρωτότοκα πρωτότοκος adj πρωτότυπα πρωτότυπα adv πρωτότυπες πρωτότυπος adj πρωτύτερα πρωτύτερος adj πρόβεια πρόβειος adj πρόδηλη πρόδηλος adj πρόδομο πρόδομος nom πρόδρομα πρόδρομα nom πρόδρομες πρόδρομες adj πρόδρομη πρόδρομη adj πρόδρομων πρόδρομων adj πρόζα πρόζα nom πρόθυμες πρόθυμος adj πρόθυρα πρόθυρο nom πρόκα πρόκα nom πρόκειτε πρόκειτε ver πρόκεται πρόκεται ver πρόναο πρόναος nom πρόποδες πρόποδας nom πρόπυλο πρόπυλο nom πρόρρηση πρόρρηση nom πρός πρός nom πρόσδεση πρόσδεση nom πρόσδοση πρόσδοση nom πρόσθια πρόσθιος adj πρόσκαιρα πρόσκαιρα adv πρόσκαιρες πρόσκαιρος adj πρόσκτηση πρόσκτηση nom πρόστεγο πρόστεγο nom πρόστυλο πρόστυλος adj πρόστυχα πρόστυχος adj πρόσφατες πρόσφατος adj πρόσφυμα πρόσφυμα nom πρόσχαρα πρόσχαρος adj πρόσω πρόσω adv πρόταξη πρόταξη nom πρότινος πρότινος adv πρόφρων πρόφρων adj πρόχειρα πρόχειρα adv πρόχειρες πρόχειρος adj πρόωρα πρόωρα adv πρόωσης πρόωση nom πρύμη πρύμη nom πρύμνη πρύμνη nom πρύτανη πρύτανης nom πρώην πρώην adv πρώιμα πρώιμα adv πρώτα πρώτα adv πρώτες πρώτος num πρώτιστη πρώτιστος adj πρώτον πρώτον adv πτ πτ nom πτέρνα πτέρνα nom πτέρυγα πτέρυγα nom πτέρωμα πτέρωμα nom πτήσει πτήσει ver πτήσεις πτήση nom πταίει πταίω ver πταίσμα πταίσμα nom πταισματοδίκες πταισματοδίκης nom πταισματοδικεία πταισματοδίκειο nom πταισματοδικείο πταισματοδικείο nom πτερά πτερό nom πτεροφάλαινα πτεροφάλαινα ver πτερυγίου πτερύγιο nom πτερωτός πτερωτός adj πτερόεντα πτερόεις adj πτηνά πτηνό nom πτηνοτροφία πτηνοτροφία nom πτηνοτροφεία πτηνοτροφείο nom πτηνοτροφικές πτηνοτροφικός adj πτηνοτρόφους πτηνοτρόφος nom πτητικά πτητικός adj πτητικότητα πτητικότητα nom πτοήθηκαν πτοώ ver πτυέλων πτύελο nom πτυελοδοχεία πτυελοδοχείο nom πτυσσόμενα πτυσσόμενος adj πτυχές πτυχή nom πτυχία πτυχίο nom πτυχιακά πτυχιακός adj πτυχιούχων πτυχιούχος nom πτυχωμένα πτυχώνω ver πτυχωτά πτυχωτός adj πτυχώσεις πτύχωση nom πτωμάτων πτώμα nom πτωματική πτωματικός adj πτωτικά πτωτικός adj φτωχότερες φτωχός adj πτωχείας πτωχεία nom πτωχευτική πτωχευτικός adj πτωχεύει πτωχεύω ver πτωχεύσεις πτώχευση nom πτωχοκομεία πτωχοκομείο nom πτύει πτύω ver πτώση πτώση nom πυέλου πύελος nom πυγή πυγή nom πυγμάχο πυγμάχος nom πυγμή πυγμή nom πυγμαία πυγμαίος adj πυγμαχήσει πυγμαχώ ver πυγμαχία πυγμαχία nom πυγμαχικές πυγμαχικός adj πυγολαμπίδα πυγολαμπίδα nom πυελική πυελικός adj πυθάρια πυθάρια nom πυθαγόρειο πυθαγόρειος adj πυθικοί πυθικός adj πυθμένα πυθμένας nom πυκνά πυκνά adv πυκνές πυκνός adj πυκνογραμμένες πυκνογραμμένος adj πυκνοδομημένο πυκνοδομημένο ver πυκνοκατοικημένες πυκνοκατοικημένος adj πυκνωτή πυκνωτός adj πυκνότητά πυκνότητα nom πυκνόφυτες πυκνόφυτες adj πυκνόφυτο πυκνόφυτο adj πυκνώνει πυκνώνω ver πυλαία πυλαίος adj πυλωρού πυλωρός nom πυλωτή πυλωτή nom πυλών πύλη nom πυλώνα πυλώνας nom πυξίδα πυξίδα nom πυρ πυρ nom πυρά πυρός adj πυράκανθος πυράκανθος nom πυράκτωση πυράκτωση nom πυράς πυρά nom πυρέξ πυρέξ nom πυρήνα πυρήνα nom πυρίκαυστο πυρίκαυστος adj πυρίμαχο πυρίμαχος adj πυρίτιδα πυρίτιδα nom πυρίτιο πυρίτιο nom πυρακτωθεί πυρακτώνω ver πυραμίδα πυραμίδα nom πυραμιδικά πυραμιδικός adj πυραμιδοειδή πυραμιδοειδής adj πυρασφάλεια πυρασφάλεια nom πυραυλοκίνητη πυραυλοκίνητος adj πυραύλου πύραυλος nom πυργίσκο πυργίσκος nom πυργοδεσπότη πυργοδεσπότης nom πυργόσπιτα πυργόσπιτα adj πυργόσπιτων πυργόσπιτων nom πυρετική πυρετικός adj πυρετοί πυρετός nom πυρετωδώς πυρετωδώς adv πυρετώδεις πυρετώδης adj πυρηνέλαιο πυρηνέλαιο nom πυρηνελαιουργεία πυρηνελαιουργεία nom πυρηνικά πυρηνικός adj πυριγενές πυριγενής adj πυριμιδίνης πυριμιδίνης nom πυριμιδινών πυριμιδινών adj πυριτία πυριτία nom πυριτιδαποθήκες πυριτιδαποθήκη nom πυριτιδοποιείο πυριτιδοποιείο nom πυριτικά πυριτικός adj πυριτόλιθο πυριτόλιθος nom πυρκαγιά πυρκαγιά nom πυροβασία πυροβασία nom πυροβολήθηκαν πυροβολώ ver πυροβολαρχία πυροβολαρχία nom πυροβολεία πυροβολείο nom πυροβολητές πυροβολητής nom πυροβολικού πυροβολικός adj πυροβολικόν πυροβολικό nom πυροβολισμοί πυροβολισμός nom πυροβόλο πυροβόλο nom πυροδοτήθηκαν πυροδοτώ ver πυροδοτήσεις πυροδότηση nom πυροδοτικός πυροδοτικός adj πυροκροτητές πυροκροτητής nom πυρομανία πυρομανία nom πυρομαχικά πυρομαχικός adj πυροπαθείς πυροπαθής adj πυροσβέστες πυροσβέστης nom πυροσβεστήρα πυροσβεστήρας nom πυροσβεστικά πυροσβεστικός adj πυροσωλήνα πυροσωλήνας nom πυροτέχνημα πυροτέχνημα nom πυροτεχνική πυροτεχνικός adj πυροτεχνουργοί πυροτεχνουργός nom πυροφάνι πυροφάνι nom πυρπολήθηκαν πυρπολώ ver πυρπολήσεις πυρπόληση nom πυρπολητές πυρπολητής nom πυρπολικό πυρπολικός adj πυρρά πυρρός adj πυρρίχιο πυρρίχιος nom πυρσοί πυρσός nom πυρφόρος πυρφόρος adj πυρωμένα πυρώνω ver πυρόλιθο πυρόλιθος nom πυρόλυση πυρόλυση nom πυρόσβεση πυρόσβεση nom πυτζάμες πυτζάμα nom πυώδη πυώδης adj πχ πχ nom πωλήθηκαν πωλώ ver πωλήσεις πώληση nom πωλήτρια πωλήτρια nom πωληθέντα πωληθείς adj πωλητές πωλητής nom πωλητήρια πωλητήριο nom πωλούμενα πωλούμενος adj πωρόλιθο πωρόλιθος nom πως πως con πό πό nom πόδας πόδας nom πόες πόα nom πόζα πόζα nom πόθεν πόθεν adv πόθο πόθος nom πόιντερ πόιντερ nom πόκα πόκα nom πόκερ πόκερ nom πόλεις πόλη nom πόλκα πόλκα nom πόλο πόλος nom πόμολα πόμολο nom πόνο πόνος nom πόντικα πόντικας nom πόντιος πόντιος adj πόντιουμ πόντιουμ nom πόντιση πόντιση nom πόντο πόντος nom πόπολο πόπολο nom πόρνος πόρνος nom πόρο πόρος nom πόρπες πόρπη nom πόρρω πόρρω adv πόρτα πόρτα nom πόρτο πόρτο nom πόσα πόσος pro_dem πόσεως πόση nom πόσιμα πόσιμος adj πόσο πόσο adv πόστα πόστο nom πόστερ πόστερ nom πότε πότε adv πύθωνα πύθωνας nom πύκνωση πύκνωση nom πύον πύο nom πύργο πύργος nom πύρινα πύρινος adj πύρρεια πύρρειος adj πώγωνα πώγων nom πώλου πώλος nom πώμα πώμα nom πώρινο πώρινος adj πώρος πώρος nom πώρωση πώρωση nom πώς πώς adv ράβδο ράβδος nom ράβδωση ράβδωση nom ράγες ράγα nom ράγιζαν ραγίζω ver ράγισμα ράγισμα nom ράγκμπι ράγκμπι nom ράδιο ράδιο nom ράθυμα ράθυμα adv ράθυμοι ράθυμος adj ράιχ ράιχ nom ράκη ράκος nom ράλι ράλι nom ράμμα ράμμα nom ράμπα ράμπα nom ράμφη ράμφος nom ράντιζαν ραντίζω ver ράντισμα ράντισμα nom ράντσα ράντσο nom ράπισε ραπίζω ver ράπισμα ράπισμα nom ράπτης ράπτης nom ράσα ράσο nom ράστερ ράστερ nom ράτσα ράτσα nom ράφι ράφι nom ράφτες ράφτης nom ράφτινγκ ράφτινγκ nom ράφτρα ράφτρα nom ράχες ράχη nom ράψιμο ράψιμο nom ρέβα ρέβα nom ρέγκες ρέγκα nom ρέζους ρέζους nom ρέκβιεμ ρέκβιεμ nom ρέκορντμαν ρέκορντμαν nom ρέμα ρέμα nom ρέμβη ρέμβη nom ρέμμα ρέμμα nom ρέμπελο ρέμπελος adj ρέντα ρέντα nom ρέπει ρέπω ver ρέστα ρέστος adj ρήγα ρήγας nom ρήγμα ρήγμα nom ρήμα ρήμα nom ρήμαζαν ρημάζω ver ρήξεις ρήξη nom ρήσεις ρήση nom ρήτορα ρήτορας nom ρήτρα ρήτρα nom ρίγα ρίγα nom ρίγανη ρίγανη nom ρίγη ρίγος nom ρίζα ρίζα nom ρίζωμα ρίζωμα nom ρίζωσαν ριζώνω ver ρίμα ρίμα nom ρίξιμο ρίξιμο nom ρίσκα ρίσκο nom ρίσκαραν ρισκάρω ver ρίψασπις ρίψασπις nom ρίψεις ρίψη nom ραβί ραβί nom ραβίνο ραβίνος nom ραβανί ραβανί nom ραβασάκι ραβασάκι nom ραβδί ραβδί nom ραβδιά ραβδιά nom ραβδισμούς ραβδισμός nom ραβδομυόλυση ραβδομυόλυση nom ραβδομυόλυσης ραβδομυόλυσης nom ραβδούχοι ραβδούχος nom ραβδωτή ραβδωτός adj ραβιόλια ραβιόλια nom ραγάδες ραγάδα nom ραγδαία ραγδαία adv ραγδαίας ραγδαίος adj ραγιά ραγιάς nom ραγιαδισμού ραγιαδισμός nom ραγού ραγού nom ραδίκια ραδίκι nom ραδιενέργεια ραδιενέργεια nom ραδιενεργά ραδιενεργός adj ραδιογραφία ραδιογραφία nom ραδιογωνιόμετρα ραδιογωνιόμετρο nom ραδιοεξοπλισμό ραδιοεξοπλισμό nom ραδιοεπικοινωνίας ραδιοεπικοινωνία nom ραδιοθαλάμους ραδιοθάλαμος nom ραδιοθεραπεία ραδιοθεραπεία nom ραδιοκυμάτων ραδιοκύματα nom ραδιολογικά ραδιολογικός adj ραδιονουκλίδια ραδιονουκλίδια nom ραδιονουκλίδιο ραδιονουκλίδιο nom ραδιονουκλιδίων ραδιονουκλιδίων nom ραδιοπειρατές ραδιοπειρατής nom ραδιοπομπού ραδιοπομπός nom ραδιοσημασμένη ραδιοσημασμένη adj ραδιοσταθμοί ραδιοσταθμός nom ραδιοσυχνοτήτων ραδιοσυχνότητα nom ραδιοτηλέφωνο ραδιοτηλέφωνο nom ραδιοτηλεγραφία ραδιοτηλεγραφία nom ραδιοτηλεοπτικά ραδιοτηλεοπτικός adj ραδιοτηλεοράσεις ραδιοτηλεόραση nom ραδιοτηλεσκοπίου ραδιοτηλεσκόπιο nom ραδιοτηλεφωνική ραδιοτηλεφωνικός adj ραδιουργία ραδιουργία nom ραδιοφάρο ραδιοφάρος nom ραδιοφωνία ραδιοφωνία nom ραδιοφωνικά ραδιοφωνικός adj ραδιοφώνου ραδιόφωνο nom ραδιοχρονολογήσεις ραδιοχρονολόγηση nom ραδιούργα ραδιούργος adj ραδιούχες ραδιούχες nom ραδονίου ραδόνιο nom ραθυμία ραθυμία nom ρακένδυτη ρακένδυτος adj ρακές ρακή nom ρακέτα ρακέτα nom ρακί ρακί nom ρακεμικό ρακεμικό adj ρακοσυλλέκτες ρακοσυλλέκτης nom ραλίστα ραλίστας nom ραμαζάνι ραμαζάνι nom ραμφίζει ραμφίζω ver ραμφίσματα ράμφισμα nom ρανίδα ρανίδα nom ραντάρ ραντάρ nom ραντεβού ραντεβού nom ραντισμό ραντισμός nom ραπέλ ραπέλ nom ραπανάκι ραπανάκι nom ραπτομηχανές ραπτομηχανή nom ραπόρτο ραπόρτο nom ρασιοναλισμού ρασιοναλισμός nom ρασιοναλιστές ρασιοναλιστής nom ρασιοναλιστικά ρασιοναλιστικός adj ρασοφόρο ρασοφόρος nom ρατσίστρια ρατσίστρια nom ρατσισμού ρατσισμός nom ρατσιστές ρατσιστής nom ρατσιστικά ρατσιστικός adj ραφές ραφή nom ραφείο ραφείο nom ραφινάρισμα ραφινάρισμα nom ραφινάτη ραφινάτος adj ραφιναρισμένη ραφινάρω ver ραφτάδικο ραφτάδικο nom ραχιαία ραχιαίος adj ραχοκοκαλιά ραχοκοκαλιά nom ραχοκοκκαλιά ραχοκοκκαλιά nom ραχούλα ραχούλα nom ραψωδία ραψωδία nom ραψωδοί ραψωδός nom ρε ρε nom ρεάλια ρεάλιο nom ρείθρα ρείθρο nom ρείκια ρείκι nom ρεαλίστρια ρεαλίστρια nom ρεαλισμού ρεαλισμός nom ρεαλιστές ρεαλιστής nom ρεαλιστικά ρεαλιστικά adv ρεαλιστικές ρεαλιστικός adj ρεβάνς ρεβάνς nom ρεβέρ ρεβέρ nom ρεβίθι ρεβίθι nom ρεβανσισμού ρεβανσισμός nom ρεβανσιστικές ρεβανσιστικός adj ρεβεγιόν ρεβεγιόν nom ρεβιζιονισμό ρεβιζιονισμός nom ρεβιζιονιστής ρεβιζιονιστής nom ρεβιζιονιστική ρεβιζιονιστικός adj ρεβόλβερ ρεβόλβερ nom ρεδουκτάσης ρεδουκτάσης nom ρεζέρβα ρεζέρβα nom ρεζίλεμα ρεζίλεμα nom ρεζίλεψα ρεζιλεύω ver ρεζίληδες ρεζίλης nom ρεζίλι ρεζίλι nom ρεζεντά ρεζεντά nom ρεζερβέ ρεζερβέ adj ρεζερβουάρ ρεζερβουάρ nom ρεζιλίκια ρεζιλίκι nom ρεζουμέ ρεζουμέ nom ρεκλάμα ρεκλάμα nom ρεκόρ ρεκόρ nom ρελαντί ρελαντί nom ρεμάλι ρεμάλι nom ρεματιά ρεματιά nom ρεμβάζω ρεμβάζω ver ρεμβασμούς ρεμβασμός nom ρεμούλα ρεμούλα nom ρεμπέτες ρεμπέτης nom ρεμπέτικα ρεμπέτικος adj ρεμπέτισσα ρεμπέτισσα nom ρεμπελιό ρεμπελιό nom ρεπερτορίου ρεπερτόριο nom ρεπλίκα ρεπλίκα nom ρεπουμπλικάνο ρεπουμπλικάνος nom ρεπουμπλικανικές ρεπουμπλικανικός adj ρεπούμπλικα ρεπούμπλικα nom ρεπό ρεπό nom ρεπόρτερ ρεπόρτερ nom ρεσάλτα ρεσάλτο nom ρεσιτάλ ρεσιτάλ nom ρετάλια ρετάλι nom ρετιρέ ρετιρέ nom ρετουσάρισμα ρετουσάρισμα nom ρετούς ρετούς nom ρετρό ρετρό adj ρετσίνα ρετσίνα nom ρετσίνι ρετσίνι nom ρετσινιά ρετσινιά nom ρετσινόλαδο ρετσινόλαδο nom ρετσιτατίβα ρετσιτατίβο nom ρευμάτων ρεύμα nom ρευματικά ρευματικός adj ρευματισμοί ρευματισμός nom ρευματοδότες ρευματοδότης nom ρευματοειδή ρευματοειδής adj ρευματολογία ρευματολογία nom ρευματολόγοι ρευματολόγος nom ρευματοφόρο ρευματοφόρος adj ρευστά ρευστός adj ρευστοποίησαν ρευστοποιώ ver ρευστοποίηση ρευστοποίηση nom ρευστοποιήσιμα ρευστοποιήσιμος adj ρευστότητα ρευστότητα nom ρεφενές ρεφενές nom ρεφορμισμό ρεφορμισμός nom ρεφορμιστές ρεφορμιστής nom ρεφορμιστικές ρεφορμιστικός adj ρεφρέν ρεφρέν nom ρεψίματος ρέψιμο nom ρεύματος ρεύματος adj ρηθέντα ρηθείς adj ρημάδι ρημάδι nom ρηματικά ρηματικός adj ρηξιγενή ρηξιγενής adj ρηξικέλευθα ρηξικέλευθος adj ρητά ρητό adv ρητές ρητός adj ρητίνες ρητίνη nom ρητορεία ρητορεία nom ρητορεύουμε ρητορεύω ver ρητορικά ρητορικά adv ρητορικές ρητορικός adj ρητορισμό ρητορισμός nom ρητώς ρητώς adv ρηχά ρηχός adj ριβονουκλεάση ριβονουκλεάση nom ριβονουκλεάσης ριβονουκλεάσης nom ριβοσώματα ριβοσώματα nom ριβόζης ριβόζης nom ριγέ ριγέ adj ριγανάς ριγανάς nom ριγωτά ριγωτός adj ριζίτικα ριζίτικος adj ριζικά ριζικά adv ριζικές ριζικός adj ριζιμιά ριζιμιός adj ριζοσπάστες ριζοσπάστης nom ριζοσπαστικά ριζοσπαστικά adv ριζοσπαστικές ριζοσπαστικός adj ριζοσπαστισμού ριζοσπαστισμός nom ρικίνη ρικίνη nom ρινίσματα ρίνισμα nom ρινίτιδα ρινίτιδα nom ρινγκ ρινγκ nom ρινικές ρινικός adj ρινογαστρικού ρινογαστρικού adj ρινοδέλφινο ρινοδέλφινο adj ρινορραγία ρινορραγία nom ρινοφάρυγγα ρινοφάρυγγας nom ριντό ριντό nom ρινόκερο ρινόκερος nom ρινόρροια ρινόρροια nom ρινός ρις nom ριπές ριπή nom ρισίν ρισίν nom ριτοναβίρη ριτοναβίρη adj ριφαμπικίνη ριφαμπικίνη nom ριφαμπουτίνη ριφαμπουτίνη adj ριψοκίνδυνα ριψοκίνδυνος adj ρο ρο nom ροές ροή nom ροβόλησε ροβολάω ver ροδάκινα ροδάκινο nom ροδέλες ροδέλα nom ροδίζουν ροδίζω ver ροδίτης ροδίτης nom ροδίτικη ροδίτικος adj ροδακινιά ροδακινιά nom ροδαλά ροδαλός adj ροδιά ροδιά nom ροδιού ρόδι nom ροδοδάφνης ροδοδάφνη nom ροδοζάχαρη ροδοζάχαρη nom ροδοκόκκινα ροδοκόκκινος adj ροδοπέταλα ροδοπέταλο nom ροδόδεντρο ροδόδεντρο nom ροδόκηπο ροδόκηπος nom ροδόνερο ροδόνερο nom ροδόσταμο ροδόσταμο nom ροδόχρουν ροδόχρους adj ροδόχρωμο ροδόχρωμος adj ροζ ροζ nom ροζάριο ροζάριο nom ροζέ ροζέ adj ροζέτα ροζέτα nom ροζακί ροζακί nom ροκ ροκ nom ροκά ροκάς nom ροκάνα ροκάνα nom ροκάνιζαν ροκανίζω ver ροκάνισμα ροκάνισμα nom ροκανίδια ροκανίδι nom ροκοκό ροκοκό nom ροκφόρ ροκφόρ nom ρολά ρολό nom ρολογιού ρολόι nom ρομ ρομ nom ρομά ρομά nom ρομάντζα ρομάντζα nom ρομάντζο ρομάντζο nom ρομανί ρομανί nom ρομανικές ρομανικός adj ρομαντικά ρομαντικά adv ρομαντικές ρομαντικός adj ρομαντισμοί ρομαντισμός nom ρομβοειδή ρομβοειδής adj ρομποτικού ρομποτικού adj ρομποτικό ρομποτικό adj ρομπόλα ρομπόλα nom ρομπότ ρομπότ nom ρομφαία ρομφαία nom ρονιά ρονιά nom ροντέο ροντέο nom ροντό ροντό nom ροπάλου ρόπαλο nom ροπές ροπή nom ροπαλοφόροι ροπαλοφόρος adj ροτόντα ροτόντα nom ρου ρους nom ρουβλιού ρούβλι nom ρουζ ρουζ nom ρουθήνιο ρουθήνιο nom ρουθούνι ρουθούνι nom ρουκέτα ρουκέτα nom ρουλέτα ρουλέτα nom ρουλεμάν ρουλεμάν nom ρουμάνια ρουμάνι nom ρουμάνικα ρουμάνικος adj ρουμανικά ρουμανικός adj ρουμελιώτικα ρουμελιώτικος adj ρουμπίνι ρουμπίνι nom ρουμπινί ρουμπινής adj ρουμπρίκα ρουμπρίκα nom ρουπία ρουπία nom ρουστίκ ρουστίκ nom ρουσφέτι ρουσφέτι nom ρουσφετολογία ρουσφετολογία nom ρουσφετολογικές ρουσφετολογικός adj ρουτίνα ρουτίνα nom ρουφά ρουφάω ver ρουφήχτρα ρουφήχτρα nom ρουφιάνο ρουφιάνος nom ρουφιάνων ρουφιάνα nom ρουφιανιά ρουφιανιά nom ρουχισμού ρουχισμός nom ροφήματα ρόφημα nom ροφοί ροφός nom ροχαλίζει ροχαλίζω ver ροχαλητού ροχαλητό nom ρούγες ρούγα nom ρούμι ρούμι nom ρούμπα ρούμπα nom ρούμπο ρούμπος nom ρούπι ρούπι nom ρούσικα ρωσικός adj ρούφηγμα ρούφηγμα nom ρούχα ρούχο nom ρυάκι ρυάκι nom ρυγχοφάλαινα ρυγχοφάλαινα ver ρυζιού ρύζι nom ρυζόγαλο ρυζόγαλο nom ρυζόνερο ρυζόνερο nom ρυθμίζει ρυθμίζω ver ρυθμίσεις ρύθμιση nom ρυθμιζόμενα ρυθμιζόμενος adj ρυθμικά ρυθμικά adv ρυθμικές ρυθμικός adj ρυθμιστές ρυθμιστής nom ρυθμιστικά ρυθμιστικός adj ρυθμοί ρυθμός nom ρυθμολογία ρυθμολογία nom ρυμοτομία ρυμοτομία nom ρυμοτομικά ρυμοτομικός adj ρυμουλκά ρυμουλκό nom ρυμουλκήθηκαν ρυμουλκώ ver ρυμουλκούμενα ρυμουλκούμενος adj ρυμούλκες ρυμούλκα nom ρυμούλκηση ρυμούλκηση nom ρυπάνει ρυπαίνω ver ρυπάνσεως ρύπανση nom ρυπαντές ρυπαντής nom ρυπαρό ρυπαρός adj ρυπαρότητα ρυπαρότητα nom ρυπογόνα ρυπογόνος adj ρυτίδα ρυτίδα nom ρυτιδωμένα ρυτιδώνω ver ρυτό ρυτός adj ρω ρω nom ρωγμές ρωγμή nom ρωμαίικα ρωμαίικος adj ρωμαιοκαθολική ρωμαιοκαθολικός adj ρωμαιοκρατία ρωμαιοκρατία nom ρωμαλέα ρωμαλέος adj ρωμαλεότητα ρωμαλεότητα nom ρωμανικές ρωμανικός adj ρωμιοσύνη ρωμιοσύνη nom ρωπογραφία ρωπογραφία nom ρωσοτουρκικού ρωσοτουρκικού adj ρωσοτουρκικό ρωσοτουρκικό adj ρωσοτουρκικός ρωσοτουρκικός adj ρωσόφιλων ρωσόφιλος adj ρωσόφωνους ρωσόφωνους adj ρωσόφωνων ρωσόφωνων adj ρωτά ρωτώ ver ρόγχο ρόγχος nom ρόδα ρόδα nom ρόδακα ρόδακας nom ρόδια ρόδιος adj ρόδινα ρόδινος adj ρόδισμα ρόδισμα nom ρόδο ρόδο nom ρόζους ρόζος nom ρόκα ρόκα nom ρόλο ρόλος nom ρόμβο ρόμβος nom ρόπτρο ρόπτρο nom ρότα ρότα nom ρύγχος ρύγχος nom ρύμη ρύμη nom ρύπο ρύπος nom ρύση ρύση nom ρώγα ρώγα nom ρώμη ρώμη nom ρώσικα ρώσικος adj ρώτημα ρώτημα nom ς ς pre σ σε pre σάβανα σάβανο nom σάκα σάκα nom σάκε σάκος nom σάκχαρα σάκχαρο nom σάλα σάλα nom σάλι σάλι nom σάλια σάλι|σάλιο nom σάλιο σάλιο nom σάλο σάλος nom σάλπαρε σαλπάρω ver σάλπιγγα σάλπιγγα nom σάλπισε σαλπίζω ver σάλπισμα σάλπισμα nom σάλτα σάλτο nom σάλτσα σάλτσα nom σάμπα σάμπα nom σάμπως σάμπως adv σάντουιτς σάντουιτς nom σάπια σάπιος adj σάπιζαν σαπίζω ver σάπισμα σάπισμα nom σάπωνα σάπων nom σάρισα σάρισα nom σάρκα σάρκα nom σάρκαζε σαρκάζω ver σάρκωμα σάρκωμα nom σάρπα σάρπα nom σάρωμα σάρωμα nom σάρωναν σαρώνω ver σάρωση σάρωση nom σάστισαν σαστίζω ver σάτιρα σάτιρα nom σάτυροι σάτυρος nom σάχη σάχης nom σέβας σέβας nom σέβεσαι σέβομαι ver σέκτα σέκτα nom σέλα σέλα nom σέλινο σέλινο nom σέντρα σέντρα nom σέντραρε σεντράρω ver σέντσι σέντσι nom σέξι σέξι adj σέπια σέπια nom σέρα σέρα nom σέρβικα σερβικός adj σέρβιραν σερβίρω ver σέρβις σέρβις nom σέρι σέρι nom σέσουλα σέσουλα nom σέτερ σέτερ nom σέτια σέτια nom σέχτας σέχτα nom σήκωμα σήκωμα nom σήκωναν σηκώνω ver σήμα σήμα nom σήμαιναν σημαίνω ver σήμανση σήμανση nom σήμαντρα σήμαντρο nom σήμερα σήμερα adv σήμερον σήμερον adv σήπεται σήπομαι ver σήραγγα σήραγγα nom σήριαλ σήριαλ nom σήψη σήψη nom σίγηση σίγηση nom σίγμα σίγμα nom σίγουρα σίγουρα adv σίγουρες σίγουρος adj σίδερα σίδερο nom σίδηρο σίδηρος nom σίελο σίελος nom σίκαλη σίκαλη nom σίλφιο σίλφιο nom σίριαλ σίριαλ nom σίτιση σίτιση nom σίτο σίτος nom σίφουνα σίφουνας nom σα σα adv σαβάνα σαβάνα nom σαββατιάτικα σαββατιάτικος adj σαββατιανό σαββατιανός adj σαββατοκύριακα σαββατοκύριακο nom σαββατόβραδα σαββατόβραδο nom σαβούρα σαβούρα nom σαγήνευσαν σαγηνεύω ver σαγήνη σαγήνη nom σαγανάκι σαγανάκι nom σαγηνευτικά σαγηνευτικός adj σαγκουίνι σαγκουίνι nom σαγονιού σαγάνι nom σαγονιών σαγονιά nom σαγρέ σαγρέ nom σαδισμού σαδισμός nom σαδιστές σαδιστής nom σαδιστικά σαδιστικά adv σαδιστικές σαδιστικός adj σαδομαζοχισμού σαδομαζοχισμός nom σαδομαζοχιστές σαδομαζοχιστής nom σαθρά σαθρός adj σαθρότητα σαθρότητα nom σαιζόν σαιζόν nom σαιξπηρικά σαιξπηρικός adj σακάκι σακάκι nom σακί σακί nom σακίδια σακίδιο nom σακατέψει σακατεύω ver σακιά σακιά nom σακολέβες σακολέβα nom σακοράφα σακοράφα nom σακουλάκι σακουλάκι nom σακουλών σακούλα nom σακούλι σακούλι nom σακχάρεως σάκχαρις nom σακχαρίνη σακχαρίνη nom σακχαρωδών σακχαρώδης adj σαλάμι σαλάμι nom σαλάτα σαλάτα nom σαλάχι σαλάχι nom σαλέ σαλός adj σαλέπι σαλέπι nom σαλίγκαρος σαλίγκαρος nom σαλατικά σαλατικό nom σαλβάρι σαλβάρι nom σαλεπιτζής σαλεπιτζής nom σαλεύει σαλεύω ver σαλιγκάρι σαλιγκάρι nom σαλικυλικά σαλικυλικός adj σαλμονέλα σαλμονέλα nom σαλμονέλλα σαλμονέλλα nom σαλμονέλλωσης σαλμονέλλωσης nom σαλμονέλωση σαλμονέλωση nom σαλονιού σαλόνι nom σαλπάρισμα σαλπάρισμα nom σαλπιγγίτιδα σαλπιγγίτιδα nom σαλπιγκτές σαλπιγκτής nom σαλτάρει σαλτάρω ver σαλταδόρος σαλταδόρος nom σαλτιμπάγκοι σαλτιμπάγκος nom σαμάνο σαμάνος nom σαμάρι σαμάρι nom σαμανισμός σαμανισμός nom σαματά σαματάς nom σαμιαμίδια σαμιαμίδι nom σαμιώτικα σαμιώτικος adj σαμοβάρι σαμοβάρι nom σαμουράι σαμουράι nom σαμπάνια σαμπάνια nom σαμποτάζ σαμποτάζ nom σαμποτάρει σαμποτάρω ver σαμποτάρισμα σαμποτάρισμα nom σαμποτέρ σαμποτέρ nom σαμπουάν σαμπουάν nom σαμπρέλα σαμπρέλα nom σαν σαν adv σανά σανό nom σανίδα σανίδα nom σανίδι σανίδι nom σανίδωμα σανίδωμα nom σανατορίου σανατόριο nom σανδάλι σανδάλι nom σανιδένιο σανιδένιος adj σανού σανός nom σανσκριτικά σανσκριτικός adj σαντάλια σαντάλι nom σαντζάκια σαντζάκι nom σαντορινιός σαντορίνειος adj σαντουριού σαντούρι nom σαξονική σαξονικός adj σαξοφωνίστα σαξοφωνίστας nom σαξοφώνου σαξόφωνο nom σαπίλα σαπίλα nom σαπίτη σαπίτη nom σαπίτης σαπίτης nom σαπιοκάραβου σαπιοκάραβο nom σαπουνάδα σαπουνάδα nom σαπουνιού σαπούνι nom σαπουνόπερα σαπουνόπερα nom σαπουνόφουσκα σαπουνόφουσκα nom σαπρόφυτα σαπρόφυτο nom σαπωνοποιεία σαπωνοποιείο nom σαράβαλο σαράβαλο nom σαράι σαράι nom σαράκι σαράκι nom σαράντα σαράντα num σαράφη σαράφης nom σαρίκι σαρίκι nom σαραβαλάκι σαραβαλάκι nom σαρακοστή σαρακοστή nom σαρακοστιανά σαρακοστιανός adj σαραντάρα σαραντάρα nom σαραντάρη σαραντάρης nom σαραντίσει σαραντίζω ver σαρανταποδαρούσα σαρανταποδαρούσα nom σαρας σαρας nom σαργοί σαργός nom σαρδάμ σαρδάμ nom σαρδέλα σαρδέλα nom σαρδανάπαλος σαρδανάπαλος nom σαρδόνια σαρδόνια adv σαρκασμού σαρκασμός nom σαρκαστής σαρκαστής nom σαρκαστικά σαρκαστικά adv σαρκαστική σαρκαστικός adj σαρκικά σαρκικά adv σαρκικές σαρκικός adj σαρκοβόρα σαρκοβόρος adj σαρκοφάγους σαρκοφάγος adj σαρκώδες σαρκώδης adj σαρκώσεως σάρκωση nom σασί σασί nom σασπένς σασπένς nom σατέν σατέν nom σατίριζαν σατιρίζω ver σατανά σατανάς nom σατανικά σατανικά adv σατανικές σατανικός adj σατινέ σατινέ adj σατιρικά σατιρικός adj σατιριστής σατιριστής nom σατράπες σατράπης nom σατραπεία σατραπεία nom σατυρικά σατυρικός adj σαυρών σαύρα nom σαφάρι σαφάρι nom σαφές σαφής adj σαφέστατα σαφώς adv σαφήνεια σαφήνεια nom σαφράνι σαφράνι nom σαφρόλη σαφρόλη nom σαχλά σαχλά adv σαχλή σαχλός adj σαχλαμάρα σαχλαμάρα nom σαχνισίνι σαχνισίνι nom σβάρνα σβάρνα nom σβάστικα σβάστικα nom σβέλτα σβέλτα adv σβέλτος σβέλτος adj σβέρκο σβέρκος nom σβέσης σβέση nom σβήσιμο σβήσιμο nom σβηστά σβηστός adj σβουνιές σβουνιά nom σβούρα σβούρα nom σβόλο σβόλος nom σβώλοι σβώλος nom σγουρά σγουρός adj σείει σείω ver σείστρα σείστρο nom σεβάσματα σέβασμα nom σεβάσμια σεβάσμιος adj σεβασμού σεβασμός nom σεβαστά σεβαστός adj σεβαστικά σεβαστικός adj σεβαστοκράτορα σεβαστοκράτορας|σεβαστοκράτωρ nom σεβντά σεβντάς nom σεβόμενη σεβόμενος adj σεγκούνι σεγκούνι nom σεζόν σεζόν nom σειρά σειρά nom σειρήνα σειρήνα nom σειριακά σειριακός adj σεισάχθεια σεισάχθεια nom σεισμικά σεισμικός adj σεισμικότητα σεισμικότητα nom σεισμοί σεισμός nom σεισμογράφο σεισμογράφος nom σεισμογραφικά σεισμογραφικός adj σεισμολογία σεισμολογία nom σεισμολογικά σεισμολογικός adj σεισμολόγο σεισμολόγος nom σεισμοπαθείς σεισμοπαθής adj σεισμόπληκτα σεισμόπληκτος adj σεισοπυγίδες σεισοπυγίς nom σεκταρισμός σεκταρισμός nom σεκταριστικές σεκταριστικός adj σεκόντο σεκόντο nom σελ σελ nom σελήνη σελήνη nom σελήνιο σελήνιο nom σελίδα σελίδα nom σελίνι σελίνι nom σεληνιάζεται σεληνιάζομαι ver σεληνιακές σεληνιακός adj σεληνιασμός σεληνιασμός nom σεληνόφως σεληνόφως nom σελιδοδείκτες σελιδοδείκτης nom σελιδοποίηση σελιδοποίηση nom σελοφάν σελοφάν nom σεμινάρια σεμινάριο nom σεμνά σεμνά adv σεμνές σεμνός adj σεμνοτυφία σεμνοτυφία nom σεμνότητα σεμνότητα nom σεμνότυφη σεμνότυφος adj σεμνύνεται σεμνύνομαι ver σενάρια σενάριο nom σεναριογράφο σεναριογράφος nom σενεγαλέζος σενεγαλέζος nom σεντέφι σεντέφι nom σεντονιού σεντόνι nom σεντουκιού σεντούκι nom σεξ σεξ nom σεξαπίλ σεξαπίλ nom σεξισμού σεξισμός nom σεξιστή σεξιστής nom σεξιστικά σεξιστικά adv σεξολογίας σεξολογία nom σεξολόγο σεξολόγος nom σεξουαλικά σεξουαλικά adv σεξουαλικές σεξουαλικός adj σεξουαλικότητα σεξουαλικότητα nom σεπαρέ σεπαρέ nom σεπτά σεπτός adj σεπτέτο σεπτέτο nom σερ σερ nom σεράι σεράι nom σερί σερί adv σερίφη σερίφης nom σεραφείμ σεραφείμ nom σερβάντα σερβάντα nom σερβίρισμα σερβίρισμα nom σερβίτσια σερβίτσιο nom σερβιέτα σερβιέτα nom σερβιτόρα σερβιτόρα nom σερβιτόρο σερβιτόρος nom σερβοκροάτικα σερβοκροάτικα adj σεργιάνι σεργιάνι nom σεργιανά σεργιανώ ver σεργιανίζει σεργιανίζω ver σερενάτα σερενάτα nom σερμπέτι σερμπέτι nom σερνικοβότανο σερνικοβότανο nom σερπαντίνα σερπαντίνα nom σεσημασμένα σεσημασμένος adj σεσουάρ σεσουάρ nom σετ σετ nom σεφ σεφ nom σεφτέ σεφτές nom σεχταρισμό σεχταρισμός nom ση ση nom σηκού σηκός nom σηκωτούς σηκωτός adj σημ σημ nom σημάδεμα σημάδεμα nom σημάδευαν σημαδεύω ver σημάδι σημάδι nom σημαία σημαία nom σημαίνον σημαίνον nom σημαδεύθηκε σημαδεύθηκε ver σημαδιακά σημαδιακός adj σημαδούρα σημαδούρα nom σημαινομένου σημαινόμενο nom σημαιοστολισμένο σημαιοστολίζω ver σημαιοστολισμό σημαιοστολισμός nom σημαιοφόρου σημαιοφόρος nom σημαντήρα σημαντήρας nom σημαντικά σημαντικά adv σημαντικές σημαντικός adj σημαντικότητα σημαντικότητα nom σημασία σημασία nom σημασιολογία σημασιολογία nom σημασιολογικά σημασιολογικά adv σημασιολογικές σημασιολογικός adj σηματοδοτήθηκαν σηματοδοτώ ver σηματοδοτήσεις σηματοδότηση nom σηματοδοτών σηματοδότης nom σηματωρό σηματωρός nom σημεία σημείο nom σημείωμά σημείωμα nom σημείωνα σημειώνω ver σημείωση σημείωση nom σημειακά σημειακός adj σημειογραφία σημειογραφία nom σημειογραφικό σημειογραφικός adj σημειολογία σημειολογία nom σημειολογικά σημειολογικά adv σημειολογική σημειολογικός adj σημειούμενες σημειούμενος adj σημειωθείσα σημειωθείσα adj σημειωματάρια σημειωματάριο nom σημειωτέον σημειωτέος adj σημειωτές σημειωτός adj σημειωτικά σημειωτικός adj σημερινά σημερινός adj σημιτικά σημιτικός adj σημύδα σημύδα nom σηπτική σηπτικός adj σηραγγωδών σηραγγώδης adj σηψαιμία σηψαιμία nom σηψαιμική σηψαιμικός adj σθένος σθένος nom σθεναρά σθεναρά adv σθεναρές σθεναρός adj σθεναρότητα σθεναρότητα nom σι σι nom σιαγόνα σιαγόνα nom σιαμαία σιαμαίος adj σιβηρική σιβηρικός adj σιβυλλικά σιβυλλικός adj σιγά σιγά adv σιγάσει σιγάζω ver σιγή σιγή nom σιγήσουν σιγώ ver σιγίλιο σιγίλιο nom σιγίλλια σιγίλλια nom σιγαλιά σιγαλιά nom σιγανά σιγανά adv σιγανή σιγανός adj σιγανοπαπαδιές σιγανοπαπαδιά nom σιγαρέτα σιγαρέτο nom σιγαρέττων σιγαρέττων nom σιγαστήρα σιγαστήρας nom σιγκούνι σιγκούνι nom σιγμοειδής σιγμοειδής adj σιγοβράζει σιγοβράζω ver σιγοντάρει σιγοντάρω ver σιγοτραγουδά σιγοτραγουδάω ver σιγουρέψει σιγουρεύω ver σιγουριά σιγουριά nom σιδέρωμα σιδέρωμα nom σιδέρωνε σιδερώνω ver σιδερά σιδερός adj σιδεράδες σιδεράς nom σιδεράδικο σιδεράδικο nom σιδερένια σιδερένιος adj σιδεριά σιδεριά nom σιδερικών σιδερικό nom σιδεροπρίονα σιδεροπρίονο nom σιδερώστρα σιδερώστρα nom σιδηρά σιδηρούς adj σιδηροβιομηχανίες σιδηροβιομηχανία nom σιδηροδέσμιο σιδηροδέσμιος adj σιδηροδοκούς σιδηροδοκός nom σιδηροδρομικά σιδηροδρομικά adv σιδηροδρομικές σιδηροδρομικός adj σιδηροδρόμου σιδηρόδρομος nom σιδηρομεταλλεύματα σιδηρομεταλλεύματα nom σιδηροπαγές σιδηροπαγής adj σιδηροπενία σιδηροπενία nom σιδηροπυρίτη σιδηροπυρίτης nom σιδηροτροχιά σιδηροτροχιά nom σιδηρουργία σιδηρουργία nom σιδηρουργεία σιδηρουργείο nom σιδηρουργοί σιδηρουργός nom σιδηρούχα σιδηρούχος adj σιδηρόφρακτο σιδηρόφρακτος adj σιελογόνων σιελογόνων adj σικ σικ adv σικέ σικέ adj σικελικά σικελικός adj σιλικόνες σιλικόνη nom σιλουέτα σιλουέτα nom σιλό σιλό nom σιμά σιμά adv σιμβαστατίνη σιμβαστατίνη adj σιμιγδάλι σιμιγδάλι nom σιμιγδαλένιος σιμιγδαλένιος adj σιμωνία σιμωνία nom σιμώνει σιμώνω ver σινάπι σινάπι nom σινάφι σινάφι nom σινί σινί nom σινεμά σινεμά nom σινεμασκόπ σινεμασκόπ nom σινιάλα σινιάλο nom σινικά σινικός adj σινιόρ σινιόρ nom σινιόρα σινιόρα nom σινολόγοι σινολόγος nom σιντριβάνι σιντριβάνι nom σιρίτι σιρίτι nom σιροπιού σιρόπι nom σιρόκο σιρόκος nom σιτάρ σιτάρ nom σιτάρι σιτάρι nom σιταποθηκών σιταποθήκη nom σιταρένιο σιταρένιος adj σιταρήθρα σιταρήθρα nom σιτευτικά σιτευτικά adj σιτευτό σιτευτός adj σιτηρά σιτηρά nom σιτηρέσιο σιτηρέσιο nom σιτιστή σιτιστής nom σιτοβολώνα σιτοβολώνας nom σιτοδεία σιτοδεία nom σιφονιέρα σιφονιέρα nom σιφόν σιφόν nom σιφόνι σιφόνι nom σιφώνια σιφώνιο nom σιχάθηκα σιχαίνομαι ver σιχαμερές σιχαμερός adj σιωνισμού σιωνισμός nom σιωνιστές σιωνιστής nom σιωνιστικές σιωνιστικός adj σιωπά σιωπώ ver σιωπές σιωπή nom σιωπηλά σιωπηλά adv σιωπηλές σιωπηλός adj σιωπηρά σιωπηρά adv σιωπητήριο σιωπητήριο nom σκάγια σκάγι nom σκάκι σκάκι nom σκάλα σκάλα nom σκαλισμένες σκαλίζω ver σκάλισμα σκάλισμα nom σκάλωναν σκαλώνω ver σκάμμα σκάμμα nom σκάνδαλα σκάνδαλο nom σκάντζα σκάντζα nom σκάρα σκάρα nom σκάροι σκάρος nom σκάρτα σκάρτα adv σκάρτο σκάρτος adj σκάρωνε σκαρώνω ver σκάσιμο σκάσιμο nom σκάφανδρα σκάφανδρο nom σκάφες σκάφη nom σκάφος σκάφος nom σκάψιμο σκάψιμο nom σκέλη σκέλος nom σκέλια σκέλια nom σκεπασμένο σκεπάζω ver σκέπασμα σκέπασμα nom σκέπαστρο σκέπαστρο nom σκέπει σκέπω ver σκέπη σκέπη nom σκέπτεσαι σκέπτομαι ver σκέρτσα σκέρτσο nom σκέτα σκέτος adj σκέφτεσαι σκέφτομαι ver σκέφτηκα σκέπτομαι|σκέφτομαι ver σκέψεις σκέψη nom σκήνωμα σκήνωμα nom σκήπτρα σκήπτρο nom σκήτες σκήτη nom σκίαζαν σκιάζω ver σκίαση σκίαση nom σκίαστρα σκίαστρο nom σκίουροι σκίουρος nom σκίρτημα σκίρτημα nom σκίρτησε σκιρτώ ver σκίσιμο σκίσιμο nom σκίτσα σκίτσο nom σκαθάρι σκαθάρι nom σκαιά σκαιός adj σκαιότητα σκαιότητα nom σκακίστρια σκακίστρια nom σκακιέρα σκακιέρα nom σκακιστές σκακιστής nom σκαλάκι σκαλάκι nom σκαλί σκαλί nom σκαληνού σκαληνός adj σκαλιστά σκαλιστός adj σκαλιστής σκαλιστής nom σκαλοπάτι σκαλοπάτι nom σκαλωσιά σκαλωσιά nom σκαλωτά σκαλωτός adj σκαμνάκι σκαμνάκι nom σκαμνί σκαμνί nom σκαμπάζει σκαμπάζω ver σκαμπίλι σκαμπίλι nom σκαμπανέβασμα σκαμπανέβασμα nom σκαμπό σκαμπό nom σκανδάλες σκανδάλη nom σκανδάλιζαν σκανδαλίζω ver σκανδαλιές σκανδαλιά nom σκανδαλοθηρικά σκανδαλοθηρικός adj σκανδαλολογία σκανδαλολογία nom σκανδαλωδώς σκανδαλωδώς adv σκανδαλώδεις σκανδαλώδης adj σκανδιναβικά σκανδιναβικός adj σκανταλιάρα σκανταλιάρης adj σκανταλιές σκανταλιά nom σκαντζόχοιρο σκαντζόχοιρος nom σκαπάνη σκαπάνη nom σκαπανέας σκαπανέας nom σκαπτικά σκαπτικός adj σκαρί σκαρί nom σκαρίφημα σκαρίφημα nom σκαραβαίο σκαραβαίος nom σκαρμό σκαρμός nom σκαρπέλα σκαρπέλο nom σκαρπίνια σκαρπίνι nom σκαρφάλωμα σκαρφάλωμα nom σκαρφάλωναν σκαρφαλώνω ver σκαρφίζεται σκαρφίζομαι ver σκασίλα σκασίλα nom σκασιαρχείο σκασιαρχείο nom σκασμού σκασμός nom σκατά σκατάς nom σκατολογικό σκατολογικός adj σκατό σκατό nom σκαφίδι σκαφίδι nom σκαφτό σκαφτός adj σκαφών σκάφη|σκαφή nom σκεβρώνει σκεβρώνω ver σκελέες σκελέα nom σκελίδα σκελίδα nom σκελετικά σκελετικός adj σκελετοί σκελετός nom σκελετών σκελετά nom σκεπάρνι σκεπάρνι nom σκεπές σκεπή nom σκεπαστά σκεπαστός adj σκεπτικά σκεπτικά adv σκεπτική σκεπτικός adj σκεπτικισμού σκεπτικισμός nom σκεπτικιστές σκεπτικιστής nom σκεπτικού σκεπτικό nom σκεπτόμενους σκεπτόμενος adj σκεπών σκέπη|σκεπή nom σκετς σκετς nom σκευάσματα σκεύασμα nom σκευή σκευή nom σκευοφυλάκια σκευοφυλάκιο nom σκευοφόρο σκευοφόρος adj σκευοφύλακας σκευοφύλακας nom σκευοφύλακος σκευοφύλακος nom σκευωρία σκευωρία nom σκεφτικό σκεφτικός adj σκεύη σκεύος nom σκηνές σκηνή nom σκηνίτες σκηνίτης nom σκηνικού σκηνικός nom σκηνογράφησε σκηνογραφώ ver σκηνογράφο σκηνογράφος nom σκηνογραφία σκηνογραφία nom σκηνογραφικά σκηνογραφικός adj σκηνοθέτες σκηνοθέτης nom σκηνοθέτησα σκηνοθετώ ver σκηνοθέτιδα σκηνοθέτις nom σκηνοθέτρια σκηνοθέτρια nom σκηνοθεσία σκηνοθεσία nom σκηνοθετικά σκηνοθετικά adv σκηνοθετικές σκηνοθετικός adj σκι σκι nom σκιά σκιά nom σκιάδι σκιάδι nom σκιάχτρα σκιάχτρο nom σκιέρ σκιέρ nom σκιαγράφημα σκιαγράφημα nom σκιαγράφησαν σκιαγραφώ ver σκιαγράφηση σκιαγράφηση nom σκιαγραφία σκιαγραφία nom σκιαγραφικά σκιαγραφικός adj σκιαμαχία σκιαμαχία nom σκιερά σκιερός adj σκιστό σκιστός adj σκιτσάρει σκιτσάρω ver σκιτσάρισμα σκιτσάρισμα nom σκιτσογράφο σκιτσογράφος nom σκιωδών σκιώδης adj σκιωδώς σκιωδώς adv σκλάβα σκλάβα nom σκλάβου σκλάβος nom σκλάβωσε σκλαβώνω ver σκλήθρα σκλήθρα nom σκλήρυναν σκληραίνω ver σκλήρυνση σκλήρυνση nom σκλήρωση σκλήρωση nom σκλαβιά σκλαβιά nom σκλαβοπάζαρα σκλαβοπάζαρο nom σκληρά σκληρά adv σκληράδα σκληράδα nom σκληράς σκληράς nom σκληρές σκληρός adj σκληραγωγήσει σκληραγωγώ ver σκληραγώγηση σκληραγώγηση nom σκληροτράχηλα σκληροτράχηλος adj σκληρόκαρδο σκληρόκαρδος adj σκληρότητάς σκληρότητα nom σκληρόφυλλης σκληρόφυλλος adj σκνίπα σκνίπα nom σκοινί σκοινί nom σκολίωση σκολίωση nom σκολειό σκολειό nom σκολιό σκολιός adj σκονάκι σκονάκι nom σκονισμένα σκονίζω ver σκοντάφτει σκοντάφτω ver σκονών σκόνη nom σκοπέλους σκόπελος nom σκοπίμως σκόπιμα adv σκοπεί σκοπώ ver σκοπείται σκοπείται ver σκοπελίτικη σκοπελίτικος adj σκοπευτές σκοπευτής nom σκοπευτήριο σκοπευτήριο nom σκοπευτικά σκοπευτικός adj σκοπεύαμε σκοπεύω ver σκοπεύτρια σκοπεύτρια nom σκοπιά σκοπιά nom σκοπιμότητες σκοπιμότητα nom σκοποί σκοπός nom σκοποβολή σκοποβολή nom σκοπούμενη σκοπούμενη adj σκοπούμενο σκοπούμενο adj σκορ σκορ nom σκοράρει σκοράρω ver σκορβούτο σκορβούτο nom σκορδαλιά σκορδαλιά nom σκορπά σκορπάω ver σκορπίζει σκορπίζω ver σκορπίσαν σκορπάω|σκορπίζω ver σκορπιοί σκορπιός nom σκορποχώρι σκορποχώρι nom σκοτάδι σκοτάδι nom σκοτία σκοτία nom σκοτίζει σκοτίζω ver σκοταδισμού σκοταδισμός nom σκοταδιστές σκοταδιστής nom σκοταδιστικές σκοταδιστικός adj σκοτείνιαζε σκοτεινιάζω ver σκοτεινά σκοτεινά adv σκοτεινές σκοτεινός adj σκοτεινιά σκοτεινιά nom σκοτεινότητα σκοτεινότητα nom σκοτοδίνη σκοτοδίνη nom σκοτούρα σκοτούρα nom σκοτσέζικα σκωτσέζικος adj σκοτωθεί σκοτώνω ver σκοτωμοί σκοτωμός nom σκουλήκι σκουλήκι nom σκουλαρίκι σκουλαρίκι nom σκουμπρί σκουμπρί nom σκουπίδι σκουπίδι nom σκουπίζει σκουπίζω ver σκουπιδαριό σκουπιδαριό nom σκουπιδιάρη σκουπιδιάρης nom σκουπιδιάρικα σκουπιδιάρικο nom σκουπιδοτενεκέ σκουπιδοτενεκές nom σκουπιδότοπος σκουπιδότοπος nom σκουπόξυλα σκουπόξυλο nom σκουραίνει σκουραίνω ver σκουριά σκουριά nom σκουριάζει σκουριάζω ver σκουριασμένα σκουριασμένος adj σκουρόχρωμη σκουρόχρωμος adj σκουτιά σκουτί nom σκουφάκι σκουφάκι nom σκουφί σκουφί nom σκουός σκουός nom σκούνα σκούνα nom σκούντημα σκούντημα nom σκούπα σκούπα nom σκούπισμα σκούπισμα nom σκούρα σκούρος adj σκούτερ σκούτερ nom σκούφια σκούφια nom σκούφο σκούφος nom σκράπας σκράπας nom σκρόφα σκρόφα nom σκυθρωπά σκυθρωπός adj σκυλάδικα σκυλάδικο nom σκυλάκι σκυλάκι nom σκυλί σκυλί nom σκυλίσια σκυλίσιος adj σκυλεύσουν σκυλεύω ver σκυλόψαρα σκυλόψαρο nom σκυριανά σκυριανός adj σκυροδέματος σκυρόδεμα nom σκυτάλες σκυτάλη nom σκυταλοδρομία σκυταλοδρομία nom σκυφτά σκυφτός adj σκωληκοειδή σκωληκοειδής adj σκωληκοειδίτιδα σκωληκοειδίτιδα nom σκωπτικά σκωπτικά adv σκωπτική σκωπτικός adj σκωρίας σκωρία nom σκωριάσεις σκωρίαση nom σκωτικό σκωτικό adj σκόντο σκόντο nom σκόπευση σκόπευση nom σκόπιμες σκόπιμος adj σκόρδα σκόρδο nom σκόρερ σκόρερ nom σκόρπια σκόρπια adv σκόρπιες σκόρπιος adj σκόρπισμα σκόρπισμα nom σκότη σκότος nom σκύβαλα σκύβαλο nom σκύλα σκύλα nom σκύλε σκύλος nom σκύλευση σκύλευση nom σκύρα σκύρο nom σκύψιμο σκύψιμο nom σκώληκα σκώληκας nom σλάβικη σλαβικός adj σλάλομ σλάλομ nom σλαβόφωνη σλαβόφωνος adj σλοβάκικα σλοβάκικος adj σλοβένικα σλοβενικός adj σλοβένικη σλοβένικος adj σλοβακικά σλοβακικός adj σλόγκαν σλόγκαν nom σμάλτα σμάλτο nom σμάρι σμάρι nom σμέρνα σμέρνα nom σμήγμα σμήγμα nom σμήναρχο σμήναρχος nom σμήνη σμήνος nom σμίκρυναν σμικρύνω ver σμίκρυνση σμίκρυνση nom σμίλες σμίλη nom σμίλευαν σμιλεύω ver σμίλευσαν σμίλευσαν ver σμίξιμο σμίξιμο nom σμαράγδι σμαράγδι nom σμαραγδένια σμαραγδένιος adj σμηγματογόνων σμηγματογόνος adj σμηνία σμηνίας nom σμηνίτες σμηνίτης nom σμηναγού σμηναγός nom σμιλευτής σμιλευτός adj σμιχτά σμιχτός adj σμπάρο σμπάρος nom σμπαράλια σμπαράλια nom σμυρίγλι σμυρίγλι nom σμυριδεργάτες σμυριδεργάτης nom σμυριδορυχεία σμυριδορυχεία nom σμυριδωρυχεία σμυριδωρυχείο nom σμυριδόπανα σμυριδόπανο nom σμυρνέικα σμυρναϊκός adj σμόκιν σμόκιν nom σμύριδα σμύριδα nom σμύριδας σμύριδας nom σνίτσελ σνίτσελ nom σνομπ σνομπ adj σνομπάρει σνομπάρω ver σνομπισμού σνομπισμός nom σοβά σοβάς nom σοβάρεψαν σοβαρεύω ver σοβαντισμένοι σοβαντίζω ver σοβαρά σοβαρά adv σοβαρές σοβαρός adj σοβαρολογεί σοβαρολογώ ver σοβαροφάνεια σοβαροφάνεια nom σοβαροφανές σοβαροφανής adj σοβαρότητά σοβαρότητα nom σοβατζήδες σοβατζής nom σοβατισμένους σοβατίζω ver σοβεί σοβώ ver σοβιέτ σοβιέτ nom σοβιετικά σοβιετικός adj σοβινισμού σοβινισμός nom σοβινιστικές σοβινιστικός adj σογιέλαιο σογιέλαιο nom σογιού σόι nom σοδειά σοδειά nom σοδομία σοδομία nom σοδομισμού σοδομισμός nom σοκ σοκ nom σοκάκι σοκάκι nom σοκάρει σοκάρω ver σοκολάτα σοκολάτα nom σοκολατένια σοκολατένιος adj σολ σολ nom σολέας σολέα nom σολίστ σολίστ nom σολίστα σολίστας nom σολιψισμό σολιψισμός nom σολοικισμοί σολοικισμός nom σολομοί σολομός nom σολομώντεια σολομώντειος adj σολφέζ σολφέζ nom σολωμικά σολωμικός adj σομπρέρο σομπρέρο nom σονάτα σονάτα nom σονέτα σονέτο nom σορβιτόλη σορβιτόλη nom σοροί σορός nom σοροκάδα σοροκάδα nom σορολόπ σορολόπ nom σορτ σορτ nom σορτς σορτς nom σορτσάκι σορτσάκι nom σορόκος σορόκος nom σοσιαλίστρια σοσιαλίστρια nom σοσιαλδημοκράτες σοσιαλδημοκράτης nom σοσιαλδημοκρατία σοσιαλδημοκρατία nom σοσιαλδημοκρατικά σοσιαλδημοκρατικός adj σοσιαλισμού σοσιαλισμός nom σοσιαλιστές σοσιαλιστής nom σοσιαλιστικά σοσιαλιστικός adj σοτέ σοτέ nom σοταρισμένα σοτάρω ver σουέτ σουέτ nom σουαρέ σουαρέ nom σουβενίρ σουβενίρ nom σουβλάκι σουβλάκι nom σουβλίζει σουβλίζω ver σουβλερή σουβλερός adj σουβλιά σουβλιά nom σουβλιστά σουβλιστός adj σουγιά σουγιάς nom σουδανικά σουδανικός adj σουηδικά σουηδικός adj σουηδοί σουηδοί nom σουηδός σουηδός nom σουηδών σουηδών nom σουκρόζη σουκρόζη nom σουλιώτικα σουλιώτικος adj σουλουπωθεί σουλουπώνω ver σουλούπωμα σουλούπωμα nom σουλτάνα σουλτάνα nom σουλτάνο σουλτάνος nom σουλτανάτου σουλτανάτο nom σουλτανίνα σουλτανίνα nom σουλτανικά σουλτανικός adj σουλφίδια σουλφίδια nom σουλφονυλουρία σουλφονυλουρία nom σουλφονυλουρίας σουλφονυλουρίας nom σουλφονυλουρίες σουλφονυλουρίες nom σουμάδα σουμάδα nom σουμπρέτα σουμπρέτα nom σουνίτες σουνίτης nom σουξέ σουξέ nom σουπιά σουπιά nom σουρεαλισμού σουρεαλισμός nom σουρεαλιστές σουρεαλιστής nom σουρεαλιστικά σουρεαλιστικός adj σουρντίνα σουρντίνα nom σουρούπωνε σουρουπώνει ver σουρωτήρι σουρωτήρι nom σουσάμι σουσάμι nom σουσουράδα σουσουράδα nom σουτ σουτ nom σουτάρει σουτάρω ver σουτάρισμα σουτάρισμα nom σουτέρ σουτέρ nom σουτζουκάκια σουτζουκάκι nom σουτζούκι σουτζούκι nom σουτιέν σουτιέν nom σουφισμός σουφισμός nom σουφραζέτα σουφραζέτα nom σοφά σοφά adv σοφέ σοφός adj σοφέρ σοφέρ nom σοφία σοφία nom σοφίζεται σοφίζομαι ver σοφίσματα σόφισμα nom σοφίτα σοφίτα nom σοφερίνα σοφερίνα nom σοφιστές σοφιστής nom σοφιστεία σοφιστεία nom σοφιστικά σοφιστικός adj σοφιστικέ σοφιστικέ adj σοφολογιότατες σοφολογιότατος adj σοφράς σοφράς nom σοφώτερος σοφώτερος adj σούβλα σούβλα nom σούβλισμα σούβλισμα nom σούμα σούμα nom σούπα σούπα nom σούπερμαν σούπερμαν nom σούρβα σούρβο nom σούρουπο σούρουπο nom σούρτα σούρτης nom σούσουρο σούσουρο nom σούστα σούστα nom σπάγκο σπάγκος nom σπάθα σπάθα nom σπάθες σπάθα|σπάθη nom σπάθη σπάθη nom σπάλα σπάλα nom σπάνεως σπάνις nom σπάνια σπάνια adv σπάνιας σπάνιος adj σπάνιζαν σπανίζω ver σπάραγμα σπάραγμα nom σπάραζε σπαράζω ver σπάργανα σπάργανο nom σπάρο σπάρος nom σπάρτο σπάρτο nom σπάσιμο σπάσιμο nom σπάταλα σπάταλος adj σπάτουλα σπάτουλα nom σπέκουλα σπέκουλα nom σπέρμα σπέρμα nom σπήλαια σπήλαιο nom σπίθα σπίθα nom σπίκερ σπίκερ nom σπίλους σπίλος nom σπίλωσε σπιλώνω ver σπίλωση σπίλωση nom σπίνοι σπίνος nom σπίρτα σπίρτο nom σπίτι σπίτι nom σπαγκοραμμένος σπαγκοραμμένος adj σπαζοκεφαλιά σπαζοκεφαλιά nom σπαθάριοι σπαθάριος nom σπαθί σπαθί nom σπαθιά σπαθιά nom σπανάκι σπανάκι nom σπανή σπανός adj σπανακόπιτα σπανακόπιτα nom σπανακόρυζο σπανακόρυζο nom σπανιότητα σπανιότητα nom σπαράγγια σπαράγγι nom σπαραγμοί σπαραγμός nom σπαρακτικά σπαρακτικά adv σπαρακτική σπαρακτικός adj σπαρτά σπαρτός adj σπαρταρά σπαρταρώ ver σπαρταριστό σπαρταριστός adj σπαρτιάτικη σπαρτιάτικος adj σπασίκλα σπασίκλας nom σπασμοί σπασμός nom σπασμωδικά σπασμωδικά adv σπασμωδικές σπασμωδικός adj σπασμωδικότητα σπασμωδικότητα nom σπαστά σπαστά adv σπαστική σπαστικός adj σπατάλες σπατάλα nom σπατάλη σπατάλη nom σπατάλησα σπαταλάω ver σπείρα σπείρα nom σπειράματα σπείραμα nom σπειροειδές σπειροειδής adj σπειροειδώς σπειροειδώς adv σπειρώματα σπείρωμα nom σπερματέγχυση σπερματέγχυση nom σπερματικά σπερματικός adj σπερματογένεση σπερματογένεση nom σπερματοζωάρια σπερματοζωάριο nom σπερματοθήκες σπερματοθήκη nom σπεσιαλίστα σπεσιαλίστας nom σπεσιαλιτέ σπεσιαλιτέ nom σπετσιώτικα σπετσιώτικος adj σπηλαίο σπηλαίο adj σπηλαιολογία σπηλαιολογία nom σπηλαιολογικές σπηλαιολογικός adj σπηλαιολόγο σπηλαιολόγος nom σπηλαιώδεις σπηλαιώδης adj σπηλιά σπηλιά nom σπιζαετοί σπιζαετοί adj σπιζαετός σπιζαετός nom σπιθαμές σπιθαμή nom σπινθήρα σπινθήρας nom σπινθηροβόλα σπινθηροβόλος adj σπινθηρογράφημα σπινθηρογράφημα nom σπιούνος σπιούνος nom σπιράλ σπιράλ adj σπιρουνιών σπιρουνιά nom σπιρούνι σπιρούνι nom σπιρτάδα σπιρτάδα nom σπιρτόκουτο σπιρτόκουτο nom σπιτάκια σπιτάκι nom σπιτικά σπιτικός adj σπιτονοικοκυρά σπιτονοικοκυρά nom σπιτονοικοκύρη σπιτονοικοκύρης nom σπιτόφιδο σπιτόφιδο adj σπλάγχνα σπλάγχνο nom σπλάχνα σπλάχνο nom σπλήνα σπλήνα nom σπλαχνική σπλαγχνικός adj σπλαχνικοί σπλαχνικός adj σπληνάντερο σπληνάντερο nom σπογγαλιέων σπογγαλιέας nom σπογγαλιεία σπογγαλιεία nom σπογγαλιευτικό σπογγαλιευτικός adj σπογγώδεις σπογγώδης adj σποδός σποδός nom σπονδές σπονδή nom σπονδυλίτιδας σπονδυλίτιδα nom σπονδυλική σπονδυλικός adj σπονδυλωτά σπονδυλωτός adj σπονδύλου σπόνδυλος nom σπορ σπορ nom σπορά σπορά nom σπορέα σπορέας nom σπορέλαια σπορέλαιο nom σποραδικά σποραδικά adv σποραδικές σποραδικός adj σποτ σποτ nom σπουδάγματα σπούδαγμα nom σπουδάζει σπουδάζω ver σπουδάζοντες σπουδάζων adj σπουδάστρια σπουδάστρια nom σπουδές σπουδή nom σπουδαία σπουδαία adv σπουδαίας σπουδαίος adj σπουδαιότητάς σπουδαιότητα nom σπουδαστές σπουδαστής nom σπουδαστήρια σπουδαστήριο nom σπουδαστικά σπουδαστικός adj σπουδων σπουδων nom σπουργίτη σπουργίτης nom σπουργίτι σπουργίτι nom σπρωξίματα σπρώξιμο nom σπυράκια σπυράκι nom σπυρί σπυρί nom σπόγγο σπόγγος nom σπόνσορα σπόνσορας nom σπόντα σπόντα nom σπόρ σπόρ nom σπόρια σπόριο nom σπόρκα σπόρκα adv σπόρο σπόρος nom σπόρτσμαν σπόρτσμαν nom σσ σσ nom στους στου pre στάβλο στάβλος nom στάδια στάδιο nom στάθμες στάθμη nom στάθμευαν σταθμεύω ver στάθμευση στάθμευση nom στάθμισε σταθμίζω ver στάθμιση στάθμιση nom στάλα στάλα nom στάμνα στάμνα nom στάμπα στάμπα nom στάνες στάνη nom στάρι στάρι nom στάρλετ στάρλετ nom στάσεις στάση nom στάσιμα στάσιμος adj στάχτες στάχτη nom στάχυ στάχυ nom στέαρ στέαρ nom στεγασμένοι στεγάζω ver στέγασή στέγαση nom στέγαστρα στέγαστρο nom στέγες στέγη nom στέγνωμα στέγνωμα nom στέγνωνε στεγνώνω ver στέκα στέκα nom στέκι στέκι nom στέλεχος στέλεχος nom στέμμα στέμμα nom στέμφυλα στέμφυλο nom στέναξε στενάζω ver στένεμα στένεμα nom στένευαν στενεύω ver στένωμα στένωμα nom στένωση στένωση nom στέπα στέπα nom στέρεα στερεά adv στέρεας στέρεος adj στέρεψαν στερεύω ver στέρησαν στερώ ver στέρηση στέρηση nom στέριωμα στέριωμα nom στέριωνε στεριώνω ver στέρνα στέρνα nom στέρνο στέρνο nom στέρφα στέρφος adj στέφανα στέφανο nom στέφανο στέφανος nom στέψεις στέψη nom στήθη στήθος nom στήθια στήθι nom στήλες στήλη nom στήμονες στήμονας nom στήριγμα στήριγμα nom στήριζα στηρίζω ver στήριξη στήριξη nom στήσιμο στήσιμο nom στίβα στίβα nom στίβες στίβες nom στίβο στίβος nom στίγμα στίγμα nom στίλβης στίλβη nom στίλβωμα στίλβωμα nom στίλβωση στίλβωση nom στίξεις στίξη nom στίς στίς nom στίφη στίφος nom στίχο στίχος nom στα στα adv σταγονίδια σταγονίδιο nom σταγονόμετρο σταγονόμετρο nom σταγόνα σταγόνα nom σταδία σταδία nom σταδιακά σταδιακά adv σταδιακές σταδιακός adj σταδιοδρομήσει σταδιοδρομώ ver σταδιοδρομία σταδιοδρομία nom σταθεράν σταθερά nom σταθερές σταθερός adj σταθεροποίησαν σταθεροποιώ ver σταθεροποίηση σταθεροποίηση nom σταθεροποιητές σταθεροποιητής nom σταθεροποιητικά σταθεροποιητικός adj σταθερότητα σταθερότητα nom σταθμά σταθμά nom σταθμάρχη σταθμάρχης nom σταθμαρχείο σταθμαρχείο nom σταθμικά σταθμικός adj σταθμοί σταθμός nom στακάτο στακάτο adv σταλάζει σταλάζω ver σταλαγμίτες σταλαγμίτης nom σταλαγματιές σταλαγματιά nom σταλακτίτες σταλακτίτης nom σταλιά σταλιά nom σταλινικά σταλινικός adj σταλινισμού σταλινισμός nom σταλινιστής σταλινιστής nom σταμάτα σταματάω ver σταμάτημα σταμάτημα nom σταμνί σταμνί nom σταμπάρει σταμπάρω ver στανιό στανιό nom σταντ σταντ nom σταρ σταρ nom σταράτα σταράτα adv σταρένιο σταρένιος adj στασίασαν στασιάζω ver στασίδι στασίδι nom στασιαστές στασιαστής nom στασιμοπληθωρισμού στασιμοπληθωρισμός nom στασιμότητα στασιμότητα nom στασιωτικά στασιωτικά adj στατήρα στατήρας nom στατικά στατικά adv στατικές στατικός adj στατικότητα στατικότητα nom στατιστικά στατιστικά adv στατιστικές στατιστικός adj σταυραδέρφια σταυραδέρφι nom σταυρική σταυρικός adj σταυροί σταυρός nom σταυροβελονιά σταυροβελονιά nom σταυροδρόμι σταυροδρόμι nom σταυροειδή σταυροειδής adj σταυρολέξων σταυρόλεξο nom σταυροπηγιακή σταυροπηγιακός adj σταυροπόδι σταυροπόδι adv σταυρουδάκι σταυρουδάκι nom σταυροφορία σταυροφορία nom σταυροφόροι σταυροφόρος nom σταυρωθεί σταυρώνω ver σταυρωτά σταυρωτά adv σταυρωτές σταυρωτός adj σταυρόσχημη σταυρόσχημη adj σταυρώσεις σταύρωση nom σταφίδα σταφίδα nom σταφιδέμπορος σταφιδέμπορος nom σταφιδική σταφιδικός adj σταφιδοπαραγωγοί σταφιδοπαραγωγός nom σταφιδόψωμο σταφιδόψωμο nom σταφυλής σταφυλή nom σταφυλιού σταφύλι nom σταφυλοκοκκική σταφυλοκοκκική adj σταφυλόκοκκο σταφυλόκοκκος nom σταχτί σταχτής adj σταχτοδέλφινο σταχτοδέλφινο adj σταχτοδοχεία σταχτοδοχείο nom σταχτοτσικνιάς σταχτοτσικνιάς nom σταχυολογηθούν σταχυολογώ ver σταχυολόγηση σταχυολόγηση nom σταύρωμα σταύρωμα nom στείρα στείρος adj στείρωση στείρωση nom στεαρικό στεαρικό adj στεγανές στεγανός adj στεγανοποίηση στεγανοποίηση nom στεγανότητα στεγανότητα nom στεγαστικά στεγαστικός adj στεγνά στεγνά adv στεγνές στεγνός adj στεγνωτήρια στεγνωτήριο nom στειλεό στειλεός nom στειρωμένες στειρώνω ver στειρότητα στειρότητα nom στελέχωναν στελεχώνω ver στελέχωση στελέχωση nom στελεχικό στελεχικός adj στενά στενά adv στενάκι στενάκι nom στενάχωρα στενάχωρος adj στενές στενός adj στεναγμοί στεναγμός nom στεναχωρήθηκε στεναχωρώ ver στεναχώρια στενοχώρια nom στεναχώριες στεναχώρια nom στενογράφο στενογράφος nom στενοκέφαλος στενοκέφαλος adj στενομυαλιά στενομυαλιά nom στενοχωρήθηκα στενοχωρώ ver στεντόρεια στεντόρειος adj στενωπούς στενωπός nom στενόμακρα στενόμακρος adj στενόμυαλη στενόμυαλος adj στενότητα στενότητα nom στερέωμα στερέωμα nom στερέωνε στερεώνω ver στερέωση στερέωση nom στερεές στερεός adj στερεοποίηση στερεοποίηση nom στερεοποιείται στερεοποιώ ver στερεοσκοπικά στερεοσκοπικά adv στερεοτυπία στερεοτυπία nom στερεοτυπικά στερεοτυπικός adj στερεότυπη στερεότυπος adj στερεοφωνικά στερεοφωνικός adj στερεοχημεία στερεοχημεία nom στερεοχημική στερεοχημικός adj στερεωτικά στερεωτικός adj στερητικά στερητικός adj στεριά στεριά nom στεριανά στεριανός adj στερλίνα στερλίνα nom στερνά στερνά nom στερνή στερνός adj στερνοπαίδι στερνοπαίδι nom στεροειδές στεροειδές nom στερούμενα στερούμενος adj στερούσαν στερών adj στεφάνη στεφάνη nom στεφάνι στεφάνι nom στεφάνια στεφάνιο nom στεφάνωμα στεφάνωμα nom στεφάνωναν στεφανώνω ver στεφανιαία στεφανιαίος adj στηθάγχη στηθάγχη nom στηθαία στηθαίο nom στηθικά στηθικός adj στηθοσκόπιο στηθοσκόπιο nom στηθόδεσμο στηθόδεσμος nom στηλίτευαν στηλιτεύω ver στηλίτευση στηλίτευση nom στημονιού στημόνι nom στην στην adv στηριζομένη στηριζόμενος adj στηρικτικό στηρικτικός adj στητά στητός adj στιβάδα στιβάδα nom στιβάνια στιβάνι nom στιβαρά στιβαρά adv στιβαρές στιβαρός adj στιβαρότητα στιβαρότητα nom στιγμάτιζαν στιγματίζω ver στιγμές στιγμή nom στιγματισμού στιγματισμός nom στιγμιαία στιγμιαία adv στιγμιαίας στιγμιαίος adj στιγμιοτύπων στιγμιότυπο nom στικτή στικτός adj στιλ στιλ nom στιλέτα στιλέτο nom στιλβωμένα στιλβώνω ver στιλβωτής στιλβωτής nom στιλβωτικών στιλβωτικός adj στιλιζαρισμένες στιλιζάρω ver στιλπνά στιλπνός adj στιλπνότητα στιλπνότητα nom στισ στισ nom στιφάδα στιφάδο nom στιχηρών στιχηρός adj στιχογραφία στιχογραφία nom στιχομυθία στιχομυθία nom στιχοπλόκο στιχοπλόκος nom στιχουργήματα στιχούργημα nom στιχουργία στιχουργία nom στιχουργικά στιχουργικά adv στιχουργικές στιχουργικός adj στιχουργοί στιχουργός nom στλεγγίδες στλεγγίς nom στο στο adj στοά στοά nom στοίβα στοίβα nom στοίβαζαν στοιβάζω ver στοίχειωνε στοιχειώνω ver στοίχημα στοίχημα nom στοίχιζαν στοιχίζω ver στοίχιση στοίχιση nom στοίχους στοίχος nom στοιβάδα στοιβάδα nom στοιχήθηκαν στοιχώ ver στοιχεία στοιχείο nom στοιχειά στοιχειό nom στοιχειακές στοιχειακός adj στοιχειοθέτης στοιχειοθέτης nom στοιχειοθέτησε στοιχειοθετώ ver στοιχειοθέτηση στοιχειοθέτηση nom στοιχειοθεσία στοιχειοθεσία nom στοιχειωδών στοιχειώδης adj στοιχημάτιζαν στοιχηματίζω ver στοκ στοκ nom στολάρχου στόλαρχος nom στολές στολή nom στολίδι στολίδι nom στολίζει στολίζω ver στολίσκο στολίσκος nom στολίσματα στάλισμα nom στολισμού στολισμός nom στομάχι στομάχι nom στομάχου στόμαχος nom στομίου στόμιο nom στοματίτιδας στοματίτιδα nom στοματικές στοματικός adj στομαχικά στομαχικός adj στομαχόπονο στομαχόπονος nom στομφώδες στομφώδης adj στον στον adv στοπ στοπ nom στορ στορ nom στοργή στοργή nom στοργικά στοργικά adv στοργικές στοργικός adj στουπί στουπί nom στουρνάρια στουρνάρι nom στοχάζεται στοχάζομαι ver στοχασμοί στοχασμός nom στοχαστές στοχαστής nom στοχαστικά στοχαστικά adv στοχαστικές στοχαστικός adj στοχεία στοχεία nom στοχευόμενη στοχευόμενη adj στοχευόμενου στοχευόμενου adj στοχεύει στοχεύω ver στοχοθέτηση στοχοθέτηση nom στοχοθετημένη στοχοθετημένη ver στοχοθετημένο στοχοθετημένο ver στοχοθετημένων στοχοθετημένων ver στοχοι στοχοι nom στούντιο στούντιο nom στούρνος στούρνος nom στρ στρ nom στράβωσε στραβώνω ver στράγγιζε στραγγίζω ver στράτα στράτα nom στράτευμα στράτευμα nom στράτευση στράτευση nom στρέβλωσαν στρεβλώνω ver στρέβλωση στρέβλωση nom στρέμμα στρέμμα nom στρίγκλα στρίγκλα nom στρίγκλος στρίγκλος nom στρίμωγμα στρίμωγμα nom στρίμωξαν στριμώχνω ver στρίφωμα στρίφωμα nom στρίψιμο στρίψιμο nom στραβά στραβά adv στραβές στραβός adj στραβισμό στραβισμός nom στραβοπάτημα στραβοπάτημα nom στραβοπόδη στραβοπόδης adj στραβοτιμονιές στραβοτιμονιά nom στραβόξυλο στραβόξυλο nom στραγάλι στραγάλι nom στραγαλατζήδες στραγαλατζής nom στραγγάλισαν στραγγαλίζω ver στραγγαλισμού στραγγαλισμός nom στραγγαλιστή στραγγαλιστής nom στραγγιστήρι στραγγιστήρι nom στραμπούληγμα στραμπούληγμα nom στραπάτσο στραπάτσο nom στραπατσάρουν στραπατσάρω ver στρας στρας nom στρατάρχες στρατάρχης nom στρατήγημα στρατήγημα nom στρατί στρατί nom στραταρχική στραταρχικός adj στρατευτεί στρατεύομαι ver στρατεύσιμη στρατεύσιμος adj στρατηγέ στρατηγός nom στρατηγεία στρατηγείο nom στρατηγικά στρατηγικά adv στρατηγικές στρατηγικός adj στρατηγικής στρατηγική nom στρατηγώ στρατηγώ ver στρατηλάτες στρατηλάτης nom στρατιά στρατιά nom στρατιωτικούς στρατιωτικός nom στρατιωτών στρατιώτης nom στρατοί στρατός nom στρατοδίκες στρατοδίκης nom στρατοδικεία στρατοδικείο nom στρατοκράτες στρατοκράτης nom στρατοκρατία στρατοκρατία nom στρατοκρατική στρατοκρατικός adj στρατολογήθηκαν στρατολογώ ver στρατολογία στρατολογία nom στρατολογικά στρατολογικός adj στρατολόγοι στρατολόγος nom στρατονομία στρατονομία nom στρατονόμος στρατονόμος nom στρατοπέδευσαν στρατοπεδεύω ver στρατοπέδου στρατόπεδο nom στρατοπεδάρχη στρατοπεδάρχης nom στρατοσφαιρικό στρατοσφαιρικό adj στρατωνίστηκαν στρατωνίζω ver στρατωνισμού στρατωνισμός nom στρατόσφαιρα στρατόσφαιρα nom στρατώνα στρατώνα nom στρείδι στρείδι nom στρεβλά στρεβλά adv στρεβλές στρεβλός adj στρεμματικές στρεμματικός adj στρεπτόκοκκοι στρεπτόκοκκος nom στρες στρες nom στρεσάρει στρεσάρω ver στρεφόμενη στρεφόμενος adj στρεψοδικίας στρεψοδικία nom στριγγλίζει στριγγλίζω ver στριγκλιά στριγκλιά nom στριμμένα στριμμένος adj στριπτίζ στριπτίζ nom στριπτιζέζ στριπτιζέζ nom στριφογυρίζει στριφογυρίζω ver στριφογυρνάει στριφογυρνάω ver στριφογύρισε στριφογυρίζω|στριφογυρνάω ver στριφτά στριφτά adv στριφτές στριφτός adj στροβίλου στρόβιλος nom στροβιλίζεται στροβιλίζω ver στροβιλισμούς στροβιλισμός nom στροβιλιστική στροβιλιστικός adj στροβιλοκινητήρα στροβιλοκινητήρα nom στροβιλοκινητήρες στροβιλοκινητήρες nom στροβοσκοπίου στροβοσκόπιο nom στρογγυλά στρογγυλά adv στρογγυλάδας στρογγυλάδα nom στρογγυλές στρογγυλός adj στρογγυλεμένα στρογγυλεύω ver στρογγυλοποίηση στρογγυλοποίηση nom στρογγυλοποιείται στρογγυλοποιώ ver στρουθοκάμηλο στρουθοκάμηλος nom στρουθοκαμηλισμό στρουθοκαμηλισμός nom στρουκτουραλισμού στρουκτουραλισμός nom στρουμπουλό στρουμπουλός adj στροφές στροφή nom στροφείο στροφείο nom στροφιλιά στροφιλιά nom στροφόμετρο στροφόμετρο nom στρούγκα στρούγκα nom στρυφνά στρυφνός adj στρυφνότητα στρυφνότητα nom στρυχνίνη στρυχνίνη nom στρωμάτων στρώμα nom στρωματογραφία στρωματογραφία nom στρωματοποιημένες στρωματοποιημένες ver στρωμνή στρωμνή nom στρωσίδι στρωσίδι nom στρωτά στρωτά adv στρωτή στρωτός adj στρωτήρα στρωτήρα nom στρωτήρας στρωτήρας nom στρωτήρες στρωτήρες nom στρωτήρων στρωτήρων nom στρόντιο στρόντιο nom στρόφιγγα στρόφιγγα nom στρώσεις στρώση nom στρώσιμο στρώσιμο nom στυγερά στυγερά adv στυγερή στυγερός adj στυγνές στυγνός adj στυγνότητα στυγνότητα nom στυλ στυλ nom στυλίστα στυλίστας nom στυλίτες στυλίτης nom στυλοβάτες στυλοβάτης nom στυλωθεί στυλώνω ver στυλό στυλό nom στυμμένο στύβω ver στυτική στυτικός adj στυφή στυφός adj στωικά στωικά adv στωικές στωικός adj στωικισμού στωικισμός nom στωικότητα στωικότητα nom στό στό adj στόκο στόκος nom στόλο στόλος nom στόμα στόμα nom στόμφο στόμφος nom στόνοι στόνος nom στόφα στόφα nom στόχαστρα στόχαστρο nom στόχευση στόχευση nom στόχο στόχος nom στύλο στύλος nom στύσεις στύση nom στύψιμο στύψιμο nom συγγένεια συγγένεια nom συγγένευε συγγενεύω ver συγγενές συγγενής adj συγγενείας συγγενείας nom συγγενικά συγγενικός adj συγγνωστή συγγνωστός adj συγγνώμες συγγνώμη nom συγγράμματα σύγγραμμα nom συγγράφει συγγράφω ver συγγραφέα συγγραφέας nom συγγραφές συγγραφή nom συγγραφικά συγγραφικός adj συγκάλεσαν συγκαλώ ver συγκαλυμμένες συγκαλύπτω adj συγκάλυψη συγκάλυψη nom συγκάτοικο συγκάτοικος nom συγκεντρωνόταν συγκεντρώνω ver συγκέντρωση συγκέντρωση nom συγκίνησαν συγκινώ ver συγκίνηση συγκίνηση nom συγκαλούν συγκαλών adj συγκατάβαση συγκατάβαση nom συγκατάθεσή συγκατάθεση nom συγκατένευσαν συγκατανεύω ver συγκαταβατικά συγκαταβατικά adv συγκαταβατική συγκαταβατικός adj συγκαταλέγει συγκαταλέγω ver συγκατατέθηκε συγκατατίθεμαι ver συγκατοίκησε συγκατοικώ ver συγκατοίκηση συγκατοίκηση nom συγκατοικούν συγκατοικών adj συγκείμενο συγκείμενο nom συγκεκαλυμμένο συγκεκαλυμμένος adj συγκεκριμένα συγκεκριμένα adv συγκεκριμένες συγκεκριμένος adj συγκεκριμενοποίηση συγκεκριμενοποίηση nom συγκεκριμενοποιήθηκαν συγκεκριμενοποιώ ver συγκεντρωτικά συγκεντρωτικά adv συγκεντρωτικές συγκεντρωτικός adj συγκεντρωτισμού συγκεντρωτισμός nom συγκεράσει συγκερνώ ver συγκερασμού συγκερασμός nom συγκεφαλαιώνει συγκεφαλαιώνω ver συγκεχυμένα συγκεχυμένα adv συγκεχυμένες συγκεχυμένος adj συγκεχυμένοι συγχέω ver συγκινητικά συγκινητικά adv συγκινητικές συγκινητικός adj συγκλήσεις σύγκληση nom συνέκλινε συγκλίνω ver συγκλίσεις σύγκλιση nom συγκληρονόμοι συγκληρονόμος nom συγκλητική συγκλητικός adj συγκλονίζει συγκλονίζω ver συγκλονισμό συγκλονισμός nom συγκλονιστικά συγκλονιστικά adv συγκλονιστικές συγκλονιστικός adj συγκοινωνία συγκοινωνία nom συγκοινωνιακά συγκοινωνιακός adj συγκοινωνιολόγοι συγκοινωνιολόγος nom συγκοινωνούν συγκοινωνώ ver συγκολλά συγκολλάω ver συγκολλήσεις συγκόλληση nom συγκολλητικές συγκολλητικός adj συγκομιδές συγκομιδή nom συγκοπές συγκοπή nom συγκράτησα συγκρατώ ver συγκράτηση συγκράτηση nom συγκρίθηκαν συγκρίνω ver συγκρίσει συγκρίσει ver συγκρίσεις σύγκριση nom συγκρίσιμα συγκρίσιμος adj συγκρητισμού συγκρητισμός nom συγκρισιμότητα συγκρισιμότητα nom συγκριτικά συγκριτικά adv συγκριτικές συγκριτικός adj συγκροτήθηκαν συγκροτώ ver συγκροτήματα συγκρότημα nom συγκροτήσεως συγκρότηση nom συγκροτημένα συγκροτημένα adv συγκροτούμενες συγκροτούμενες adj συγκρουσθεί συγκρούομαι ver συγκρουόμενα συγκρουόμενος adj συγκρούσεις σύγκρουση nom συγκυβέρνησαν συγκυβερνάω ver συγκυβέρνηση συγκυβέρνηση nom συγκυβερνήτες συγκυβερνήτης nom συγκυρία συγκυρία nom συγκυρίαρχος συγκυρίαρχος adj συγκυριακές συγκυριακός adj συγκυριαρχία συγκυριαρχία nom συγυρίζουν συγυρίζω ver συγχάρηκε συγχαίρω ver συγχαρητήρια συγχαρητήριος adj συγχαρητηρίων συγχαρητήρια nom συγχορήγηση συγχορήγηση nom συγχορδία συγχορδία nom συγχορηγείται συγχορηγείται ver συγχρηματοδοτήθηκε συγχρηματοδοτώ ver συγχρηματοδοτούμενα συγχρηματοδοτούμενος adj συγχρηματοδότηση συγχρηματοδότηση nom συγχρονία συγχρονία nom συγχρονίζει συγχρονίζω ver συγχρονικά συγχρονικά adv συγχρονισμού συγχρονισμός nom συγχρωτίζεται συγχρωτίζομαι ver συγχρωτισμό συγχρωτισμός nom συγχρόνως σύγχρονα adv συγχυσμένες συγχύζω ver συγχωνευθεί συγχωνεύω ver συγχωνευομένων συγχωνευόμενος adj συγχωνεύσεις συγχώνευση nom συγχωρέσει συγχωρώ ver συγχωριανή συγχωριανός adj συγχωροχάρτι συγχωροχάρτι nom συγχύσεις σύγχυση nom συγύρισμα συγύρισμα nom συζήτησή συζήτηση nom συζήτησα συζητάω ver συζεί συζώ ver συζευχθούν συζευγνύω ver συζεύξεις σύζευξη nom συζητήσιμα συζητήσιμος adj συζητητές συζητητής nom συζητώνται συζητώνται ver συζυγία συζυγία nom συζυγικά συζυγικός adj συζύγου σύζυγος nom συθέμελα συθέμελα adv συκιά συκιά nom συκομουριές συκομουριά nom συκοφάντες συκοφάντης nom συκοφάντησαν συκοφαντώ ver συκοφαντία συκοφαντία nom συκοφαντικά συκοφαντικά adv συκοφαντικές συκοφαντικός adj συκωτάκια συκωτάκι nom συκωταριά συκωταριά nom συκωτιού συκώτι nom συλ συλ nom συλήθηκαν συλώ ver συλλάβει συλλαμβάνω ver συλλέγει συλλέγω ver συλλέκτες συλλέκτης nom συλλέκτρια συλλέκτρια nom συλλήβδην συλλήβδην adv συλλήψεις σύλληψη nom συλλαβές συλλαβή nom συλλαβική συλλαβικός adj συλλαβισμού συλλαβισμός nom συλλαλητήρια συλλαλητήριο nom συλλεγέντα συλλεγέντα nom συλλεγεί συλλεγεί ver συλλεγούν συλλεγούν ver συλλειτουργήσουν συλλειτουργώ ver συλλειτουργία συλλειτουργία nom συλλειτουργών συλλειτουργός nom συλλεκτικά συλλεκτικός adj συλλογέας συλλογέας nom συλλογές συλλογή nom συλλογίζεται συλλογίζομαι ver συλλογίστηκε συλλογιέμαι|συλλογίζομαι|συλλογούμαι ver συλλογιέμαι συλλογιέμαι ver συλλογικά συλλογικά adv συλλογικές συλλογικός adj συλλογικότητα συλλογικότητα nom συλλογισμοί συλλογισμός nom συλλογιστικά συλλογιστικός adj συλλυπητήρια συλλυπητήριος adj συλλυπητηρίων συλλυπητήρια nom συλλόγου σύλλογος nom συλφίδες συλφίδα nom συμ συμ nom συμβάδιζαν συμβαδίζω ver συμβάλει συμβάλλω ver συμβάντων συμβάν nom συμβάσεις σύμβαση nom συμβία συμβία nom συμβίβασε συμβιβάζω ver συμβίωναν συμβιώνω ver συμβίωση συμβίωση nom συμβαίνει συμβαίνω ver συμβαλλόμενα συμβαλλόμενος adj συμβασιούχοι συμβασιούχος adj συμβατά συμβατός adj συμβατικά συμβατικά adv συμβατικές συμβατικός adj συμβατικότητα συμβατικότητα nom συμβατότητά συμβατότητα nom συμβιβασμοί συμβιβασμός nom συμβιβαστικά συμβιβαστικά adv συμβιβαστικές συμβιβαστικός adj συμβληθέντες συμβληθείς adj συμβολές συμβολή nom συμβολίζει συμβολίζω ver συμβολαίου συμβόλαιο nom συμβολαιογράφο συμβολαιογράφος nom συμβολαιογραφείο συμβολαιογραφείο nom συμβολαιογραφικά συμβολαιογραφικός adj συμβολικά συμβολικά adv συμβολικές συμβολικός adj συμβολισμοί συμβολισμός nom συμβολιστές συμβολιστής nom συμβολιστικές συμβολιστικός adj συμβουλάτορα συμβουλάτορας nom συμβουλές συμβουλή nom συμβουλέψει συμβουλεύω ver συμβουλίου συμβούλιο nom συμβουλίω συμβουλίω ver συμβουλευτικά συμβουλευτικά adv συμβουλευτικές συμβουλευτικός adj συμβούλου σύμβουλος nom συμβόλου σύμβολο nom συμμάζεμα συμμάζεμα nom συμμάζεψε συμμαζεύω ver συμμάχησαν συμμαχώ ver σύμμαχος σύμμαχος adj συμμέτοχη συμμέτοχος adj συμμαθήτρια συμμαθήτρια nom συμμαθητές συμμαθητής nom συμμαχία συμμαχία nom συμμαχικά συμμαχικός adj συμμερίζεσαι συμμερίζομαι ver συμμετάσχει συμμετέχω ver συμμετάσχοντες συμμετάσχων adj συμμετέχον συμμετέχων adj συμμετοχές συμμετοχή nom συμμετοχης συμμετοχης nom συμμετοχικά συμμετοχικός adj συμμετρία συμμετρία nom συμμετρικά συμμετρικά adv συμμετρικές συμμετρικός adj συμμετρικότητα συμμετρικότητα nom συμμιγής συμμιγής adj συμμορία συμμορία nom συμμορίτες συμμορίτης nom συμμορίτικη συμμορίτικος adj συμμοριτοπόλεμο συμμοριτοπόλεμος nom συμμορφούμενα συμμορφούμενα adj συμμορφούμενων συμμορφούμενων adj συμμορφωθεί συμμορφώνω ver συμμορφώσεως συμμόρφωση nom συμπάθειά συμπάθεια nom συμπάθησα συμπαθώ ver συμπάθιο συμπάθιο nom συμπάντων σύμπαν nom συμπάσχει συμπάσχω ver συμπέθερο συμπέθερος nom συμπέραιναν συμπεραίνω ver συμπέρασμα συμπέρασμα nom συμπέσει συμπίπτω ver συμπήξει συμπηγνύω ver συμπιεστούν συμπιέζω ver συμπίεση συμπίεση nom συμπίλημα συμπίλημα nom συμπαίκτες συμπαίκτης nom συμπαίκτρια συμπαίκτρια nom συμπαίχτες συμπαίχτης nom συμπαίχτρια συμπαίχτρια nom συμπαγές συμπαγής adj συμπαθές συμπαθής adj συμπαθητικά συμπαθητικά adv συμπαθητικές συμπαθητικός adj συμπαθώς συμπαθώς adv συμπαιγνία συμπαιγνία nom συμπαράσταση συμπαράσταση nom συμπαράταξη συμπαράταξη nom συμπαρέσυραν συμπαρασέρνω ver συμπαραγωγές συμπαραγωγή nom συμπαραστάθηκαν συμπαραστέκομαι ver συμπαραστάτες συμπαραστάτης nom συμπαρασύροντας συμπαρασύρω ver συμπαρατάσσεται συμπαρατάσσομαι ver συμπατριωτών συμπατριώτης nom συμπατριώτισσα συμπατριώτισσα nom συμπεθέρα συμπεθέρα nom συμπερίληψή συμπερίληψη nom συμπερασμα συμπερασμα nom συμπερασματικά συμπερασματικά adv συμπερασματικές συμπερασματικός adj συμπερασμό συμπερασμός nom συμπεριέλαβα συμπεριλαμβάνω ver συμπεριλήφθησαν συμπεριλήφθησαν ver συμπεριλαμβανομένων συμπεριλαμβανόμενος adj συμπεριφέρεσαι συμπεριφέρομαι ver συμπεριφορά συμπεριφορά nom συμπεριφορικά συμπεριφορικά adv συμπεριφορικές συμπεριφορικές adj συμπεριφορικών συμπεριφορικών adj συμπεριφορισμός συμπεριφορισμός nom συμπεριφοριστικές συμπεριφοριστικός adj συμπεφωνημένη συμπεφωνημένος adj συμπιεστική συμπιεστικός adj συμπλέγματα σύμπλεγμα nom συμπλέει συμπλέω ver συμπλέκει συμπλέκω ver συμπλέκτη συμπλέκτης nom συμπλήρωμα συμπλήρωμα nom συμπλήρωνα συμπληρώνω ver συμπλήρωσή συμπλήρωση nom συμπληγάδες συμπληγάδες nom συμπληρούμενη συμπληρούμενος adj συμπληρωθείσα συμπληρωθείς adj συμπληρωματικά συμπληρωματικά adv συμπληρωματικές συμπληρωματικός adj συμπληρωματικότητα συμπληρωματικότητα nom συμπλοιοκτήτες συμπλοιοκτήτης nom συμπλοιοκτησία συμπλοιοκτησία nom συμπλοκές συμπλοκή nom συμπλόκων συμπλόκων nom συμπολίτες συμπολίτης nom συμπολίτευση συμπολίτευση nom συμπολίτισσα συμπολίτισσα nom συμπολεμήσει συμπολεμώ ver συμπολεμιστές συμπολεμιστής nom συμπολιτεία συμπολιτεία nom συμπονά συμπονώ ver συμπονετικά συμπονετικός adj συμπορεύεται συμπορεύομαι ver συμποσίου συμπόσιο nom συμποσιακά συμποσιακός adj συμποσιαστές συμποσιαστής nom συμπράξει συμπράττω ver συμπράξεις σύμπραξη nom συμπραττόντων συμπράττων adj συμπροφορά συμπροφορά nom συμπρωταγωνίστησε συμπρωταγωνιστώ ver συμπρωταγωνίστρια συμπρωταγωνίστρια nom συμπρωταγωνιστές συμπρωταγωνιστής nom συμπρωτεύουσα συμπρωτεύουσα nom συμπρόεδροι συμπρόεδρος nom συμπτυχθεί συμπτύσσω ver συμπτωμάτων σύμπτωμα nom συμπτωματικά συμπτωματικά adv συμπτωματικές συμπτωματικός adj συμπτωματολογία συμπτωματολογία nom συμπτύξεις σύμπτυξη nom συμπτώσεις σύμπτωση nom συμπυκνωθεί συμπυκνώνω ver συμπυκνωτής συμπυκνωτής nom συμπυκνώματα συμπύκνωμα nom συμπυκνώσεις συμπύκνωση nom συμπόνια συμπόνια nom συμπόνοια συμπόνοια nom συμφέρει συμφέρω ver συμφέρον συμφέρον nom συμφέροντες συμφέρων adj συμφεροντολογικά συμφεροντολογικός adj συμφεροντολόγοι συμφεροντολόγος nom συμφιλίωσαν συμφιλιώνω ver συμφιλίωση συμφιλίωση nom συμφιλιωτικές συμφιλιωτικός adj συμφοιτήτριες συμφοιτήτρια nom συμφοιτητές συμφοιτητής nom συμφορά συμφορά nom συμφορήσεις συμφόρηση nom συμφορητική συμφορητικός adj συμφραζόμενα συμφραζόμενα nom συμφυές συμφυής adj συμφυρμό συμφυρμός nom συμφωνήθηκαν συμφωνώ ver συμφωνία συμφωνία nom συμφωνα συμφωνα adv συμφωνηθέν συμφωνηθείς adj συμφωνητικά συμφωνητικό nom συμφωνικά συμφωνικά adv συμφωνικές συμφωνικός adj συμφύρεται συμφύρω ver συμφύσεων σύμφυση nom συμφώνου σύμφωνο nom συμφώνως σύμφωνα adv συμψηφίζει συμψηφίζω ver συμψηφισμού συμψηφισμός nom συν συν pre συνάγει συνάγω ver συνάδει συνάδω ver συνάδελφε συνάδελφος nom συνάζονται συνάζω ver συνάθροιση συνάθροιση nom συνάλλαγμα συνάλλαγμα nom συνάμα συνάμα adv συνανθρώπους συνάνθρωπος nom συνάντησή συνάντηση nom συνάντησα συναντώ ver συνάξεις σύναξη nom συνάπτει συνάπτω ver συνάρθρωση συνάρθρωση nom συνάρπαζαν συναρπάζω ver συνάρτηση συνάρτηση nom συνάσπισε συνασπίζω ver συνάφειάς συνάφεια nom συνάφθηκαν συνάφθηκαν ver συνάχθηκαν συνάγω|συνάζω ver συνάχι συνάχι nom συνάψεις σύναψη nom συνδεθεί συνδέω ver συνδράμει συνδράμω adv συνέδρια συνέδριο nom συνέδρου σύνεδρος nom συνέθεσαν συνθέτω ver συνέθλιβαν συνθλίβω ver συνέλευση συνέλευση nom συνέλθει συνέρχομαι ver συνένοχη συνένοχος adj συνέντευξής συνέντευξη nom συνένωνε συνενώνω ver συνένωση συνένωση nom συνέπαιρνε συνεπαίρνω ver συνέπειές συνέπεια nom συνέργεια συνέργεια nom συνέργια συνέργια adj συνέργιες συνέργιες nom συνέρρεαν συρρέω ver συνέρχεσθαι συνέρχεσθαι nom συνέσεως σύνεση nom συνέστηναν συστήνω ver συνέστησα συνιστώ|συστήνω ver συνέταιρο συνέταιρος nom συνέταξα συντάσσω ver συνέτειναν συντείνω ver συνέτρεξαν συντρέχω ver συνέτριψαν συντρίβω ver συνέτρωγαν συντρώγω ver συνέφεραν συνεφέρνω ver συνέχει συνέχω ver συνέχειά συνέχεια nom συνέχιζα συνεχίζω ver συνέχισή συνέχιση nom συνήγειρε συναγείρω ver συνήγορε συνήγορος nom συνήθειά συνήθεια nom συνήθειο συνήθειο nom συνήθεις συνήθης adj συνήθιζα συνηθίζω ver συνήθως συνήθως adv συνήργησε συνεργώ ver συνήχηση συνήχηση nom συνίστατο συνιστώ nom συναίνεσή συναίνεση nom συναίνεσα συναινώ ver συναίρεση συναίρεση nom συναίσθημα συναίσθημα nom συναίσθηση συναίσθηση nom συναγελάζεται συναγελάζομαι ver συναγερμοί συναγερμός nom συναγρίδα συναγρίδα nom συναγωγές συναγωγή nom συναγωνίζεται συναγωνίζομαι ver συναγωνίστριες συναγωνίστρια nom συναγωνισμού συναγωνισμός nom συναγωνιστές συναγωνιστής nom συναγωνιστικές συναγωνιστικός adj συναδελφικά συναδελφικά adv συναδελφικές συναδελφικός adj συναδελφικότητα συναδελφικότητα nom συναθλήτρια συναθλήτρια nom συναθλητές συναθλητής nom συναθροίζει συναθροίζω ver συναινετικά συναινετικός adj συναινούντων συναινών adj συναιρεί συναιρώ ver συναισθάνεται συναισθάνομαι ver συναισθηματικά συναισθηματικά adv συναισθηματικές συναισθηματικός adj συναισθηματικότητα συναισθηματικότητα nom συναισθησίας συναισθησία nom συνακολουθούν συνακολουθώ ver συνακολούθως συνακόλουθα adv συνακόλουθες συνακόλουθος adj συναλλάσσεσαι συναλλάσσω ver συναλλαγές συναλλαγή nom συναλλαγματικά συναλλαγματικός adj συναλλακτικά συναλλακτικός adj συναλλασσομένων συναλλασσόμενος adj συναναστράφηκε συναναστρέφομαι ver συναναστροφές συναναστροφή nom συναξάρι συναξάρι nom συναξαριστής συναξαριστής nom συναπάντημα συναπάντημα nom συναπαρτίζεται συναπαρτίζω ver συναποτελούν συναποτελώ ver συναπτά συναπτός adj συναπτικές συναπτικές nom συναπόφασης συναπόφαση nom συναριθμεί συναριθμώ ver συναρμογή συναρμογή nom συναρμολογήθηκαν συναρμολογώ ver συναρμολογήσεις συναρμολόγηση nom συναρμόδια συναρμόδιος adj συναρμόζει συναρμόζω ver συναρπαστικά συναρπαστικά adv συναρπαστικές συναρπαστικός adj συναρτά συναρτώ ver συνασπισμοί συνασπισμός nom συναυλία συναυλία nom συναυτουργία συναυτουργία nom συναυτουργός συναυτουργός nom συναφές συναφής adj συναφθείσα συναφθείς adj συναφώς συναφώς adv συναχωμένος συναχώνομαι ver σύνδεσής σύνδεση adv συνδέσμου σύνδεσμος nom συνδίκου σύνδικος nom συνδαιτυμόνα συνδαιτυμόνας nom συνδαυλίζει συνδαυλίζω ver συνδεομένων συνδεόμενος adj συνδεσμολογία συνδεσμολογία nom συνδετήρα συνδετήρας nom συνδετήρια συνδετήριος adj συνδετικά συνδετικός adj συνδημότες συνδημότης nom συνδιάζει συνδιάζει ver συνδιάλεξη συνδιάλεξη nom συνδιάσκεψη συνδιάσκεψη nom συνδιαλλαγές συνδιαλλαγή nom συνδικάτα συνδικάτο nom συνδικαλίστρια συνδικαλίστρια nom συνδικαλισμού συνδικαλισμός nom συνδικαλιστές συνδικαλιστής nom συνδικαλιστικά συνδικαλιστικά adv συνδικαλιστικές συνδικαλιστικός adj συνδρομές συνδρομή nom συνδρομήτρια συνδρομήτρια nom συνδρομητές συνδρομητής nom συνδρόμου σύνδρομο nom συνδυασμένο συνδυάζω ver συνδυαζόμενες συνδυαζόμενος adj συνδυασμοί συνδυασμός nom συνδυαστικά συνδυαστικά adv συνδυαστική συνδυαστικός adj συνείδηση συνείδηση nom συνεδρία συνεδρία nom συνεδρίαζαν συνεδριάζω ver συνεδρίασή συνεδρίαση nom συνειδησιακά συνειδησιακά adv συνειδησιακές συνειδησιακός adj συνειδητά συνειδητά adv συνειδητές συνειδητός adj συνειδητοποίησα συνειδητοποιώ ver συνειδητοποίηση συνειδητοποίηση nom συνειρμικά συνειρμικά adv συνειρμικές συνειρμικός adj συνειρμοί συνειρμός nom συνεισέφεραν συνεισφέρω ver συνεισφορά συνεισφορά nom συνεκδοχές συνεκδοχή nom συνεκδοχικά συνεκδοχικά adv συνεκδοχική συνεκδοχικός adj συνεκπαίδευση συνεκπαίδευση nom συνεκτίμηση συνεκτίμηση nom συνεκτικά συνεκτικός adj συνεκτικότητα συνεκτικότητα nom συνεκτιμάται συνεκτιμώ ver συνελθόντες συνελθόντες adj συνελθόντων συνελθόντων nom συνεννοήθηκα συνεννοούμαι ver συνεννοήσεις συνεννόηση nom συνενοχή συνενοχή nom συνεξέταση συνεξέταση nom συνεξετάζονται συνεξετάζω ver συνεορτάζουν συνεορτάζω ver συνεπάγεται συνεπάγομαι ver συνεπές συνεπής adj συνεπαγωγές συνεπαγωγή nom συνεπαγόμενες συνεπαγόμενος adj συνεπακόλουθη συνεπακόλουθος adj συνεπεία συνεπεία pre συνεπιβάτες συνεπιβάτης nom συνεπικουρεί συνεπικουρώ ver συνεπικουρούμενοι συνεπικουρούμενος adj συνεπιφέρει συνεπιφέρω ver συνεπώς συνεπώς adv συνεργάζεσαι συνεργάζομαι ver συνεργάσιμα συνεργάσιμος adj συνεργάτες συνεργάτης nom συνεργάτρια συνεργάτρια nom συνεργία συνεργία nom συνεργαζόμενα συνεργαζόμενος adj συνεργασία συνεργασία nom συνεργασθέντες συνεργασθείς adj συνεργατικά συνεργατικός adj συνεργατισμού συνεργατισμός nom συνεργεία συνεργείο nom συνεργική συνεργική adj συνεργοί συνεργός nom συνεργών συνεργών adj συνερχόμενοι συνερχόμενοι adj συνεστίαση συνεστίαση nom συνεσταλμένα συνεσταλμένος adj συνεστιακού συνεστιακού adj συνετά συνετά adv συνετέθη συντίθεμαι ver συνετέλεσε συντελώ ver συνετές συνετός adj συνετίζει συνετίζω ver συνεταίρο συνεταίρος nom συνεταίρου συνέταιρος|συνεταίρος nom συνεταιρίζεσθαι συνεταιρίζεσθαι nom συνεταιρίζεται συνεταιρίζομαι ver συνεταιρικά συνεταιρικά adv συνεταιρική συνεταιρικός adj συνεταιρισμένους συνεταιρισμένος adj συνεταιρισμοί συνεταιρισμός nom συνεταιριστές συνεταιριστής nom συνεταιριστικά συνεταιριστικός adj συνετισμού συνετισμός nom συνευρέσεις συνεύρεση nom συνεχές συνεχής adj συνεχεία συνεχεία nom συνεχιζόμενα συνεχιζόμενος adj συνεχιστές συνεχιστής nom συνεχομένη συνεχόμενος adj συνεχώς συνεχώς adv συνηγορήσει συνηγορώ ver συνηγορία συνηγορία nom συνημιτόνων συνημίτονο nom συνημμένα συνημμένος adj συνθάσης συνθάσης nom συνθέματα σύνθεμα nom συνθέσεις σύνθεση nom συνθέτες συνθέτης nom συνθέτιδα συνθέτις nom συνθέτρια συνθέτρια nom συνθήκας συνθήκας nom συνθήκες συνθήκη nom συνθήματα σύνθημα nom συνθεσάιζερ συνθεσάιζερ nom συνθετικά συνθετικά adv συνθετικές συνθετικός adj συνθετότερα σύνθετος adj συνθετότητας συνθετότητας nom συνθηκολογήσει συνθηκολογώ ver συνθηκολόγηση συνθηκολόγηση nom συνθηματικά συνθηματικά adv συνθηματική συνθηματικός adj συνθηματολογία συνθηματολογία nom συνιδιοκτήτες συνιδιοκτήτης nom συνιδιοκτήτρια συνιδιοκτήτρια nom συνιδιοκτησία συνιδιοκτησία nom συνιδρύτρια συνιδρύτρια nom συνισταμένες συνισταμένη nom συνιστωσών συνιστώσα nom συνιστώμενα συνιστώμενος adj συνιστών συνιστών nom συνιστώντα συνιστώντα adj συνιστώντος συνιστώντος adj συνιστώντων συνιστώντων nom συννέφιασε συννεφιάζω ver συννεφιά συννεφιά nom συννυφάδα συννυφάδα nom συνοίκησαν συνοικώ ver συνοίκηση συνοίκηση nom συνοίκους σύνοικος nom συνοδές συνοδές nom συνοδέψει συνοδεύω ver συνοδεία συνοδεία nom συνοδευτικά συνοδευτικός adj συνοδευόμενα συνοδευόμενος adj συνοδεύοντες συνοδεύων adj συνοδηγός συνοδηγός nom συνοδικά συνοδικός adj συνοδοί συνοδός nom συνοδοιπορία συνοδοιπορία nom συνοδοιπόρο συνοδοιπόρος nom συνοικέσια συνοικέσιο nom συνοικία συνοικία nom συνοικιακά συνοικιακός adj συνοικισμοί συνοικισμός nom συνολικά συνολικά adv συνολικές συνολικός adj συνομήλικα συνομήλικος adj συνομίλησα συνομιλώ ver συνομιλήτρια συνομιλήτρια nom συνομιλία συνομιλία nom συνομιλητές συνομιλητής nom συνομολογήθηκαν συνομολογώ ver συνομολόγηση συνομολόγηση nom συνομοσπονδία συνομοσπονδία nom συνομοσπονδιακή συνομοσπονδιακός adj συνομοταξία συνομοταξία nom συνονθυλεύματα συνονθύλευμα nom συνονόματη συνονόματος adj συνοπτικά συνοπτικά adv συνοπτικές συνοπτικός adj συνορεύει συνορεύω ver συνοριακά συνοριακός adj συνουσία συνουσία nom συνουσιάζεται συνουσιάζομαι ver συνοφρυωμένο συνοφρυώνομαι ver συνοχή συνοχή nom συνοψίζει συνοψίζω ver συντάγματα σύνταγμα nom συντάκτες συντάκτης nom συντάκτρια συντάκτρια nom συντάξεις σύνταξη nom συντάξιμων συντάξιμος adj συντάραξαν συνταράζω ver συντέλεια συντέλεια nom συντέλεση συντέλεση nom συντήρησή συντήρηση nom συντήρησαν συντηρώ ver συντίθενται συνθέτω|συντίθεμαι ver συνταγές συνταγή nom συνταγματάρχες συνταγματάρχης nom συνταγματικά συνταγματικά adv συνταγματικές συνταγματικός adj συνταγματικότητα συνταγματικότητα nom συνταγματολόγο συνταγματολόγος nom συνταγογράφηση συνταγογράφηση nom συνταγογραφήσει συνταγογραφήσει ver συνταγογραφείται συνταγογραφείται ver συνταγογραφηθεί συνταγογραφηθεί ver συνταγογραφημένων συνταγογραφημένων ver συνταγογραφούνται συνταγογραφούνται ver συνταγολογία συνταγολογία nom συνταγολογίου συνταγολόγιο nom συνταιριάξουμε συνταιριάζω ver συνταιριάσματος συνταίριασμα nom συντακτικά συντακτικά adv συντακτικές συντακτικός adj συντακτικόν συντακτικό nom συνταξιδιωτών συνταξιδιώτης nom συνταξιοδοτήθηκαν συνταξιοδοτώ ver συνταξιοδοτήσεις συνταξιοδότηση nom συνταξιοδοτικά συνταξιοδοτικός adj συνταξιούχο συνταξιούχος nom συνταρακτικά συνταρακτικός adj συντασσόμενη συντασσόμενος adj συνταυτίζεται συνταυτίζω ver συνταχθείσα συνταχθείσα adj συνταύτιση συνταύτιση nom συντελεστές συντελεστής nom συντελούν συντελών adj συντεταγμένες συντεταγμένη nom συντεχνία συντεχνία nom συντεχνιακά συντεχνιακός adj συντηρητή συντηρητής nom συντηρητικά συντηρητικά adv συντηρητικές συντηρητικός adj συντηρητικότητα συντηρητικότητα nom συντηρητισμού συντηρητισμός nom συντηρούμενα συντηρούμενος adj συντμήσεις σύντμηση nom συντομία συντομία nom συντομευθεί συντομεύω ver συντομεύσεις συντόμευση nom συντομογραφία συντομογραφία nom συντομογραφικά συντομογραφικά adv συντομότατα σύντομα adv συντομότατη σύντομος adj συντονισμένοι συντονίζω ver συντονίστρια συντονίστρια nom συντονισμού συντονισμός nom συντονιστές συντονιστής nom συντονιστικά συντονιστικός adj συντοπίτες συντοπίτης nom συντρέχουσα συντρέχουσα adj συντρέχουσας συντρέχουσας adj συντρέχουσες συντρέχουσες adj συντρίμμια συντρίμμι nom συντριβές συντριβή nom συντριμμάτων σύντριμμα nom συντριπτικά συντριπτικά adv συντριπτικές συντριπτικός adj συντροφεύει συντροφεύω ver συντροφιά συντροφιά nom συντροφικά συντροφικός adj συντροφικότητα συντροφικότητα nom συντρόφισσα συντρόφισσα nom σύντροφό σύντροφος adj συνυπάρξει συνυπάρχω ver συνυπάρξεως συνύπαρξη nom συνυπέγραφαν συνυπογράφω ver συνυπευθυνότητα συνυπευθυνότητα nom συνυπεύθυνα συνυπεύθυνος adj συνυπολογίζει συνυπολογίζω ver συνυπολογιζομένων συνυπολογιζόμενος adj συνυπολογισμό συνυπολογισμός nom συνυφαίνεται συνυφαίνω ver συνωδά συνωδά adv συνωθούνται συνωθούμαι ver συνωμοσία συνωμοσία nom συνωμοτήσει συνωμοτώ ver συνωμοτικά συνωμοτικά adv συνωμοτικές συνωμοτικός adj συνωμοτικότητας συνωμοτικότητα nom συνωμοτών συνωμότης nom συνωνυμία συνωνυμία nom συνωνύμου συνώνυμος adj συνωστισμοί συνωστισμός nom συνόδου σύνοδος nom συνόλου σύνολο nom συνόρου σύνορο nom συνόψεις σύνοψη nom συρίγγιο συρίγγιο nom συρίγγων σύριγγα nom συρίζουν συρίζω ver συριακά συριακός adj συριανές συριανός adj συριγμοί συριγμός nom συριστικό συριστικός adj συρμάτινα συρμάτινος adj συρμάτων σύρμα nom συρματοπλέγματα συρματόπλεγμα nom συρματόσχοινα συρματόσκοινο nom συρμοί συρμός nom συρμών συρμή nom συρράξεις σύρραξη nom συρρίκνωση συρρίκνωση nom συρραφές συρραφή nom συρρικνούμενο συρρικνούμενος adj συρρικνωθεί συρρικνώνομαι ver συρρικνώθηκαν συρρικνώνω ver συρροή συρροή nom συρτά συρτά adv συρτάκι συρτάκι nom συρτάρι συρτάρι nom συρτή συρτή nom συρτούς συρτός adj συρφετό συρφετός nom συρόμενα συρόμενος adj συσκέπτεται συσκέπτομαι ver συσκέψεις σύσκεψη nom συσκευάζει συσκευάζω ver συσκευές συσκευή nom συσκευασία συσκευασία nom συσκοτίζει συσκοτίζω ver συσκότιση συσκότιση nom συσπάσεις σύσπαση nom συσπάται συσπώμαι ver συσπείρωνε συσπειρώνω ver συσπείρωση συσπείρωση nom συσσίτια συσσίτιο nom συσσωμάτωση συσσωμάτωση nom συσσωματώθηκαν συσσωματώνω ver συσσωρεύεται συσσωρεύω ver συσσωρευτές συσσωρευτής nom συσσωρευτικά συσσωρευτικός adj συσσωρεύσεις συσσώρευση nom συστάδα συστάδα nom συστάδην συστάδην adv συστάθηκαν συσταίνω ver συστάσεις σύσταση nom συστέγαση συστέγαση nom συστέλλεται συστέλλω ver συστήματά σύστημα nom συστήσουμε συνιστώ|συσταίνω|συστήνω ver συσταθέντος συσταθείς adj συσταλτικά συσταλτικός adj συσταλτικότητα συσταλτικότητα nom συστατικές συστατικός adj συστεγάζεται συστεγάζομαι ver συστηθεί συσταίνω|συστήνω ver συστημένο συστήνω|συσταίνω ver συστηματικά συστηματικά adv συστηματικές συστηματικός adj συστηματικότητα συστηματικότητα nom συστηματοποίηση συστηματοποίηση nom συστηματοποιήθηκαν συστηματοποιώ ver συστημικές συστημικός adj συστοιχία συστοιχία nom συστολές συστολή nom συστολική συστολικός adj συστρέφεται συστρέφω ver συστρατιώτες συστρατιώτης nom συστροφές συστροφή nom συσφίγγει συσφίγγω ver συσχέτιζαν συσχετίζω ver συσχέτιση συσχέτιση nom συσχετιζόμενες συσχετιζόμενες adj συσχετιζόμενος συσχετιζόμενος adj συσχετισμοί συσχετισμός nom συχαρίκια συχαρίκια nom συχνά συχνά adv συχνάζει συχνάζω ver συχνάκις συχνάκις adv συχνές συχνός adj συχνα συχνα adv συχνοτήτων συχνότητα nom συχνουρία συχνουρία nom συχώριο συχώριο nom σφάγια σφάγιο nom σφάλμα σφάλμα nom σφάξιμο σφάξιμο nom σφήκα σφήκα nom σφήνα σφήνα nom σφήνωσε σφηνώνω ver σφίγγα σφίγγα nom σφίξιμο σφίξιμο nom σφαίρα σφαίρα nom σφαγέα σφαγέας nom σφαγές σφαγή nom σφαγίασαν σφαγιάζω ver σφαγεί σφαγεί ver σφαγεία σφαγείο nom σφαγιασμό σφαγιασμός nom σφαδάζει σφαδάζω ver σφαιρίδια σφαιρίδιο nom σφαιρίστρα σφαιρίστρα nom σφαιρικά σφαιρικά adv σφαιρικές σφαιρικός adj σφαιρικότητα σφαιρικότητα nom σφαιριστήρια σφαιριστήριο nom σφαιροβολία σφαιροβολία nom σφαιροβόλο σφαιροβόλος nom σφαιροειδές σφαιροειδής adj σφακιανός σφακιανός adj σφαλερά σφαλερά adv σφαλερή σφαλερός adj σφαλιάρα σφαλιάρα nom σφαχτά σφαχτό nom σφαχτάρια σφαχτάρι nom σφενδάμι σφενδάμι nom σφενδόνες σφενδόνη nom σφεντόνα σφεντόνα nom σφετερίζεται σφετερίζομαι ver σφετερισμό σφετερισμός nom σφετεριστές σφετεριστής nom σφηκοφωλιά σφηκοφωλιά nom σφηνοειδές σφηνοειδής adj σφιγκτήρα σφιγκτήρας nom σφικτά σφικτός adj σφιχτά σφιχτά adv σφιχτές σφιχτός adj σφιχτοδεμένη σφιχτοδένω ver σφοδρά σφόδρα adv σφοδρές σφοδρός adj σφοδρότητα σφοδρότητα nom σφολιάτα σφολιάτα nom σφονδύλους σφόνδυλος nom σφοντύλι σφοντύλι nom σφουγγάρι σφουγγάρι nom σφουγγάρισμα σφουγγάρισμα nom σφουγγαρά σφουγγαράς nom σφουγγαρίστρα σφουγγαρίστρα nom σφράγιζαν σφραγίζω ver σφράγιση σφράγιση nom σφράγισμα σφράγισμα nom σφρίγος σφρίγος nom σφραγίδα σφραγίδα nom σφραγιδόλιθο σφραγιδόλιθος nom σφριγηλά σφριγηλός adj σφυγμοί σφυγμός nom σφυγμομέτρηση σφυγμομέτρηση nom σφυράκι σφυράκι nom σφυράς σφυρίζω ver σφυρήλατα σφυρήλατος adj σφυρί σφυρί nom σφυρίγματα σφύριγμα nom σφυρίδα σφυρίδα nom σφυρίχτρα σφυρίχτρα nom σφυρηλάτησαν σφυρηλατώ ver σφυρηλάτηση σφυρηλάτηση nom σφυροβολία σφυροβολία nom σφυροβόλοι σφυροβόλος nom σφυροδρέπανα σφυροδρέπανο nom σφυροκοπά σφυροκοπάω ver σφυροκοπήματα σφυροκόπημα nom σφυρό σφυρό nom σφύρα σφύρα nom σχάρα σχάρα nom σχάση σχάση nom σχάσιμα σχάσιμα adj σχάσιμων σχάσιμων adj σχέδιά σχέδιο nom σχέσει σχέσει nom σχέσεις σχέση nom σχήμα σχήμα nom σχίνος σχίνος nom σχίσμα σχίσμα nom σχεδία σχεδία nom σχεδιασμένο σχεδιάζω adj σχεδίασή σχεδίαση nom σχεδίασμα σχεδίασμα nom σχεδιάγραμμα σχεδιάγραμμα nom σχεδιάστρια σχεδιάστρια nom σχεδιαζόμενα σχεδιαζόμενος adj σχεδιασμοί σχεδιασμός nom σχεδιαστές σχεδιαστής nom σχεδιαστήριο σχεδιαστήριο nom σχεδιαστικά σχεδιαστικός adj σχεδόν σχεδόν adv σχετίζει σχετίζω ver σχετιζόμενα σχετιζόμενος adj σχετικά σχετικά adv σχετικές σχετικός adj σχετικα σχετικα adv σχετικισμού σχετικισμός nom σχετικιστικές σχετικιστικός adj σχετικότητα σχετικότητα nom σχημάτιζαν σχηματίζω ver σχηματικά σχηματικά adv σχηματικές σχηματικός adj σχηματισθείσα σχηματισθείς adj σχηματισμοί σχηματισμός nom σχηματοποίηση σχηματοποίηση nom σχηματοποιήθηκε σχηματοποιώ ver σχιζοφρένεια σχιζοφρένεια nom σχιζοφρενή σχιζοφρενής adj σχιζοφρενικά σχιζοφρενικός adj σχισμές σχισμή nom σχισματικές σχισματικός adj σχιστά σχιστός adj σχιστολίθων σχιστόλιθος nom σχιστολιθικές σχιστολιθικές adj σχιστόπλακες σχιστόπλακες nom σχοινάκι σχοινάκι nom σχοινί σχοινί nom σχοινοβάτη σχοινοβάτης nom σχοινοβατεί σχοινοβατώ ver σχοινοτενή σχοινοτενής adj σχολάζοντα σχολάζων adj σχολάζουν σχολάζω ver σχολάρχες σχολάρχης nom σχολάσει σχολάζω|σχολνάω ver σχολές σχολή nom σχολίαζα σχολιάζω ver σχολίου σχόλιο nom σχολαρχείο σχολαρχείο nom σχολαστικά σχολαστικά adv σχολαστικές σχολαστικός adj σχολαστικισμού σχολαστικισμός nom σχολαστικότητα σχολαστικότητα nom σχολεία σχολείο nom σχολειά σχολειό nom σχολιασμοί σχολιασμός nom σχολιαστές σχολιαστής nom σχολικά σχολικός adj σχολών σχόλη nom σωβινισμού σωβινισμός nom σωβινιστές σωβινιστής nom σωζόμενα σωζόμενος adj σωθικά σωθικά nom σωκρατική σωκρατικός adj σωλήνα σωλήνα nom σωλήνωση σωλήνωση nom σωληνάκι σωληνάκι nom σωληνάρια σωληνάριο nom σωληνοειδές σωληνοειδής adj σωληνωτές σωληνωτός adj σωμάτια σωμάτιο nom σωμάτων σώμα nom σωματάρχης σωματάρχης nom σωματέμπορο σωματέμπορος nom σωματίδια σωματίδιο nom σωματεία σωματείο nom σωματειακή σωματειακός adj σωματεμπορία σωματεμπορία nom σωματιδιακή σωματιδιακός adj σωματικά σωματικά adv σωματικές σωματικός adj σωματοποίηση σωματοποίηση nom σωματοφυλάκων σωματοφύλακας nom σωματοφυλακή σωματοφυλακή nom σωματώδεις σωματώδης adj σωμόν σωμός nom σωπάσει σωπαίνω ver σωρεία σωρεία nom σωρείτες σωρείτης nom σωρευθεί σωρεύω ver σωρευτικά σωρευτικός adj σωροί σωρός nom σωσία σωσίας nom σωσίβια σωσίβιος adj σωσίβιον σωσίβιο nom σωστά σωστά adv σωστές σωστός adj σωστικά σωστικά adv σωστικές σωστικός adj σωτήρ σωτήρας nom σωτήρια σωτήριος adj σωτηρία σωτηρία nom σωφρονισμού σωφρονισμός nom σωφρονιστήριο σωφρονιστήριο nom σωφρονιστικά σωφρονιστικός adj σωφροσύνη σωφροσύνη nom σόγια σόγια nom σόδα σόδα nom σόκιν σόκιν adj σόλο σόλο nom σόμπα σόμπα nom σόναρ σόναρ nom σόου σόου nom σόουμαν σόουμαν nom σύγκαιρα σύγκαιρα adv σύγχρονες σύγχρονος adj σύγχροτρο σύγχροτρο nom σύκα σύκο nom σύληση σύληση nom σύμμεικτα σύμμεικτος adj σύμμειξη σύμμειξη nom σύμμετρα σύμμετρα adv σύμμετρη σύμμετρος adj σύμμορφα σύμμορφος adj σύμπηξη σύμπηξη nom σύμπλευση σύμπλευση nom σύμπλοκα σύμπλοκα nom σύμπλοκες σύμπλοκες adj σύμπλοκο σύμπλοκο nom σύμπνοια σύμπνοια nom σύμφυτες σύμφυτος adj σύμφωνες σύμφωνος adj σύνήθως σύνήθως adv σύνεγγυς σύνεγγυς nom σύνεργα σύνεργο nom σύνθετα σύνθετα adv σύνθλιψης σύνθλιψη nom σύνθρονο σύνθρονο nom σύννεφα σύννεφο nom σύννομα σύννομα adv σύννομες σύννομος adj σύνολα σύνολος adj σύντεκνο σύντεκνος nom σύντηξη σύντηξη nom σύντονη σύντονος adj σύρει σύρω ver σύρριζα σύρριζα adv σύρσιμο σύρσιμο nom σύρτες σέρτης nom σύσσωμες σύσσωμος adj σύστοιχα σύστοιχος adj σύσφιγξη σύσφιγξη nom σύσφιξη σύσφιξη nom σύφιλη σύφιλη nom σώα σώος adj σώβρακα σώβρακο nom σώρευση σώρευση nom σώστρα σώστρα nom σώφρον σώφρων adj τά τά adv τάβλα τάβλα nom τάβλι τάβλι nom τάγμα τάγμα nom τάδε τάδε pro_dem τάζει τάζω ver τάιζαν ταΐζω ver τάισμα τάισμα nom τάκλιν τάκλιν nom τάκος τάκος nom τάλαντα τάλαντο nom τάλαρα τάλαρο nom τάλιρα τάλιρο nom τάλκης τάλκης nom τάμα τάμα nom τάνυσμα τάνυσμα nom τάξε τάξος nom τάξει τάξει nom τάξεις τάξη nom τάξιμο τάξιμο nom τάπα τάπα nom τάπητα τάπητας nom ταραγμένους ταράζω adj τάρανδο τάρανδος nom τάραχο τάραχος nom τάρτα τάρτα nom τάρταρα τάρταρα nom τάσεις τάση nom τάσι τάσι nom τάτα τάτας nom τάφο τάφος nom τάφρο τάφρος nom τάχα τάχα adv τάχιστα ταχέως adv τάχιστη ταχύς adj τέζα τέζα adv τέθριππα τέθριππο nom τέιον τέιο nom τέκνα τέκνο nom τέκτονας τέκτονας nom τέλει τέλει nom τέλεια τέλεια adv τέλειας τέλειος adj τέλειωσε τελειώνω ver τέλεξ τέλεξ nom τέλεσής τέλεση adv τέλεσαν τελώ ver τέλη τέλος nom τέλι τέλι nom τέλμα τέλμα nom τέμενος τέμενος nom τέμνει τέμνω ver τέμπερα τέμπερα nom τέμπλα τέμπλο nom τέμπο τέμπο nom τένις τένις nom τένοντα τένοντας nom τέντα τέντα nom τέντζερης τέντζερης nom τέντωμα τέντωμα nom τέντωνε τεντώνω ver τέρας τέρας nom τέρμα τέρμα nom τέρμινα τέρμινο nom τέρψεις τέρψη nom τές τές nom τέσλα τέσλα adj τέσσερα τέσσερις num τέσσερεις τέσσερεις num τέτανο τέτανος nom τέταρτους τέταρτος num τέτοια τέτοια nom τέτοιαν τέτοιος pro_dem τέφρα τέφρα nom τέχνασμα τέχνασμα nom τέχνες τέχνη nom τέχνημα τέχνημα nom τέως τέως adv τήβεννο τήβεννος nom τήξεως τήξη nom τήρησή τήρηση nom τήρησα τηρώ ver τί τί pro_dem τίγκα τίγκα adv τίγρη τίγρη adj τίθονται τίθονται ver τίκτει τίκτω ver τίλιο τίλιο nom τίλο τίλος nom τίμα τιμώ ver τίμημα τίμημα nom τίμια τίμιος adj τίναγμα τίναγμα nom τίναζαν τινάζω ver τίνος τίνος nom τίντα τίντα nom τίποτα τίποτα pro_dem τίτλο τίτλος nom τα τα nom ταίρι ταίρι nom ταίριαζαν ταιριάζω ver ταίριασμα ταίριασμα nom ταβάνι ταβάνι nom ταβέρνα ταβέρνα nom ταβερνάκι ταβερνάκι nom ταβερνείο ταβερνείο nom ταβερνιάρη ταβερνιάρης nom ταβερνιάρισσα ταβερνιάρισσα nom ταβερνούλες ταβερνούλα nom ταγάρι ταγάρι nom ταγέρ ταγέρ nom ταγκό ταγκό nom ταγματάρχες ταγματάρχης nom ταγματασφαλίτες ταγματασφαλίτης nom ταγοί ταγός nom ταγών ταγή nom ται ται ver ταινία ταινία nom ταινιοθήκη ταινιοθήκη nom ταιριαστά ταιριαστά adv ταιριαστές ταιριαστός adj τακίμι τακίμι nom τακουνάκι τακουνάκι nom τακουνιού τακούνι nom τακουνιών τακουνιά nom τακτ τακτ nom τακτά τακτός adj τακτικά τακτικά adv τακτικές τακτικός adj τακτικότητα τακτικότητα nom τακτοποίησα τακτοποιώ ver τακτοποίηση τακτοποίηση nom ταλάνιζαν ταλανίζω ver ταλάντευση ταλάντευση nom ταλάντωση ταλάντωση nom ταλέντα ταλέντο nom ταλαίπωρη ταλαίπωρος adj ταλαιπωρήθηκα ταλαιπωρώ ver ταλαιπωρία ταλαιπωρία nom ταλαντευόταν ταλαντεύω ver ταλαντούχα ταλαντούχος adj ταλκ ταλκ nom ταλμουδική ταλμουδικός adj ταλμουδιστές ταλμουδιστής nom ταμάμ ταμάμ adv ταμία ταμίας nom ταμεία ταμείο nom ταμειακά ταμειακός adj ταμιευτήρα ταμιευτήρας nom ταμιευτήρια ταμιευτήριο nom ταμπάκικα ταμπάκικο nom ταμπάκο ταμπάκος nom ταμπέλα ταμπέλα nom ταμπήδες ταμπής nom ταμπακέρα ταμπακέρα nom ταμπεραμέντο ταμπεραμέντο nom ταμπλέτες ταμπλέτα nom ταμπλό ταμπλό nom ταμπλόιντ ταμπλόιντ nom ταμπουρά ταμπουράς nom ταμπουρωθεί ταμπουρώνω ver ταμπού ταμπού nom ταμπούρι ταμπούρι nom ταμπούρλα ταμπούρλο nom ταμπόν ταμπόν nom τανάλια τανάλια nom τανίνες τανίνη nom ταναγραίες ταναγραίος adj τανκ τανκ nom τανκς τανκς nom ταξί ταξί nom ταξίαρχο ταξίαρχος nom ταξίδευα ταξιδεύω ver ταξίδι ταξίδι nom ταξίμετρο ταξίμετρο nom ταξείδι ταξείδι nom ταξιάρχου ταξίαρχος|ταξιάρχης nom ταξιαρχία ταξιαρχία nom ταξιαρχών ταξιάρχης nom ταξιδίου ταξιδίου nom ταξιδίων ταξιδίων nom ταξιδευτές ταξιδευτής nom ταξιδιωτικά ταξιδιωτικός adj ταξιδιωτών ταξιδιώτης nom ταξιδιώτισσα ταξιδιώτισσα nom ταξιθέτρια ταξιθέτρια nom ταξικά ταξικός adj ταξινομήθηκαν ταξινομώ ver ταξινομήσεις ταξινόμηση nom ταξινομίας ταξινομία nom ταξινομικές ταξινομικός adj ταξιτζή ταξιτζής nom ταξιτζού ταξιτζού nom ταπί ταπί nom ταπείνωσαν ταπεινώνω ver ταπείνωση ταπείνωση nom ταπεινά ταπεινά adv ταπεινές ταπεινός adj ταπεινοφροσύνη ταπεινοφροσύνη nom ταπεινωτικά ταπεινωτικός adj ταπεινότητα ταπεινότητα nom ταπεινόφρονα ταπεινόφρων adj ταπετσαρία ταπετσαρία nom ταπητουργία ταπητουργία nom ταπητουργείο ταπητουργείο nom ταπητουργική ταπητουργικός adj ταπητουργός ταπητουργός nom ταράτσα ταράτσα nom ταρίφα ταρίφα nom ταρίχευση ταρίχευση nom ταραγμένα ταραγμένα adv ταρακουνά ταρακουνάω ver ταρακούνημα ταρακούνημα nom ταραμά ταραμάς nom ταραμοσαλάτα ταραμοσαλάτα nom ταραντέλα ταραντέλα nom ταραντισμού ταραντισμός nom ταραντούλα ταραντούλα nom ταραξία ταραξίας nom ταραχές ταραχή nom ταραχοποιοί ταραχοποιός nom ταραχώδεις ταραχώδης adj ταριχευμένα ταριχεύω ver ταριχευτές ταριχευτής nom ταρσανά ταρσανάς nom ταρσού ταρσός nom ταρτάν ταρτάν nom ταρτούφο ταρτούφος nom τας τας art_def τασάκι τασάκι nom τασσόμενοι τασσόμενος adj τατά τατάς nom τατουάζ τατουάζ nom ταυ ταυ nom ταυρομάχο ταυρομάχος nom ταυρομαχία ταυρομαχία nom ταυτίζει ταυτίζω ver ταυτίσεις ταύτιση nom ταυτιζόμενη ταυτιζόμενος adj ταυτολογία ταυτολογία nom ταυτολογικά ταυτολογικά adv ταυτολογική ταυτολογικός adj ταυτοποίηση ταυτοποίηση nom ταυτοποιηθεί ταυτοποιηθεί ver ταυτοποιημένων ταυτοποιημένων ver ταυτοποιούνται ταυτοποιούνται ver ταυτοπροσωπία ταυτοπροσωπία nom ταυτοτήτων ταυτότητα nom ταυτοχρόνως ταυτόχρονα adv ταυτόσημα ταυτόσημος adj ταυτόχρονες ταυτόχρονος adj ταφές ταφή nom ταφικά ταφικός adj ταφτάς ταφτάς nom ταφόπετρα ταφόπετρα nom ταχίνι ταχίνι nom ταχιά ταχιά adv ταχινόσουπα ταχινόσουπα nom ταχυβολίας ταχυβολία nom ταχυδακτυλουργία ταχυδακτυλουργία nom ταχυδακτυλουργικά ταχυδακτυλουργικά adv ταχυδακτυλουργική ταχυδακτυλουργικός adj ταχυδακτυλουργοί ταχυδακτυλουργός nom ταχυδρομήθηκαν ταχυδρομώ ver ταχυδρομεία ταχυδρομείο nom ταχυδρομικά ταχυδρομικά adv ταχυδρομικές ταχυδρομικός adj ταχυδρόμηση ταχυδρόμηση nom ταχυδρόμο ταχυδρόμος nom ταχυκίνητα ταχυκίνητος adj ταχυκαρδία ταχυκαρδία nom ταχυμεταφορές ταχυμεταφορά nom ταχυπαλμία ταχυπαλμία nom ταχυπιεστήριο ταχυπιεστήριο nom ταχυτήτων ταχύτητα nom ταχύμετρα ταχύμετρο nom ταχύπλοα ταχύπλοος adj ταχύπνοια ταχύπνοια nom ταχύρρυθμα ταχύρρυθμος adj ταχύρυθμης ταχύρυθμης adj ταψί ταψί nom ταύρο ταύρος nom ταύτα ταύτα pro_dem ταύτην ταύτην adv τείχη τείχος nom τείχιση τείχιση nom τεθέντες τεθείς adj τεθλασμένες τεθλασμένος adj τεθωρακισμένα τεθωρακισμένος adj τειχίσματα τείχισμα nom τεκέ τεκές nom τεκμήρια τεκμήριο nom τεκμαίρει τεκμαίρει ver τεκμαίρεται τεκμαίρομαι ver τεκμαιρόμενη τεκμαιρόμενη adj τεκμαρτό τεκμαρτός adj τεκμηριώθηκαν τεκμηριώνω ver τεκμηρίωση τεκμηρίωση nom τεκμηριωμένα τεκμηριωμένα adv τεκνοποίηση τεκνοποίηση nom τεκνοποιήσει τεκνοποιώ ver τεκνοποιία τεκνοποιία nom τεκτονικά τεκτονικός adj τεκτονισμού τεκτονισμός nom τελάλη τελάλης nom τελάρα τελάρο nom τελαμώνα τελαμώνας nom τελεία τελεία nom τελείωμα τελείωμα nom τελείως τελείως adv τελείωση τελείωση nom τελειοποίησαν τελειοποιώ ver τελειοποίηση τελειοποίηση nom τελειωμό τελειωμός nom τελειωτικά τελειωτικά adv τελειωτική τελειωτικός adj τελειότητα τελειότητα nom τελειόφοιτους τελειόφοιτος adj τελεμές τελεμές nom τελεολογία τελεολογία nom τελεσίγραφα τελεσίγραφο nom τελεσίδικα τελεσίδικα adv τελεσίδικες τελεσίδικος adj τελεσιγραφικά τελεσιγραφικά adv τελεσιγραφική τελεσιγραφικός adj τελεστές τελεστής nom τελεστήριο τελεστήριο nom τελεστηρίου τελεστηρίου nom τελεσφορήσει τελεσφορώ ver τελετάρχες τελετάρχης nom τελετέξτ τελετέξτ nom τελετές τελετή nom τελετουργία τελετουργία nom τελετουργικά τελετουργικά adv τελετουργικές τελετουργικός adj τελευτή τελευτή nom τελευταία τελευταία adv τελευταίαν τελευταίος adj τελεφερίκ τελεφερίκ nom τελικά τελικά adv τελικές τελικός adj τελμάτωση τελμάτωση nom τελματωμένη τελματώνω ver τελούντες τελών adj τελωνεία τελωνείο nom τελωνειακά τελωνειακός adj τελωνιακή τελωνιακή adj τελωνοφύλακα τελωνοφύλακας nom τελώνες τελώνης nom τελώνιο τελώνιο nom τεμάχια τεμάχιο nom τεμάχιζε τεμαχίζω ver τεμαχισμού τεμαχισμός nom τεμενάδες τεμενάς nom τεμπέλα τεμπέλης adj τεμπέλικο τεμπέλης|τεμπέλικος adj τεμπελιά τεμπελιά nom τεμπελόσκυλο τεμπελόσκυλο nom τενάγη τέναγος nom τενίστα τενίστας nom τενίστρια τενίστρια nom τενεκέ τενεκές nom τενεκεδένια τενεκεδένιος adj τενεκετζής τενεκετζής nom τενοντίτιδα τενοντίτιδα nom τεντιμπόηδες τεντιμπόης nom τενόρο τενόρος nom τεπέ τεπές nom τεράστια τεράστια adv τεράστιας τεράστιος adj τερέτισμα τερέτισμα nom τερακότα τερακότα nom τερατολογία τερατολογία nom τερατουργήματα τερατούργημα nom τερατωδών τερατώδης adj τερατωδώς τερατωδώς adv τερατόμορφα τερατόμορφος adj τερηδόνα τερηδόνα nom τερλίκια τερλίκι nom τερμάτιζαν τερματίζω ver τερμίτες τερμίτης nom τερματικά τερματικό nom τερματικές τερματικός adj τερματισμού τερματισμός nom τερματοφυλάκων τερματοφύλακας nom τερπνά τερπνά adv τερπνή τερπνός adj τερρακόττα τερρακόττα nom τερτίπια τερτίπι nom τερτσίνες τερτσίνα nom τεσσάρα τεσσάρα nom τεσσάρια τεσσάρι nom τεσσαρακονταετία τεσσαρακονταετία nom τεσσαρακοστά τεσσαρακοστός num τεσσεράμισι τεσσερεισήμισι num τεστ τεστ nom τετ τετ nom τεταμένα τεταμένος adj τεταρτογενή τεταρτογενής adj τετελεσμένα τετελεσμένος adj τετηγμένο τετηγμένο ver τετηγμένου τετηγμένου adj τετρ τετρ nom τετράγλωσση τετράγλωσσος adj τετράγωνα τετράγωνος adj τετράδα τετράδα num τετράδια τετράδιο nom τετράδραχμο τετράδραχμος adj τετράδυμα τετράδυμα nom τετράκις τετράκις num τετράμετρο τετράμετρο nom τετράμηνα τετράμηνος adj τετράπλευρα τετράπλευρος adj τετράποδα τετράποδο nom τετράπρακτη τετράπρακτος adj τετράρχη τετράρχης nom τετράστιχα τετράστιχος adj τετράτομη τετράτομος adj τετράτροχα τετράτροχος adj τετράφυλλο τετράφυλλος adj τετράφωνα τετράφωνος adj τετράχορδο τετράχορδος adj τετράχρονα τετράχρονος adj τετράωρα τετράωρος adj τετραήμερες τετραήμερος adj τετραγωνάκι τετραγωνάκι nom τετραγωνίδιο τετραγωνίδιο nom τετραγωνίζοντας τετραγωνίζω ver τετραγωνικά τετραγωνικός adj τετραγωνισμό τετραγωνισμός nom τετραγώνου τετράγωνο nom τετραετές τετραετής adj τετραετία τετραετία nom τετρακέφαλο τετρακέφαλος adj τετρακινητήρια τετρακινητήριος adj τετρακοσίων τετρακόσιοι adj τετρακτύς τετρακτύς nom τετραλογία τετραλογία nom τετραμελές τετραμελής adj τετραμερή τετραμερής adj τετρανδρία τετρανδρία nom τετραπέρατη τετραπέρατος adj τετραπλά τετραπλά num τετραπλάσια τετραπλάσιος num τετραπλές τετραπλός num τετραπλασίασε τετραπλασιάζω ver τετραπλασιασμό τετραπλασιασμός nom τετραπληγία τετραπληγία nom τετραπληγικό τετραπληγικό adj τετραρχίας τετραρχία nom τετρασέλιδη τετρασέλιδος adj τετραφωνία τετραφωνία nom τετραχλωράνθρακας τετραχλωράνθρακας nom τετραχρωμία τετραχρωμία nom τετραώροφη τετραώροφος adj τετριμμένα τετριμμένος adj τευτονικά τευτονικός adj τευχών τεύχος nom τεφρά τεφρός adj τεφροδόχο τεφροδόχος nom τεφροδόχων τεφροδόχη|τεφροδόχος nom τεφτέρι τεφτέρι nom τεχνίτες τεχνίτης nom τεχνηέντως τεχνηέντως adv τεχνητά τεχνητά adv τεχνητές τεχνητός adj τεχνικά τεχνικά adv τεχνικές τεχνικός adj τεχνογνωσία τεχνογνωσία nom τεχνογραφία τεχνογραφία nom τεχνοκράτες τεχνοκράτης nom τεχνοκρίτης τεχνοκρίτης nom τεχνοκρατία τεχνοκρατία nom τεχνοκρατικά τεχνοκρατικός adj τεχνοκριτικούς τεχνοκριτικός nom τεχνολογία τεχνολογία nom τεχνολογικά τεχνολογικά adv τεχνολογικές τεχνολογικός adj τεχνολόγοι τεχνολόγος nom τεχνοτροπία τεχνοτροπία nom τεχνουργήματα τεχνούργημα nom τεύτλα τεύτλο nom τεύτονες τεύτονας nom τζάκετ τζάκετ nom τζάκι τζάκι nom τζάμι τζάμι nom τζάμπα τζάμπα adv τζέλα τζέλα nom τζέντλεμαν τζέντλεμαν nom τζίνι τζίνι nom τζίρο τζίρος nom τζίτζικα τζίτζικας nom τζίτζιφα τζίτζιφο nom τζίφος τζίφος nom τζίφρα τζίφρα nom τζαζ τζαζ nom τζαμά τζαμάς nom τζαμί τζαμί nom τζαμαρία τζαμαρία nom τζαμιλίκια τζαμιλίκι nom τζαμιού τζάμι|τζαμί nom τζαμπατζήδων τζαμπατζής nom τζαναμπέτης τζαναμπέτης adj τζατζίκι τζατζίκι nom τζετ τζετ nom τζιν τζιν nom τζιπ τζιπ nom τζιτζίκι τζιτζίκι nom τζιτζιφιές τζιτζιφιά nom τζογαδόρο τζογαδόρος nom τζουμπέ τζουμπές nom τζουτζέ τζουτζές nom τζούντο τζούντο nom τζούρα τζούρα nom τζόγο τζόγος nom τζόκινγκ τζόκινγκ nom τηγάνι τηγάνι nom τηγάνιζαν τηγανίζω ver τηγάνισμα τηγάνισμα nom τηγανίτα τηγανίτα nom τηγανητά τηγανητός adj τηγανιά τηγανιά nom τηγανόσχημα τηγανόσχημα nom τηγανόψωμο τηγανόψωμο adj τηλ τηλ nom τηλέγραφο τηλέγραφος nom τηλέτυπα τηλέτυπο nom τηλέφωνα τηλέφωνο nom τηλεανίχνευση τηλεανίχνευση nom τηλεβόα τηλεβόας nom τηλεβόλα τηλεβόλο nom τηλεγράφημα τηλεγράφημα nom τηλεγράφησαν τηλεγραφώ ver τηλεγραφία τηλεγραφία nom τηλεγραφείο τηλεγραφείο nom τηλεγραφητών τηλεγραφητής nom τηλεγραφικά τηλεγραφικά adv τηλεγραφικές τηλεγραφικός adj τηλεδιάσκεψη τηλεδιάσκεψη nom τηλεθέασης τηλεθέαση nom τηλεθεατές τηλεθεατής nom τηλεκατευθυνόμενα τηλεκατευθυνόμενος adj τηλεκατεύθυνσης τηλεκατεύθυνση nom τηλεκινητικές τηλεκινητικός adj τηλεκοντρόλ τηλεκοντρόλ nom τηλεκπαίδευσης τηλεκπαίδευσης nom τηλεκριτικοί τηλεκριτικός nom τηλεματική τηλεματικός adj τηλεμαχίες τηλεμαχία nom τηλεμετρίας τηλεμετρία nom τηλεμετρικά τηλεμετρικός adj τηλεομοιοτυπία τηλεομοιοτυπία nom τηλεοπτικά τηλεοπτικά adv τηλεοπτικές τηλεοπτικός adj τηλεοράσεις τηλεόραση nom τηλεπάθεια τηλεπάθεια nom τηλεπαθητικά τηλεπαθητικός adj τηλεπαρουσιάστρια τηλεπαρουσιάστρια nom τηλεπαρουσιαστές τηλεπαρουσιαστής nom τηλεπικοινωνία τηλεπικοινωνία nom τηλεπικοινωνιακά τηλεπικοινωνιακός adj τηλεργασία τηλεργασία nom τηλεσκηνοθέτη τηλεσκηνοθέτης nom τηλεσκοπίου τηλεσκόπιο nom τηλεσκοπικά τηλεσκοπικά adv τηλεσκοπική τηλεσκοπικός adj τηλεσυνδιασκέψεις τηλεσυνδιασκέψεις nom τηλεταινία τηλεταινία nom τηλετυπία τηλετυπία nom τηλετυπικά τηλετυπικός adj τηλεφακού τηλεφακός nom τηλεφωνήματα τηλεφώνημα nom τηλεφωνήσατε τηλεφωνάω ver τηλεφωνήτρια τηλεφωνήτρια nom τηλεφωνία τηλεφωνία nom τηλεφωνείο τηλεφωνείο nom τηλεφωνητές τηλεφωνητής nom τηλεφωνικά τηλεφωνικά adv τηλεφωνικές τηλεφωνικός adj τηλεφωτογραφία τηλεφωτογραφία nom τηλεχειρισμού τηλεχειρισμός nom τηλεχειριστήρια τηλεχειριστήριο nom την την adv τηνιακά τηνιακός adj τηρητές τηρητής nom τηρουμένης τηρούμενος adj τηρούμε τηράω|τηρώ ver τηρούσαν τηρών adj τησ τησ nom τι τι pro_dem τιάρα τιάρα nom τιθάσευση τιθάσευση nom τιθέμενο τιθέμενος adj τιθασευτούν τιθασεύω ver τικ τικ nom τιμάρια τιμάρι|τιμάριο nom τιμάριθμο τιμάριθμος nom τιμάριο τιμάριο nom τιμές τιμή nom τιμήσεις τίμηση nom τιμαλφή τιμαλφής adj τιμαριθμική τιμαριθμικός adj τιμαριούχοι τιμαριούχος nom τιμητές τιμητής nom τιμητικά τιμητικώς adv τιμητικές τιμητικός adj τιμιότης τιμιότητα nom τιμοκατάλογο τιμοκατάλογος nom τιμολογίου τιμολόγιο nom τιμολογείται τιμολογώ ver τιμολογιακή τιμολογιακός adj τιμολόγηση τιμολόγηση nom τιμονιέρη τιμονιέρης nom τιμονιού τιμόνι nom τιμωρήθηκα τιμωρώ ver τιμωρία τιμωρία nom τιμωροί τιμωρός nom τιμωρούμενη τιμωρούμενος adj τιμωρούν τιμωρών adj τινός τινός adj τιράζ τιράζ nom τιράντες τιράντα nom τιρμπουσόν τιρμπουσόν nom τιτάνα τιτάνας nom τιτάνια τιτάνιος adj τιτάνων τίτανος|τιτάνας nom τιτίβισμα τιτίβισμα nom τιτανίου τιτάνιο nom τιτανική τιτανικός adj τιτανομαχία τιτανομαχία nom τιτιβίζουν τιτιβίζω ver τιτλοποίησης τιτλοποίησης nom τιτλοφορήθηκε τιτλοφορώ ver τιτλούχο τιτλούχος adj τιτουλάριος τιτουλάριος nom τμήμα τμήμα nom τμηματάρχες τμηματάρχης nom τμηματικά τμηματικά adv τμηματικές τμηματικός adj τμηματικώς τμηματικώς adv τν τν nom το το adj τοίχο τοίχος nom τοίχωμα τοίχωμα nom τοιουτοτρόπως τοιουτοτρόπως adv τοις τοις art_def τοιχία τοιχίο nom τοιχογράφησης τοιχογράφηση nom τοιχογράφο τοιχογράφος nom τοιχογραφήθηκε τοιχογραφώ ver τοιχογραφία τοιχογραφία nom τοιχογραφικής τοιχογραφικός adj τοιχοδομία τοιχοδομία nom τοιχοκολλήθηκε τοιχοκολλάω ver τοιχοποιία τοιχοποιία nom τοκάδες τόκας|τοκάς nom τοκάτα τοκάτα nom τοκετοί τοκετός nom τοκισμό τοκισμός nom τοκογλυφία τοκογλυφία nom τοκογλυφικά τοκογλυφικός adj τοκογλύφο τοκογλύφος nom τοκομερίδια τοκομερίδιο nom τοκοχρεολυσίων τοκοχρεολύσιο nom τολμά τολμάω ver τολμήματα τόλμημα nom τολμηρά τολμηρά adv τολμηρές τολμηρός adj τολμηρότητα τολμηρότητα nom τολμητίας τολμητίας nom τολουένιο τολουένιο nom τολουόλιο τολουόλιο nom τομ τομ nom τομάρι τομάρι nom τομάτα τομάτα nom τομέα τομεύς nom τομέας τομέας nom τομές τομή nom τομίδια τομίδιο nom τοματοκεφτέδες τοματοκεφτέδες nom τοματοπολτού τοματοπολτός nom τομεακά τομεακός adj τομογράφο τομογράφος nom τομογραφία τομογραφία nom τον τον adv τονάζ τονάζ nom τονισμένους τονίζω adj τονικά τονικός adj τονικότητα τονικότητα nom τονισμοί τονισμός nom τονωθεί τονώνω ver τονωτικά τονωτικός adj τοξίνες τοξίνη nom τοξίνωση τοξίνωση nom τοξικά τοξικός adj τοξικολογία τοξικολογία nom τοξικολογικά τοξικολογικός adj τοξικολόγος τοξικολόγος nom τοξικομανή τοξικομανής adj τοξικομανία τοξικομανία nom τοξικότητά τοξικότητα nom τοξιναιμία τοξιναιμία nom τοξοβολία τοξοβολία nom τοξοειδής τοξοειδής adj τοξοπλάσμωση τοξοπλάσμωση nom τοξοστοιχίες τοξοστοιχίες nom τοξωτά τοξωτά adv τοξωτές τοξωτός adj τοξότες τοξότης nom τοπάζι τοπάζι nom τοπάρχες τοπάρχης nom τοπία τοπίο nom τοπικά τοπικά adv τοπικές τοπικός adj τοπικισμού τοπικισμός nom τοπικιστές τοπικιστής nom τοπικιστικά τοπικιστικός adj τοπιογράφο τοπιογράφος nom τοπιογραφία τοπιογραφία nom τοπιογραφικά τοπιογραφικός adj τοπογράφο τοπογράφος nom τοπογραφία τοπογραφία nom τοπογραφικά τοπογραφικά adv τοπογραφικές τοπογραφικός adj τοποθέτησή τοποθέτηση nom τοποθέτησα τοποθετώ ver τοποθεσία τοποθεσία nom τοποθετούν τοποθετών adj τοποτηρητές τοποτηρητής nom τοπωνυμίες τοπωνυμία nom τοπωνυμίου τοπωνύμιο nom τοπωνυμικά τοπωνυμικός adj τορβά τορβάς nom τορναδόρος τορναδόρος nom τορπίλες τορπίλα|τορπίλη nom τορπίλη τορπίλη nom τορπίλισαν τορπιλίζω ver τορπιλάκατο τορπιλάκατος nom τορπιλισμού τορπιλισμός nom τορπιλοβλητικοί τορπιλοβλητικός adj τορπιλοβόλα τορπιλοβόλο nom τορπιλοσωλήνες τορπιλοσωλήνας nom τοσοδούλα τοσοδούλης adj τοστ τοστ nom τοστιέρα τοστιέρα nom τοτέμ τοτέμ nom τοτεμικό τοτεμικός adj του του nom τουαλέτα τουαλέτα nom τουλάχιστο τουλάχιστο adv τουλίπα τουλίπα nom τουλαραιμία τουλαραιμία nom τουλαχιστον τουλαχιστον adv τουλουμοτύρι τουλουμοτύρι nom τουλούμι τουλούμι nom τουλούμπα τουλούμπα nom τουλπάνι τουλπάνι nom τουμπάρει τουμπάρω ver τουμπελέκι τουμπελέκι nom τουπέ τουπέ nom τουρίστα τουρίστας nom τουρίστρια τουρίστρια nom τουρισμού τουρισμός nom τουριστικά τουριστικός adj τουριστών τουριστής nom τουρκάλα τουρκάλα nom τουρκιά τουρκιά nom τουρκικά τουρκικός adj τουρκοβενετικού τουρκοβενετικού adj τουρκογενής τουρκογενής adj τουρκοκρατία τουρκοκρατία nom τουρκοκυπριακές τουρκοκυπριακός adj τουρκολογία τουρκολογία nom τουρκολόγοι τουρκολόγος nom τουρκουάζ τουρκουάζ nom τουρκοφάγος τουρκοφάγος nom τουρκόπουλο τουρκόπουλο nom τουρκόφιλο τουρκόφιλος adj τουρκόφωνα τουρκόφωνος adj τουρμαλίνη τουρμαλίνης nom τουρμπάνι τουρμπάνι nom τουρμπίνα τουρμπίνα nom τουρνέ τουρνέ nom τουρνικέ τουρνικέ nom τουρνουά τουρνουά nom τουρσί τουρσί nom τουσ τουσ nom τουτέστιν τουτέστιν nom τουφέκι τουφέκι nom τουφέκιζαν τουφεκίζω ver τουφεκιά τουφεκιά nom τουφεκισμού τουφεκισμός nom τούβλα τούβλο nom τούγια τούγια nom τούδε τούδε adv τούλι τούλι nom τούμπα τούμπα nom τούμπαλιν τούμπαλιν adv τούμπανα τούμπανο nom τούνδρα τούνδρα nom τούνελ τούνελ nom τούντρα τούντρα nom τούρκεμα τούρκεμα nom τούρκικα τούρκικος adj τούρκους τούρκους nom τούρλα τούρλα nom τούρτα τούρτα nom τούτα τούτος pro_dem τούτοις τούτοις adv τούφα τούφα nom τράβα τράβα nom τράβαγαν τραβάω ver τράβηγμα τράβηγμα nom τράγο τράγος nom τράκα τράκα nom τράκαραν τρακάρω ver τράμπα τράμπα nom τράνζιτ τράνζιτ adv τράνταγμα τράνταγμα nom τράνταξαν τραντάζω ver τράπεζάς τράπεζα nom τράπουλα τράπουλα nom τράτα τράτα nom τράχηλο τράχηλος nom τράχωμα τράχωμα nom τρέλα τρέλα nom τρέλαινε τρελαίνω ver τρέμολο τρέμολο nom τρέμουλα τρέμουλο nom τρένα τρένο nom τρέξιμο τρέξιμο nom τρέσες τρέσα nom τρέχον τρέχων adj τρία τρεις num τρίαινά τρίαινα adj τρίβωνα τρίβωνας nom τρίγλυφα τρίγλυφος adj τρίγλωσση τρίγλωσσος adj τρίγωνα τρίγωνος adj τρίδυμα τρίδυμος adj τρίκλινα τρίκλινος adj τρίκλιτη τρίκλιτη adj τρίκλιτης τρίκλιτης nom τρίκλιτος τρίκλιτος nom τρίκυκλα τρίκυκλο nom τρίλεπτα τρίλεπτος adj τρίλια τρίλια nom τρίλιζα τρίλιζα nom τρίλοβο τρίλοβο adj τρίμηνα τρίμηνος adj τρίμμα τρίμμα nom τρίξιμο τρίξιμο nom τρίο τρίο nom τρίπατο τρίπατος adj τρίποδα τρίποδας nom τρίποδο τρίποδος adj τρίποντα τρίποντο nom τρίπρακτη τρίπρακτος adj τρίπτυχα τρίπτυχο nom τρίσβαθα τρίσβαθος adj τρίστιχα τρίστιχος adj τρίστρατο τρίστρατο nom τρίτα τρίτος num τρίτιο τρίτιο nom τρίτομη τρίτομος adj τρίτροχα τρίτροχος adj τρίτωσε τριτώνω ver τρίφτη τρίφτης nom τρίφυλλα τρίφυλλος adj τρίχα τρίχα nom τρίχινα τρίχινος adj τρίχορδα τρίχορδος adj τρίχρονη τρίχρονος adj τρίχρωμες τρίχρωμος adj τρίχωμα τρίχωμα nom τρίψιμο τρίψιμο nom τρίωρες τρίωρος adj τραίνα τραίνο nom τραβέρσα τραβέρσα nom τραβεστί τραβεστί nom τραγέλαφο τραγέλαφος nom τραγί τραγί nom τραγανά τραγανός adj τραγελαφικά τραγελαφικός adj τραγιάσκα τραγιάσκα nom τραγικά τραγικά adv τραγικές τραγικός adj τραγικότητα τραγικότητα nom τραγοπόδαρο τραγοπόδαρος adj τραγουδάει τραγουδάω ver τραγουδίστρια τραγουδίστρια nom τραγουδιού τραγούδι nom τραγουδιστά τραγουδιστά adv τραγουδιστές τραγουδιστός adj τραγουδιστικά τραγουδιστικά adv τραγουδιστικές τραγουδιστικός adj τραγωδία τραγωδία nom τραγωδού τραγωδός nom τραγόμορφες τραγόμορφος adj τρακ τρακ nom τρακάρισμα τρακάρισμα nom τρακατρούκες τρακατρούκα nom τρακτέρ τρακτέρ nom τραμ τραμ nom τραμουντάνα τραμουντάνα nom τραμπάκουλα τραμπάκουλο nom τραμπάλα τραμπάλα nom τραμπουκισμοί τραμπουκισμός nom τραμπούκικη τραμπούκικος adj τραμπούκο τραμπούκος nom τρανά τρανός adj τρανζίστορ τρανζίστορ nom τρανσαμινάσες τρανσαμινάσες adj τρανταχτά τρανταχτός adj τρανόσαυρα τρανόσαυρα adj τραπέζι τραπέζι nom τραπέζια τραπέζιο nom τραπεζάκι τραπεζάκι nom τραπεζίτες τραπεζίτης nom τραπεζαρία τραπεζαρία nom τραπεζικά τραπεζικός adj τραπεζογραμμάτια τραπεζογραμμάτιο nom τραπεζοειδές τραπεζοειδής adj τραπεζοκόμος τραπεζοκόμος nom τραπεζομάντηλο τραπεζομάντηλο nom τραπεζομάντιλα τραπεζομάντιλο nom τραπουλόχαρτα τραπουλόχαρτο nom τραστ τραστ nom τραυλίζει τραυλίζω ver τραυλό τραυλός adj τραυματισμένες τραυματίζω ver τραυμάτων τραύμα nom τραυματία τραυματίας nom τραυματικά τραυματικά adv τραυματικές τραυματικός adj τραυματιοφορέα τραυματιοφορέας nom τραυματισμοί τραυματισμός nom τραυματολογία τραυματολογία nom τραχανά τραχανάς nom τραχεία τραχεία nom τραχείς τραχύς adj τραχείτη τραχείτης nom τραχειακή τραχειακός adj τραχειοβρογχίτιδα τραχειοβρογχίτιδα nom τραχειοστομία τραχειοστομία nom τραχειοτομή τραχειοτομή nom τραχηλίτιδα τραχηλίτιδα nom τραχηλιά τραχηλιά nom τραχηλική τραχηλικός adj τραχιά τραχιά adv τραχύτητα τραχύτητα nom τραύλισμα τραύλισμα nom τρείς τρείς num τρεισήμισι τρεισήμισι num τρεκλίζει τρεκλίζω ver τρελά τρελά adv τρελάδικο τρελάδικο nom τρελάρας τρελάρας nom τρελέ τρελός adj τρελοκομείο τρελοκομείο nom τρεμάμενα τρεμάμενος adj τρεμοσβήνει τρεμοσβήνω ver τρεμουλιάζει τρεμουλιάζω ver τρεμούλας τρεμούλα nom τρεμούλιασμα τρεμούλιασμα nom τρενάκι τρενάκι nom τρες τρες nom τρεχάλας τρεχάλα nom τρεχάματα τρεχάματα nom τρεχάτα τρεχάτος adj τρεχαντήρι τρεχαντήρι nom τρεχούμενα τρεχούμενος adj τριάδα τριάδα num τριάκοντα τριάντα num τριάρα τριάρα nom τριάρι τριάρι nom τριήμερα τριήμερος adj τριήρεις τριήρης nom τριαδικές τριαδικός adj τριαδικότητας τριαδικότητα nom τριακονταετή τριακονταετής adj τριακονταετία τριακονταετία nom τριακοσίων τριακόσιοι adj τριακοστά τριακοστός num τριανδρία τριανδρία nom τριαντάρη τριαντάρης adj τριαντάφυλλα τριαντάφυλλο nom τριαντάχρονη τριαντάχρονος adj τριανταπέντε τριανταπέντε num τριανταριά τριανταριά num τριανταφυλλένια τριανταφυλλένιος adj τριανταφυλλί τριανταφυλλής adj τριανταφυλλιάς τριανταφυλλιά nom τριαρχία τριαρχία nom τριβές τριβή nom τριβεία τριβείο nom τριβελίζει τριβελίζω ver τριγενές τριγενής adj τριγλυκεριδίων τριγλυκεριδίων nom τριγλύφων τρίγλυφο nom τριγμοί τριγμός nom τριγυρίζει τριγυρίζω ver τριγωνικά τριγωνικός adj τριγωνομετρία τριγωνομετρία nom τριγωνομετρικές τριγωνομετρικός adj τριγύρω τριγύρω adv τριγώνου τρίγωνο nom τριδιάστατη τριδιάστατη adj τριετές τριετής adj τριετία τριετία nom τριζόνι τριζόνι nom τρικ τρικ nom τρικάταρτα τρικάταρτος adj τρικινητήριο τρικινητήριος adj τρικλοποδιά τρικλοποδιά nom τρικυκλικά τρικυκλικά adv τρικυμία τρικυμία nom τρικυμιώδεις τρικυμιώδης adj τριλογία τριλογία nom τριμήνου τρίμηνο nom τριμελές τριμελής adj τριμερές τριμερής adj τριμηνιαία τριμηνιαίος adj τρινιτροτολουόλη τρινιτροτολουόλη nom τριπλά τριπλά num τριπλάσια τριπλάσιος num τριπλού τριπλός adj τριπλασίασε τριπλασιάζω ver τριπλασιασμό τριπλασιασμός nom τριπλούν τριπλούν num τρις τρις nom τρισάγια τρισάγιο nom τρισάγιο τρισάγιος adj τρισάθλια τρισάθλιος adj τρισέγγονος τρισέγγονος nom τρισέλιδη τρισέλιδος adj τρισδιάστατα τρισδιάστατα adv τρισδιάστατες τρισδιάστατος adj τρισεκατομμυρίου τρισεκατομμύριο num τρισεκατομμυριοστό τρισεκατομμυριοστός num τρισευτυχισμένη τρισευτυχισμένος adj τρισεύγενης τρισεύγενος adj τρισθενή τρισθενής adj τρισκατάρατο τρισκατάρατος adj τρισυπόστατη τρισυπόστατος adj τρισχειρότερα τρισχειρότερα adv τρισχιλιετή τρισχιλιετής adj τρισωμία τρισωμία nom τρισύλλαβα τρισύλλαβος adj τριτάξιο τριτάξιος adj τριτανακοπή τριτανακοπή nom τριτοβάθμια τριτοβάθμιος adj τριτογενή τριτογενής adj τριτοετής τριτοετής adj τριτοκοσμικές τριτοκοσμικός adj τριτοπρόσωπη τριτοπρόσωπος adj τριτοταγείς τριτοταγείς nom τριτωνίδα τριτωνίδα nom τριτόκλιτα τριτόκλιτος adj τριτότοκος τριτότοκος adj τριφασική τριφασικός adj τριφυλλιού τριφύλλι nom τριφωνία τριφωνία nom τριχιά τριχιά nom τριχοειδείς τριχοειδής adj τριχοτομήθηκε τριχοτομώ ver τριχοτόμηση τριχοτόμηση nom τριχοφόρα τριχοφόρα adj τριχρωμία τριχρωμία nom τριχωτά τριχωτός adj τριχόπτωση τριχόπτωση nom τριψήφια τριψήφιος adj τριώροφα τριώροφος adj τροβαδούρο τροβαδούρος nom τρομάζει τρομάζω ver τρομάρα τρομάρα nom τρομακτικά τρομακτικά adv τρομακτικές τρομακτικός adj τρομερά τρομερά adv τρομερές τρομερός adj τρομοκράτες τρομοκράτης nom τρομοκράτησαν τρομοκρατώ ver τρομοκράτηση τρομοκράτηση nom τρομοκράτισσα τρομοκράτισσα nom τρομοκρατία τρομοκρατία nom τρομοκρατικά τρομοκρατικός adj τρομπέτα τρομπέτα nom τρομπετίστα τρομπετίστας nom τρομπονίστας τρομπονίστας nom τρομπονιού τρομπόνι nom τρομώδες τρομώδης adj τροπάρια τροπάριο nom τροπές τροπή nom τροπαίου τρόπαιο nom τροπαιοφόρος τροπαιοφόρος adj τροπαιούχο τροπαιούχος adj τροπικά τροπικός adj τροπισμό τροπισμός nom τροπολογία τροπολογία nom τροποποίησή τροποποίηση nom τροποποίησαν τροποποιώ ver τροποποιητής τροποποιητής nom τροποποιητικές τροποποιητικός adj τροποποιούν τροποποιών adj τροποσφαιρικού τροποσφαιρικού adj τροπόσφαιρα τροπόσφαιρα nom τροτέζα τροτέζα nom τροτσκίστρια τροτσκίστρια nom τροτσκισμού τροτσκισμός nom τροτσκιστές τροτσκιστής nom τροτσκιστικά τροτσκιστικός adj τρουμπέτα τρουμπέτα nom τροφές τροφή nom τροφίμου τρόφιμος nom τρόφιμά τρόφιμα ver τροφεία τροφεία nom τροφικές τροφικός adj τροφοί τροφός nom τροφοδοσία τροφοδοσία nom τροφοδοτήθηκαν τροφοδοτώ ver τροφοδοτούμενη τροφοδοτούμενος adj τροφοδότες τροφοδότης nom τροφοδότηση τροφοδότηση nom τροχάδην τροχάδην adv τροχήλατο τροχήλατος adj τροχαία τροχαίος adj τροχαλία τροχαλία nom τροχαντήρες τροχαντήρας nom τροχιά τροχιά nom τροχιακά τροχιακά adv τροχιακές τροχιακές adj τροχιοδεικτικά τροχιοδεικτικός adj τροχιοδρόμους τροχιόδρομος nom τροχιστεί τροχίζω ver τροχοί τροχός nom τροχοδρομήσει τροχοδρομώ ver τροχοδρόμηση τροχοδρόμηση nom τροχοδρόμων τροχοδρόμων nom τροχονόμο τροχονόμος nom τροχοπέδη τροχοπέδη nom τροχοπέδηση τροχοπέδηση nom τροχοπέδιλα τροχοπέδιλο nom τροχοφόρα τροχοφόρος adj τροχόσπιτα τροχόσπιτο nom τρούλο τρούλος nom τρούφα τρούφα nom τρυγητής τρυγητής nom τρυγονιού τρυγόνι nom τρυγούν τρυγάω ver τρυγόνα τρυγόνα nom τρυκ τρυκ nom τρυπά τρυπώ ver τρυπάνι τρυπάνι nom τρυπήματα τρύπημα nom τρυπητά τρυπητός adj τρυποφράχτες τρυποφράχτης nom τρυπών τρύπα nom τρυπώνει τρυπώνω ver τρυφή τρυφή nom τρυφερά τρυφερά adv τρυφερές τρυφερός adj τρυφερότητα τρυφερότητα nom τρυφηλή τρυφηλός adj τρυφηλότητα τρυφηλότητα nom τρωγλοδύτες τρωγλοδύτης nom τρωικά τρωικός adj τρωκτικό τρωκτικός adj τρωτά τρωτός adj τρόικα τρόικα nom τρόμο τρόμος nom τρόπιδα τρόπιδα nom τρόπο τρόπος nom τρόχισμα τρόχισμα nom τρύγο τρύγος nom τρύπια τρύπιος adj τρώγλες τρώγλη nom τσάγια τσάι nom τσάκα τσάκα nom τσάκισαν τσακίζω ver τσάκισμα τσάκισμα nom τσάκωνα τσακώνω ver τσάμηδες τσάμης nom τσάμικα τσάμικος adj τσάντα τσάντα nom τσάπα τσάπα nom τσάρεβιτς τσάρεβιτς nom τσάρκα τσάρκα nom τσάρλεστον τσάρλεστον nom τσάρο τσάρος nom τσάρτερ τσάρτερ nom τσάτσα τσάτσα nom τσάτσοι τσάτσος nom τσέκαρα τσεκάρω ver τσέλα τσέλο nom τσέλιγκας τσέλιγκας nom τσέμπαλα τσέμπαλο nom τσέπες τσέπη nom τσέρι τσέρι nom τσέρκι τσέρκι nom τσέχικα τσεχικός adj τσίγκινα τσίγκινος adj τσίγκο τσίγκος nom τσίκλες τσίκλα nom τσίκνα τσίκνα nom τσίλιες τσίλια nom τσίμπαγε τσιμπάω ver τσίμπημα τσίμπημα nom τσίμπλα τσίμπλα nom τσίπα τσίπα nom τσίπουρα τσίπουρο nom τσίρκα τσίρκο nom τσίρο τσίρος nom τσίτα τσίτα adv τσίτι τσίτι nom τσίφτη τσίφτης nom τσίχλα τσίχλα nom τσαγανό τσαγανό nom τσαγιέρα τσαγιέρα nom τσαγκάρη τσαγκάρης nom τσαγκάρικο τσαγκάρικο nom τσαγκαράδικο τσαγκαράδικο nom τσαγκαροδευτέρα τσαγκαροδευτέρα nom τσαι τσαι nom τσακ τσακ nom τσακάλι τσακάλι nom τσακίρ τσακίρ nom τσακίρη τσακίρης nom τσακιστή τσακιστός adj τσακωμοί τσακωμός nom τσακωτό τσακωτός adj τσακώνικα τσακώνικος adj τσαλάκωμα τσαλάκωμα nom τσαλακωμένες τσαλακώνω ver τσαλαπετεινοί τσαλαπετεινός nom τσαμπί τσαμπί nom τσαμπουκά τσαμπουκάς nom τσαμπουνάς τσαμπουνάω ver τσαμπούνα τσαμπούνα nom τσανάκια τσανάκι nom τσαντάκι τσαντάκι nom τσαντάκιας τσαντάκιας nom τσαντίλα τσαντίλα nom τσαντίρι τσαντίρι nom τσαντόρ τσαντόρ nom τσαπί τσαπί nom τσαπαρί τσαπαρί nom τσαπατσουλιά τσαπατσουλιά nom τσαπράζια τσαπράζι nom τσαρίνα τσαρίνα nom τσαρδάκι τσαρδάκι nom τσαρδί τσαρδί nom τσαρισμού τσαρισμός nom τσαρλατάνο τσαρλατάνος nom τσαρουχάς τσαρουχάς nom τσαρούχι τσαρούχι nom τσατσάρα τσατσάρα nom τσατσάς τσατσά nom τσαχπίνα τσαχπίνης adj τσαχπινιές τσαχπινιά nom τσε τσε ver τσεβρέ τσεβρές nom τσεκ τσεκ nom τσεκάρισμα τσεκάρισμα nom τσεκουριά τσεκουριά nom τσεκουριού τσεκούρι nom τσελίστα τσελίστας nom τσελεμεντέ τσελεμεντές nom τσελιγκάτα τσελιγκάτο nom τσεμπέρι τσεμπέρι nom τσεμπαλίστα τσεμπαλίστας nom τσεχοσλοβάκικη τσεχοσλοβάκικος adj τσιγάρα τσιγάρο nom τσιγάρισμα τσιγάρισμα nom τσιγαριλίκια τσιγαριλίκι nom τσιγαρισμένο τσιγαρίζω ver τσιγαρόχαρτο τσιγαρόχαρτο nom τσιγγάνα τσιγγάνα nom τσιγγάνε τσιγγάνος nom τσιγγάνικα τσιγγάνικος adj τσιγκέλι τσιγκέλι nom τσιγκλίσεις τσιγκλάω ver τσιγκουνιά τσιγκουνιά nom τσιγκούνα τσιγκούνης adj τσικνιάδες τσικνιάς nom τσικουδιά τσικουδιά nom τσικό τσικό nom τσιλιαδόρος τσιλιαδόρος nom τσιμέντα τσιμέντο nom τσιμεντοβιομηχανία τσιμεντοβιομηχανία nom τσιμεντοκονία τσιμεντοκονία nom τσιμεντόλιθους τσιμεντόλιθος nom τσιμινιέρα τσιμινιέρα nom τσιμουδιά τσιμουδιά nom τσιμπίδα τσιμπίδα nom τσιμπιά τσιμπιά nom τσιμπιδάκι τσιμπιδάκι nom τσιμπολογούν τσιμπολογάω ver τσιμπουκιού τσιμπούκι nom τσιμπούρι τσιμπούρι nom τσιμπούσι τσιμπούσι nom τσιπ τσιπ nom τσιπούρα τσιπούρα nom τσιπς τσιπς nom τσιράκι τσιράκι nom τσιρίδα τσιρίδα nom τσιριχτά τσιριχτά adv τσιριχτή τσιριχτός adj τσιτάτα τσιτάτο nom τσιφ τσιφ nom τσιφλίκι τσιφλίκι nom τσιφλικά τσιφλικάς nom τσιφούτης τσιφούτης nom τσιφτετέλι τσιφτετέλι nom τσολιά τσολιάς nom τσομπάνης τσομπάνης nom τσομπάνος τσομπάνος nom τσοπάνη τσοπάνης nom τσοπάνος τσοπάνος nom τσοπανάκος τσοπανάκος nom τσοπανόσκυλα τσοπανόσκυλο nom τσουβάλι τσουβάλι nom τσουβάλιασμα τσουβάλιασμα nom τσουβαλιάζει τσουβαλιάζω ver τσουγκράνα τσουγκράνα nom τσουγκρίζει τσουγκρίζω ver τσουκάλι τσουκάλι nom τσουκαλάδες τσουκαλάς nom τσουκαλαριά τσουκαλαριά nom τσουκαλαριό τσουκαλαριό nom τσουκνίδα τσουκνίδα nom τσουλάει τσουλάω ver τσουλήθρα τσουλήθρα nom τσουλί τσουλί nom τσουλούφι τσουλούφι nom τσουράπια τσουράπι nom τσουρέκι τσουρέκι nom τσουχτερή τσουχτερός adj τσούγκρισμα τσούγκρισμα nom τσούλα τσούλα nom τσούξιμο τσούξιμο nom τσούπρα τσούπρα nom τσούρμο τσούρμο nom τσούχτρα τσούχτρα nom τσόκαρα τσόκαρο nom τσόλι τσόλι nom τσόφλι τσόφλι nom τσόχα τσόχα nom τυλίγει τυλίγω ver τυμβωρυχία τυμβωρυχία nom τυμβωρύχο τυμβωρύχος nom τυμπάνου τύμπανο nom τυμπανιαία τυμπανιαίος adj τυμπανική τυμπανικός adj τυμπανισμού τυμπανισμός nom τυμπανιστές τυμπανιστής nom τυμπανοκρουσίες τυμπανοκρουσία nom τυνησιακές τυνησιακός adj τυπικά τυπικά adv τυπικές τυπικός adj τυπικόν τυπικό nom τυπικότητα τυπικότητα nom τυπογράφο τυπογράφος nom τυπογραφία τυπογραφία nom τυπογραφεία τυπογραφείο nom τυπογραφικά τυπογραφικά adv τυπογραφικές τυπογραφικός adj τυπολάτρες τυπολάτρης nom τυπολατρία τυπολατρία nom τυπολατρικά τυπολατρικά adv τυπολατρική τυπολατρικός adj τυπολογία τυπολογία nom τυπολογικά τυπολογικά adv τυπολογικές τυπολογικός adj τυποποίησε τυποποιώ ver τυποποίηση τυποποίηση nom τυπωθεί τυπώνω ver τυπώματος τύπωμα nom τυπώσεις τύπωση nom τυράννου τύραννος nom τυρί τυρί nom τυραννά τυραννάω ver τυραννία τυραννία nom τυραννίδα τυραννίδα nom τυραννικά τυραννικά adv τυραννικές τυραννικός adj τυραννοκτονία τυραννοκτονία nom τυραννοκτόνο τυραννοκτόνος nom τυρβάζουν τυρβάζω ver τυρκουάζ τυρκουάζ nom τυροκομία τυροκομία nom τυροκομεία τυροκομείο nom τυροκομικά τυροκομικός adj τυροκόμος τυροκόμος nom τυροπιτάδικα τυροπιτάδικο nom τυρού τυράς nom τυρόπιτα τυρόπιτα nom τυφέκια τυφέκιο nom τυφεκιοφόροι τυφεκιοφόρος nom τυφεκισμού τυφεκισμός nom τυφλά τυφλά adv τυφλός τυφλός nom τυφλοπόντικα τυφλοπόντικας nom τυφλοσούρτη τυφλοσούρτης nom τυφλωθεί τυφλώνω|τυφλώττω ver τυφλόμυγα τυφλόμυγα nom τυφλότητα τυφλότητα nom τυφλώθηκε τυφλώττω ver τυφλώνει τυφλώνω ver τυφλώσεως τύφλωση nom τυφοειδή τυφοειδής adj τυφώνα τυφώνας nom τυχάρπαστα τυχάρπαστος adj τυχαία τυχαία adv τυχαίας τυχαίος adj τυχαιοποιημένες τυχαιοποιημένες ver τυχαιοποιημένη τυχαιοποιημένη ver τυχερά τυχερός adj τυχοδιωκτικά τυχοδιωκτικός adj τυχοδιωκτισμού τυχοδιωκτισμός nom τυχοδιωκτών τυχοδιώκτης nom τυχοδιώκτρια τυχοδιώκτρια nom τυχόν τυχόν adv τυχών τύχη nom τωμ τωμ nom των των nom τωρινά τωρινός adj τωόντι τωόντι adv τό τό adj τόδ τόδ pre τόκο τόκος nom τόλμη τόλμη nom τόμοι τόμος nom τόμπολα τόμπολα nom τόν τόν adj τόνε τόνος nom τόννοι τόννος nom τόνωση τόνωση nom τόξα τόξο nom τόξευσε τοξεύω ver τόπι τόπι nom τόπο τόπος nom τόρνο τόρνος nom τόσα τόσος pro_dem τόσο τόσο adv τότε τότε adv τόφο τόφος nom τύλιγμα τύλιγμα nom τύμβο τύμβος nom τύπο τύπος nom τύρβη τύρβη nom τύρφη τύρφη nom τύφλα τύφλα nom τύφο τύφος nom τύψεις τύψη nom τών τών adj τώρα τώρα adv υάκινθο υάκινθος nom υάλινα υάλινος adj υάλου ύαλος nom υάλωμα υάλωμα nom υαινών ύαινα nom υαλικά υαλικός adj υαλοβάμβακα υαλοβάμβακας nom υαλογραφία υαλογραφία nom υαλοπίνακες υαλόπινακας nom υαλοποίηση υαλοποίηση nom υαλουργία υαλουργία nom υαλουργό υαλουργός nom υβρίδια υβρίδιο nom υβρίζει υβρίζω ver υβρεολογίου υβρεολόγιο nom υβριδικά υβριδικός adj υβριδισμού υβριδισμός nom υβριστές υβριστής nom υβριστικά υβριστικά adv υβριστικές υβριστικός adj υγεία υγεία nom υγειά υγειά nom υγεινής υγεινής adj υγειονομικά υγειονομικός adj υγιές υγιής adj υγιαίνετε υγιαίνω ver υγιεινά υγιεινά adv υγιεινές υγιεινός adj υγιεινολόγος υγιεινολόγος nom υγρά υγρά adv υγράνει υγραίνω ver υγρές υγρός adj υγραέριο υγραέριο nom υγρασία υγρασία nom υγροποιημένα υγροποιώ ver υγροτόπους υγροτόπους nom υγροτόπων υγροτόπων nom υγρότοπο υγρότοπος nom υδάτινα υδάτινος adj υδάτων ύδωρ nom υδαρές υδαρής adj υδατάνθρακας υδατάνθρακας nom υδαταγωγοί υδαταγωγός adj υδατικά υδατικός adj υδατογραφία υδατογραφία nom υδατογραφημένο υδατογραφώ ver υδατοειδές υδατοειδής adj υδατοκαλλιέργεια υδατοκαλλιέργεια nom υδατοπτώσεις υδατόπτωση nom υδατοσφαίριση υδατοσφαίριση nom υδατοσφαιριστής υδατοσφαιριστής nom υδατοφράκτες υδατοφράκτης nom υδατοφράχτες υδατοφράχτης nom υδράργυρο υδράργυρος nom υδρία υδρία nom υδραίικα υδραίικος adj υδραγωγεία υδραγωγείο nom υδραγωγούς υδραγωγός nom υδραντλίες υδραντλία nom υδραργυρική υδραργυρικός adj υδρατμοί υδρατμός nom υδραυλικά υδραυλικός adj υδρευτικά υδρευτικός adj υδρεύει υδρεύω ver υδρεύσεως ύδρευση nom υδροβιολογία υδροβιολογία nom υδροβιολόγος υδροβιολόγος nom υδροβιοτόπων υδροβιότοπος nom υδρογείου υδρόγειος adj υδρογεωλογική υδρογεωλογικός adj υδρογονάνθρακα υδρογονάνθρακας nom υδρογονωμένα υδρογονωμένος adj υδρογραφικά υδρογραφικός adj υδρογόνο υδρογόνο nom υδροδοτείται υδροδοτείται ver υδροδοτούν υδροδοτούν ver υδροδυναμικής υδροδυναμικός adj υδροδότησε υδρoδοτώ ver υδροδότηση υδροδότηση nom υδροηλεκτρικά υδροηλεκτρικός adj υδροηλεκτρισμό υδροηλεκτρισμός nom υδροθεραπεία υδροθεραπεία nom υδροθεραπευτήριο υδροθεραπευτήριο nom υδροθερμικής υδροθερμικός adj υδροκέφαλο υδροκέφαλος adj υδροκίνηση υδροκίνηση nom υδροκεφαλία υδροκεφαλία nom υδροκεφαλισμό υδροκεφαλισμός nom υδροκυάνιο υδροκυάνιο nom υδροληψία υδροληψία nom υδρολογικά υδρολογικός adj υδρολόγος υδρολόγος nom υδροξείδιο υδροξείδιο nom υδροξυλίωσης υδροξυλίωσης nom υδροξυτολουόλιο υδροξυτολουόλιο nom υδροπλάνα υδροπλάνο nom υδρορροές υδρορροή nom υδροστατική υδροστατικός adj υδροφθορίου υδροφθορίου nom υδροφθόριο υδροφθόριο adj υδροφόρα υδροφόρος adj υδροφόρες υδροφόρα nom υδροχαρές υδροχαρής adj υδροχλωρική υδροχλωρικός adj υδροχλώριο υδροχλώριο nom υδροχρώματα υδρόχρωμα nom υδροχόος υδροχόος nom υδρόβια υδρόβιος adj υδρόζωα υδρόζωο nom υδρόθειο υδρόθειο nom υδρόλυση υδρόλυση nom υδρόμυλοι υδρόμυλος nom υδρόσφαιρα υδρόσφαιρα nom υδρόφιλα υδρόφιλος adj υιέ υιός nom υιοθέτησή υιοθέτηση nom υιοθέτησα υιοθετώ ver υιοθεσία υιοθεσία nom υλικά υλικά adv υλικές υλικός adj υλικοτεχνική υλικοτεχνικός adj υλικόν υλικό nom υλικότητα υλικότητα nom υλικώς υλικώς adv υλισμικού υλισμικού nom υλισμικό υλισμικό nom υλισμού υλισμός nom υλιστές υλιστής nom υλιστικές υλιστικός adj υλοποίησή υλοποίηση nom υλοποίησα υλοποιώ ver υλοτομία υλοτομία nom υλοτομεί υλοτομώ ver υλοτομικές υλοτομικός adj υλοτόμηση υλοτόμηση nom υλοτόμοι υλοτόμος nom υλών ύλη nom υμένα υμένας nom υμέναιο υμέναιος nom υμένιο υμένιο adj υμενίτιδα υμενίτιδα nom υμνήθηκαν υμνώ ver υμνητές υμνητής nom υμνητικά υμνητικός adj υμνογράφο υμνογράφος nom υμνογραφία υμνογραφία nom υμνογραφικά υμνογραφικός adj υμνολογία υμνολογία nom υμνολογούν υμνολογώ ver υμνολόγια υμνολόγιο nom υμνωδία υμνωδία nom υμνωδός υμνωδός nom υνί υνί nom υοειδές υοειδής adj υοσκύαμος υοσκύαμος nom υπ υπό pre υπάγει υπάγω ver υπάκουα υπάκουος adj υπάκουαν υπακούω ver υπάλληλο υπάλληλος nom υπάνθρωποι υπάνθρωπος nom υπάρξει υπάρχω ver υπάρξεις ύπαρξη nom υπάρξη υπάρξη ver υπάρχον υπάρχων adj υπάρχοντά υπάρχοντα adv ύπατοι ύπατος nom υπέβαλα υποβάλλω ver υπέβλεπαν υποβλέπω ver υπέβοσκαν υποβόσκω ver υπέγραφα υπογράφω ver υπέδαφος υπέδαφος nom υπέδειξα υποδείχνω ver υπέθαλπαν υποθάλπω ver υπέθεσα υποθέτω ver υπέκλεπτε υποκλέπτω ver υπέκρυπταν υποκρύπτω ver υπέκυπταν υποκύπτω ver υπέμειναν υπομένω ver υπέπεσα υποπίπτω ver υπέρ υπέρ pre υπέρβαινε υπερβαίνω ver υπέρβαρος υπέρβαρος adj υπέρβαση υπέρβαση nom υπέργεια υπέργειος adj υπέργηρη υπέργηρος adj υπέρηχο υπέρηχος nom υπέρθερμων υπέρθερμος adj υπέρθεση υπέρθεση nom υπέρθυρα υπέρθυρο nom υπέρκειται υπέρκειμαι ver υπέρλαμπρη υπέρλαμπρος adj υπέρμαχη υπέρμαχος adj υπέρμετρα υπέρμετρα adv υπέρμετρες υπέρμετρος adj υπέρογκα υπέρογκα adv υπέρογκες υπέρογκος adj υπέροχα υπέροχα adv υπέροχες υπέροχος adj υπέρταση υπέρταση nom υπέρτατα υπέρτατος adj υπέρτερα υπέρτερος adj υπέρυθρα υπέρυθρος adj υπέσκαπταν υποσκάβω ver υπέστειλε υποστέλλω ver υπέστη υφίσταμαι ver υπέταξαν υποτάσσω ver υπέφερα υποφέρω ver υπέχει υπέχω ver υπήκοο υπήκοος nom υπήνεμα υπήνεμα adv υπήνεμο υπήνεμος adj υπήχθηκε υπήχθηκε ver υπίατρο υπίατρος nom υπίλαρχο υπίλαρχος nom υπαίθρια υπαίθρια adv υπαίθριας υπαίθριος adj υπαίθρου ύπαιθρος nom υπαίτια υπαίτιος adj υπαγομένων υπαγόμενος adj υπαγορευθεί υπαγορεύω ver υπαγορεύσεις υπαγόρευση nom υπαγωγή υπαγωγή nom υπαινίσσεσαι υπαινίσσομαι ver υπαινιγμοί υπαινιγμός nom υπαινικτικά υπαινικτικός adj υπαισθησία υπαισθησία nom υπαιτιότητά υπαιτιότητα nom υπακοή υπακοή nom υπακούουν υπακούουν ver υπαλληλάκος υπαλληλάκος nom υπαλληλίας υπαλληλία nom υπαλληλικά υπαλληλικός adj υπανάπτυκτα υπανάπτυκτος adj υπανάπτυξη υπανάπτυξη nom υπαναχωρήσει υπαναχωρώ ver υπαναχώρηση υπαναχώρηση nom υπαξιωματικοί υπαξιωματικός nom υπαρκτά υπαρκτός adj υπαρκτικό υπαρκτικός adj υπαρξιακά υπαρξιακός adj υπαρξισμού υπαρξισμός nom υπαρξιστές υπαρξιστής nom υπαρξιστικής υπαρξιστικός adj υπαρχής υπαρχή nom υπαρχει υπαρχει ver υπαρχηγοί υπαρχηγός nom υπασπιστές υπασπιστής nom υπαστυνόμο υπαστυνόμος nom υπατική υπατικός adj υπεζωκότος υπεζωκώς nom υπεισέλθει υπεισέρχομαι ver υπεκφεύγει υπεκφεύγω ver υπεκφυγές υπεκφυγή nom υπενθυμίζει υπενθυμίζω ver υπενθυμίσεις υπενθύμιση nom υπενοικίαση υπενοικίαση nom υπενοικιάζουν υπενοικιάζω ver υπεξαίρεσαν υπεξαιρώ ver υπεξαίρεση υπεξαίρεση nom υπεξαγωγή υπεξαγωγή nom υπεράγαν υπεράγαν adv υπεράνθρωπα υπεράνθρωπα adv υπεράνθρωπες υπεράνθρωπος adj υπεράνω υπεράνω adv υπεράριθμα υπεράριθμος adj υπεράσπιζαν υπερασπίζω ver υπεράσπισή υπεράσπιση nom υπερέβαλαν υπερβάλλω ver υπερέκθεση υπερέκθεση nom υπερέκκριση υπερέκκριση nom υπερέκταση υπερέκταση nom υπερένταση υπερένταση nom υπερέχει υπερέχω ver υπερήλικα υπερήλικος adj υπερίπτανται υπερίπταμαι ver υπερίσχυαν υπερισχύω ver υπερίσχυση υπερίσχυση nom υπερίτης υπερίτης nom υπεραγαπά υπεραγαπάω ver υπεραγορά υπεραγορά nom υπεραγωγούς υπεραγωγός nom υπεραθλητής υπεραθλητής nom υπεραιμία υπεραιμία nom υπεραμυνθεί υπεραμύνομαι ver υπεραξία υπεραξία nom υπεραπλούστευσης υπεραπλούστευσης nom υπεραρκετά υπεραρκετά adv υπεραρκετές υπεραρκετός adj υπερασπίστρια υπερασπίστρια nom υπερασπιστές υπερασπιστής nom υπεραστικά υπεραστικός adj υπερατλαντικά υπερατλαντικός adj υπεραύξηση υπεραύξηση nom υπερβάλλον υπερβάλλων adj υπερβασιών υπερβασία nom υπερβατικά υπερβατικός adj υπερβιταμίνωση υπερβιταμίνωση nom υπερβολές υπερβολή nom υπερβολικά υπερβολικά adv υπερβολικές υπερβολικός adj υπερβόρεια υπερβόρειος adj υπεργλυκαιμία υπεργλυκαιμία nom υπεργολάβο υπεργολάβος nom υπεργολαβία υπεργολαβία nom υπεργολαβικά υπεργολαβικά adj υπερδιέγερση υπερδιέγερση nom υπερδιπλάσιο υπερδιπλάσιος adj υπερδιπλασιάζεται υπερδιπλασιάζω ver υπερδομές υπερδομή nom υπερδοσολογία υπερδοσολογία nom υπερδοσολογίας υπερδοσολογίας nom υπερδυνάμεις υπερδύναμη nom υπερεθνικής υπερεθνικός adj υπερεκμετάλλευση υπερεκμετάλλευση nom υπερεκτίμηση υπερεκτίμηση nom υπερεκτιμηθεί υπερεκτιμώ ver υπερεκφράζουν υπερεκφράζουν ver υπερευαίσθητες υπερευαίσθητος adj υπερευαισθησία υπερευαισθησία nom υπερημερίας υπερημερία nom υπερηφανείας υπερηφανεία nom υπερηφανευόταν υπερηφανεύομαι ver υπερηχητικά υπερηχητικός adj υπερηχογράφημα υπερηχογράφημα nom υπερηχογράφος υπερηχογράφος nom υπερηχογραφία υπερηχογραφία nom υπερθέαμα υπερθέαμα nom υπερθέρμανση υπερθέρμανση nom υπερθεμάτιζε υπερθεματίζω ver υπερθερμάνουν υπερθερμαίνω ver υπερθερμία υπερθερμία nom υπερθετικά υπερθετικός adj υπερθυρεοειδισμός υπερθυρεοειδισμός nom υπεριωδών υπεριώδης adj υπερκάλυψαν υπερκαλύπτω ver υπερκέρασαν υπερκερώ ver υπερκέραση υπερκέραση nom υπερκατανάλωση υπερκατανάλωση nom υπερκαταναλωτισμός υπερκαταναλωτισμός nom υπερκεράτωση υπερκεράτωση nom υπερκομματική υπερκομματικός adj υπερκορεσμός υπερκορεσμός nom υπερκόπωση υπερκόπωση nom υπερκόσμιο υπερκόσμιος adj υπερλιπιδαιμία υπερλιπιδαιμία nom υπερμέγεθες υπερμεγέθης adj υπερμαγγανικού υπερμαγγανικός adj υπερμετρωπίας υπερμετρωπία nom υπερμοντέρνα υπερμοντέρνα adv υπερνίκησε υπερνικάω ver υπερνίκηση υπερνίκηση nom υπεροξειδίου υπεροξείδιο nom υπεροπλία υπεροπλία nom υπεροπτικά υπεροπτικά adv υπεροπτικές υπεροπτικός adj υπερορία υπερορία nom υπεροχή υπεροχή nom υπεροψία υπεροψία nom υπερούσιος υπερούσιος adj υπερπέραν υπερπέραν nom υπερπήδησε υπερπηδάω ver υπερπήδηση υπερπήδηση nom υπερπαραγωγές υπερπαραγωγή nom υπερπλήρεις υπερπλήρης adj υπερπλασία υπερπλασία nom υπερπληθυσμού υπερπληθυσμός nom υπερπληθωρισμού υπερπληθωρισμός nom υπερπολυτελές υπερπολυτελής adj υπερπροστασίας υπερπροστασία nom υπερπροστατευτική υπερπροστατευτικός adj υπερπυρεξία υπερπυρεξία nom υπερπόντια υπερπόντιος adj υπερρεαλισμού υπερρεαλισμός nom υπερρεαλιστές υπερρεαλιστής nom υπερρεαλιστικά υπερρεαλιστικός adj υπερσιβηρικού υπερσιβηρικός adj υπερσυντέλικο υπερσυντέλικος nom υπερσύγχρονα υπερσύγχρονος adj υπερτέρησε υπερτερώ ver υπερτίμηση υπερτίμηση nom υπερτασικά υπερτασικός adj υπερτιμά υπερτιμώ ver υπερτονίας υπερτονία nom υπερτριγλυκεριδαιμία υπερτριγλυκεριδαιμία nom υπερτροφία υπερτροφία nom υπερτροφικά υπερτροφικός adj υπερυψωμένους υπερυψώνω adj υπερφίαλος υπερφίαλος adj υπερφαλάγγισε υπερφαλαγγίζω ver υπερφορτωθεί υπερφορτώνω ver υπερφυές υπερφυής adj υπερφυσικά υπερφυσικός adj υπερφόρτιση υπερφόρτιση nom υπερφόρτωση υπερφόρτωση nom υπερχείλισαν υπερχειλίζω ver υπερχείλιση υπερχείλιση nom υπερχολερυθριναιμία υπερχολερυθριναιμία nom υπερχρέωση υπερχρέωση nom υπερψήφιζαν υπερψηφίζω ver υπερψήφιση υπερψήφιση nom υπερωκεάνια υπερωκεάνιος adj υπερωκεανίου υπερωκεάνιο nom υπερωρίας υπερωρία nom υπερόπτες υπερόπτης nom υπερύψηλες υπερύψηλος adj υπερύψωση υπερύψωση nom υπερώας υπερώα nom υπερώο υπερώο nom υπεστήριζαν υποστηρίζω ver υπευθυνότητα υπευθυνότητα nom υπευθύνου υπεύθυνος adj υπευθύνως υπεύθυνα adv υπηκοότητάς υπηκοότητα nom υπηρέτες υπηρέτης nom υπηρέτησα υπηρετώ ver υπηρέτηση υπηρέτηση nom υπηρέτρια υπηρέτρια nom υπηρεσία υπηρεσία nom υπηρεσίων υπηρεσίων adj υπηρεσιές υπηρεσιές nom υπηρεσιακά υπηρεσιακά adv υπηρεσιακές υπηρεσιακός adj υπηρετικού υπηρετικός adj υπηρετούντες υπηρετών adj υπνάκο υπνάκος nom υπναρά υπναράς adj υπνηλία υπνηλία nom υπνοβάτες υπνοβάτης nom υπνοβασία υπνοβασία nom υπνοβατεί υπνοβατώ ver υπνοδωμάτια υπνοδωμάτιο nom υπνοθεραπεία υπνοθεραπεία nom υπνοφόρο υπνοφόρος adj υπνωτίζει υπνωτίζω ver υπνωτηρίων υπνωτήριο nom υπνωτικά υπνωτικός adj υπνωτισμού υπνωτισμός nom υπνωτιστή υπνωτιστής nom υπνώσει υπνώνω ver υπο υπο pre υποανάπτυκτα υποανάπτυκτα adv υποανάπτυκτες υποανάπτυκτες adj υποβάθμιζαν υποβαθμίζω ver υποβάθμιση υποβάθμιση nom υποβάθρου υπόβαθρο nom υποβίβαζε υποβιβάζω ver υποβαθμιζόμενη υποβαθμιζόμενος adj υποβαλλομένων υποβαλλόμενος adj υποβαστάζει υποβαστάζω ver υποβιβασμού υποβιβασμός nom υποβληθέν υποβληθείς adj υποβλητικά υποβλητικά adv υποβλητικές υποβλητικός adj υποβλητικότητα υποβλητικότητα nom υποβοήθησαν υποβοηθάω ver υποβοήθηση υποβοήθηση nom υποβοηθεί υποβοηθεί ver υποβοηθείται υποβοηθείται ver υποβοηθητικά υποβοηθητικός adj υποβοηθός υποβοηθός nom υποβολέα υποβολέας nom υποβολές υποβολή nom υποβολείο υποβολείο nom υποβολιμαίες υποβολιμαίος adj υποβρυχίου υποβρύχιος adj υποβρυχιακό υποβρυχιακός adj υποβρύχια υποβρύχια adv υπογάστριο υπογάστριο nom υπογένειο υπογένειο nom υπογείως υπογείως adv υπογεγραμμένες υπογεγραμμένη nom υπογεννητικότητα υπογεννητικότητα nom υπογλυκαιμία υπογλυκαιμία nom υπογλυκαιμική υπογλυκαιμικός adj υπογλώσσια υπογλώσσιος adj υπογοναδισμού υπογοναδισμός nom υπογράμμιζαν υπογραμμίζω ver υπογράμμιση υπογράμμιση nom υπογράφοντα υπογράφων adj υπογράψαντες υπογράψας adj υπογραμμός υπογραμμός nom υπογραφές υπογραφή nom υπογραφόμενα υπογραφόμενος adj υποδέχεστε υποδέχομαι ver υποδήλωναν υποδηλώνω ver υποδήματα υπόδημα nom υποδαυλίζει υποδαυλίζω ver υποδαύλιση υποδαύλιση nom υποδεέστερα υποδεέστερα adv υποδεέστερες υποδεέστερος adj υποδείγματα υπόδειγμα nom υποδείξεις υπόδειξη nom υποδειγματικά υποδειγματικά adv υποδειγματικές υποδειγματικός adj υποδεκανέα υποδεκανέας nom υποδηλώσεων υποδήλωση nom υποδηματοποιία υποδηματοποιία nom υποδηματοποιεία υποδηματοποιείο nom υποδηματοποιού υποδηματοποιός nom υποδιαίρεση υποδιαίρεση nom υποδιαιρείται υποδιαιρώ ver υποδιαστολή υποδιαστολή nom υποδιευθυντές υποδιευθυντής nom υποδιευθύνσεις υποδιεύθυνση nom υποδιευθύντρια υποδιευθύντρια nom υποδιοικητές υποδιοικητής nom υποδομές υποδομή nom υποδορίως υποδόρια adv υποδουλωθεί υποδουλώνω ver υποδουλώσεως υποδούλωση nom υποδοχέα υποδοχέας nom υποδοχές υποδοχή nom υποδυθεί υποδύομαι ver υποδυόμενος υποδυόμενος adj υποδόρια υποδόριος adj υποείδος υποείδος nom υποεθνικό υποεθνικό adj υποειδών υποειδών nom υποεκτίμηση υποεκτίμηση nom υποεκτιμηθεί υποεκτιμώ ver υποζυγίου υποζύγιο nom υποθάλαμο υποθάλαμος nom υποθέματα υπόθεμα nom υποθέσεις υπόθεση nom υποθήκες υποθήκη nom υποθήκευσε υποθηκεύω ver υποθήκευση υποθήκευση nom υποθαλάσσια υποθαλάσσιος adj υποθερμία υποθερμία nom υποθετικά υποθετικά adv υποθετικές υποθετικός adj υποθηκοφυλακεία υποθηκοφυλακείο nom υποθηκοφύλακα υποθηκοφύλακας nom υποθυρεοειδισμό υποθυρεοειδισμός nom υποκάμισα υποκάμισο nom υποκάτω υποκάτω adv υποκίνησαν υποκινώ ver υποκίνηση υποκίνηση nom υποκίτρινη υποκίτρινος adj υποκαθίστανται υποκαθιστώ ver υποκατάσταση υποκατάσταση nom υποκατάστατά υποκατάστατος nom υποκατάστημα υποκατάστημα nom υποκατανάλωση υποκατανάλωση nom υποκαταστάτες υποκαταστάτης nom υποκατηγορία υποκατηγορία nom υποκείμενα υποκείμενος adj υποκείμενου υποκείμενο nom υποκειμενικά υποκειμενικά adv υποκειμενικές υποκειμενικός adj υποκειμενικότητα υποκειμενικότητα nom υποκειμενισμού υποκειμενισμός nom υποκεφάλαια υποκεφάλαια nom υποκεφάλαιο υποκεφάλαιο nom υποκινήτρια υποκινήτρια nom υποκινητές υποκινητής nom υποκινούν υποκινών adj υποκλίθηκαν υποκλίνομαι ver υποκλίσεις υπόκλιση nom υποκλοπές υποκλοπή nom υποκλυσμός υποκλυσμός nom υποκοριστικά υποκοριστικά adv υποκοριστικοί υποκοριστικός adj υποκουλτούρα υποκουλτούρα nom υποκρίθηκε υποκρίνομαι ver υποκρίτρια υποκρίτρια nom υποκρινόμενη υποκρινόμενη adj υποκρισία υποκρισία nom υποκριτές υποκριτής nom υποκριτικά υποκριτικά adv υποκριτικές υποκριτικός adj υποκόμη υποκόμης nom υποκόπανο υποκόπανος nom υποκόσμου υπόκοσμος nom υπολήπτονταν υπολήπτομαι ver υπολήψεις υπόληψη nom υπολείμματά υπόλειμμα nom υπολείπεται υπολείπομαι ver υπολειμματικά υπολειμματικός adj υπολειπομένων υπολειπόμενος adj υπολειτουργία υπολειτουργία nom υπολειτουργεί υπολειτουργώ ver υπολιμενάρχης υπολιμενάρχης nom υπολοίπων υπόλοιπος adj υπολογίζαμε υπολογίζω ver υπολογίσιμα υπολογίσιμος adj υπολογίστριες υπολογίστρια nom υπολογιζόμενα υπολογιζόμενος adj υπολογιζόμενη υπολογιζόμενη adj υπολογισμοί υπολογισμός nom υπολογιστές υπολογιστής nom υπολογιστικά υπολογιστικός adj υπολοχαγοί υπολοχαγός nom υπολόγου υπόλογος adj υπομηχανικό υπομηχανικός nom υπομνήματά υπόμνημα nom υπομνήσεις υπόμνηση nom υπομνηματίζει υπομνηματίζω ver υπομνηματισμοί υπομνηματισμός nom υπομοίραρχος υπομοίραρχος nom υπομονάδες υπομονάδες nom υπομονάδων υπομονάδων nom υπομονή υπομονή nom υπομονετικά υπομονετικά adv υπομονετικές υπομονετικός adj υποναυάρχου υποναύαρχος nom υπονοήσει υπονοώ ver υπονομευθεί υπονομεύω ver υπονομευτή υπονομευτής nom υπονομευτικά υπονομευτικός adj υπονομεύσεις υπονόμευση nom υπονοούμενα υπονοούμενο nom υπονόμου υπόνομος nom υποομάδα υποομάδα nom υποπαράγραφο υποπαράγραφος nom υποπερίπτωση υποπερίπτωση nom υποπεριόδους υποπερίοδος nom υποπλασία υποπλασία nom υποπληθυσμών υποπληθυσμός nom υποπλοίαρχο υποπλοίαρχος nom υποπολλαπλάσια υποπολλαπλάσιο nom υποπρογράμματα υποπρόγραμμα nom υποπροξενείο υποπροξενείο nom υποπρόξενο υποπρόξενος nom υποπτέραρχο υποπτέραρχος nom υποπτευόμαστε υποπτεύομαι ver υποπόδια υποπόδιο nom υποσημ υποσημ nom υποσημείωση υποσημείωση nom υποσιτίζεται υποσιτίζω ver υποσιτισμού υποσιτισμός nom υποσκέλισαν υποσκελίζω ver υποσμηναγού υποσμηναγός nom υποσπαδίας υποσπαδίας nom υποστάθμης υποστάθμη nom υποστάσεις υπόσταση nom υποστέγου υπόστεγο nom υποστήλη υποστήλη nom υποστήριγμα υποστήριγμα nom υποστήριξή υποστήριξη nom υποσταθμοί υποσταθμός nom υποστατικά υποστατικός adj υποστατικού υποστατικό nom υποστηρίκτρια υποστηρίκτρια nom υποστηριζομένων υποστηριζόμενος adj υποστηρικτές υποστηρικτής nom υποστηρικτικά υποστηρικτικός adj υποστηριχτές υποστηριχτής nom υποστολή υποστολή nom υποστράτηγο υποστράτηγος nom υποστροφή υποστροφή nom υποστρωμάτων υπόστρωμα nom υποστυλωμάτων υποστύλωμα nom υποστύλωση υποστύλωση nom υποσυνείδητα υποσυνείδητα adv υποσυνείδητες υποσυνείδητος adj υποσυνειδήτου υποσυνείδητο nom υποσυνόλου υποσύνολο nom υποσυστήματα υποσύστημα nom υποσχέθηκα υπόσχομαι ver υποσχέσεις υπόσχεση nom υποσχετικές υποσχετικός adj υποσχόμενα υποσχόμενος adj υποτάξεις υπόταξη nom υποτέλεια υποτέλεια nom υποτίθεται υποτίθεται ver υποτίμησαν υποτιμώ ver υποτίμηση υποτίμηση nom υποτίτλους υπότιτλος nom υποταγές υποταγή nom υποτείνουσα υποτείνουσα nom υποτελούς υποτελής adj υποτιθέμενη υποτιθέμενος adj υποτιμητικά υποτιμητικά adv υποτιμητικές υποτιμητικός adj υποτιτλισμένα υποτιτλίζω ver υποτιτλισμού υποτιτλισμός nom υποτμήμα υποτμήμα nom υποτμήματος υποτμήματος nom υποτομέα υποτομέας nom υποτονία υποτονία nom υποτονικά υποτονικά adv υποτονικές υποτονικός adj υποτροπές υποτροπή nom υποτροπίασε υποτροπιάζω ver υποτροπιάζοντα υποτροπιάζοντα nom υποτροπικά υποτροπικός adj υποτροφία υποτροφία nom υποτρόφους υπότροφος adj υποτυπωδών υποτυπώδης adj υποτυπωδώς υποτυπωδώς adv υποτύπου υποτύπου nom υποτύπους υποτύπους nom υπουλότητα υπουλότητα nom υπουργέ υπουργός nom υπουργήματα υπούργημα nom υπουργίας υπουργία nom υπουργεία υπουργείο nom υπουργικά υπουργικός adj υποφαινόμενη υποφαινόμενος adj υποφερτά υποφερτός adj υποφυσιακής υποφυσιακής adj υποφώσκει υποφώσκω ver υποχείρια υποχείριος adj υποχθόνια υποχθόνια adv υποχθόνιο υποχθόνιος adj υποχονδρία υποχονδρία nom υποχονδριακός υποχονδριακός adj υπόχρεος υπόχρεος adj υποχρέωναν υποχρεώνω ver υποχρέωσή υποχρέωση nom υποχρεούμαι υποχρεούμαι ver υποχρεωθώ υποχρεούμαι|υποχρεώνω ver υποχρεωτικά υποχρεωτικά adv υποχρεωτικές υποχρεωτικός adj υποχωρήσει υποχωρώ ver υποχωρήσεις υποχώρηση nom υποχωρητική υποχωρητικός adj υποχωρητικότητα υποχωρητικότητα nom υποχωρούν υποχωρών adj υποχόνδριο υποχόνδριος adj υποψηφίων υποψήφιος nom υποψία υποψία nom υποψηφιοτήτων υποψηφιότητα nom υποψιάζεσαι υποψιάζομαι ver υπρομελόζη υπρομελόζη nom υπόγεια υπόγειος adj υπόδηση υπόδηση nom υπόδικη υπόδικος adj υπόδουλα υπόδουλος adj υπόθαλψη υπόθαλψη nom υπόθετα υπόθετο nom υπόκεινται υπόκειμαι ver υπόκεινταν υπόκεινταν ver υπόκειντο υπόκειντο nom υπόκριση υπόκριση nom υπόκρουση υπόκρουση nom υπόκωφα υπόκωφα adv υπόκωφες υπόκωφος adj υπόλευκα υπόλευκος adj υπόνοια υπόνοια nom υπόξινη υπόξινος adj υπόσκαφα υπόσκαφα nom υπόσκαφες υπόσκαφες adj υπόστυλη υπόστυλος adj υπόταση υπόταση nom υπότροποι υπότροπος adj υπότυπο υπότυπο nom υπόφυση υπόφυση nom υπόψιν υπόψη nom υπόψην υπόψην adv υπώρειες υπώρεια nom υστέρα υστέρα nom υστέρημα υστέρημα nom υστέρησαν υστερώ ver υστέρηση υστέρηση nom ύστερες ύστερος adj υστερία υστερία nom υστερεκτομή υστερεκτομή nom υστερικά υστερικά adv υστερικές υστερικός adj υστεροβουλία υστεροβουλία nom υστεροβυζαντινές υστεροβυζαντινός adj υστεροελλαδικά υστεροελλαδικός adj υστεροκυκλαδική υστεροκυκλαδική adj υστεροτοκία υστεροτοκία nom υστεροφημία υστεροφημία nom υστερόβουλα υστερόβουλα adv υστερόβουλες υστερόβουλος adj υστερόγραφα υστερόγραφο nom υφάδι υφάδι nom υφάλμυρα υφάλμυρος adj υφάλου ύφαλος nom υφάνει υφαίνω ver υφάντρα υφάντρα nom υφάντριες υφάντρια nom υφάσματα ύφασμα nom υφές υφή nom υφήλιο υφήλιος nom υφαλοκρηπίδα υφαλοκρηπίδα nom υφαντά υφαντός adj υφαντήρια υφαντήριο nom υφαντικά υφαντικός adj υφαντουργία υφαντουργία nom υφαντουργεία υφαντουργείο nom υφαντουργικά υφαντουργικός adj υφαντουργοί υφαντουργός nom υφαντού υφαντής nom υφαρπαγή υφαρπαγή nom υφασματέμποροι υφασματέμπορος nom υφηγήτρια υφηγήτρια nom υφηγεσία υφηγεσία nom υφηγητές υφηγητής nom υφισταμένων υφιστάμενος nom υφολογία υφολογία nom υφολογικά υφολογικά adv υφολογικές υφολογικός adj υφυπουργεία υφυπουργείο nom υφυπουργοί υφυπουργός nom υψίπεδα υψίπεδο nom υψίστη ύψιστος adj υψίφωνο υψίφωνος adj υψηλά ψηλός adj υψηλοφροσύνη υψηλοφροσύνη nom υψηλόβαθμα υψηλόβαθμος adj υψηλότατα ψηλά adv υψικάμινο υψικάμινος nom υψιπετείς υψιπετής adj υψομέτρου υψομέτρης nom υψομέτρων υψόμετρο nom υψομετρικά υψομετρικά adv υψομετρικές υψομετρικός adj υψωθεί υψώνω ver υψωμάτων ύψωμα nom υψών ύψος nom υψώσεως ύψωση nom φ φ nom φάβα φάβα nom φάγωμα φάγωμα nom φάκα φάκα nom φάκελλο φάκελλος nom φάκελο φάκελος nom φάκελό φάκελο adj φάλαγγα φάλαγγα nom φάλαινα φάλαινα nom φάλαρα φάλαρα nom φάλτσα φάλτσος adj φάλτσων φάλτσο nom φάμπρικα φάμπρικα nom φάνηκαν φαίνομαι ver φάνταζαν φαντάζω ver φάντασμα φάντασμα nom φάντη φάντης nom φάπα φάπα nom φάρα φάρα nom φάρδαινε φαρδαίνω ver φάρδος φάρδος nom φάρμακό φάρμακο adj φάρο φάρος nom φάρσα φάρσα nom φάρυγγα φάρυγγας nom φάσα φάσα nom φάσεις φάση nom φάσκελο φάσκελο nom φάσμα φάσμα nom φάσσα φάσσα nom φάτνες φάτνη nom φάτσας φάτσα nom φέγγος φέγγος nom φέξη φέξη nom φέουδα φέουδο nom φέρετρα φέρετρο nom φέρον φέρων adj φέρσιμο φέρσιμο nom φέσι φέσι nom φέτα φέτα nom φήμες φήμη nom φίδες φίδα nom φίδι φίδι nom φίκος φίκος nom φίλε φίλος nom φίλαθλα φίλαθλος adj φίλανδρος φίλανδρος adj φίλεμα φίλεμα nom φίλημα φίλημα nom φίλησα φιλάω ver φίλια φίλιος adj φίλιππο φίλιππος adj φίλντισι φίλντισι nom φίλτατε φίλτατος adj φίλτρα φίλτρο nom φίμωμα φίμωμα nom φίμωσαν φιμώνω ver φίμωση φίμωση nom φίμωτρο φίμωτρο nom φίνα φίνα adv φίνας φίνος adj φίρμα φίρμα nom φα φα nom φαβορί φαβορί nom φαβορίτα φαβορίτα nom φαγάδικα φαγάδικος|φαγάς adj φαγάνα φαγάνα nom φαγητά φαγητό nom φαγκρί φαγκρί nom φαγκότο φαγκότο nom φαγοπότι φαγοπότι nom φαγούρα φαγούρα nom φαγωθεί τρώγω|φαγώνομαι ver φαγωμάρα φαγωμάρα nom φαγωμένα φαγωμένος adj φαγώσιμα φαγώσιμος adj φαεινές φαεινός adj φαιά φαιός adj φαιδρά φαιδρά adv φαιδρές φαιδρός adj φαιδρότητα φαιδρότητα nom φαινοβαρβιτάλη φαινοβαρβιτάλη nom φαινολών φαινόλη nom φαινομένου φαινόμενο nom φαινομενικά φαινομενικά adv φαινομενική φαινομενικός adj φαινομενολογία φαινομενολογία nom φαινομενολογικές φαινομενολογικός adj φαινοτυπική φαινοτυπική adj φαινοτυπικής φαινοτυπικής adj φαινοτυπικό φαινοτυπικό nom φαινοτυπικών φαινοτυπικών adj φαινυλαλανίνης φαινυλαλανίνης nom φαινυλκετονουρία φαινυλκετονουρία nom φαινυλοκετονουρία φαινυλοκετονουρία nom φαινόμενος φαινόμενος adj φαινότυπο φαινότυπος nom φαιοχίτων φαιοχίτων nom φακέλωμα φακέλωμα nom φακέλωναν φακελώνω ver φακές φακή nom φακίδες φακίδα nom φακίρη φακίρης nom φακελάκια φακελάκι nom φακιόλι φακιόλι nom φακοί φακός nom φαλάγγι φαλάγγι nom φαλάκρα φαλάκρα nom φαλαγγίτες φαλαγγίτης nom φαλαινοθήρες φαλαινοθήρας nom φαλαινοθηρία φαλαινοθηρία nom φαλαινοθηρικά φαλαινοθηρικός adj φαλακρά φαλακρός adj φαλαρίδα φαλαρίδα nom φαληρικού φαληρικός adj φαλιρίσει φαλιρίζω ver φαλλικά φαλλικός adj φαλλοί φαλλός nom φαλλοκράτες φαλλοκράτης nom φαλλοκρατική φαλλοκρατικός adj φαλτσέτα φαλτσέτα nom φαλτσαριστό φαλτσαριστός adj φαμίλια φαμίλια nom φανάρι φανάρι nom φανάτισε φανατίζω ver φανέλα φανέλα nom φανέρωναν φανερώνω ver φανέρωση φανέρωση nom φαναριώτικα φαναριώτικος adj φανατικά φανατικά adv φανατικές φανατικός adj φανατισμού φανατισμός nom φανελένια φανελένιος adj φανερά φανερά adv φανερές φανερός adj φανοί φανός nom φανοκόρος φανοκόρος nom φανοποιός φανοποιός nom φανοστάτες φανοστάτης nom φαντάζεσαι φαντάζομαι ver φαντάρο φαντάρος nom φανταρίστικα φανταρίστικος adj φαντασία φαντασία nom φαντασίωση φαντασίωση nom φαντασιακή φαντασιακός adj φαντασιοκοπίες φαντασιοκοπία nom φαντασιοκόπημα φαντασιοκόπημα nom φαντασιοπληξία φαντασιοπληξία nom φαντασιόπληκτο φαντασιόπληκτος adj φαντασμένη φαντασμένος adj φαντασμαγορία φαντασμαγορία nom φαντασμαγορικά φαντασμαγορικά adv φαντασμαγορικές φαντασμαγορικός adj φανταστικά φανταστικά adv φανταστικές φανταστικός adj φανταχτερά φανταχτερά adv φανταχτερές φανταχτερός adj φαντεζί φαντεζί adj φαντομά φαντομάς nom φανφάρα φανφάρα nom φανφαρόνος φανφαρόνος nom φαξ φαξ nom φαράγγι φαράγγι nom φαράσι φαράσι nom φαρέτρα φαρέτρα nom φαρίνα φαρίνα nom φαραωνική φαραωνικός adj φαρδιά φαρδιά adv φαρδιές φαρδύς adj φαρικά φαρικός adj φαρισαίοι φαρισαίος nom φαρμάκι φαρμάκι nom φαρμακεία φαρμακεία nom φαρμακείο φαρμακείο nom φαρμακερά φαρμακερός adj φαρμακευτικά φαρμακευτικός adj φαρμακοβιομήχανος φαρμακοβιομήχανος nom φαρμακοβιομηχανία φαρμακοβιομηχανία nom φαρμακογνωσία φαρμακογνωσία nom φαρμακογονιδιωματική φαρμακογονιδιωματική adj φαρμακοδιέγερση φαρμακοδιέγερση nom φαρμακοδυναμικές φαρμακοδυναμική nom φαρμακοεπαγρύπνηση φαρμακοεπαγρύπνηση nom φαρμακοθεραπεία φαρμακοθεραπεία nom φαρμακοκινητικές φαρμακοκινητικές adj φαρμακοκινητική φαρμακοκινητική adj φαρμακοκινητικής φαρμακοκινητικής adj φαρμακολογία φαρμακολογία nom φαρμακολογικά φαρμακολογικός adj φαρμακολογικώς φαρμακολογικώς adv φαρμακολόγος φαρμακολόγος nom φαρμακολύτριας φαρμακολύτρια nom φαρμακοποιία φαρμακοποιία nom φαρμακοποιοί φαρμακοποιός nom φαρμακοτεχνικές φαρμακοτεχνικός adj φαρμακωμένη φαρμακώνω ver φαρμακόγλωσσα φαρμακόγλωσσα nom φαροφύλακα φαροφύλακας nom φαρσέρ φαρσέρ nom φαρσί φαρσί adv φαρσοκωμωδία φαρσοκωμωδία nom φαρυγγίτιδα φαρυγγίτιδα nom φαρόπλοιο φαρόπλοιο nom φασίνα φασίνα nom φασίολος φασίολος nom φασίστα φασίστας nom φασίστρια φασίστρια nom φασαρία φασαρία nom φασαριόζικο φασαριόζικος|φασαριόζος adj φασιανού φασιανός nom φασισμού φασισμός nom φασιστικά φασιστικά adv φασιστικές φασιστικός adj φασιστοειδή φασιστοειδής adj φασιστών φασίστας|φασιστής nom φασκιές φασκιά nom φασκόμηλο φασκόμηλο nom φασματικά φασματικός adj φασματογράφο φασματογράφος nom φασματομετρίας φασματομετρίας nom φασματοσκοπία φασματοσκοπία nom φασματοσκοπικά φασματοσκοπικός adj φασματοσκόπησης φασματοσκόπηση nom φασολάδα φασολάδα nom φασολάκι φασολάκι nom φασολιά φασολιά nom φασολιών φασόλι nom φασουλάδα φασουλάδα nom φασουλήδες φασουλής nom φασούλι φασούλι nom φαστφουντάδικα φαστφουντάδικο nom φαταλισμός φαταλισμός nom φαταούλας φαταούλας nom φατνώματα φάτνωμα nom φατρία φατρία nom φατριασμού φατριασμός nom φαυλοκρατία φαυλοκρατία nom φαυλότητα φαυλότητα nom φαφλατάδες φαφλατάς nom φαφούτη φαφούτης nom φαύλες φαύλος adj φείδεται φείδομαι ver φεγγάρι φεγγάρι nom φεγγίζει φεγγίζω ver φεγγίτες φεγγίτης nom φεγγαράδα φεγγαράδα nom φεγγαράκι φεγγαράκι nom φεγγαροντυμένη φεγγαροντυμένος adj φεγγαρόλουστες φεγγαρόλουστος adj φεγγαρόφωτο φεγγαρόφωτος adj φειδωλή φειδωλός adj φειδώ φειδώ nom φελλοί φελλός nom φελούκα φελούκα nom φεμινίστρια φεμινίστρια nom φεμινισμού φεμινισμός nom φεμινιστές φεμινιστής nom φεμινιστικά φεμινιστικός adj φενάκη φενάκη nom φεντεραλισμού φεντεραλισμός nom φεντεραλιστές φεντεραλιστής nom φεντεραλιστική φεντεραλιστικός adj φεουδάρχες φεουδάρχης nom φεουδαλική φεουδαλικός adj φεουδαλισμού φεουδαλισμός nom φεουδαρχία φεουδαρχία nom φεουδαρχική φεουδαρχικός adj φεουδαρχισμού φεουδαρχισμός nom φερ φερ nom φερέγγυο φερέγγυος adj φερέφωνα φερέφωνο nom φερεγγυότητα φερεγγυότητα nom φερετζέ φερετζές nom φεριμπότ φεριμπότ nom φερμουάρ φερμουάρ nom φερομένη φερόμενος adj φερτά φερτός adj φερώνυμη φερώνυμος adj φεστιβάλ φεστιβάλ nom φετίχ φετίχ nom φετιχισμού φετιχισμός nom φετιχιστές φετιχιστής nom φετιχιστικά φετιχιστικός adj φετφά φετφάς nom φευγάτε φευγάτος adj φευγαλέα φευγαλέα adv φευγαλέας φευγαλέος adj φευγιό φευγιό nom φεύγα φεύγας nom φημίζεται φημίζομαι ver φθίνοντα φθίνων adj φθίση φθίση nom φθαρτά φθαρτός adj φθείρες φθείρ nom φθηνή φτηνός adj φθινοπωρινά φθινοπωρινός adj φθινοπώρου φθινόπωρο nom φθονεί φθονώ ver φθορά φθορά nom φθορίζει φθορίζω ver φθορίζοντος φθορίζων adj φθορίου φθόριο nom φθοριούχα φθοριούχος adj φθοριούχες φθοριούχες nom φθορισμού φθορισμός nom φθοροποιού φθοροποιός adj φθόγγο φθόγγος nom φθόνο φθόνος nom φι φι nom φιάλες φιάλη nom φιάσκο φιάσκο nom φιέστα φιέστα nom φιαλίδια φιαλίδιο nom φιγουράρει φιγουράρω ver φιγουρατζής φιγουρατζής nom φιγούρα φιγούρα nom φιδάκια φιδάκι nom φιδέ φιδές nom φιδίσια φιδίσιος adj φιδωτό φιδωτός adj φιδόχορτο φιδόχορτο nom φιλάδελφοι φιλάδελφοι nom φιλάνθρωπα φιλάνθρωπα adv φιλάνθρωπε φιλάνθρωπος adj φιλάργυρο φιλάργυρος adj φιλάρεσκη φιλάρεσκος adj φιλάρχαιο φιλάρχαιος adj φιλάσθενη φιλάσθενος adj φιλέ φιλές nom φιλέλληνα φιλέλληνας nom φιλέτα φιλέτο nom φιλήδονη φιλήδονος adj φιλήσυχα φιλήσυχος adj φιλί φιλί nom φιλία φιλία nom φιλαλήθης φιλαλήθης adj φιλανδική φιλανδικός adj φιλανθρωπία φιλανθρωπία nom φιλανθρωπικά φιλανθρωπικός adj φιλαράκο φιλαράκος nom φιλαρέσκεια φιλαρέσκεια nom φιλαργυρία φιλαργυρία nom φιλαρμονικές φιλαρμονική nom φιλαρχία φιλαρχία nom φιλαυτία φιλαυτία nom φιλειρηνικά φιλειρηνικός adj φιλειρηνισμού φιλειρηνισμός nom φιλειρηνιστής φιλειρηνιστής nom φιλεκπαιδευτική φιλεκπαιδευτικός adj φιλελευθερισμού φιλελευθερισμός nom φιλελεύθερα φιλελεύθερος adj φιλελληνικά φιλελληνικός adj φιλελληνισμού φιλελληνισμός nom φιλενάδα φιλενάδα nom φιλεργατική φιλεργατικός adj φιλευσπλαχνία φιλευσπλαχνία nom φιλεύουν φιλεύω ver φιλεύσπλαχνα φιλεύσπλαχνος adj φιληδονία φιληδονία nom φιλιατρά φιλιατρό nom φιλικά φιλικά adv φιλικές φιλικός adj φιλικότητα φιλικότητα nom φιλιππικούς φιλιππικός adj φιλιόκβε φιλιόκβε nom φιλμ φιλμ nom φιλντισένια φιλντισένιος adj φιλοβασιλικά φιλοβασιλικός adj φιλοδοξία φιλοδοξία nom φιλοδοξεί φιλοδοξώ ver φιλοδυτικά φιλοδυτικός adj φιλοδωρήματα φιλοδώρημα nom φιλοδώρησε φιλοδωρώ ver φιλοζωία φιλοζωία nom φιλοκαλία φιλοκαλία nom φιλοκαλεί φιλοκαλώ ver φιλολογία φιλολογία nom φιλολογικά φιλολογικά adv φιλολογικές φιλολογικός adj φιλολόγου φιλόλογος nom φιλομάθεια φιλομάθεια nom φιλομαθή φιλομαθής adj φιλονίκησαν φιλονικώ ver φιλονικία φιλονικία nom φιλοξένησαν φιλοξενώ ver φιλοξενία φιλοξενία nom φιλοξενούμενοι φιλοξενούμενος adj φιλοξενούν φιλοξενών adj φιλοπατρία φιλοπατρία nom φιλοπερίεργο φιλοπερίεργος adj φιλοπονία φιλοπονία nom φιλοπρόοδη φιλοπρόοδος adj φιλοπόλεμα φιλοπόλεμος adj φιλοσοβιετικά φιλοσοβιετικός adj φιλοσοφήματα φιλοσόφημα nom φιλοσοφήσει φιλοσοφώ ver φιλοσοφία φιλοσοφία nom φιλοσοφικά φιλοσοφικά adv φιλοσοφικές φιλοσοφικός adj φιλοσόφου φιλόσοφος nom φιλοτέχνησαν φιλοτεχνώ ver φιλοτελικές φιλοτελικός adj φιλοτελισμό φιλοτελισμός nom φιλοτελιστές φιλοτελιστής nom φιλοτεχνικό φιλοτεχνικός adj φιλοτιμήθηκε φιλοτιμώ ver φιλοτιμία φιλοτιμία nom φιλοτουρκική φιλοτουρκικός adj φιλοφρονήσεις φιλοφρόνηση nom φιλοφροσύνη φιλοφροσύνη nom φιλοχρήματη φιλοχρήματος adj φιλοχρηματία φιλοχρηματία nom φιλτράρει φιλτράρω ver φιλτράρισμα φιλτράρισμα nom φιλόδοξα φιλόδοξος adj φιλόζωη φιλόζωος adj φιλόκαλες φιλόκαλος adj φιλόμουση φιλόμουσος adj φιλόνικος φιλόνικος adj φιλόξενα φιλόξενα adv φιλόξενες φιλόξενος adj φιλόπονο φιλόπονος adj φιλόπτωχα φιλόπτωχος adj φιλόστοργη φιλόστοργος adj φιλότεχνης φιλότεχνος adj φιλότητα φιλότητα nom φιλότιμα φιλότιμα adv φιλότιμες φιλότιμος adj φιλότιμου φιλότιμο nom φιλύποπτη φιλύποπτος adj φιλύρας φιλύρα nom φινάλε φινάλε nom φινέτσα φινέτσα nom φινιρίσματος φινίρισμα nom φινιστρίνι φινιστρίνι nom φινλανδούς φινλανδούς nom φιντάνια φιντάνι nom φιντανάκι φιντανάκι nom φιορίνι φιορίνι nom φιορδ φιορδ nom φιορινίων φιορινίων nom φιοριτούρες φιοριτούρα nom φιρμάνι φιρμάνι nom φις φις nom φιστίκι φιστίκι nom φιστικά φιστικάς nom φιστικιάς φιστικιά nom φιστικιού φιστικής adj φιτίλι φιτίλι nom φιόγκο φιόγκος nom φιόρο φιόρο nom φλάμπουρα φλάμπουρο nom φλάντζα φλάντζα nom φλάουτα φλάουτο nom φλάσκας φλάσκα nom φλέβα φλέβα nom φλέγεται φλέγω ver φλέγμα φλέγμα nom φλέγοντα φλέγων adj φλαμέγκο φλαμέγκος nom φλαμανδικά φλαμανδικός adj φλαμουριά φλαμουριά nom φλαμούρι φλαμούρι nom φλαουτίστα φλαουτίστα nom φλαουτίστρια φλαουτίστρια nom φλας φλας nom φλασκί φλασκί nom φλεβίτιδα φλεβίτιδα nom φλεβικά φλεβικός adj φλεβοτομίας φλεβοτομία nom φλεγματική φλεγματικός adj φλεγμονές φλεγμονή nom φλεγμονώδεις φλεγμονώδης adj φλεγόμενη φλεγόμενος adj φλεξογραφία φλεξογραφία nom φλερτ φλερτ nom φλερτάρισμα φλερτάρισμα nom φληναφήματα φληνάφημα nom φλισκούνι φλισκούνι nom φλιτζάνι φλιτζάνι adj φλοίσβος φλοίσβος nom φλογέρα φλογέρα nom φλογερά φλογερά adv φλογερές φλογερός adj φλογισμένα φλογίζω ver φλογοβόλα φλογοβόλος adj φλογώδη φλογώδης adj φλοιοί φλοιός nom φλοιώδες φλοιώδης adj φλοκάτες φλοκάτα|φλοκάτη nom φλου φλου adj φλουρί φλουρί nom φλούδα φλούδα nom φλυαρία φλυαρία nom φλυαρεί φλυαρώ ver φλωρεντιανό φλωρεντιανό nom φλωρεντινές φλωρεντινός adj φλόγα φλόγα nom φλόκο φλόκος nom φλύαρα φλύαρος adj φλύκταινες φλύκταινα nom φλύσχη φλύσχης nom φλώροι φλώρος nom φοίνικα φοίνικας nom φοίτησή φοίτηση nom φοίτησαν φοιτάω ver φοβάμαι φοβούμαι ver φοβέρα φοβέρα nom φοβία φοβία nom φοβίζει φοβίζω ver φοβερά φοβερός adj φοβερίζει φοβερίζω ver φοβητσιάρης φοβητσιάρης adj φοβισμένα φοβίζω|φοβούμαι ver φοβούμενη φοβούμενος adj φοινικέλαιο φοινικέλαιο nom φοινικιά φοινικιά nom φοινικικά φοινικικός adj φοινικοδάσους φοινικόδασος nom φοινικόδενδρα φοινικόδενδρα nom φοινικόδεντρα φοινικόδεντρο nom φοινικόπτερο φοινικόπτερος nom φοιτήτρια φοιτήτρια nom φοιτεί φοιτεί ver φοιτητές φοιτητής nom φοιτητικά φοιτητικός adj φοιτητόκοσμο φοιτητόκοσμος nom φοιτούντες φοιτούντες adj φολίδες φολίδα nom φολιδωτό φολιδωτός adj φολκλορικά φολκλορικός adj φολκλόρ φολκλόρ nom φον φον nom φονεύει φονεύω ver φονιά φονιάς nom φονικά φονικός adj φονξιοναλισμός φονξιοναλισμός nom φοντάν φοντάν nom φονταμενταλισμός φονταμενταλισμός nom φορά φορά nom φοράδα φοράδα nom φοράει φοράω ver φορέα φορέας nom φορέματα φόρεμα nom φορβή φορβή nom φορεία φορείο nom φορεσιά φορεσιά nom φορητά φορητός adj φορμάικα φορμάικα nom φορμάρεται φορμάρω ver φορμάρισμα φορμάρισμα nom φορμαλισμού φορμαλισμός nom φορμαλιστές φορμαλιστής nom φορμαλιστικά φορμαλιστικά adv φορμαλιστικές φορμαλιστικός adj φορμαρισμένη φορμαρισμένος adj φορμόλη φορμόλη nom φοροαπαλλαγές φοροαπαλλαγή nom φοροδιαφυγή φοροδιαφυγή nom φοροδοτικής φοροδοτικός adj φοροεισπράκτορα φοροεισπράκτορας nom φορολογήθηκαν φορολογώ ver φορολογήσιμη φορολογήσιμος adj φορολογία φορολογία nom φορολογητέα φορολογητέος adj φορολογικά φορολογικά adv φορολογικές φορολογικός adj φορολογούμενου φορολογούμενος adj φορολόγηση φορολόγηση nom φοροτεχνικές φοροτεχνικός adj φοροφυγάδες φοροφυγάδας|φοροφυγάς nom φοροφυγάς φοροφυγάς nom φορτία φορτίο nom φορτίζει φορτίζω ver φορτίσεις φόρτιση nom φορτίσιμο φορτίσιμο nom φορταμαξών φορτάμαξα nom φορτηγά φορτηγός adj φορτηγίδα φορτηγίδα nom φορτηγατζή φορτηγατζής nom φορτικά φορτικά adv φορτικές φορτικός adj φορτικότητα φορτικότητα nom φορτοεκφορτωτές φορτοεκφορτωτής nom φορτοεκφορτώσεις φορτοεκφόρτωση nom φορτσάτος φορτσάτος nom φορτώνοντας φορτώνω ver φορτωτές φορτωτής nom φορτωτικά φορτωτικός adj φορτωτικές φορτωτική nom φορτώματα φόρτωμα nom φορτώσεις φόρτωση nom φος φος nom φουαγιέ φουαγιέ nom φουγάρα φουγάρο nom φουκαρά φουκαράς nom φουκαριάρα φουκαριάρης adj φουλ φουλ adj φουλάρει φουλάρω ver φουλάρι φουλάρι nom φουντούκι φουντούκι nom φουντωτά φουντωτός adj φουντώνει φουντώνω ver φουριόζος φουριόζος adj φουρκέτα φουρκέτα nom φουρνάρηδες φούρναρης nom φουρνάρισσα φουρνάρισσα nom φουρνέλα φουρνέλο nom φουρνίζει φουρνίζω ver φουρνιά φουρνιά nom φουρούσια φουρούσια adj φουρτουνιασμένα φουρτουνιασμένος adj φουρτούνα φουρτούνα nom φουσκάλα φουσκάλα nom φουσκοθαλασσιά φουσκοθαλασσιά nom φουσκωμένα φουσκώνω ver φουσκωτά φουσκωτός adj φουσκώματα φούσκωμα nom φουστάνι φουστάνι nom φουστανέλα φουστανέλα nom φουστανελά φουστανελάς nom φουτουρισμού φουτουρισμός nom φουτουριστές φουτουριστής nom φουτουριστικά φουτουριστικός adj φουφού φουφού nom φουφούλες φουφούλα nom φούγκα φούγκα nom φούλι φούλι nom φούμαρα φούμαρο nom φούμο φούμος nom φούντα φούντα nom φούντο φούντος nom φούντωμα φούντωμα nom φούντωση φούντωση nom φούξια φούξια nom φούρια φούρια nom φούρκα φούρκα nom φούρνισμα φούρνισμα nom φούρνο φούρνος nom φούσκα φούσκα nom φούσκο φούσκος nom φούστα φούστα nom φούτερ φούτερ nom φούχτα φούχτα nom φρ φρ nom φράγκα φράγκο nom φράγκικα φράγκικος adj φράγμα φράγμα nom φράκο φράκο nom φράκτες φράκτης nom φράντζα φράντζα nom φράξια φράξια nom φράουλα φράουλα nom φράπα φράπα nom φράσεις φράση nom φράχτες φράχτης nom φρέαρ φρέαρ nom φρέζα φρέζα nom φρένα φρένο nom φρέναραν φρενάρω ver φρέσκα φρέσκος adj φρίζα φρίζα nom φρίκαρα φρικάρω ver φρίκη φρίκη nom φραγές φραγή nom φραγγέλιο φραγγέλιο nom φραγκικής φραγκικής adj φραγκοκρατία φραγκοκρατία nom φραγκολεβαντίνοι φραγκολεβαντίνος nom φραγκοστάφυλο φραγκοστάφυλο nom φραγκοσυκιά φραγκοσυκιά nom φραγκόκοτα φραγκόκοτα nom φραγκόσυκα φραγκόσυκο nom φραγμοί φραγμός nom φρακτές φρακτή nom φραμπαλά φραμπαλάς nom φραντζόλα φραντζόλα nom φραξιονισμό φραξιονισμός nom φραξιονιστικές φραξιονιστικός adj φρασεολογία φρασεολογία nom φραστικά φραστικά adv φραστικές φραστικός adj φραχτών φραχτή nom φρεάτια φρεάτιο nom φρεγάδα φρεγάδα nom φρεγάτα φρεγάτα nom φρενάρισμα φρενάρισμα nom φρενήρεις φρενήρης adj φρενίτιδα φρενίτιδα|φρενίτις nom φρενίτιδας φρενίτιδα nom φρεναπάτη φρεναπάτη nom φρενοβλάβεια φρενοβλάβεια nom φρενοβλαβής φρενοβλαβής adj φρενοκομείο φρενοκομείο nom φρενών φρένες nom φρεσκάδα φρεσκάδα nom φρεσκάρει φρεσκάρω ver φρεσκάρισμα φρεσκάρισμα nom φρεσκοκομμένα φρεσκοκομμένος adj φρικαλέα φρικαλέος adj φρικαλεοτήτων φρικαλεότητα nom φρικασέ φρικασέ nom φρικιά φρικιό nom φρικιαστικά φρικιαστικός adj φρικτά φρικτά adv φρικτές φρικτός adj φρικωδίες φρικωδία nom φρικώδεις φρικώδης adj φριτέζα φριτέζα nom φρονήματα φρόνημα nom φρονίμως φρόνιμα adv φρονεί φρονώ ver φρονηματισμό φρονηματισμός nom φρονιμάδας φρονιμάδα nom φρονιμίτη φρονιμίτης nom φρονιμότερο φρόνιμος adj φρονούν φρονών adj φροντίδα φροντίδα nom φροντίζει φροντίζω ver φροντισμένα φροντισμένος adj φροντιστές φροντιστής nom φροντιστήρια φροντιστήριο nom φροντιστηριακά φροντιστηριακός adj φρουκτόζη φρουκτόζη nom φρουρά φρουρά nom φρουράρχου φρούραρχος nom φρουρήσουν φρουρώ ver φρουρίου φρούριο nom φρουραρχεία φρουραρχείο nom φρουριακά φρουριακός adj φρουροί φρουρός nom φρουτιέρα φρουτιέρα nom φρουτώδη φρουτώδη adj φρούδες φρούδος adj φρούρηση φρούρηση nom φρούτα φρούτο nom φρυγάνων φρύγανο nom φρυγανιά φρυγανιά nom φρυγανισμένο φρυγανίζω ver φρυγικό φρυγικός adj φρυδιών φρύδι nom φρυκτωρία φρυκτωρία nom φρόνηση φρόνηση nom φρύνος φρύνος nom φτάρνισμα φτάρνισμα nom φτέρες φτέρα|φτέρη nom φτέρη φτέρη nom φτέρνα φτέρνα nom φτέρνισμα φτέρνισμα nom φταίξιμο φταίξιμο nom φταίχτες φταίχτης nom φταρνίζεται φταρνίζομαι ver φτασμένο φτασμένος adj φτελιά φτελιά nom φτερά φτερό nom φτεροκοπάει φτεροκοπάω ver φτεροκοπήματα φτεροκόπημα nom φτερουγίζει φτερουγίζω ver φτερουγίσει φτερουγάω|φτερουγίζω ver φτερουγίσματα φτερούγισμα nom φτερούγα φτερούγα nom φτερωτά φτερωτός adj φτερωτής φτερωτή nom φτιάξιμο φτιάξιμο nom φτιασίδια φτιασίδι nom φτιαχτά φτιαχτός adj φτυάρι φτυάρι nom φτυαρίζει φτυαρίζω ver φτωχαίνει φτωχαίνω ver φτωχαδάκια φτωχαδάκι nom φτωχικά φτωχικά adv φτωχικές φτωχικός adj φτωχογειτονιά φτωχογειτονιά nom φτωχολογιά φτωχολογιά nom φτωχομάνα φτωχομάνα nom φτωχούλα φτωχούλης adj φτωχόπαιδα φτωχόπαιδο nom φτύσιμο φτύσιμο nom φτώχεια φτώχεια nom φτώχια φτώχια nom φυγά φυγάς nom φυγάδευε φυγαδεύω ver φυγάδευση φυγάδευση nom φυγές φυγή nom φυγοδικία φυγοδικία nom φυγοδικούσαν φυγοδικώ ver φυγοκέντρησης φυγοκέντρησης nom φυγοκεντρικές φυγοκεντρικός adj φυγομαχία φυγομαχία nom φυγοπονία φυγοπονία nom φυγόδικο φυγόδικος nom φυγόκεντρες φυγόκεντρος adj φυγόποινος φυγόποινος adj φυγόπονος φυγόπονος adj φυκιού φύκι nom φυλά φυλάγω ver φυλάκια φυλάκιο nom φυλάκιζαν φυλακίζω ver φυλάκιση φυλάκιση nom φυλάκων φύλακας nom φυλάξεις φύλαξη nom φυλάρχου φύλαρχος nom φυλές φυλή nom φυλακές φυλακή nom φυλακισμένα φυλακισμένος adj φυλακτικό φυλακτικός adj φυλαχτά φυλαχτής nom φυλαχτό φυλαχτό nom φυλετικά φυλετικά adv φυλετικές φυλετικός adj φυλετισμού φυλετισμός nom φυλλάδα φυλλάδα nom φυλλάδια φυλλάδιο nom φυλλίτες φυλλίτης nom φυλλαράκια φυλλαράκι nom φυλλοβόλα φυλλοβόλος adj φυλλομετρά φυλλομετρώ ver φυλλομετρητές φυλλομετρητές adj φυλλομετρητή φυλλομετρητή nom φυλλοξήρα φυλλοξήρα nom φυλλορροεί φυλλορροώ ver φυλλωμάτων φύλλωμα nom φυλλωσιά φυλλωσιά nom φυλλώδη φυλλώδης adj φυλογενετική φυλογενετικός adj φυμάτια φυμάτιο nom φυματίωση φυματίωση nom φυματικής φυματικός adj φυματιώδη φυματιώδης adj φυντάνι φυντάνι nom φυράματα φύραμα nom φυσά φυσά nom φυσάει φυσάω ver φυσέκια φυσέκι nom φυσήξει φυσά|φυσάω ver φυσίγγια φυσίγγιο nom φυσαλίδα φυσαλίδα nom φυσαλλίδες φυσαλλίδες adj φυσαρμόνικα φυσαρμόνικα nom φυσεκλίκια φυσεκλίκι nom φυσητά φυσητός adj φυσητήρα φυσητήρας nom φυσιγγιοθήκες φυσιγγιοθήκη nom φυσικά φυσικά adv φυσικός φυσικός nom φυσικοθεραπεία φυσικοθεραπεία nom φυσικοθεραπευτές φυσικοθεραπευτής nom φυσικοθεραπεύτρια φυσικοθεραπεύτρια nom φυσικομαθηματικά φυσικομαθηματικός adj φυσικοχημεία φυσικοχημεία nom φυσικοχημικές φυσικοχημικός adj φυσικότητα φυσικότητα nom φυσιογνωμία φυσιογνωμία nom φυσιογνωμικά φυσιογνωμικά adv φυσιογνωμικές φυσιογνωμικός adj φυσιογνωμικής φυσιογνωμική nom φυσιογνωστικά φυσιογνωστικός adj φυσιοδίφες φυσιοδίφης nom φυσιοθεραπεία φυσιοθεραπεία nom φυσιοθεραπευτές φυσιοθεραπευτής nom φυσιοθεραπεύτρια φυσιοθεραπεύτρια nom φυσιοκρατία φυσιοκρατία nom φυσιοκρατικά φυσιοκρατικός adj φυσιολάτρες φυσιολάτρης nom φυσιολατρία φυσιολατρία nom φυσιολατρικά φυσιολατρικός adj φυσιολογία φυσιολογία nom φυσιολογικά φυσιολογικός adj φυσιολόγο φυσιολόγος nom φυσούνα φυσούνα nom φυστικιών φυστικιά nom φυτά φυτό nom φυτάρια φυτάρια nom φυτέψει φυτεύω ver φυταρίων φυταρίων nom φυτεία φυτεία nom φυτευμένες φυτευμένες ver φυτευτός φυτευτός adj φυτεύσεις φύτευση nom φυτικά φυτικός adj φυτογενετικών φυτογενετικών adj φυτογεωγραφία φυτογεωγραφία nom φυτοζωεί φυτοζωώ ver φυτοθεραπείας φυτοθεραπεία nom φυτοκομία φυτοκομία nom φυτοπαθολογία φυτοπαθολογία nom φυτοπαθολογικό φυτοπαθολογικός adj φυτοπαθολόγος φυτοπαθολόγος nom φυτοπλαγκτού φυτοπλαγκτόν nom φυτοπροστασία φυτοπροστασία nom φυτοπροστασίας φυτοπροστασίας nom φυτοπροστατευτικά φυτοπροστατευτικά adj φυτοπροστατευτικών φυτοπροστατευτικών adj φυτοφάγα φυτοφάγος adj φυτοφάρμακα φυτοφάρμακο nom φυτρώνει φυτρώνω ver φυτωρίου φυτώριο nom φωλεά φωλεά nom φωλεοποίησης φωλεοποίησης nom φωλιά φωλιά nom φωλιάζει φωλιάζω ver φωλιάσματος φώλιασμα nom φωνάζαμε φωνάζω ver φωνές φωνή nom φωνήεν φωνήεν nom φωνήματα φώνημα nom φωνακλά φωνακλάς adj φωνασκίες φωνασκία nom φωνασκώντας φωνασκώ ver φωναχτά φωναχτά adv φωνητικά φωνητικά adv φωνητικές φωνητικός adj φωνογράφησε φωνογραφώ ver φωνογράφος φωνογράφος nom φωνογραφικά φωνογραφικός adj φωνοθήκης φωνοθήκη nom φωνοληψία φωνοληψία nom φωνολογία φωνολογία nom φωνολογική φωνολογικός adj φως φως nom φωστήρα φωστήρας nom φωσφίνη φωσφίνη nom φωσφατάσης φωσφατάσης nom φωσφορίζει φωσφορίζω ver φωσφορικά φωσφορικός adj φωσφορισμό φωσφορισμός nom φωσφορούχα φωσφορούχος adj φωσφορούχες φωσφορούχες nom φωσφόρο φωσφόρος nom φωσφόρου φώσφορος nom φωτίζει φωτίζω ver φωταέριο φωταέριο nom φωταγωγήθηκε φωταγωγώ ver φωταγωγού φωταγωγός nom φωταγώγηση φωταγώγηση nom φωταψία φωταψία nom φωτεινά φωτεινά adv φωτεινές φωτεινός adj φωτεινότητα φωτεινότητα nom φωτιά φωτιά nom φωτιζόμενες φωτιζόμενος adj φωτισμοί φωτισμός nom φωτιστικά φωτιστικός adj φωτοαντίγραφα φωτοαντίγραφο nom φωτοβολίας φωτοβολία nom φωτοβολίδα φωτοβολίδα nom φωτοβόλο φωτοβόλος adj φωτογένεια φωτογένεια nom φωτογράφησα φωτογραφώ ver φωτογράφηση φωτογράφηση nom φωτογράφιζαν φωτογραφίζω ver φωτογράφιση φωτογράφιση nom φωτογράφο φωτογράφος nom φωτογραφία φωτογραφία nom φωτογραφεία φωτογραφείο nom φωτογραφικά φωτογραφικά adv φωτογραφικές φωτογραφικός adj φωτοδότες φωτοδότης nom φωτοηλεκτρικά φωτοηλεκτρικός adj φωτοθεραπείας φωτοθεραπεία nom φωτοκύτταρα φωτοκύτταρο nom φωτομέτρηση φωτομέτρηση nom φωτομετρία φωτομετρία nom φωτομετρική φωτομετρικός adj φωτομηχανική φωτομηχανικός adj φωτομοντάζ φωτομοντάζ nom φωτομοντέλα φωτομοντέλο nom φωτονίων φωτόνιο nom φωτορεπόρτερ φωτορεπόρτερ nom φωτορομάντζο φωτορομάντζο nom φωτοσκίαση φωτοσκίαση nom φωτοστέφανα φωτοστέφανο nom φωτοστέφανο φωτοστέφανος nom φωτοσυνθετική φωτοσυνθετικός adj φωτοσύνθεση φωτοσύνθεση nom φωτοτυπία φωτοτυπία nom φωτοτυπικά φωτοτυπικός adj φωτοφοβία φωτοφοβία nom φωτοφόρου φωτοφόρος adj φωτοχημεία φωτοχημεία nom φωτοχημικά φωτοχημικός adj φωτόμετρο φωτόμετρο nom φωτόσφαιρα φωτόσφαιρα nom φόβητρα φόβητρο nom φόβο φόβος nom φόδρα φόδρα nom φόλα φόλα nom φόνισσα φόνισσα nom φόνο φόνος nom φόντα φόντο nom φόρα φόρα nom φόρμα φόρμα nom φόρμιγγας φόρμιγγα nom φόρμουλα φόρμουλα nom φόρο φόρος nom φόρουμ φόρουμ nom φόρτε φόρτος nom φόρτσα φόρτσα nom φόρτσαραν φορτσάρω ver φύεται φύομαι ver φύλα φύλο nom φύλλα φύλλο nom φύρα φύρα nom φύσα φύσας nom φύσει φύσει adv φύσεις φύση nom φύσημα φύσημα nom φύσιγγες φύσιγγα nom φύτεμα φύτεμα nom φύτρα φύτρα nom φύτρο φύτρο nom φύτρωμα φύτρωμα nom φύτρωση φύτρωση nom φώκια φώκια nom φώλι φώλι nom φώς φώς adv φώτιση φώτιση nom χ χ nom χάβρα χάβρα nom χάδι χάδι nom χάζι χάζι nom χάιδεμα χάιδεμα nom χάιδευαν χαϊδεύω ver χάλαγαν χαλώ ver χάλασμα χάλασμα nom χάλι χάλι nom χάλκευση χάλκευση nom χάλκινα χάλκινος adj χάλυβα χάλυβας nom χάλυβος χάλυβος nom χάμπουργκερ χάμπουργκερ nom χάμστερ χάμστερ nom χάνδακες χάνδακας nom χάνι χάνι nom χάνο χάνος nom χάντικαπ χάντικαπ nom χάντρα χάντρα nom χάος χάος nom χάπενινγκ χάπενινγκ nom χάπι χάπι nom χάραγμα χάραγμα nom χάραζαν χαράζω ver χάρακα χάρακας nom χάραμα χάραμα nom χάραξαν χαράζω|χαράσσω ver χάραξε χαράσσω ver χάραξη χάραξη nom χάρε χάρος nom χάρη χάρη adv χάριζα χαρίζω ver χάριν χάριν pre χάρισμα χάρισμα nom χάρμα χάρμα nom χάροντα χάροντας nom χάρτα χάρτα nom χάρτη χάρτης nom χάρτινα χαρτένιος adj χάση χάση nom χάσικος χάσικος adj χάσιμο χάσιμο nom χάσκει χάσκω ver χάσμα χάσμα nom χάχα χάχας nom χάχανα χάχανο nom χάψει χάφτω ver χέλι χέλι nom χέρα χέρα nom χέρι χέρι nom χέρσα χέρσος adj χήνας χήνα nom χήρα χήρα nom χήρευε χηρεύω ver χήρο χήρος nom χίλια χίλιοι num χίμαιρα χίμαιρα nom χίντι χίντι adv χίπηδες χίπης nom χίπικης χίπικος adj χίπις χίπις nom χαίτη χαίτη nom χαβά χαβάς nom χαβαλέ χαβαλές nom χαβανέζικο χαβανέζικος adj χαβιάρι χαβιάρι nom χαβούζα χαβούζα nom χαγιάτι χαγιάτι nom χαδιάρικο χαδιάρης|χαδιάρικος adj χαζά χαζά adv χαζές χαζός adj χαζεύει χαζεύω ver χαζομάρα χαζομάρα nom χαζοχαρούμενη χαζοχαρούμενος adj χαιρέκακα χαιρέκακα adv χαιρέκακος χαιρέκακος adj χαιρέτα χαιρετώ ver χαιρέτιζαν χαιρετίζω ver χαιρεκακία χαιρεκακία nom χαιρετίσματα χαιρέτισμα nom χαιρετισμοί χαιρετισμός nom χαιρετιστήριο χαιρετιστήριος adj χαιρετούρες χαιρετούρα nom χακί χακί nom χαλάζι χαλάζι nom χαλάλι χαλάλι adv χαλάρωναν χαλαρώνω ver χαλάρωση χαλάρωση nom χαλί χαλί nom χαλίκι χαλίκι nom χαλίφη χαλίφης nom χαλαζία χαλαζίας nom χαλαζοπτώσεις χαλαζόπτωση nom χαλαρά χαλαρά adv χαλαρές χαλαρός adj χαλαρωτικά χαλαρωτικός adj χαλαρότητα χαλαρότητα nom χαλασμένα χαλασμένος adj χαλασμοί χαλασμός nom χαλβά χαλβάς nom χαλβατζή χαλβατζής nom χαλεπή χαλεπός adj χαλινάρι χαλινάρι nom χαλιναγωγήσει χαλιναγωγώ ver χαλιναγώγηση χαλιναγώγηση nom χαλινό χαλινός nom χαλιφάτο χαλιφάτο nom χαλκάδες χαλκάς nom χαλκέντερος χαλκέντερος adj χαλκεία χαλκείο nom χαλκευμένα χαλκεύω ver χαλκογραφία χαλκογραφία nom χαλκοκουρούνες χαλκοκουρούνες nom χαλκοκρατία χαλκοκρατία nom χαλκοκρατίας χαλκοκρατίας nom χαλκομανία χαλκομανία nom χαλκοπυρίτης χαλκοπυρίτης num χαλκουργίας χαλκουργία nom χαλκουργείο χαλκουργείο nom χαλκοχυτικής χαλκοχυτική nom χαλκού χαλκός nom χαλούμι χαλούμι nom χαλυβουργία χαλυβουργία nom χαλυβουργεία χαλυβουργείο nom χαλυβουργικά χαλυβουργικός adj χαλύβδινα χαλύβδινος adj χαμάλη χαμάλης nom χαμάμ χαμάμ nom χαμένα χαμένος adj χαμέρπεια χαμέρπεια nom χαμήλωμα χαμήλωμα nom χαμήλωναν χαμηλώνω ver χαμίνι χαμίνι nom χαμαιλέοντα χαμαιλέοντας nom χαμαιτυπείου χαμαιτυπείο nom χαμαλοδουλειά χαμαλοδουλειά nom χαμερπείς χαμερπής adj χαμηλά χαμηλά adv χαμηλές χαμηλός adj χαμηλόμισθοι χαμηλόμισθος adj χαμηλότοκα χαμηλότοκος adj χαμηλόφωνα χαμηλόφωνα adv χαμηλόφωνη χαμηλόφωνος adj χαμογέλα χαμογελάω ver χαμογελαστά χαμογελαστός adj χαμοκέλες χαμοκέλα nom χαμοκέρασα χαμοκέρασο nom χαμομήλι χαμομήλι nom χαμού χαμός nom χαμπάρι χαμπάρι nom χαμπέρι χαμπέρι nom χαμόγελα χαμόγελο nom χαμόδεντρα χαμόδεντρο nom χαμόσπιτα χαμόσπιτο nom χανιώτικα χανιώτικος adj χανούμισσα χανούμισσα nom χαντάκι χαντάκι nom χαντακώνει χαντακώνω ver χαντζάρα χαντζάρα nom χαοτικά χαοτικός adj χαρά χαρά nom χαράδρα χαράδρα nom χαράκτες χαράκτης nom χαράκτρια χαράκτρια nom χαράκωμα χαράκωμα nom χαράκωσε χαρακώνω ver χαράμι χαράμι adv χαράμισε χαραμίζω ver χαράτσι χαράτσι nom χαρέμι χαρέμι nom χαραγή χαραγή nom χαραγματιές χαραγματιά nom χαρακίρι χαρακίρι nom χαρακιές χαρακιά nom χαρακτήρ χαρακτήρ nom χαρακτήρας χαρακτήρας nom χαρακτηριστώ χαρακτηρίζω ver χαρακτηριζόμενη χαρακτηριζόμενος adj χαρακτηρισμοί χαρακτηρισμός nom χαρακτηριστικόν χαρακτηριστικός adj χαρακτικά χαρακτικός adj χαραμάδα χαραμάδα nom χαραμοφάηδες χαραμοφάης adj χαραυγές χαραυγή nom χαραχτήρα χαραχτήρας nom χαριεντισμούς χαριεντισμός nom χαρισματικά χαρισματικός adj χαριστικά χαριστικά adv χαριστικές χαριστικός adj χαριτολογεί χαριτολογώ ver χαριτολόγημα χαριτολόγημα nom χαριτωμένα χαριτωμένα adv χαριτωμένες χαριτωμένος adj χαριτόβρυτη χαριτόβρυτος adj χαρμάνι χαρμάνι nom χαρμόσυνα χαρμόσυνος adj χαροκαμένη χαροκαμένος adj χαροκόπι χαροκόπι nom χαροκόπος χαροκόπος nom χαροποίησαν χαροποιώ ver χαροποιόν χαροποιός adj χαρουπιά χαρουπιά nom χαρούμενη χαρούμενος adj χαρούπι χαρούπι nom χαρτάκι χαρτάκι nom χαρτί χαρτί nom χαρταετοί χαρταετός nom χαρτζιλίκι χαρτζιλίκι nom χαρτικά χαρτικά nom χαρτοβιομηχανία χαρτοβιομηχανία nom χαρτογράφησαν χαρτογραφώ ver χαρτογράφηση χαρτογράφηση nom χαρτογράφο χαρτογράφος nom χαρτογραφία χαρτογραφία nom χαρτογραφική χαρτογραφικός adj χαρτοκιβώτια χαρτοκιβώτιο nom χαρτοκλέφτες χαρτοκλέφτης nom χαρτοκόπτη χαρτοκόπτης nom χαρτομάζα χαρτομάζα nom χαρτονιού χαρτόνι nom χαρτονομίσματα χαρτονόμισμα nom χαρτοπαίγνια χαρτοπαίγνιο nom χαρτοπαίκτες χαρτοπαίκτης nom χαρτοπαίχτες χαρτοπαίχτης nom χαρτοπαίχτρα χαρτοπαίχτρα nom χαρτοπαικτικά χαρτοπαικτικός adj χαρτοπαιξία χαρτοπαιξία nom χαρτοποιία χαρτοποιία nom χαρτοπολτού χαρτοπολτός nom χαρτοπωλείο χαρτοπωλείο nom χαρτοπωλών χαρτοπώλης nom χαρτοπόλεμος χαρτοπόλεμος nom χαρτορίχτρα χαρτορίχτρα nom χαρτοσήμου χαρτόσημο nom χαρτοσακούλες χαρτοσακούλα nom χαρτοφυλάκια χαρτοφυλάκιο nom χαρτοφύλακα χαρτοφύλακας nom χαρτωσιά χαρτωσιά nom χαρτόδετη χαρτόδετος adj χαρτόμαζας χαρτόμαζα nom χαρωπά χαρωπά adv χαρωπή χαρωπός adj χαρών χαρά|χάρη nom χασάπη χασάπης nom χασάπικα χασάπικος adj χασές χασές nom χασίς χασίς nom χασίσι χασίσι nom χασαπιά χασαπιό nom χασικλήδες χασικλής nom χασμουρητά χασμουρητό nom χασμουριέται χασμουριέμαι ver χασμωδίες χασμωδία nom χασομέρη χασομέρης nom χασομεράει χασομεράω ver χασούρα χασούρα nom χαστουκίζει χαστουκίζω ver χαστουκιού χαστούκι nom χατίρι χατίρι nom χατζάρα χατζάρα nom χατζή χατζής nom χαυλιοδόντων χαυλιόδοντας nom χαφιέ χαφιές nom χαφιεδισμό χαφιεδισμός nom χαχανητά χαχανητό nom χαψιά χαψιά nom χαύνωση χαύνωση nom χαώδεις χαώδης adj χείλη χείλος nom χείλι χείλι nom χείμαρρο χείμαρρος nom χείρα χείρ nom χείρας χείρας nom χείρω χείρω adj χει χει ver χειλάκι χειλάκι nom χειλέων χειλέων nom χειλικά χειλικός adj χειμέρια χειμέριος adj χειμαδιά χειμαδιό nom χειμαρρώδη χειμαρρώδης adj χειμερινά χειμερινός adj χειμωνιάτικα χειμωνιάτικα adv χειμωνιάτικες χειμωνιάτικος adj χειμώνα χειμώνας nom χειράμαξα χειράμαξα nom χειρίζεσαι χειρίζομαι ver χειραγωγήσει χειραγωγώ ver χειραγωγός χειραγωγός nom χειραγώγηση χειραγώγηση nom χειραποσκευές χειραποσκευή nom χειραφέτηση χειραφέτηση nom χειραφετείται χειραφετώ ver χειραφετημένη χειραφετημένος adj χειραψία χειραψία nom χειρισμοί χειρισμός nom χειριστές χειριστής nom χειριστήρια χειριστήριο nom χειριστικό χειριστικός adj χειροβομβίδα χειροβομβίδα nom χειρογράφου χειρόγραφο nom χειρογραφία χειρογραφία nom χειροδίκησε χειροδικώ ver χειροδικία χειροδικία nom χειροκίνητα χειροκίνητος adj χειροκροτά χειροκροτώ ver χειροκροτήματα χειροκρότημα nom χειρολαβές χειρολαβή nom χειρονομία χειρονομία nom χειροπέδες χειροπέδη nom χειροπιαστά χειροπιαστός adj χειροποίητα χειροποίητος adj χειροπρακτική χειροπρακτική nom χειροσφαίρισης χειροσφαίριση nom χειροτέρευαν χειροτερεύω ver χειροτέρευση χειροτέρευση nom χειροτέχνες χειροτέχνης nom χειροτέχνημα χειροτέχνημα nom χειροτεχνία χειροτεχνία nom χειροτεχνικά χειροτεχνικός adj χειροτονήθηκε χειροτονώ ver χειροτονία χειροτονία nom χειροτόνηση χειροτόνηση nom χειρουργήθηκαν χειρουργώ ver χειρουργεία χειρουργείο nom χειρουργικά χειρουργικός adj χειρουργοί χειρουργός nom χειρούργο χειρούργος nom χειρωνακτικά χειρωνακτικά adv χειρωνακτικές χειρωνακτικός adj χειρόγραφες χειρόγραφος adj χειρόμυλοι χειρόμυλος nom χειρόπτερα χειρόπτερο nom χειρός χειρός nom χειρόφρενο χειρόφρενο nom χειρώνακτες χειρώνακτας nom χελιδονίσματα χελιδόνισμα nom χελιδονιού χελιδόνι nom χελιδονοφωλιές χελιδονοφωλιά nom χελιδονόψαρα χελιδονόψαρο nom χελιδόνας χελιδόνα nom χελωνάκι χελωνάκι nom χελωνών χελώνα nom χεράκι χεράκι nom χεριά χεριά nom χερουβίμ χερουβίμ nom χερουβείμ χερουβείμ nom χερουβικά χερουβικός adj χερούλι χερούλι nom χερσαία χερσαίος adj χερσονήσου χερσόνησος nom χερσότοποι χερσότοπος nom χημεία χημεία nom χημείο χημείο nom χημειοθεραπεία χημειοθεραπεία nom χημικά χημικός adj χημικώς χημικώς adv χηρεία χηρεία nom χηρεύουσας χηρεύων adj χθεσινά χθεσινός adj χθεσινοβραδινές χθεσινοβραδινός adj χθόνια χθόνιος adj χι χι nom χιαστή χιαστός adj χιαστί χιαστί adv χιλίαρχοι χιλίαρχος nom χιλίομετρα χιλίομετρα nom χιλίους χιλίους nom χιλιάδα χιλιάδα num χιλιάρα χιλιάρα nom χιλιάρικα χιλιάρικο nom χιλιάρικο χιλιάρικος adj χιλιάσεις χιλιάζω ver χιλιασμό χιλιασμός nom χιλιαστές χιλιαστής nom χιλιαστική χιλιαστικός adj χιλιετία χιλιετία nom χιλιετηρίδα χιλιετηρίδα nom χιλιομέτρου χιλιόμετρο nom χιλιομετρητή χιλιομετρητή nom χιλιομετρικά χιλιομετρικός adj χιλιοστά χιλιοστός num χιλιοστόγραμμα χιλιοστόγραμμο nom χιλιοστόμετρα χιλιοστόμετρο nom χιλιόγραμμα χιλιόγραμμο nom χιλιόχρονη χιλιόχρονος adj χιμαιρικά χιμαιρικός adj χιμπαντζή χιμπαντζής nom χιονάτα χιονάτος adj χιονίζει χιονίζει ver χιονιά χιονιά nom χιονιάδες χιονιάς nom χιονιού χιόνι nom χιονοδρομία χιονοδρομία nom χιονοδρομικά χιονοδρομικός adj χιονοδρόμοι χιονοδρόμος nom χιονοθύελλα χιονοθύελλα nom χιονοπέδιλα χιονοπέδιλο nom χιονοπτώσεις χιονόπτωση nom χιονοπόλεμο χιονοπόλεμος nom χιονοστιβάδα χιονοστιβάδα nom χιονόνερο χιονόνερο nom χιουμορίστα χιουμορίστας nom χιουμοριστικά χιουμοριστικός adj χιούμορ χιούμορ nom χιτώνα χιτώνας nom χιτώνιο χιτώνιο nom χιόνα χιών nom χιώτικα χιώτικος adj χλαίνες χλαίνα|χλαίνη nom χλαίνη χλαίνη nom χλαμυδίων χλαμυδίων nom χλαμυδιακής χλαμυδιακής adj χλαμυδιακών χλαμυδιακών adj χλαμύδα χλαμύδα nom χλαμύδια χλαμύδια nom χλαμύδιο χλαμύδιο nom χλευάζει χλευάζω ver χλευασμού χλευασμός nom χλευαστικά χλευαστικός adj χλεύη χλεύη nom χλιαρά χλιαρός adj χλιδή χλιδή nom χλιμιντρίσματα χλιμίντρισμα nom χλμ χλμ nom χλομή χλωμός adj χλομό χλομός adj χλωρά χλωρός adj χλωρίδα χλωρίδα nom χλωρίνη χλωρίνη nom χλωρίου χλώριο nom χλωρίωση χλωρίωση nom χλωριδίου χλωριδίου nom χλωρικά χλωρικός adj χλωριούχα χλωριούχος adj χλωριωμένες χλωριωμένες ver χλωριωμένοι χλωριωμένοι ver χλωροκίνη χλωροκίνη nom χλωρομεθάνιο χλωρομεθάνιο adj χλωροπικρίνη χλωροπικρίνη nom χλωροπλάστες χλωροπλάστες nom χλωροπλαστών χλωροπλαστών adj χλωροφορμίου χλωροφόρμιο nom χλωροφύλλη χλωροφύλλη nom χλόες χλόη nom χλόμιασε χλομιάζω ver χμ χμ sw χνάρι χνάρι nom χνουδωτά χνουδωτός adj χνούδι χνούδι nom χοάνες χοάνη nom χοές χοή nom χοίρο χοίρος nom χοιρίδια χοιρίδιο nom χοιρινά χοιρινός adj χοιροβοσκός χοιροβοσκός nom χοιροειδή χοιροειδή nom χοιρομέρι χοιρομέρι nom χοιροστάσια χοιροστάσιο nom χοιροσφάγια χοιροσφάγια adj χοιροτροφία χοιροτροφία nom χολ χολ nom χολέρα χολέρα nom χολή χολή nom χολερική χολερικός adj χολερυθρίνη χολερυθρίνη nom χοληδόχο χοληδόχος adj χοληστερίνη χοληστερίνη nom χοληστερόλης χοληστερόλης nom χοληφόρα χοληφόρος adj χολιγουντιανά χολιγουντιανός adj χολολιθίαση χολολιθίαση nom χονδρά χονδρός adj χονδρέμπορο χονδρέμπορος nom χονδρεμπορίου χονδρεμπόριο nom χονδρικές χονδρικός adj χονδροειδές χονδροειδής adj χονδρόκοκκη χονδρόκοκκη nom χοντρά χοντρά adv χοντράδα χοντράδα nom χοντρικά χοντρικά adv χοντροκέφαλοι χοντροκέφαλος adj χοντροκομμένα χοντροκομμένα adv χοντροκομμένες χοντροκομμένος adj χοντρούλη χοντρούλης adj χοντρόπετσος χοντρόπετσος adj χορέψει χορεύω ver χορήγησή χορήγηση nom χορήγησαν χορηγώ ver χορδές χορδή nom χορδίσματα χόρδισμα nom χορεία χορεία nom χορευτές χορευτής nom χορευτικά χορευτικά adv χορευτικές χορευτικός adj χορευτριών χορεύτρια nom χορευόταν χορευόταν ver χορηγία χορηγία nom χορηγηθέντος χορηγηθείς adj χορηγικά χορηγικός adj χορηγοί χορηγός nom χορηγούμενα χορηγούμενος adj χορικά χορικός adj χορικού χορικό nom χοροί χορός nom χορογράφο χορογράφος nom χορογραφία χορογραφία nom χορογραφικά χορογραφικός adj χοροδιδασκαλεία χοροδιδασκαλείο nom χοροδράματα χορόδραμα nom χοροεσπερίδα χοροεσπερίδα nom χοροπήδαγε χοροπηδάω ver χοροπήδημα χοροπήδημα nom χοροστάσι χοροστάσι nom χοροστάσια χοροστάσι|χοροστάσιο nom χοροστάτησαν χοροστατώ ver χορτάρι χορτάρι nom χορτάσαμε χορταίνω ver χορτάτα χορτάτος adj χορταριασμένα χορταριάζω ver χορταρικά χορταρικό nom χορταστικά χορταστικά adv χορταστική χορταστικός adj χορτοφάγα χορτοφάγος adj χορτοφαγία χορτοφαγία nom χορτόπιτες χορτόπιτα nom χορωδία χορωδία nom χορωδιακά χορωδιακός adj χορωδοί χορωδός nom χουλιγκανισμού χουλιγκανισμός nom χουντικά χουντικός adj χουρμάδες χουρμάς nom χουρμαδιά χουρμαδιά nom χούι χούι nom χούλιγκαν χούλιγκαν nom χούμους χούμος nom χούντα χούντα nom χούφτα χούφτα nom χρέη χρέος nom χρέωναν χρεώνω ver χρέωση χρέωση nom χρήζοντα χρήζοντα nom χρήμα χρήμα nom χρήσει χρήσει nom χρήσεις χρήση nom χρήσιμα χρήσιμος adj χρήστες χρήστης nom χρήστων χρήστων adj χρίεται χρίω ver χρίσμα χρίσμα nom χρακτηριστικά χρακτηριστικά adv χρεία χρεία nom χρειάζεσαι χρειάζομαι ver χρειαζούμενα χρειαζούμενος adj χρειώδη χρειώδης adj χρεογράφων χρεόγραφο nom χρεοκοπήσει χρεοκοπώ ver χρεοκοπία χρεοκοπία nom χρεολυσίων χρεολύσιο nom χρεοστάσιο χρεοστάσιο nom χρεωστεί χρεωστώ ver χρεωστικά χρεωστικός adj χρεωστών χρεώστης nom χρεώγραφα χρεώγραφο nom χρημάτισαν χρηματίζω ver χρηματαγορά χρηματαγορά nom χρηματαποστολή χρηματαποστολή nom χρηματικά χρηματικός adj χρηματισμοί χρηματισμός nom χρηματιστές χρηματιστής nom χρηματιστήρια χρηματιστήριο nom χρηματιστηριακά χρηματιστηριακός adj χρηματιστική χρηματιστικός adj χρηματοδοτήθηκαν χρηματοδοτώ ver χρηματοδοτήσεις χρηματοδότηση nom χρηματοδοτικά χρηματοδοτικός adj χρηματοδοτούμενα χρηματοδοτούμενος adj χρηματοδοτών χρηματοδότης nom χρηματοδότρια χρηματοδότρια nom χρηματοκιβωτίου χρηματοκιβώτιο nom χρηματομεσίτες χρηματομεσίτης nom χρηματοοικονομικά χρηματοοικονομικός adj χρηματοπιστωτικά χρηματοπιστωτικός adj χρησίμευαν χρησιμεύω ver χρησιδάνειο χρησιδάνειο nom χρησικτησία χρησικτησία nom χρησιμοθηρική χρησιμοθηρικός adj χρησιμοποίησή χρησιμοποίηση nom χρησιμοποίησα χρησιμοποιώ ver χρησιμοποιήσιμα χρησιμοποιήσιμος adj χρησιμοποιηθέν χρησιμοποιηθείς adj χρησιμοποιουμένων χρησιμοποιούμενος adj χρησιμοποιούντα χρησιμοποιούντα adj χρησιμοποιούντες χρησιμοποιούντες adj χρησιμοποιούταν χρησιμοποιούταν ver χρησιμότητάς χρησιμότητα nom χρησμοί χρησμός nom χρησμοδοσίας χρησμοδοσία nom χρησμοδοτεί χρησμοδοτώ ver χρηστά χρηστός adj χρηστικά χρηστικός adj χρηστικότητα χρηστικότητα nom χρηστότητας χρηστότητα nom χριστεπώνυμο χριστεπώνυμος adj χριστιανές χριστιανή nom χριστιανικά χριστιανικά adv χριστιανικές χριστιανικός adj χριστιανισμού χριστιανισμός nom χριστιανοί χριστιανός nom χριστιανοσοσιαλιστών χριστιανοσοσιαλιστής nom χριστιανοσύνη χριστιανοσύνη nom χριστολογία χριστολογία nom χριστουγεννιάτικα χριστουγεννιάτικος adj χριστόψαρο χριστόψαρο nom χροιά χροιά nom χρονάκια χρονάκι nom χρονίζει χρονίζω ver χρονίων χρόνιος adj χρονιά χρονιά nom χρονιάρες χρονιάρης adj χρονικά χρονικά adv χρονικές χρονικός adj χρονικογράφο χρονικογράφος nom χρονισμό χρονισμός nom χρονοβόρα χρονοβόρος adj χρονογράφημα χρονογράφημα nom χρονογράφο χρονογράφος nom χρονογραφίας χρονογραφία nom χρονογραφικά χρονογραφικός adj χρονοδιάγραμμα χρονοδιάγραμμα nom χρονοδιακόπτη χρονοδιακόπτης nom χρονολογήθηκαν χρονολογώ ver χρονολογήσεων χρονολόγηση nom χρονολογία χρονολογία nom χρονολογικά χρονολογικά adv χρονολογικές χρονολογικός adj χρονολογούμενος χρονολογούμενος adj χρονομέτρες χρονομέτρης nom χρονομέτρηση χρονομέτρηση nom χρονομέτρου χρονόμετρο nom χρονομετρημένη χρονομετρώ ver χρονοναύλωση χρονοναύλωση nom χρονοντούλαπο χρονοντούλαπο nom χρονοτριβές χρονοτριβή nom χρονοτριβήσει χρονοτριβώ ver χρονών χρονών nom χρυσό χρυσός nom χρυσάνθεμα χρυσάνθεμο nom χρυσάφι χρυσάφι nom χρυσίζει χρυσίζω ver χρυσίον χρυσίο nom χρυσαλλίδα χρυσαλλίδα nom χρυσαφένια χρυσαφένιος adj χρυσαφί χρυσαφής adj χρυσαφικά χρυσαφικό nom χρυσελεφάντινα χρυσελεφάντινος adj χρυσοθήρα χρυσοθήρας nom χρυσοκέντητα χρυσοκέντητος adj χρυσοκεντήματα χρυσοκέντημα nom χρυσοκόκκινο χρυσοκόκκινος adj χρυσονήματα χρυσόνημα nom χρυσοποίκιλτα χρυσοποίκιλτος adj χρυσοπράσινο χρυσοπράσινος adj χρυσοφόρα χρυσοφόρος adj χρυσοχοεία χρυσοχοείο nom χρυσοχόο χρυσοχόος nom χρυσωμένο χρυσώνω ver χρυσωρυχεία χρυσωρυχείο nom χρυσωρύχοι χρυσωρύχος nom χρυσόβουλα χρυσόβουλο nom χρυσόμαλλο χρυσόμαλλος adj χρυσόμυγα χρυσόμυγα nom χρυσόσκονη χρυσόσκονη nom χρυσόψαρα χρυσόψαρο nom χρωμάτιζε χρωματίζω ver χρωμάτων χρώμα nom χρωμίου χρώμιο nom χρωμίτης χρωμίτης nom χρωματικά χρωματικά adv χρωματικές χρωματικός adj χρωματισμοί χρωματισμός nom χρωματιστά χρωματιστός adj χρωματομετρική χρωματομετρικός adj χρωματοπωλείο χρωματοπωλείο nom χρωματοσωμάτων χρωματόσωμα nom χρωμολιθογραφίες χρωμολιθογραφία nom χρωμοσωμάτων χρωμόσωμα nom χρωμοσωμικές χρωμοσωμικός adj χρωμόσφαιρα χρωμόσφαιρα nom χρωστά χρωστώ ver χρωστήρα χρωστήρας nom χρωστικά χρωστικός adj χρόνε χρόνος nom χρόνω χρόνω nom χρύσωμα χρύσωμα nom χρώση χρώση nom χτένα χτένα nom χτένι χτένι nom χτένιζαν χτενίζω ver χτένισμα χτένισμα nom χτίσιμο χτίσιμο nom χτίσμα χτίσμα nom χτίστες χτίστης nom χταποδιού χταπόδι nom χτιστά χτιστός adj χτυπά χτυπάω ver χτυπήματα χτύπημα nom χτυπητά χτυπητός adj χτυποκάρδι χτυποκάρδι nom χτύπο χτύπος nom χυδαία χυδαίος adj χυδαιολογήματα χυδαιολόγημα nom χυδαιολογία χυδαιολογία nom χυδαιολογεί χυδαιολογώ ver χυδαιοτήτων χυδαιότητα nom χυλοπίτες χυλοπίτα nom χυλό χυλός nom χυλόπιτες χυλόπιτα nom χυμοί χυμός nom χυμώδεις χυμώδης adj χυτά χυτός adj χυτήρια χυτήριο nom χυτοσίδηρος χυτοσίδηρος nom χυτρών χύτρα nom χφ χφ nom χωλή χωλός adj χωλαίνει χωλαίνω ver χωμάτινα χωματένιος adj χωμάτων χώμα nom χωματερές χωματερή nom χωματουργικά χωματουργικός adj χωματόδρομο χωματόδρομος nom χωνέψει χωνεύω ver χωνί χωνί nom χωνευτήρι χωνευτήρι nom χωνευτικό χωνευτικός adj χωρά χωράω ver χωράφι χωράφι nom χωρήσει χωρήσει ver χωρία χωρίο nom χωρίζει χωρίζω ver χωρίς χωρίς pre χωρίσματα χώρισμα nom χωρίστρα χωρίστρα nom χωρατά χωρατό nom χωρατατζή χωρατατζής nom χωρητικότητα χωρητικότητα nom χωριά χωριό nom χωριάτα χωριάτα nom χωριάτη χωριάτης nom χωριάτικα χωριάτικος adj χωριάτισσα χωριάτισσα nom χωριανοί χωριανός adj χωριατοπούλα χωριατοπούλα nom χωριατόπαιδο χωριατόπαιδο nom χωριατόσπιτα χωριατόσπιτο nom χωριζόμενο χωριζόμενο nom χωρικών χωρικός adj χωριουδάκι χωριουδάκι nom χωρισμοί χωρισμός nom χωριστά χωριστά adv χωριστής χωριστός adj χωροθετούνται χωροθετώ ver χωροταξία χωροταξία nom χωροταξικά χωροταξικός adj χωροφυλάκων χωροφύλακας nom χωροφυλακή χωροφυλακή nom χωροχρόνο χωροχρόνος nom χωροχρόνου χωρόχρονος|χωροχρόνος nom χωρόχρονο χωρόχρονος nom χωρών χώρα nom χωσιά χωσιά nom χόβολη χόβολη nom χόλον χόλος nom χόμπι χόμπι nom χόνδρο χόνδρος nom χόρτα χόρτο nom χόρταση χόρταση nom χόρτο χόρτος nom χότζα χότζας nom χύδην χύδην adv χύμα χύμα nom χώνευση χώνευση nom χώνεψη χώνεψη nom χώρια χώρια adv χώρο χώρος nom ψ ψ nom ψάθα ψάθα nom ψάθινα ψάθινος adj ψάλτες ψάλτης nom ψάξιμο ψάξιμο nom ψάρεμα ψάρεμα nom ψάρευαν ψαρεύω ver ψάρι ψάρι nom ψέκαζαν ψεκάζω ver ψέλλισε ψελλίζω ver ψέμα ψέμα nom ψέμμα ψέμμα nom ψήγμα ψήγμα nom ψήκτρες ψήκτρα nom ψήλωμα ψήλωμα nom ψήλωνε ψηλώνω ver ψήσιμο ψήσιμο nom ψήφιζα ψηφίζω ver ψήφιση ψήφιση nom ψήφισμά ψήφισμα nom ψήφο ψήφος nom ψίθυρο ψίθυρος nom ψίχα ψίχα nom ψίχουλα ψίχουλο nom ψαθάκι ψαθάκι nom ψαθί ψαθί nom ψαλίδα ψαλίδα nom ψαλίδι ψαλίδι nom ψαλίδισμα ψαλίδισμα nom ψαλιδάκι ψαλιδάκι nom ψαλιδίσει ψαλιδίζω ver ψαλιδιών ψαλιδιά nom ψαλμοί ψαλμός nom ψαλμωδία ψαλμωδία nom ψαλμωδοί ψαλμωδός nom ψαλτήρι ψαλτήρι nom ψαλτήρια ψαλτήρι|ψαλτήριο nom ψαλτήριο ψαλτήριο nom ψαλτικά ψαλτικός adj ψαμμίτης ψαμμίτης nom ψαμμιτικά ψαμμιτικός adj ψαρά ψαρός adj ψαράδες ψαράς nom ψαράδικα ψαράδικος adj ψαραγορά ψαραγορά nom ψαριά ψαριά nom ψαρικά ψαρικό nom ψαρικής ψαρική nom ψαροκάικα ψαροκάικο nom ψαροκόκαλα ψαροκόκαλο nom ψαροπούλα ψαροπούλα nom ψαροπούλι ψαροπούλι nom ψαροταβέρνα ψαροταβέρνα nom ψαροφάγος ψαροφάγος adj ψαροχώρι ψαροχώρι nom ψαρόβαρκα ψαρόβαρκα nom ψαρόνι ψαρόνι nom ψαρόσουπα ψαρόσουπα nom ψαρότοπο ψαρότοπος nom ψαχνό ψαχνός adj ψαχουλεύει ψαχουλεύω ver ψείρα ψείρα nom ψείρισμα ψείρισμα nom ψεγάδι ψεγάδι nom ψειρίζουμε ψειρίζω ver ψεκασμοί ψεκασμός nom ψεκαστήρες ψεκαστήρας nom ψελλίσματα ψέλλισμα nom ψεματάκια ψεματάκι nom ψευδά ψευδά adv ψευδάργυρο ψευδάργυρος nom ψευδές ψευδός adj ψευδέστατα ψευδώς adv ψευδή ψευδής|ψευδός adj ψευδαίσθηση ψευδαίσθηση nom ψευδαισθητική ψευδαισθητικός adj ψευδείς ψευδής adj ψευδεπίγραφα ψευδεπίγραφος adj ψευδολογία ψευδολογία nom ψευδολόγοι ψευδολόγος adj ψευδομάρτυρας ψευδομάρτυρας nom ψευδομαρτυρήσει ψευδομαρτυρώ ver ψευδομαρτυρία ψευδομαρτυρία nom ψευδορκία ψευδορκία nom ψευδοροφή ψευδοροφή nom ψευδωνύμου ψευδώνυμο nom ψευδώνυμα ψευδώνυμος adj ψευταράς ψευταράς nom ψευτιά ψευτιά nom ψευτών ψεύτης nom ψεύδεσαι ψεύδομαι ver ψεύδη ψεύδος nom ψεύταρος ψεύταρος nom ψεύτικα ψεύτικος adj ψεύτρα ψεύτρα nom ψηλάφηση ψηλάφηση nom ψηλαφίσει ψηλαφίζω ver ψηλαφητά ψηλαφητά adv ψηλαφητή ψηλαφητός adj ψηλαφιστά ψηλαφιστά adv ψηλοκρεμαστό ψηλοκρεμαστός adj ψηλομύτα ψηλομύτης adj ψηλοτάβανη ψηλοτάβανος adj ψηλοτάκουνα ψηλοτάκουνος adj ψηλόλιγνα ψηλόλιγνος adj ψησταριά ψησταριά nom ψητά ψητός adj ψητοπωλεία ψητοπωλείο nom ψηφία ψηφίο nom ψηφίδα ψηφίδα nom ψηφιακά ψηφιακός adj ψηφιδωτά ψηφιδωτός adj ψηφισάντων ψηφισάντων adj ψηφισθέντα ψηφισθείς adj ψηφοδέλτια ψηφοδέλτιο nom ψηφοθηρία ψηφοθηρία nom ψηφοθηρικές ψηφοθηρικός adj ψηφοφορία ψηφοφορία nom ψηφοφόρο ψηφοφόρος nom ψι ψι nom ψιθυρίζει ψιθυρίζω ver ψιθυριστά ψιθυριστά adv ψιθυριστές ψιθυριστής nom ψιλά ψιλός adj ψιλικά ψιλικά nom ψιλικατζής ψιλικατζής nom ψιλικατζίδικα ψιλικατζίδικο nom ψιλοκομμένος ψιλοκόβω adj ψιλόβρεχε ψιλοβρέχει ver ψιμύθια ψιμύθιο nom ψιτ ψιτ sw ψιχάλα ψιχάλα nom ψιχία ψιχίο nom ψιχαλίζει ψιχαλίζει ver ψοφίμι ψοφίμι nom ψυγεία ψυγείο nom ψυκτικά ψυκτικός adj ψυλλιαστεί ψυλλιάζομαι ver ψυχές ψυχή nom ψυχίατρο ψυχίατρος nom ψυχαγωγήθηκαν ψυχαγωγώ ver ψυχαγωγία ψυχαγωγία nom ψυχαγωγικά ψυχαγωγικά adv ψυχαγωγικές ψυχαγωγικός adj ψυχαγωγού ψυχαγωγός adj ψυχανάλυση ψυχανάλυση nom ψυχαναγκασμού ψυχαναγκασμός nom ψυχαναγκαστικά ψυχαναγκαστικός adj ψυχαναλυτές ψυχαναλυτής nom ψυχαναλυτικά ψυχαναλυτικά adv ψυχαναλυτικές ψυχαναλυτικός adj ψυχαναλύτρια ψυχαναλύτρια nom ψυχαρισμούς ψυχαρισμός nom ψυχασθένεια ψυχασθένεια nom ψυχασθενής ψυχασθενής adj ψυχεδέλεια ψυχεδέλεια nom ψυχεδελικά ψυχεδελικός adj ψυχιατρεία ψυχιατρείο nom ψυχιατρικά ψυχιατρικός adj ψυχικές ψυχικός adj ψυχισμού ψυχισμός nom ψυχο ψυχο nom ψυχογενή ψυχογενής adj ψυχογλωσσολογία ψυχογλωσσολογία nom ψυχογράφημα ψυχογράφημα nom ψυχογράφος ψυχογράφος nom ψυχογραφία ψυχογραφία nom ψυχογραφεί ψυχογραφώ ver ψυχογραφικά ψυχογραφικός adj ψυχοδιαγνωστική ψυχοδιαγνωστικός adj ψυχοδράματος ψυχόδραμα nom ψυχοδυναμική ψυχοδυναμικός adj ψυχοθεραπεία ψυχοθεραπεία nom ψυχοθεραπευτές ψυχοθεραπευτής nom ψυχοθεραπευτική ψυχοθεραπευτικός adj ψυχοθεραπεύτρια ψυχοθεραπεύτρια nom ψυχοκινητικά ψυχοκινητικός adj ψυχοκοινωνικά ψυχοκοινωνικός adj ψυχοκόρη ψυχοκόρη nom ψυχολογήσει ψυχολογώ ver ψυχολογία ψυχολογία nom ψυχολογικά ψυχολογικά adv ψυχολογικές ψυχολογικός adj ψυχολογισμού ψυχολογισμός nom ψυχολόγο ψυχολόγος nom ψυχομετρικά ψυχομετρικά adv ψυχομετρικό ψυχομετρικός adj ψυχοπάθεια ψυχοπάθεια nom ψυχοπαίδι ψυχοπαίδι nom ψυχοπαθή ψυχοπαθής adj ψυχοπαθολογία ψυχοπαθολογία nom ψυχοπαθολογικές ψυχοπαθολογικός adj ψυχοπαιδαγωγικές ψυχοπαιδαγωγικός adj ψυχοπομπός ψυχοπομπός nom ψυχορραγώ ψυχορραγώ ver ψυχοσάββατο ψυχοσάββατο nom ψυχοσωματικά ψυχοσωματικός adj ψυχοσύνθεση ψυχοσύνθεση nom ψυχοτεχνικά ψυχοτεχνικός adj ψυχοτρόπα ψυχοτρόπος adj ψυχοτρόπες ψυχοτρόπες adj ψυχοφάρμακα ψυχοφάρμακο nom ψυχοφθόρα ψυχοφθόρος adj ψυχούλα ψυχούλα nom ψυχρά ψυχρά adv ψυχράνει ψυχραίνω ver ψυχρές ψυχρός adj ψυχραιμία ψυχραιμία nom ψυχρολουσία ψυχρολουσία nom ψυχροπολεμικά ψυχροπολεμικός adj ψυχρότητα ψυχρότητα nom ψυχρόφιλα ψυχρόφιλος adj ψυχωμένο ψυχωμένος adj ψυχωτικά ψυχωτικός adj ψυχωφελή ψυχωφελής adj ψυχώσεις ψύχωση nom ψωμάκι ψωμάκι nom ψωμάς ψωμάς nom ψωμί ψωμί nom ψωμοτύρι ψωμοτύρι nom ψωνίζει ψωνίζω ver ψωρίαση ψωρίαση nom ψωριάρηδες ψωριάρης adj ψωροκώσταινα ψωροκώσταινα nom ψόγο ψόγος nom ψόφα ψοφάω ver ψόφια ψόφιος adj ψόφο ψόφος nom ψύλλο ψύλλος nom ψύξεως ψύξη nom ψύχει ψύχω ver ψύχη ψύχος nom ψύχρα ψύχρα nom ψύχραιμα ψύχραιμα adv ψύχραιμες ψύχραιμος adj ψύχρανση ψύχρανση nom ψώνια ψώνιο nom ψώρα ψώρα nom ω ω ver ωά ωόν nom ωάρια ωάριο nom ωδές ωδή nom ωδίνες ωδίνες nom ωδεία ωδείο nom ωδικά ωδικός adj ωθήθηκαν ωθώ ver ωθήσεις ώθηση nom ωθούν ωθών adj ωκεάνια ωκεάνιος adj ωκεανοί ωκεανός nom ωκεανογράφο ωκεανογράφος nom ωκεανογραφία ωκεανογραφία nom ωκεανογραφικά ωκεανογραφικός adj ωκεανολόγος ωκεανολόγος nom ωλένης ωλένη nom ωμά ωμός adj ωμέγα ωμέγα nom ωμική ωμικός adj ωμοπλάτες ωμοπλάτη nom ωμοπλίνθους ωμόπλινθος nom ωμοτήτων ωμότητα nom ωμοφάγος ωμοφάγος adj ωμοφαγία ωμοφαγία nom ωμοφόριο ωμοφόριο nom ωοειδές ωοειδής adj ωοθήκες ωοθήκη nom ωοθυλακίων ωοθυλάκιο nom ωορρηξία ωορρηξία nom ωοτοκία ωοτοκία nom ωοτόκο ωοτόκος adj ωράρια ωράριο nom ωρίμαζαν ωριμάζω ver ωρίμανση ωρίμανση nom ωραία ωραία adv ωραίαν ωραίος adj ωραιότητα ωραιότητα nom ωριαία ωριαία adv ωριαίας ωριαίος adj ωριμότερα ώριμος adj ωριμότητάς ωριμότητα nom ωρισμένας ωρισμένας nom ωροδείκτης ωροδείκτης nom ωρολογίου ωρολόγιο nom ωρολογιακές ωρολογιακός adj ωρολογοποιίας ωρολογοποιία nom ωρολογοποιός ωρολογοποιός nom ωροσκοπίου ωροσκόπιο nom ωροσκόπο ωροσκόπος nom ωρύεται ωρύομαι ver ωρών ώρα nom ως ως adv ωσάν ωσάν adv ωσαύτως ωσαύτως adv ωσεί ωσεί adv ωστικά ωστικός adj ωστόσο ωστόσο con ωτίτιδα ωτίτιδα nom ωτακουστές ωτακουστής nom ωτοασπίδες ωτοασπίδα nom ωτορινολαρυγγολόγο ωτορινολαρυγγολόγος nom ωτοστόπ ωτοστόπ nom ωφέλεια ωφέλεια nom ωφέλησαν ωφελώ ver ωφέλιμα ωφέλιμα adv ωφέλιμες ωφέλιμος adj ωφελήματα ωφέλημα nom ωφελεία ωφελεία nom ωφελιμισμού ωφελιμισμός nom ωφελιμιστικά ωφελιμιστικός adj ωφελιμότητα ωφελιμότητα nom ωχαδερφισμού ωχαδερφισμός nom ωχρά ωχρά adv ωχρές ωχρός adj ωχριά ωχριώ ver ωχροκίτρινο ωχροκίτρινος adj ωχρότητα ωχρότητα nom ό ό adj όγκο όγκος nom όδευση όδευση nom όζει όζω ver όζον όζον nom όθεν όθεν adv όι όι nom όλ όλ adj όλα όλο adv όλβιο όλβιος adj όλε όλος adj όλμο όλμος nom όλω όλω nom όλως όλως adv όμικρον όμικρον nom όμμα όμμα nom όμορα όμορος adj όμορφα όμορφα adv όμποε όμποε nom όμως όμως con όναρ όναρ nom όνειδος όνειδος nom όνο όνος nom όντως όντως adv όξινα όξινος adj όξος όξος nom όξυνση όξυνση nom όπισθεν όπισθεν adv όπλα όπλο nom όποιους όποιος adj όποτε όποτε adv όπου όπου adv όπτησης όπτηση nom όπως όπως adv όρ όρ nom όρθια όρθια adv όρθιας όρθιος adj όρθρο όρθρος nom όρκο όρκος nom όρμο όρμος nom όρνεα όρνεο nom όρνια όρνιο nom όρνις όρνις nom όροις όροις nom όρυζα όρυζα nom όρχεις όρχις nom όρχηση όρχηση nom όσα όσος pro_dem όσια όσια adv όσιο όσιος adj όσκαρ όσκαρ nom όσμωση όσμωση nom όσο όσο adv όστια όστια nom όσχεο όσχεο nom όταν όταν con ότι ότι con ότου ότου adv όφεως όφις nom όφσετ όφσετ nom όχθες όχθη nom όχι όχι sw όχλο όχλος nom όχτο όχτος nom όψει όψει nom όψεις όψη nom όψεων άψη nom όψιμα όψιμα adv όψιμες όψιμος adj ύ ύ nom ύβος ύβος nom ύβρεις ύβρη nom ύβωμα ύβωμα nom ύγρανση ύγρανση nom ύλων ύλων nom ύμνο ύμνος nom ύπερθεν ύπερθεν adv ύπνο ύπνος nom ύπνωση ύπνωση nom ύποπτα ύποπτα adv ύποπτες ύποπτος adj ύπουλα ύπουλα adv ύπουλες ύπουλος adj ύπτια ύπτια adv ύπτιας ύπτιος adj ύστατα ύστατος adj ύστερα ύστερα adv ύφανση ύφανση nom ύφος ύφος nom ύψιλον ύψιλον nom ώα ώα nom ώδε ώδε adv ώμο ώμος nom ών ών nom ώριμα ώριμα adv ώς ώς pre ώσεων ώση nom ώσμωση ώσμωση nom ώσπερ ώσπερ adv ώσπου ώσπου con ώστε ώστε con ώχρα ώχρα nom